Κάποιοι νομίζουν ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης μὲ τὰ διηγήματά του ἔγραψε ἁπλῶς ἕνα σύνολο ἀπὸ ἠθογραφίες, οἱ ὁποῖες ἔχουν ὡς στόχο τὴν παρουσίαση τῆς ζωῆς τῆς ἑλληνικῆς ὑπαίθρου. Μὲ τὸ παρὸν κείμενο θέλω νὰ μιλήσω γιὰ ἐκεῖνο ποὺ θεωρῶ ὅτι ἀποτελεῖ τὸν πυρῆνα τῆς παπαδιαμαντικῆς ἀφήγησης ἢ ἀλλιῶς τὸ μυστικό τοῦ Παπαδιαμάντη. Θὰ τὸ ἐπιχειρήσω μέσα ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση ἑνὸς ἀπὸ τὰ πασχαλινά του διηγήματα, τὸν Ἀλιβάνιστο, ὁ ὁποῖος γράφτηκε τὸ 1903.
Τὰ συνδεδεμένα μὲ τὸ Πάσχα καὶ τὰ Χριστούγεννα ἑορταστικὰ διηγήματα τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι τριάντα πέντε. Ἀποτελοῦν τὸ ἕνα τέταρτο περίπου τῆς συνολικῆς παραγωγῆς τῶν διηγημάτων του, τὰ ὁποῖα ἀνέρχονται στὰ ἑκατὸ ἑξῆντα ἐννιά. Κατὰ τὴν πρώτη περίοδο τῆς συγγραφῆς τῶν διηγημάτων του ἡ ἀναλογία ὑπὲρ τῶν ἑορταστικῶν διηγημάτων ἦταν ἀκόμη πιὸ μεγάλη, καθὼς ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1887 μέχρι τὰ Χριστούγεννα τοῦ 1899 ἕνα στὰ δύο διηγήματά του ἦταν ἑορταστικό. Μάλιστα, βρέθηκαν τότε κάποιοι νὰ ποῦν μικρόψυχα ὅτι πρόκειται γιὰ ἕναν «κατ’ ἀποκοπὴν» διηγηματογράφο, ὁ ὁποῖος ἐμφανίζεται μόνο δὶς τοῦ ἔτους.
Ὁ Παπαδιαμάντης τόσο μέσα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἑορταστικὰ ὅσο καὶ μέσα σχεδὸν ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν διηγημάτων του σκιαγραφεῖ τοπία ἢ πρόσωπα ἀπὸ τὴν καθημερινὴ πραγματικότητα τῆς Σκιάθου ἢ τῆς Ἀθήνας στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνα. Εἶναι αὐτὸς ὁ ἀπώτερος στόχος του; Ὄχι. Κάθε φορὰ μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴ σκιαγράφηση στήνει τὸ σκηνικὸ ἑνὸς μικροῦ ἢ μεγάλου δράματος, προκειμένου ἡ ἀφήγησή του νὰ φθάσει νὰ ἀγγίξει δομικὲς πτυχὲς τοῦ ἀνθρώπινου βιώματος. Αὐτὲς ἀποτελοῦν τὸν πυρῆνα τῆς παπαδιαμαντικῆς ἀφήγησης, ὁ ὁποῖος εἶναι ἤδη παρὼν ἀπὸ τὸ 1887, ὅταν δημοσίευσε τὸ πρῶτο του διήγημα, τὸ Χριστόψωμο. Μέσα σχεδὸν σὲ ὅλες τὶς ἀφηγήσεις του οἱ ἥρωες ἐμφανίζονται φορτωμένοι μ’ ἕνα βάρος, τὸ βάρος μιᾶς ἐσωτερικῆς σύγκρουσης. Τὸ ξετύλιγμα τῆς ἀφήγησης ἀποτυπώνει κάθε φορὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο τὰ πράγματα ὁδηγοῦνται σὲ μία λύση.
Στὸν Ἀλιβάνιστο τρεῖς γυναῖκες, ἡ θεία-Μολώτα, ἡ Φωλιῶ τῆς Πέρδικας καὶ ἡ Ἀφέντρα τῆς Σταματηρίζαινας πληροφοροῦνται ὅτι ἕνας ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς τῆς πόλεως, ὁ παπα-Γαρόφαλος ὁ Σωσμένος, θὰ πήγαινε σὲ μιὰ ἐξοχικὴ περιοχὴ, στὸν Ἁι-Γιάννη στὸν Ἀσέληνον, γιὰ νὰ κάνει Πάσχα στοὺς αἰγοβοσκοὺς τῆς περιοχῆς. Ἀποφασίζουν νὰ πᾶνε καὶ αὐτές. Στὸν δρόμο συναντοῦν καὶ τὸν Σταμάτη, ἕναν νεαρὸ ποὺ ζοῦσε στὴν πόλη, κάνοντας θελήματα. Ὅταν ὅμως «ἦτο πουθενὰ ἐξοχικὸν πανηγύρι, ἄφηνεν ὅλες τὶς δουλειές του, κι ἔτρεχε πρῶτος μεταξὺ ὅλων των πανηγυριστῶν».
Ἀπὸ τὸν Σταμάτη μαθαίνουμε γιὰ τὸν μπάρμπα-Κόλια, τον Ἀλιβάνιστο, τὸν ὁποῖο συνάντησε, καθὼς «εἶχε περάσει ἀπὸ τὴν κατοικίαν τοῦ ἀλλοκότου ἐκείνου ἀνθρώπου, ὅστις ἀπὸ τριάκοντα ἐτῶν δὲν εἶχε κατέλθει εἰς τὴν πόλιν, κι ἐμόναζεν εἰς μίαν καλύβην, ἢ μᾶλλον σπηλιάν, τῆς ὁποίας τὸ στόμιον εἶχε κτίσει μὲ τὰς χεῖράς του. Ἔβοσκεν ὀλίγας αἶγας, καὶ δὲν συνανεστρέφετο κανένα ἄνθρωπον, παρὰ μόνον τὸν Μπαρέκον, τὸν μέγαν αἰγοτρόφον τοῦ βουνοῦ, ὅστις εἶχε κοπάδι ἀπὸ χίλια γίδια. Εἰς αὐτὸν ἔδιδε τὸ ὀλίγον γάλα του, λαμβάνων ὡς ἀντάλλαγμα ὀλίγα παξιμάδια, παστὰ ὀψάρια, καὶ πότε κανὲν τρίχινον φόρεμα ἢ μάλλινον σκέπασμα».
Ὁ ἀναγνώστης θὰ μποροῦσε νὰ πιστέψει ὅτι αὐτὴ ἡ ἀναφορὰ στὸν Ἀλιβάνιστο εἶναι φευγαλέα καὶ γίνεται ἁπλῶς, προκειμένου νὰ ὑπάρξει ἕνας διάλογος μεταξύ τοῦ νεαροῦ Σταμάτη καὶ τῶν γυναικῶν, πρὶν φθάσουν ὅλοι μαζὶ στὸν Ἁι-Γιάννη γιὰ τὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα. Ὡστόσο, ὅλα ὅσα ἔχει ἀφηγηθεῖ ὁ Παπαδιαμάντης μέχρι τώρα δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ τὸ σκηνικὸ ποὺ στήνει, προκειμένου νὰ φθάσει νὰ μιλήσει γιὰ τὸ μυστικὸ αὐτοῦ τοῦ ἀλλόκοτου ἀνθρώπου. Ὅμως πρὸς τὸ παρὸν δὲν λέει κάτι παραπάνω.
Ὅταν νύχτωσε στὸν Ἁι-Γιάννη, ὅλοι οἱ τσομπάνηδες εἶχαν φθάσει μὲ τὶς οἰκογένειές τους καὶ περίμεναν τὸν παπά, γιὰ νὰ ἔλθει γιὰ νὰ τοὺς κάνει Ἀνάσταση. Ἦταν σχεδὸν μεσάνυχτα καὶ ὁ παπὰς δὲν εἶχε ἔλθει. Τί εἶχε συμβεῖ; Ὁ παπα-Γαρόφαλος θέλησε νὰ πάει ἀπὸ ἄλλο δρόμο καὶ εἶχε χαθεῖ. Ὅμως βρέθηκε κοντὰ στὸ καλυβάκι τοῦ Ἀλιβάνιστου, ὁ ὁποῖος τὸν βοήθησε νὰ βρεῖ τὸν δρόμο καὶ τὸν ἔφερε στὸ Ἁι-Γιάννη.
Ὅταν ἔφερε τὸν παπὰ στὸν Ἁι-Γιάννη, ὁ μπάρμπα Κόλιας πῆγε νὰ φύγει, ὅμως ἕνας ἀπὸ τοὺς τσομπάνηδες, ὁ Μπαρέκος, τοῦ εἶπε: «Τώρα δὲ σ’ ἀφήνουμε… τελείωσε! Φέτος θὰ κάμωμε Ἀνάσταση μαζί!». «Ὁ Κόλιας καταρχὰς ἐπέμενε νὰ μένῃ ἔξω, ἐπὶ προφάσει ὅτι θὰ ἐβοήθει τοὺς δύο παραγυιοὺς τοῦ Μπαρέκου εἰς τὸ σούβλισμα καὶ ψήσιμον τῶν ἀρνίων διὰ τὰ ὁποῖα ἑτοίμαζαν μεγάλην φωτιάν. Ὁ Μπαρέκος ὅμως ἐφοβήθη μήπως “τὸ στρίψη” καὶ τὸν ἐβίασε νὰ εἰσέλθη εἰς τὸν ναὸν μαζί του, λέγων ὅτι “ὁ μουσαφίρης δὲν κάνει ’πηρεσία”».
Ἡ περιπέτεια τοῦ παπα-Γαρόφαλου δὲν εἶναι τυχαία. Σκηνοθετεῖται ἀπὸ τὸν Παπαδιαμάντη, προκειμένου νὰ φέρει τὸ Ἀλιβάνιστο στὸν Ἁι-Γιάννη, στὸν ὁποῖο διαφορετικὰ δὲν ἐπρόκειτο νὰ ἔρθει. Καὶ τὸν φέρνει στὸν Ἁι-Γιάννη, γιατί ἐδῶ ἔχει σκοπὸ νὰ φέρει κάτι στὴν ἐπιφάνεια. Ἔχοντας σκηνοθετήσει τὴν εἴσοδο τοῦ Ἀλιβάνιστου στὸ ναό, ὁ Παπαδιαμάντης μπορεῖ πιὰ νὰ προχωρήσει στὸν πυρῆνα τῆς ἀφήγησής του.
Τὸ πρόσωπο ποὺ θὰ κάνει τὴν ἀποκάλυψη αὐτοῦ του πυρῆνα εἶναι μία ἀπὸ τὶς τρεῖς ἡλικιωμένες γυναῖκες, μὲ τὶς ὁποῖες ξεκίνησε ἡ ἀφήγηση. Ὅταν ᾖρθε ἡ ὥρα νὰ προσκυνήσουν γιὰ νὰ μεταλάβουν, ἡ Μολώτα δὲν μπῆκε στὴν Ἐκκλησία, ἄλλα ἔκανε νεῦμα σὲ μία ἄλλη γυναῖκα νὰ βγεῖ ἔξω καὶ τῆς εἶπε ὅτι ἡ ἴδια δὲν μπορεῖ νὰ μπεῖ μέσα στὸν ναό. Ἀπὸ τὴν ἐξομολόγησή της μαθαίνουμε τὸ βάρος ποὺ σηκώνει, τὸ ὁποῖο ἔχει σχέση καὶ μὲ τὸν λόγο ποὺ κράτησε τὸν Ἀλιβάνιστο τόσα χρόνια μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Ὅταν ἦταν νεαρὸ κορίτσι, ὁ νεαρὸς Κόλιας τὴν ἐρωτεύτηκε, ἀλλὰ «πατέλας δὲν τὸν ἤθελε γαμπλό. Πήλα ἄλλον. Χήλεψα. Αὐτός, εἶπαν, πῆλε καημό, πῆγε βουνά, ἀγλίεψε, δὲν πάτησ’ ἐκκλησιά». Τὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν ἀρρώστησε κι ἔμεινε μὲ μιὰ ἀναπηρία στὴν ὁμιλία, ἡ ὁποία μᾶλλον συνδεόταν μὲ τὸ βάρος ποὺ καὶ ἡ ἴδια κουβαλοῦσε.
Τώρα βλέποντας τὸν Κόλια μέσα στὸν ναό, ᾖρθαν ξανὰ ὅλα στὴν ἐπιφάνεια. Δὲν ξέρει τί νὰ κάνει. Ἡ ἄλλη ἡλικιώμενη γυναῖκα τὴ συμβουλεύει νὰ πάει καὶ νὰ ζητήσει συγχώρεση. «Ἡ Μολώτα ἠκολούθησε κατὰ γράμμα τὴν συμβουλὴν τῆς Ἀφέντρας. Εἰσῆλθεν εἰς τὸν ναόν, ἠσπάσθη τὸ Εὐαγγέλιον καὶ τὴν Ἀνάστασιν, εἴτα ἐζήτησε συγχώρησιν ἀπὸ τὸν Κόλιαν. Ἀκολούθως, τὴν ὥραν τοῦ Κοινωνικοῦ, ἐπλησίασε μαζὶ μὲ τὰς ἄλλας γυναίκας εἰς τὴν βορείαν πύλην τοῦ ἱεροῦ, ὅπου ὁ ἱερεὺς ἀνέγνωσεν ἐπὶ τῶν κεφαλῶν τῶν τὴν συγχωρητικὴν εὐχήν, ἐνῷ ὁ μικρὸς ψάλτης ἐμινύριζε τὸ «Σῶμα Χριστοῦ μεταλάβετε».
Ὁ Παπαδιαμάντης σκηνοθέτησε τὴν ἀνάπτυξη τοῦ διηγήματος μὲ τέτοιο τρόπο, ὧστε νὰ φέρει στὴν ἐπιφάνεια τὸ βάρος τῆς ἐσωτερικῆς σύγκρουσης ποὺ καὶ οἱ δυὸ ἥρωες κουβαλοῦν. Ἀρχικῶς, τὸ μόνο ποὺ βλέπουμε εἶναι ἡ ἀποκομμένη ἀπὸ τὴν κοινωνία ζωὴ τοῦ Κόλια καὶ ἡ δυσκολία τῆς Μολώτας στὴν ὁμιλία. Ὡστόσο, καθὼς ἡ ἀφήγηση κλιμακώνεται, ἔρχεται στὴν ἐπιφάνεια τὸ βάρος ποὺ κουβαλᾷ ὁ Κόλιας ὡς προϊόν της μὴ ἀποδοχῆς του καὶ τῆς ἀπόρριψής του ἀπὸ τὴν οἰκογένεια τῆς Μολώτας. Ταυτόχρονα, ἔρχεται στὴν ἐπιφάνεια καὶ τὸ βάρος τῆς ἐνοχῆς ποὺ κουβαλᾷ ἡ Μολώτα γιὰ τὴ ζωὴ ποὺ ἔφτασε νὰ κάνει ὁ Κόλλιας, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀπόρριψή του.
Ὁ Παπαδιαμάντης δὲν φέρνει στὴν ἐπιφάνεια αὐτὴ τὴ σύγκρουση ἁπλῶς γιὰ νὰ τὴν περιγράψει, ἀλλὰ προκειμένου νὰ τὴν ὁδηγήσει σὲ μιὰ λύση, σὲ μιὰ κάθαρση. Καὶ ἡ κάθαρση αὐτὴ ἔρχεται μὲ τὴ συγχώρηση. Ἡ Μολώτα προκειμένου νὰ κοινωνήσει, πηγαίνει καὶ ζητάει συγχώρηση ἀπὸ τὸν Κόλια. Ἡ συγχώρηση αὐτὴ λειτουργεῖ καταλυτικὰ ὄχι μόνο γιὰ τὴν ἴδια, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν Κόλια. Μετατρέπει τὴν ἀναγκαστική του προσέλευση στὸν ναὸ σὲ μιὰ ψυχικὴ διεργασία, ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἄρση τῆς σύγκρουσης ποὺ κουβαλᾷ, ὧστε στὸ τέλος ν’ ἀναφωνήσει: «Ἀληθῶς ἀνέστη, βρέ! Δὲν εἶμαι ἀλιβάνιστος!»
Μὲ παρόμοιο τρόπο σχεδὸν σὲ ὅλα του τὰ διηγήματα ὁ Παπαδιαμάντης σκηνοθετεῖ ἕνα μικρὸ ἢ μεγάλο δρᾶμα. Καὶ ἀφοῦ μὲ τὴν ἀφήγησή του φέρει στὴν ἐπιφάνεια τὴν ἐσωτερικὴ σύγκρουση ποὺ κουβαλοῦν οἱ ἥρωές του, τὴν ὁδηγεῖ στὴν κάθαρση καὶ στὴ λύση, καθὼς ἡ σκέψη του διέπεται ἀπὸ τὴν ἀντίληψη ὅτι ὅλα τα πράγματα πρέπει νὰ ἐναρμονιστοῦν μὲ τὸν ρυθμὸ τῆς ἀόρατης μελῳδίας τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου.
Τὸ ἔργο αὐτῆς τῆς ἐναρμόνισης ὁ Παπαδιαμάντης δὲν τὸ ὑπηρετεῖ μόνο μὲ τὸ περιεχόμενο τῶν διηγημάτων του, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ ὕφος τῆς ἀφήγησή του, τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο πέφτουν οἱ λέξεις καὶ οἱ φράσεις μέσα στὸ ξετύλιγμά της. Ὁ λόγος του λὲς καὶ ἀκολουθεῖ ἕναν ρυθμό, ὁ ὁποῖος ἂν γίνει αἰσθητός, δημιουργεῖ καὶ στὸν ἀναγνώστη τὸ αἴσθημα τῆς μέθεξης σὲ μία βαθύτερη συμφιλίωση προσώπων καὶ πραγμάτων.
Ἡ ἐναρμόνιση αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἐννοηθεῖ ἀπαραιτήτως μὲ τὴν ἔννοια τοῦ καλοῦ τέλους. Σὲ ἀρκετὲς περιπτώσεις, ὅπως καὶ στὴν ἀρχαία τραγῳδία, ἡ λύση τῆς σύγκρουσης ἔρχεται ἀκόμη καὶ μέσα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἀφανισμὸ τῶν προσώπων ποὺ τὴν κουβαλοῦν. Ὅμως σὲ κάθε περίπτωση ἔχουμε μιὰ ἐναρμόνιση μὲ τὴν ἀόρατη μελῳδία τοῦ Ἑνός.
*Διδάκτωρ Κοινωνικῆς Ἀνθρωπολογίας καὶ Ἱστορίας
Ο ζωγραφικός πίνακας που συμπληρώνει τη σελίδα ("Ο Παπαδιαμάντης", 1953) είναι έργο του Νίκου Εγγονόπουλου.