Γιώργου Χ. Παπαδόπουλος*
Aμφίβολης αξιοπιστίας τα «εγκεφαλικά αποτυπώματα»
Η επιστήμη και η δικαιοσύνη είναι δύο συστήματα με τελείως διαφορετική εκκίνηση, συγκρότηση και φιλοδοξία, η δε μεταξύ τους σχέση είναι αυτή που μπορεί να αναπτυχθεί ανάμεσα σε δύο κυρίες που η μεν μία προσπαθεί να καταλάβει, η δε άλλη επιθυμεί να κρίνει. Δηλαδή μία σχέση της οποίας το ποιόν εξαρτάται από την ποιότητα της πρώτης, ενώ το μέλλον της εξαρτάται από τις αποφάσεις της δεύτερης. Η ελπίδα όλων είναι ότι δεν θα καταλήξει να γίνει ανάρμοστη...
Τα τελευταία χρόνια η νευροεπιστήμη έχει καταλήξει στην πεποίθηση ότι κάθε διανοητική κατάσταση αντιστοιχεί σε ένα συγκεκριμένο σχέδιο νευρωνικής δράσης που μπορεί να μελετηθεί με ακρίβεια. Ακριβοί και πολύπλοκοι τομογράφοι παρέχουν πλέον εντυπωσιακές εικόνες (επεξεργασμένες με ψευδοχρώματα) των περιοχών του εγκεφάλου που δραστηριοποιούνται κατά την επιτέλεση οποιουδήποτε έργου, πνευματικού ή μη. Εάν όμως οι νευροεπιστήμονες μπορούν να «φωτογραφίσουν» και χαρακτηρίσουν κάθε πνευματική κατάσταση, τότε μήπως ήρθε η ώρα να εφοδιάσουμε τα δικαστήρια με κατάλληλους τομογράφους και ειδικούς νευροεπιστήμονες για να απαλλαγούμε όλοι από την αμφιβολία της ύπαρξης ή όχι ικανότητας καταλογισμού (ενοχή), της διακρίβωσης της αιτίας της βίαιης συμπεριφοράς ή της διάκρισης των εκουσίως ψευδόμενων κατηγορουμένων και μαρτύρων;
Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΟΛΟΥ
Οι πληροφορίες από εικόνες του εγκεφάλου την ώρα που ο άνθρωπος βλέπει, ακούει, κινείται, εκσπερματίζει, θυμώνει ή προσεύχεται έχουν προφανή επιστημονική σημασία. Μπορούν όμως να χρησιμοποιηθούν για να χαρακτηρίσουν το σύνολο της αξιολογικής διαδικασίας στην οποία εμπλέκεται ανά πάσα στιγμή ο εγκέφαλος; Μπορούν να δώσουν την παραμικρή πληροφορία για το πώς τα νευρωνικά γεγονότα που εκτυλίσσονται εντός του εγκεφάλου μεταφράζονται σε ποιότητες προσωπικών αισθήσεων, εμπειριών, αποφάσεων, συνείδησης, ή ενδεχομένως για το τι σκεφτόταν ένας εγκληματίας τη στιγμή της διάπραξης του εγκλήματος; Πιστεύω πως όχι.
Η δύναμη της εικόνας όμως, αυτής καθεαυτής της έγχρωμης εικόνας του εγκεφάλου ενόσω βλέπει, σκέφτεται, αντιδρά ή προσεύχεται φαίνεται ότι υπερβαίνει κατά πολύ την αξία της επιστημονικής πληροφορίας που περιέχει. Γιατί στα μάτια των μη ειδικών (κοινής γνώμης, δικαστών, ενόρκων) η εικόνα υπογραμμίζει δραματικά τη συσχέτιση μεταξύ συμπεριφοράς και
εγκεφαλικής δραστηριότητας. Και η παραστατική απεικόνιση του νευρωνικού γεγονότος που συνοδεύει μια πράξη ταυτίζεται (αυθαίρετα) με την ευθύνη της.
Αιώνες τώρα εμπιστευόμαστε, αγαπάμε, επιδοκιμάζουμε, αποδοκιμάζουμε, αθωώνουμε, καταδικάζουμε ή θαυμάζουμε ανθρώπους. Αδιαίρετες ποιότητες βιολογίας και πολιτισμού. Η γνώση της βιολογίας/ φυσιολογίας του ατόμου είναι πολύτιμη για την κατανόηση των εκδοχών και των εναλλαγών που το συνθέτουν, αλλά τα επιμέρους τμήματα του ανθρώπου ή του εγκεφάλου υπάρχουν μόνο για να συγκροτούν το όλο, και φυσικά δεν μπορεί να αξιολογούνται στην ίδια κλίμακα αξιών με την οποία μετριέται και κρίνεται ο άνθρωπος. Η γνωστή τάση της επιστήμης και της κοινωνίας να αναζητεί αναγωγικά την αιτία των πάντων, και επομένως και την πρώτη ύλη της συμπεριφοράς, δεν μπορεί να αμφισβητήσει την κατακτημένη σοφία της αξιολόγησης και απόδοσης ευθύνης σε ακέραιες βιολογικές/ κοινωνικές οντότητες.
ΤΑ ΡΙΧΕLS ΤΗΣ ΒΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΨΕΥΔΟΥΣ
Η αναζήτηση των αιτίων που οδηγούν μερικούς ανθρώπους στο έγκλημα έχει μακρά ιστορία. Στο παρελθόν επιστήμονες και κοινωνία χρησιμοποίησαν τη φρενολογία, τη γενετική, την ψυχανάλυση ή την κοινωνιολογία για να ψάξουν τη ρίζα του κακού ή τα σημάδια της στα ανατομικά χαρακτηριστικά του προσώπου, στα κληρονομικά χαρακτηριστικά, στις τραυματικές εμπειρίες του παρελθόντος ή στην κοινωνικο-οικονομική απομόνωση. Φαίνεται ότι το ενδιαφέρον μετατοπίζεται πλέον στη νευροεπιστήμη και γι΄ αυτό είναι πιθανό ότι αύριο θα ψάχνουν το κακό απευθείας στο εσωτερικό του εγκεφάλου. Ηδη γνωρίζουμε ότι ορισμένες βλάβες ή δυσλειτουργίες του εγκεφάλου αυξάνουν τις πιθανότητες εκδήλωσης εγκληματικής συμπεριφοράς.
Η πρώτη καταγεγραμμένη συσχέτιση μεταξύ εγκεφαλικής λειτουργίας και αντικοινωνικής συμπεριφοράς ανιχνεύεται στην περίπτωση του Ρhineas Gage, ενός εργάτη σιδηροδρόμων του 19ου αιώνα, ο οποίος μετά από ένα σοβαρό ατύχημα που του προκάλεσε εκτεταμένη βλάβη στον προμετωπιαίο φλοιό του εγκεφάλου του μετατράπηκε από ήρεμος και φιλήσυχος πολίτης σε έναν εριστικό και αντικοινωνικό άνδρα. Από τότε άφθονες επιστημονικές ενδείξεις συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι ο προμετωπιαίος φλοιός, ένα σχετικά πρόσφατο φυλογενετικό απόκτημα του εγκεφάλου του ανθρώπου, το οποίο συνεχίζει να ωριμάζει μέχρι και την 3η δεκαετία της ζωής, είναι η περιοχή που διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο στη συγκρότησή μας ως λογικών, πνευματικών
και ηθικών οντοτήτων. Παράλληλα η επιθετική και αντικοινωνική συμπεριφορά έχει επανειλημμένα συνδεθεί με μειωμένη ενεργοποίηση της προμετωπιαίας περιοχής, που υπό κανονικές συνθήκες λειτουργεί ανασταλτικά, ως «φρένο», στην εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς. Ιδιαίτερα, σύμφωνα με την επικρατούσα υπόθεση, επηρεάζεται η σύνδεση μεταξύ προμετωπιαίου φλοιού και αμυγδαλής (μια περιοχή που εμπλέκεται και στη διαχείριση «σημάτων» φόβου και λύπης), γεγονός που δημιουργεί έλλειμμα στη διαχείριση των συναισθημάτων και των αντιδράσεων φόβου, λύπης και ενοχής. Ωστόσο το απλοϊκό (;) αυτό σχήμα απέχει πολύ από το να μπορεί να θεωρηθεί υπόδειγμα αντικοινωνικής εγκεφαλικής συνδεσμολογίας. Και φυσικά πρέπει να είναι γνωστό ότι για τον χαρακτηρισμό μιας εγκεφαλικής συνδεσμολογίας/ λειτουργίας ως φυσιολογικής ή παθολογικής, με βάση κάποιες φωτογραφίες, προηγούνται αρκετές ελεγχόμενες μεθοδολογικές παραδοχές και χρησιμοποιείται ως μέτρο σύγκρισης ο στατιστικός μέσος όρος ενός δείγματος εικόνων, συνήθως από ενηλίκους άνδρες. Επομένως απαλείφονται οι συχνά έντονες ατομικές ανατομικές διαφορές και δεν λαμβάνεται υπόψη η καίρια επίδραση περιβαλλοντικών, ορμονικών, πολιτισμικών και οικονομικών παραγόντων στη διαμόρφωση και λειτουργία του οργάνου της συμπεριφοράς. Η εγκεφαλική δραστηριότητα, που μεταβάλλεται διαρκώς σε ένα φάσμα πιθανοτήτων, δεν ανάγεται εύκολα στο δίπολο καλό- κακό, και αυτό πρέπει να το γνωρίζει το νομικό σύστημα που αναζητεί την ισορροπία του στο ασφυκτικά oξύ δίλημμα «αθώος ή ένοχος». Ακόμη και η επιστημονικά τεκμαρτή παθολογία ενός εγκεφάλου δεν μπορεί να αξιολογείται χωρίς συνυπολογισμό των υπολοίπων παραμέτρων (πολιτισμικών, φυλογενετικών, αναπτυξιακών, οικονομικών και νευροβιολογικών) που συγκροτούν το νομικό ερώτημα, αλλά και τον ίδιο τον εγκέφαλο!
Παράλληλα με την αναζήτηση των ελαττωματικών pixels στην εικόνα του «εγκληματικού εγκέφαλου», η δικαιοσύνη (και όχι μόνο) ενδιαφέρεται και για την ανίχνευση των βιολογικών δεικτών του «ψευδόμενου εγκεφάλου». Πολύγραφοι και εγκεφαλογράφοι έχουν επί χρόνια χρησιμοποιηθεί με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα από ανακριτικές αρχές των ΗΠΑ, ενώ ιδιωτικές εταιρείες χρησιμοποιώντας εγκεφαλικούς σαρωτές (σκάνερ) ανίχνευσης ψεύδους υπόσχονται ποσοστά επιτυχίας της τάξεως του 80%-90%. Σε μια οργουελική κοινωνία που έχει εξοικειωθεί με τη χρήση τέτοιων μεθόδων για την ανάκριση υπόπτων και την απόσπαση «εγκεφαλικών αποτυπωμάτων», είναι ίσως ανώφελο να διατυπώσει κανείς ενστάσεις ηθικού περιεχομένου, οφείλει
όμως να επισημάνει την ανεπαρκή επιστημονική ακρίβεια μεθόδων που στηρίζονται στη σύγκριση ενός ατομικού εγκεφαλικού προφίλ με τον μέσο όρο μιας άλλης ομάδας ανθρώπων, οι οποίες επιπλέον δεν μπορούν να αξιολογηθούν από την ελεύθερη επιστημονική κριτική λόγω της προστασίας των δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας. Η ανάγκη έγκαιρης διάκρισης κάθε προσπάθειας παραπλάνησης των παραγόντων απονομής δικαιοσύνης δεν πρέπει να επιτρέψει στους τελευταίους να παραδοθούν στη χρήση μεθόδων που, ενώ δεν μπορούν να εγγυηθούν μια αδιαμφισβήτητη επιστημονική εκτίμηση, αμφισβητούν τις ίδιες τις αρχές τις οποίες υπηρετεί η δικαστική κρίση.
ΤΙ ΝΑ (ΜΗΝ) ΑΛΛΑΞΟΥΜΕ
Ανάμεσα σε αυτά που πράττουμε και σε αυτά που θα έπρεπε να πράττουμε βρίσκονται εκτεθειμένα, αλλά πανίσχυρα, τα πολιτισμικά παράγωγα των ορίων μας. Η ηθική, οι νόμοι, οι θρησκείες. Η προσωπική ευθύνη, όπως εξάλλου και η ελεύθερη βούληση του ατόμου, μπορεί να εξεταστεί μόνο σε περιβάλλον κοινωνίας, αφού προκύπτει ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασής μας με τους άλλους. Σήμερα ξέρουμε πλέον ότι οι δράσεις και οι αντιδράσεις των ανθρώπων παράγονται από τον εγκέφαλο. Ο τελευταίος όμως κατορθώνει να υπερβαίνει την ίδια τη φύση των υλικών από τα οποία είναι φτιαγμένος, επειδή στη μακρά διαδικασία συγκρότησής του αφομοιώνει εμπειρίες, συμβολικές σχέσεις, ιδέες και αξιολογήσεις, και από εγκέφαλος γίνεται νους. Καμία φωτογραφία του εγκεφάλου δεν μπορεί να αποδείξει αυτό που σκεφτόταν κάποιος κατά τη διάπραξη μιας αξιόποινης πράξης και κανένας αξιόπιστος βιολογικός δείκτης δεν μπορεί να προβλέψει μια τέτοια συμπεριφορά.
Η αξίωση να αποφασίζουμε για τον νου του οποιουδήποτε στα δικαστήρια κοιτάζοντας φωτογραφίες του εγκεφάλου του ισοδυναμεί με παραίτηση του καθενός μας από την αξίωση της ιδιωτικής συγκίνησης και με την πεποίθηση ότι θα πρέπει να χρησιμοποιούμε αντίστοιχες φωτογραφίες για να αποφασίζουμε γι΄ αυτούς που επιτρέπεται να γίνουν γονείς, καλλιτέχνες, ηγέτες, δικαστές ή θρησκευτικοί ταγοί. Η κοινωνία είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο από το άθροισμα των εγκεφάλων των προσώπων, επειδή οι εγκέφαλοι αυτοί περιέχουν και αυτό που δεν μπορεί να αποτυπωθεί σε καμία εικόνα. Οσο θα υπερασπιζόμαστε αυτό το φυσικά ανύπαρκτο πολύτιμο διαπροσωπικό αποθησαύρισμα, μπορούμε να ελπίζουμε στη διάσωση και βελτίωσή του. Οι νομοθέτες, οι δικαστές και οι ένορκοι δεν μπορούν ευτυχώς να αναζητούν και να αποδίδουν ενοχή ή αθωότητα σε ένα εγκεφαλικό pixel.
* Καθηγητή νευροανατομικής στο ΑΠΘ
πηγή: ΒήμαΙδεών, Τεύχος 04/4/2008