Με λόγι’ αρχαία να προσφωνείς τον Έρωτα· άμβροτο και ζάθεο να τον λες.
Καθημερινά μεταλαμβάνουμε εικόνες ακόρεστα σα να φαίνεται πως έχει πλέον χαθεί αυτή η ιερή ενατένιση του καθημερινού. Το εσωτερικό κενό γιγαντώνεται στον όλο μεταλλασσόμενο κόσμο που ο άνθρωπος στέκει μουδιασμένος, παράλυτος, βουβός στην άβυσσο που ξεχύνεται μπροστά του, άλλοτε ως μια αδιόρατη αποτυχία κι έν’ άγχος άγνωστο που δεν δικαιολογείται μπροστά σε μια προσπάθεια που δεν έχει αρχίσει ακόμα κι άλλοτε ως μέλλον μιας αδιόρατης καταστροφής.
Ποια άραγε η λύση στην αλγηματοφόρα αυτή πραγματικότητα; Η μετάληψη εικόνων, η ύφανση εικονικών επιδέσμων για τα εσωτερικά τραύματα και η επικάλυψη των ματιών μας εμπρός στην γκρίζα πραγματικότητα. Απ’ την άλλη η αναζήτηση σωμάτων προς εκτόνωση της διαρκούς αυτής αίσθησης του εσωτερικού θανάτου, να πούμε πως· ναι, είμαστε ζωντανοί! Να πάλι όμως ο φαύλος κύκλος μιας ακόρεστης ηδονοβλεψίας και εκτόνωσης. Σα να φαίνεται πως χάθηκε το μυστικό εκείνο, το μυστήριο εκείνο του έρωτα, της έκφανσης της ζωηρότητας του βίου, τώρα να· νοιώθουμε πόσο «σκεύη κεραμέως»[1] είμαστε και τι αυτό έχει ως αποτέλεσμα. Όμως η ανακαίνιση του βλέμματος είναι στο χέρι του καθενός μας. Έναυσμα για μία τέτοια ανακαίνιση μπορεί να αποτελέσει η έκφραση ( περιγραφή) αυτή που έρχεται από τα βάθη του χρόνου, σαν ένα τραγούδι, να μας θυμίσει την αθωότητα που φαίνεται πως έχουμε απολέσει·
Ἦσαν λοιπὸν οἱ βασιλεῖς τοῦ χρυσοκάστρου τούτου
ζῶντες μεθ’ ὅσης ἡδονῆς, μετὰ χαρίτων τόσων.
(Ἔκφρασις πανεξαίρετος κόρης τῆς Χρυσορρόης.)
Ἦν γὰρ ἡ κόρη πάντερπνος, ἐρωτοφορουμένη,
ἀσύγκριτος τὰς ἡδονάς, τὸ κάλλος ὑπὲρ λόγον,
τὰς χάριτας ὑπὲρ αὐτὴν τὴν τῶν Χαρίτων φύσιν.
Βοστρύχους εἶχεν ποταμούς, ἐρωτικοὺς πλοκάμους·
εἶχεν ὁ βόστρυχος αὐγὴν εἰς κεφαλὴν τῆς κόρης·
ἀπέστιλβεν ὑπὲρ χρυσῆν ἀκτῖναν τοῦ ἡλίου.
Σῶμα λευκὸν ὑπὲρ αὐτὴν τὴν τοῦ κρυστάλλου φύσιν·
ὑπέκλεπτεν τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ σώματος ἡ χάρις.
Ἐδόκει γὰρ σὺν τῷ λευκῷ καὶ ρόδου χάριν ἔχειν.
Ἂν μόνον ἀνενδράνισες, τὸ πρόσωπον ἂν εἶδες,
ἐσείσθης ὅλην σου ψυχήν, ὅλην σου τὴν καρδίαν·
ἁπλῶς τὴν κόρην ἄγαλμα τῆς Ἀφροδίτης εἶπες
καὶ πάσης ἄλλης ἡδονῆς ὅσας ὁ νοῦς συμπλέκει.
Τί δὲ πολλὰ πολυλογῶ, τί δὲ πολλὰ καὶ γράφω
τάχα πρὸς τὸν καλλωπισμὸν τοῦ σώματος τῆς κόρης;
Λόγος μικρὸς ἂν ἐξαρκοῖ πρὸς τὸ νὰ τὸ δηλώσῃ:
ὅσας ὁ κόσμος ἔφερε γυναῖκας εἰς τὸ μέσον
καὶ πρὸ αὐτῆς καὶ μετ’ αὐτὴν καὶ τότε ὅσαι ἦσαν
ὡς πρὸς τὰς χάριτας αὐτῆς μιμὼ πρὸς Ἀφροδίτην.[2]
η γλώσσα, ως άλλος ζωγράφος, με χρώματα λαμπερά απεικονίζει την αθωότητα στην θωριά της Χρυσορρόης προσφέροντάς μας την δυνατότητα να συμμετέχουμε και εμείς σε αυτή την ενατένιση του προσώπου και του σώματός του, είτε με βλέμμα ερωτικό, είτε απλά με θαυμασμό, όπως έπρατταν κάποτε οι άνθρωποι και όπως άλλωστε ακόμα πράττουν, μόνο που τώρα έχει χαθεί αυτή η λαμπρότητα, όλα είναι μουντά κι ο ιερός έρως στέκει αμήχανος στην συννεφιασμένη εικόνα του ανθρώπου. Για τούτο φαίνεται πως μας έχει εγκαταλείψει.
Παραταύτα, θα επαναλάβω, είναι στο χέρι μας ακόμα, όπως πάντοτε ήταν και θα είναι, να αφήσουμε να μας καταβάλλει αυτός ο ιερός έρωτας κι η έκ- σταση, όχι μόνο προς τα πρόσωπα, αλλά και προς τον ίδιο τον κόσμο που θ’ αναθάλλει εντός μας και δεν θα οφθαλμοπορνεύουμε πλέον ψάχνοντας απεγνωσμένα να μεταλάβουμε εικόνες μιας πύλινης ζωής αλλά θα κοινωνούμε τον κόσμο με μάτια αθώα και όλα θα γίνουν καινά από θαυμασμό, όλα σαν μια απαλή μαρμαρυγή[3] μέχρι το τέλος της ζωής μας, μέχρι το τέλος των αιώνων.
1 Ψαλμ. 2, 9.
2. Το κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην ερωτικόν διήγημα, στο http://georgakas.lit.auth.gr/dimodis/ και Καλλίμαχος και Χρυσορρόη, επίμ. Γιάννης Πολέμης, εκδόσεις Α.Π.Θ. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, στ. 808- 826, σελ. 148.
3. Νίκος Γκάτσος, Το τραγούδι του Παλιού Καιρού.
Ο Ανδρέας Κριλάκης είναι Θεολόγος. Κύρια ενδιαφέροντά του η Λογοτεχνία και η Θεολογία, με έμφαση στην υμνογραφία.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα ("Θεϊκός και βέβηλος έρως", 1514-25) είναι έργο του Τισιάνο.