Ιδέες για μια σύγχρονη ελληνική αισθητική

6
1222

Ποιοι θα μπορούσαν να είναι στην εποχή μας, εποχή άμεσης και παγκόσμιας επικοινωνίας, οι όροι μιας σύγχρονης ελληνικής αισθητικής;  Και έχει νόημα αυτή η αναζήτηση ή, ακόμη- ακόμη κι αυτή η συζήτηση, δεν απηχεί παρά την επιρροή μιας παρωχημένης πια ιδεοληψίας περί έθνους; Μήπως οδεύουμε αναπόφευκτα πλέον προς μια παγκόσμια αισθητική και προς ένα νέο πνευματικό κοσμοπολιτισμό όπου μόνον η γλωσσική εκφορά θα διαφοροποιεί; Σε καιρούς ιδεολογικής κατάρρευσης, εννοιολογικής σύγχυσης αλλά και ψευδαισθητικών αναβιώσεων που εξωραΐζουν την παράδοση, σαφώς είναι παρακινδυνευμένος κάθε παρόμοιος προβληματισμός, εν μέσω μάλιστα γενικευμένης χρεωκοπίας, κριτικής προκατάληψης και μιας δήθεν αντιστασιακής επιφυλλιδογραφίας. Θεωρώντας ωστόσο άμεσα συνδεδεμένη την πτώση της λογοτεχνικής ποιότητας της εποχής μας με την κοινωνική καθίζηση (και με τον εκδοτικό πληθωρισμό να αποτελεί μια όψη της μαζικής- αναξιοκρατικής δημοκρατίας μας που θυσιάζει διαρκώς και με ποικίλα προσχήματα τα αισθητικά κριτήρια στο πρόταγμα του Χρήματος), πιστεύουμε πως η συζήτηση περί αισθητικής και η κριτική αποσαφήνιση κάποιων βασικών αρχών, θα μπορούσε να συμβάλει όχι μόνο στην καθαρότερη αντίληψη όσων συμβαίνουν σήμερα στην πνευματική ζωή αλλά και γενικότερα να υποστηρίξει την κοινωνική μας ανάταξη.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η περιγραφή της αισθητικής εμπειρίας των ανθρώπων και των λαών είναι μια δύσκολη και σύνθετη υπόθεση αφού αφορά την ιδιαίτερη σχέση της ατομικής και της συλλογικής μας ψυχής με τον κόσμο. Η παλαιά διάκριση «αισθητά- νοητά» δεν έχει πλέον την απόλυτη ισχύ που είχε κάποτε αφού τώρα πια ξέρουμε πως αισθητά δεν είναι μόνον όσα γίνονται προσιτά με (από) τις αισθήσεις (δηλαδή: αντικειμενικά) αλλά και όσα θα μπορούσαμε να προσλαμβάνουμε μέσω παραστάσεων (των κατά Αριστοτέλη «φαντασμάτων»). Αυτό το θεωρητικό άνοιγμα ωστόσο είχε ως συνέπεια την ορμητική είσοδο ενός απόλυτου υποκειμενισμού που με το πρόσχημα της «έκφρασης» κατέκλυσε την πνευματική ζωή με τη λυρική αφέλεια του «ευαίσθητου» ανθρώπου. Ως προέκταση της καθολικής ψηφοφορίας και επειδή όλοι ψηφίζουν, επιβλήθηκε ότι μπορούν και όλοι να γράφουν και στη συνέχεια, όλοι να εκδίδουν. Η σύνδεση της αντίληψης αυτής με τα επιχειρηματικά συμφέροντα, οδήγησε σε μια κατάσταση πέραν κάθε αισθητικού ελέγχου. Και σαν να μην έφτανε ούτε αυτό, κομματικά και προσωπικά απωθημένα διαμόρφωσαν, κυρίως στον χώρο του Τύπου, ένα σιδερένιο πλέγμα «κριτικής» που μόνο κριτήρια αισθητικής δεν έχει όταν αποτιμά τα βιβλία και τα καλλιτεχνικά γεγονότα.

Καμία προσέγγιση δεν μπορεί βέβαια να διεκδικεί την αντικειμενικότητα. Αν όμως θελήσουμε να αναζητήσουμε επιτέλους κριτήρια σοβαρής ελληνικής αισθητικής (αφού στην ελληνική πνευματική ζωή ανήκουμε, θέλουμε- δεν θέλουμε, εκτός και μετοικήσουμε), θα έπρεπε να αρχίσουμε από τα δύο θεμελιώδη κριτήρια ελληνικού βίου. Τα κριτήρια αυτά, όπως η κλασική ελληνική αισθητική τα έχει αμετακλήτως ορίσει, είναι οι έννοιες του Ωραίου και του Τραγικού. Γύρω από αυτές τις δύο και μόνον έννοιες περιστρέφεται η περίφημη «ελληνικότητα» όταν είναι γνήσια. Κάθε άλλη προσέγγιση εκτρέπεται πολύ γρήγορα είτε σε φυλετιστικές κενολογίες είτε σε θεολογικές ιερεμιάδες. Φυσικά, δεν αρκεί αυτή η συνείδηση για να λυθούν ως διά μαγείας όλα τα αισθητικά προβλήματα του καιρού μας. Διότι το ζητούμενο είναι να δούμε το Ωραίο και το Τραγικό μέσα στο σύγχρονο κόσμο και όχι ως απολιθώματα του κλασικού ή του χριστιανικού μας παρελθόντος αλλά ως δυνάμεις αληθινής ζωής και δημιουργίας για το παρόν και για το μέλλον. Όσο κι αν κάθε αισθητική αλλά και θεωρητική τάση απαιτεί μιαν ορισμένη αναστολή ζωικών και πρακτικών σχέσεων με τα αντικείμενα, μιαν απόσταση από τις ανάγκες αλλά και τις συμπάθειες (ώστε να μη νοθεύεται η καθαρή αισθητική αξία), είναι βέβαιο ότι μόνο αν δούμε ξανά τον κόσμο μέσα από τη διπλή όψη του ωραίου και του τραγικού, ο ελληνικός κόσμος θα πάρει ξανά νόημα και θα πάψει να υπόκειται σε υστερικές διακηρύξεις τύπου «Finis Graeciae».

Η Τέχνη είναι πνευματική ενόρμηση και όχι ηθικοπολιτική εκδήλωση της κοινωνικής ζωής ή κάποιας ανάγκης για κοινωνική συνοχή. Μπορεί βεβαίως με την τέχνη να διαμορφώνεται κοινωνική συνείδηση αλλά αυτό θα προκύπτει ως αποτέλεσμα ενός έργου, όχι ως επιταγή δημιουργίας. Σύγχρονη ελληνική τέχνη θα σήμαινε λοιπόν όχι μια τέχνη στην υπηρεσία κάποιου εθνικού σκοπού ή μιας παραχάραξης κοινωνικής προτεραιότητας που θα ταυτίζει κοινωνείν και αληθεύειν, αλλά μια τέχνη που θα προκύπτει από την αγωνία των σημερινών Ελλήνων να γνωρίσουν τον αληθινό τους εαυτό και τον πραγματικό κόσμο. Όχι για να κρυφτούν απ’ αυτόν αλλά για να τον εξηγήσουν. Για να ανακαλύψουν σε αυτόν τον σύγχρονο, τον υπαρκτό κόσμο, τις στιγμές (ίσως κι ολόκληρες ζωές) που τον κάνουν ωραίο όσο και τραγικό, τις στιγμές που τον δικαιώνουν. Μόνο μια τέτοια τέχνη θα ήταν αληθινά ελληνική τέχνη.

Να πλαταίνει η μικρή μας ζωή και ο μικρός μας τόπος (που στα διακόσια χρόνια ελεύθερου βίου έδωσε λαμπρά στοιχεία πολιτισμού) σημαίνει να ζούμε με αίσθηση του ωραίου και του τραγικού. Να μη διδάσκουμε διαρκώς με δάκτυλο προτεταμένο αλλά να ζούμε. Να καλλιεργούμε την γλώσσα μας και να βιώνουμε την Ιστορία μας γιατί έτσι ζούμε μύριες ζωές. Αλλά να τις ζούμε στο τώρα και στο αύριο, όχι στο χτες. Να ζούμε τις πλήθος μοίρες, τάξεις, φυλές και τόπους διαμόρφωσαν το σύγχρονο ελληνικό μας παρόν. Να είμαστε πολλοί και να είμαστε παντού. Μόνον έτσι νικά ο άνθρωπος τον περιορισμένο χρόνο και τον κλειστό του χώρο. Φιλοσοφία του ωραίου και του τραγικού δεν σημαίνει βέβαια απομάκρυνση από κάθε άλλη ιδέα ή άλλο φαινόμενο ζωής, δεν σημαίνει ηθική αυτάρκεια. Κάθε άλλο. Ανοίγει τον κόσμο σε κάθε δυνατότητα και σε κάθε εκλογή, με συνείδηση αλλά και ευθύνη. Απολαμβάνεις αλλά και απορείς. Αισθάνεσαι μα και στοχάζεσαι. Είσαι έτοιμος για τη χαρά μα και για τη λύπη. Αυτή η κατ’ αίσθησιν γνώση της ζωής (αυτό είναι η φιλοσοφία του ωραίου και του τραγικού), στην ουσία και στην πηγή της παραμένει απροσπέλαστη από κάθε φιλοσοφική ενατένιση και κάθε θεολογική απλούστευση. Είναι η αλήθεια της εμπειρίας. Και ως τέτοια περιγράφεται μεν αλλά δεν εξηγείται. Η απόλαυση του ωραίου και η επίγνωση του τραγικού για την ελληνική αισθητική, είναι επαρκής σκοπός ζωής και ιδανικός σκοπός δημιουργίας.

Ένας τέτοιος σκοπός δεν είναι εύκολος. Απαιτεί μόχθο. Αλλά κάθε σχέση μας με τον κόσμο προϋποθέτει μόχθο. Γιατί λοιπόν να μην είναι τουλάχιστον στην υπηρεσία μιας αισθητικής; Η πνευματική μας πορεία προς μιαν ορισμένη αξία των πραγμάτων μπορεί να μην είναι απαραίτητο να συνοδεύεται από θεωρητική ενασχόληση, δεν μπορεί όμως να μην αρχίζει με μιαν ατομική εμπειρία. Κι η νέα ελληνική αισθητική, αν πρόκειται κάποτε να υπάρξει, δεν θα είναι αφηρημένη σκέψη ή μια φαντασιακή έννοια αλλά εμπειρία. Θα είναι γνώση που θα στηρίζεται στην αντίληψη των ίδιων των πραγμάτων και στην εντατική βίωση της ζωής, όχι στην στέρησή της. Δεν θα έχει λογικά συμπεράσματα και δόγματα μιας σχολαστικής διαλεκτικής. Δεν θα έχει την αντικειμενικότητα της επιστημονικής θεωρίας αλλά θα αφομοιώνει την αλήθεια της άμεσης πείρας που κάθε ευαίσθητος άνθρωπος αποκτά επειδή ζει. Δεν θα έχει τις ιδεολογικές κατασκευές του ανθρώπου που φοβάται να ζήσει και ξέρει μονάχα να κρίνει τους άλλους αλλά τη ζεστή ομορφιά της ζωής. Και γνωρίζουμε όλοι πόσο διαφορετικό γίνεται και το πιο συνηθισμένο τοπίο όταν το φωτογραφίζει ένας χαρισματικός άνθρωπος. Γιατί η φύση δεν είναι ούτε όμορφη ούτε άσχημη. Είναι πέραν του καλού και του κακού. Η τέχνη είναι αυτή που θα την κάνει όμορφη. Η τέχνη κι η ζωή. Που θα είναι πάντα τόσο ωραία όσο και τραγική.

Μόνο μια τέτοια τέχνη, μια τέτοια ζωή θα ήταν αληθινά ελληνική. Οι «υπερήφανες» εθνικές διακηρύξεις, οι δεκάρικοι για τους αρχαίους προγόνους, οι εξωραϊσμοί της βυζαντινής αυτοκρατορίας ή της «λαϊκής τέχνης» της τουρκοκρατίας (το διαβάσαμε κι αυτό!), μόνο σε ακόμη μεγαλύτερη ανυποληψία και περαιτέρω καταβύθιση θα οδηγούσαν την πνευματική μας ζωή, δικαιώνοντας ίσως, δίκην αυτοεκπληρούμενης προφητείας, όσους χαρακτηρίζουν «ελληνόφωνους» τους Έλληνες που απέμειναν μετά από μια πορεία χιλιετιών και μιλούν για «τέλος» της ιστορικής μας πορείας, όπως μιλούσαν πριν από αιώνες εκείνες οι σκοτεινές προγονικές τους μορφές που υπονόμευαν τον αγώνα των Παλαιολόγων και άνοιγαν το δρόμο στους Οθωμανούς. Σε κάθε περίπτωση πάντως και επειδή είναι ιδιαιτέρως ανιαρό να συνεχίζουμε, υπό τις σημερινές ειδικά συνθήκες, την παλαιότατη αντισφαίριση μεταξύ διαφωτιστών- σκοταδιστών, θα θυμίσουμε ότι όποτε υπερβήκαμε αυτή τη διαμάχη (δυο φορές στο σύγχρονο κρατικό μας βίο, μια με τη γενιά του 1880 και τον δημοτικισμό και μια με τη γενιά του Τριάντα), υψώσαμε μνημεία λόγου και τέχνης, αλλά και μνημεία αληθινής ζωής. Για τούτο και δεν θα πάψουμε να αισιοδοξούμε. Γιατί η εκλογή θα είναι δική μας. Και γιατί, σε πείσμα κάθε μεταμφιεσμένου σκοταδισμού, ο κόσμος μας θα είναι πάντα ένας κόσμος ελευθερίας.

πρώτη διαδικτυακή ανάρτηση: Αντίφωνο, πρωτοδημοσιεύτηκε στη Νέα Ευθύνη, τχ 7 ( Οκτ.-Σεπ.)

6 Σχόλια

  1. Διαβάζοντας κάποια κείμενα του κ. Χατζηαντωνίου που αναρτήθηκαν στο “Αντίφωνο”, τον συμπάθησα κι αγόρασα και το βιβλίο του “Αγκριτζέντο”, όπου, με πρόσχημα ένα μυθιστόρημα, σκιαγραφεί πολύ καλά τον -εν πολλοίς αντιφατικό- χαρακτήρα της Σικελίας.

    Αυτό το άρθρο του όμως είναι αρκετά ασαφές και γενικόλογο, με πολλές ηθικολογικές προτροπές και αρκετά υπονοούμενα, χωρίς ν’ αναλύει τίποτα (π.χ., πώς ο ίδιος καταλαβαίνει το Ωραίο και το Τραγικό), έτσι που να φτάνει κανείς να διερωτάται πού το πάει ο αρθρογράφος.

    Κι αυτό φαίνεται μάλλον στην τελευταία παράγραφο, όπου είναι εύκολο κανείς να καταλάβει σε ποιον επιτίθεται ο κ. Χατζηαντωνίου, δηλαδή στον Γιανναρά, αν δεν κάνω λάθος.
    Μαζί μ’ αυτόν, όμως, παίρνει σβάρνα κι όσους επιμένουν να συνδέονται με την παράδοση των προγόνων μας της βυζαντινής και μεταβυζαντινής εποχής, μέσα από τα ταπεινά ή υψηλά μνημεία που μας έχουν κληροδοτήσει, και να μη βλέπουν την Τέχνη εγκεφαλικά, με βάση κάποια θεωρητικά κείμενα της αρχαίας γραμματείας, όπως ο αρθρογράφος.
    Με εξέπληξε λοιπόν η επίθεσή του εναντίον όσων “εξωραΐζουν” “[i]τη βυζαντινή αυτοκρατορία ή τη «λαϊκή τέχνη» της τουρκοκρατίας[/i]”, που μάλιστα συνοδεύεται και από τη φράση “[i](το διαβάσαμε κι αυτό!)[/i]”, και η αναφορά στις “[i]σκοτεινές προγονικές τους μορφές που υπονόμευαν τον αγώνα των Παλαιολόγων και άνοιγαν το δρόμο στους Οθωμανούς[/i]” (μια ανιστόρητη καραμέλα, πολύ της μόδας σήμερα από αρχαιομανείς και “φωταδιστές” συκοφάντες).
    Δηλαδή, τους βγάζουμε “εθνοπροδότες” και ξεμπερδεύουμε! Κι ενώ ο αρθρογράφος γράφει για υπέρβαση της “παλαιότατης αντισφαίρισης μεταξύ διαφωτιστών- σκοταδιστών”, δεν το καταλαβαίνει ότι με τα παραπάνω ρίχνει νερό στόν μύλο της;

    Κι όμως, σχεδόν ό,τι καλό και διεθνώς αναγνωρίσιμο παρήγαγε η πατρίδα μας τον περασμένο αιώνα βασίστηκε σ’ αυτήν την τέχνη. Ας θυμηθούμε τα δύο βραβεία Νομπέλ της χώρας μας, τον Σεφέρη και τον Ελύτη, πόσο εκτιμούσαν και προέβαλαν τη λαϊκή τέχνη και παράδοση και κάποιους εκπροσώπους της, σαν τον ζωγράφο Θεόφιλο και τον Παναγιώτη Ζωγράφο του Μακρυγιάννη. Ας θυμηθούμε πού βασίζεται η τέχνη του Τσαρούχη, του Εγγονόπουλου, του Παρθένη, η αρχιτεκτονική του Πικιώνη και τόσα άλλα.

    Ενώ λοιπόν ο αρθρογράφος εξυμνεί τη γενιά του ’30 φαίνεται ν’ αγνοεί ότι οι επιφανέστεροι εκπρόσωποί της θήλασαν από την τέχνη που ο ίδιος τόσο επιδεικτικά και εύκολα περιφρονεί.

  2. Αισθάνομαι την ανάγκη (ως ένας άνθρωπος που έχει, επανειλημμένα, επαινέσει κείμενα του Κ. Χατζηαντωνίου) να σημειώσω ότι συμμερίζομαι την απορία του Theo.

  3. Με καθυστέρηση λόγω απουσίας μου από την Αθήνα διάβασα τα σχόλια αναγνωστών μετά το κείμενό μου το οποίο η διαχείριση του Αντιφώνου ζήτησε να αναρτηθεί. Αντιπαρέρχομαι το σχόλιο του κυρίου Τεό καθώς δεν διαλέγομαι με αγνώστους. Ο διάλογος προϋποθέτει κοινωνία προσώπων. Ο καθ’ ημέραν δηλών “ορθόδοξος” κύριος Τεό ας μάθει πρώτα αυτό και μετά ας ομιλεί για “αντιπαραδοσιακά απωθημένα και προχειρότητες”, κρίνοντας τους πάντες, όπως διαπιστώνω, με περισσή χριστιανική αγάπη, χωρίς κίνδυνο αποκαλύψεως των δικών του “απωθημένων”. Όσον αφορά το σχόλιο του κυρίου Καστρινάκη. Αν είχε διαβάσει προσεκτικότερα όσα έχω γράψει, δεν θα εξεπλήσσετο. Θα εγνώριζε ότι πάντοτε είχα σταθερή άποψη απέναντι και στον σκοταδισμό και στον διαφωτισμό. Δεν επιλέγω μεταξύ Γεωργίου Σχολάριου και Πλήθωνος Γεμιστού. Υπερασπίζομαι τη θυσία των Ελλήνων και Χριστιανών της Πόλεως όπως συμβολίζονται από τον Μάρτυρα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Δεν επιλέγω μεταξύ Αθανασίου Παρίου και Αδαμάντιου Κοραή. Υπερασπίζομαι την μαρτυρία του Ρήγα και του Μακρυγιάννη. Και ασφαλώς δεν αμφισβητώ την αξία της ελληνικής λαϊκής τέχνης. Αλλά αρνούμαι να γίνεται αυτή άλλοθι όσων την κάνουν πρόσχημα για να μας οδηγήσουν στην εθνική καταστροφή αφού κατά την αντίληψή τους δεν πειράζει να περάσουμε μιαν ακόμη καταστροφή αφού και χωρίς κράτος… θα εξακολουθεί να υπάρχει έθνος. Ο πόνος και το αίμα που έχουμε ζήσει στην ιστορία μας τους φαίνεται πολύ λίγο προφανώς. Οι θεωρίες της εσωτερικής ελευθερίας είναι εξαιρετικά επικίνδυνες κ. Καστρινάκη διότι οδηγούν στο “σφάξε με αγά μου να αγιάσω”, δικαιώνουν ηθικά τον δοσιλογισμό και προάγουν τον νεοοθωμανισμό. Και, τέλος, ας μην μπούμε στη συζήτηση τι είναι “ορθόδοξο” διότι τότε πολλοί αστέρες (και θαυμαστές τους) που κουνάνε διαρκώς το δάχτυλο, φλεγόμενοι από τον δαίμονα της κατακρίσεως, θα αποδεικνύονταν υποκριτές, πιθανότατα αιρετικοί και (κυρίως) πολύ, μα πάρα πολύ μακριά από το εκκλησιαστικό ουσιώδες που είναι, αν θυμάμαι καλά, η Αγάπη.

  4. Τόσος θυμός! Κυριολεκτικώτερα: Τόση εκδίκηση – εναντίον όλων…

    Σε τόσο υψηλές θερμοκρασίες του θυμικού πώς θα μπορούσε, άραγε, να αναρωτηθεί κανείς μήπως συμβαίνει και να διαπράττει εκείνο – ακριβέστατα – που καταγγέλλει;

  5. Αγαπητέ κ. Χατζηαντωνίου,

    Να υποθέσω πως όλοι οι άλλοι με τους οποίους διαδικτυακά ή μέσω του τύπου διαλέγεστε είναι γνωστοί σας;

    Προσωπικά, μια και το “Αντίφωνο” δέχεται την ψευδωνυμία, αρθρογραφώ και σχολιάζω διαδικτυακά πάντα με το ίδιο ψευδώνυμο.
    Τα γραφόμενά σας είναι που μαρτυρούν για τα αντιπαραδοσιακά απωθημένα σας. Θα μπορούσατε να εικάσετε και τα δικά μου από τα γραφόμενά μου. Δεν είναι ανάγκη να με γνωρίζετε προσωπικά.

    Όμως, αντί να μου απαντήσετε επί της ουσίας, χρησιμοποιείτε αυτή την ευτελή πρόφαση (“[i]Αντιπαρέρχομαι το σχόλιο του κυρίου Τεό καθώς δεν διαλέγομαι με αγνώστους. Ο διάλογος προϋποθέτει κοινωνία προσώπων[/i]”), μου επιτίθεστε μ’ ενα μικρό λίβελλο επί προσωπικού, δίνοντας και μαθήματα ήθους, αγάπης και διαλόγου. Δεν νομίζετε ότι αυτό είναι κομμάτι αντιαισθητικό;

    Ευχαριστώ.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ