Όσοι έχουμε μάθει, ίσως από αγάπη για τη λογοτεχνία, να διαβάζουμε δεκτικά, να αφηνόμαστε στη ροή του ξένου κειμένου, σαν να πρόκειται για ταξίδι σε ξένη πόλη, προσπαθώντας να συγκρατηθούμε την ώρα που μιλάει ο ξεναγός, γνωρίζουμε ότι ένα βιβλίο είναι, μεταξύ άλλων, μια διπλή αποκάλυψη: ενός ανθρώπου, που φανερώνεται στη φωνή της γραφής, και μιας οπτικής στην πραγματικότητα – αυτής που προτείνεται ως ανάγνωση της πόλης κατά την ξενάγηση. Ας ειπωθεί και αλλιώς: Σε κάθε βιβλίο ανεβαίνει μια θεατρική παράσταση, όπου παίζεται ο κόσμος. Ακίνητοι παρακολουθούμε απ’ το θεωρείο καθώς μας εισάγει ταυτόχρονα στα καμαρίνια, στο βεστιάριο και τα σκηνικά του κόσμου του ο γράφων – στον προσωπικό τρόπο που βλέπει και φωτίζει τον κόσμο της εμπειρίας μας.
Ως προς τις αναντίρρητα δυσεξιχνίαστες και φασματικές μεταφυσικές αναζητήσεις, η απόπειρα του ενήλικα να διαμορφώσει μια συνολική οπτική τού κόσμου δεν αποκλείεται να είναι ένα ταξίδι σημειωτόν, ένα χωρίς μετακίνηση ταξίδι προς το βάθος, μιας σταδιακής αποκάλυψης του εαυτού, της βαθύτερης γεωλογικής στρώσης εκείνου του, ίσως καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας, εντέλει ανεπηρέαστου «φυσικού μας μεταφυσικού προσανατολισμού», πιο κάτω από αυτό που οι ίδιοι αντιλαμβανόμαστε και πρεσβεύουμε προς τα έξω –π.χ. σε προσωπικές συζητήσεις με άλλους– ως αυθεντική τάχα θέση μας. Αυτό που εννοώ είναι ότι αν και ελεύθερη και πλέον ευρέως αποδεκτή στην υποκειμενικότητά της, δεν είναι αξιόπιστη η κοινωνική ταυτότητα της όποιας μεταφυσικής μας, αποτελώντας, θαρρώ, διανοητικοποίηση και άρα στρεβλή εκπροσώπηση πιο ευάλωτων στρώσεων και μάλλον δια βίου ανεπηρέαστων ροπών μας. Που δεν αποκαλύπτονται ούτε στην ιδιωτική καθημερινή πρακτική, καθώς αυτή οφείλει τα περισσότερα στη μηχανική συνήθεια κι όχι σε αυτεπίγνωτες διαβουλεύσεις επί της ψυχολογικής μας αλήθειας. Γι’ αυτό βρίσκω επιδερμικούς και πλανερούς τους σχετικούς χαρακτηρισμούς-ταμπέλες που επιλέγουμε για τον εαυτό μας. Προσωπικά θεωρώ ότι οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα είναι –ως προς τις θεολογικές συνιστώσες τους– τρόπον τινά «υβρίδια»: είναι «αθεϊστικά μη ασκούμενοι αγνωστικιστικοί θεϊστές». Δηλαδή δεν έχουν καμία γνώση ή βεβαιότητα αν υπάρχει Θεός (αγνωσία), πιστεύουν υποσυνείδητα και παθητικά ότι κάτι υπάρχει (θεϊσμός), αλλά ζουν πρακτικά ως αθεϊστές. Μόνο σε Grenzsituationen, τις κατά Γιάσπερς οριακές καταστάσεις, αναδύεται ο υποκείμενος θεϊσμός τους.
Ο Δημήτρης Μουρούλης στο βιβλίο Η Τέλεια Αντιλόπη καταθέτει χωρίς δισταγμό τη νοητική και ψυχική του αναμέτρηση με το θέμα αυτό. Εξωτερικεύει προς την επιφάνεια τη «φυσική του μεταφυσική», οργανώνει και εκλογικεύει γλαφυρά, και αρκετά μαχητικά, την αυθόρμητη όσο και αδιάβρωτη θεολογική του ενδοσκόπηση ή διαίσθηση – αν έχω δίκιο ότι για τον καθένα είναι τελεσίδικη η βαθύτερη γεωλογική στρώση της μεταφυσικής του, και ότι κάθε περιπέτεια ή γνωριμία, και κάθε ανάγνωσμα, βίωμα ή άλλη διακύμανση του βίου, απλά ξεσκεπάζει τμήματα και πετρώματα της βαθύτερης στρωματογραφίας. Το παρόν ας διαβαστεί ως γενική κάτοψη, κατάλληλη για την κατανόηση του τρόπου που προσεγγίζει ο συγγραφέας το μεγάλο Άγνωστο. Δεν θα μπω σε θεολογικές λεπτομέρειες, καθώς προϋποθέτουν μια πρώτη πίστη ή θεολογική ομοψυχία και εμπιστοσύνη σε όσα εκτίθενται παρακάτω ως οπτική του. Θα δώσω απλώς ένα σχεδιάγραμμα συστηματοποίησης των κομβικών θέσεων του βιβλίου, τη θεο-λογική του, χωρίς να προχωρήσω στο μονοπάτι της θεολογίας του.
Ο τρόπος προσέγγισης των μεταφυσικών ζητημάτων δίνεται στο βιβλίο αρκετά ξεκάθαρα: λιτά, ευθύβολα και κατασταλαγμένα, ζωντανεμένα με παραδείγματα και αναλογίες και μικρές παραφραστικές επαναλήψεις για την καλύτερη κατανόηση, αποβάλλοντας σχεδόν προγραμματικά κάθε λόγιο στοιχείο. Αφετηρία του συγγραφέα είναι η δυσαρέσκειά του με τα υπάρχοντα θρησκευτικά συστήματα, τους θρησκευτικούς θεσμούς, πρωτίστως ως αγκυλώσεις μεταφυσικών σχολαστικισμών και ως συστήματα δογμάτων και ετυμηγοριών που συγκροτούν ιδεολογίες και για τον κόσμο. Η κριτική είναι, μιλώντας πάντα συνολικά για τα επιχειρήματα του βιβλίου, διπλή: Πρώτον, ένα είδος αυτο-περιθωριοποίησης. Με τα λόγια του John Butler (που ο συγγραφέας συνάντησε σε επί τούτου ταξίδι του στην Αγγλία), η χαρισματική –κατά τον συγγραφέα– φυσιογνωμία του οποίου αποτέλεσε την αφορμή για το βιβλίο: «Η εκκλησία έχει επιλέξει έναν κυρίως επιφανειακό ρόλο για τον εαυτό της». «Δεν είναι η εμπροσθοφυλακή της πνευματικής ζωής, αλλά περισσότερο ένα υποκατάστατο». Και, δεύτερον, η «θρησκειακή εθελοτυφλία», η περιχαράκωση σε θέσεις που δεν συνάδουν ή προσβάλλουν τον διαφωτισμένο φιλοσοφικά και επιστημονικά νου. Καθώς ωριμάζουμε πνευματικά οι εκκλησίες και οι τελετές μάς θυμίζουν την πλανερή ανθρώπινη ερμηνεία: η θρησκεία σταδιακά φαντάζει είδωλο, αν μη τι άλλο λόγω της αρνησικοσμίας της ή λόγω της μικρότητας των δογματικών αψιμαχιών που μοιάζουν να θέλουν να δεσμεύσουν «τον Θεό που έπλασε αυτόν τον κόσμο». «Η θρησκεία διαλύεται και σβήνει κατά τη μεταρσίωσή μας προς το [Άγιο] Πνεύμα».
Το προνεωτερικό θρησκευτικό Παράδειγμα χρειάζεται λοιπόν διεύρυνση, και εν πολλοίς ριζική μεταρρύθμιση. Τα ερωτήματα απαιτούν νέες κοσμοθεάσεις. Αναφέρει ενδεικτικά θέσεις της «προνεωτερικής θεολογίας»: Τη σκληρή διάκριση ανθρώπου και ζωικού βασιλείου, την ειδοκεντρική αποκλειστικότητα του ανθρώπου να σχετίζεται με τον Θεό, την εντέλει εξελιγμένη, αντίστοιχη ενός νηπίου, ευφυΐα πολλών ζώων με αυτοσυνείδηση, το γενετικά και επιγενετικά μη ταυτόσημο της ανθρώπινης φύσης λόγω διαρκούς μετακίνησης του βιολογικού υποβάθρου της, την υπερπιθανή ύπαρξη νοήμονων όντων σε εξωπλανήτες, την ανθρωπομορφική και ανδροκεντρική οπτική στον Θεό κ.λπ. Το ζητούμενο, κατά τον συγγραφέα, είναι μια διπλή θεολογική ωρίμανση: η αναθεώρηση κοσμοθεωρητικών αγκυλώσεων και η εγκατάλειψη στατικών, μαρμάρινων δογμάτων ένεκα του αμέθεκτου, απερινόητου και άφατου του Θεού, χάριν ελαστικών και ανοιχτών ακόμα και στην πλήρη ανασκευή αποφάνσεων, μιας μεταφυσικής που έχει διαρκή επίγνωση του αμιγώς αλληγορικού χαρακτήρα της.
Η θέση του συγγραφέα είναι η εξής: «Το ξέρω πως οι θρησκευτικοί μύθοι δεν στέκουν· αλλά αυτό που καλλιεργούσαν στον κήπο τους [ως πίστη στον Θεό] είναι αληθινό. Και για να το πεις αυτό, χρειάζεσαι έναν νέο κήπο». Ιχνηλατεί λοιπόν την πορεία προς έναν τέτοιο κήπο – το ασυνήθιστα πλεοναστικό της έκφρασης «ιχνηλατώ την πορεία» (όχι τον ίδιο τον κήπο), ίσως δεν είναι τυχαίο ρητορικό ολίσθημα, καθώς καταδεικνύει την υψωμένη στο τετράγωνο δυσκολία εύρεσης του ζητουμένου: του κήπου. Στη μεταβατική αυτή φάση του λεγόμενου αδογματικού αγνωστικισμού (undogmatischer Agnostizismus), έχοντας χάσει οριστικά την εμπιστοσύνη του στην εκκλησία και θρησκεία, αλλά εξετάζοντας ανοιχτά το ενδεχόμενο της πίστης στην ύπαρξη του Θεού, εκκινεί από τις εξής προκείμενες:
i. «H αυθεντική εμπειρία του Θεού δεν παπαγαλίζει μια θρησκευτική ιδεολογία, αλλά ενσωματώνει τη σοφία που του χάρισε η εμπειρία αυτή σε ό,τι αληθινό έχει βρει στη θεολογική παράδοση», μη διεκδικώντας όμως την κλειστότητα του συστήματος: «είναι αδιανόητο οποιαδήποτε θεολογία να κατέχει την Αλήθεια – δεδομένου του άφατου και της απειρότητας του Θεού».
ii. Αναγκαία η βοήθεια φωτισμένων ανθρώπων, που πείθουν για την ύπαρξη ουσιαστικών μεταφυσικών εμπειριών, «αλλά ταυτόχρονα δεν χτίζουν το θεολογικό τους Παράδειγμα αφελώς».
Η δυσπιστία του συγγραφέα απέναντι στην εξαγγελία τελικών αληθειών περί της φύσης του Θεού, τον κάνουν να προκρίνει το εξελικτικό μοντέλο – αυτό της σταδιακής ωρίμανσης τόσο πίστης όσο και θεολογίας μέσω των συνεχών ενημερώσεων και της αναμόρφωσης εν προόδω ακόμα και των κομβικών στοιχείων τους. Το ενδιαφέρον είναι η άρνηση θεολογικού θεμελιωτισμού (foundationalism) ως προς το δογματικό περιεχόμενο (όχι ως προς τα θεολογικά κριτήρια, που θα παραθέσω). Το Παράδειγμα που προτάσσει για μια οιονεί δυναμική θεολογία είναι η περιγραφή της φυσικής πραγματικότητας από τις θετικές επιστήμες: Παρότι ο (κάθε) πολιτισμός έκανε ακόμα και παιδαριώδη λάθη στη σύλληψη της πραγματικότητας, η αλλεπάλληλη υπέρβασή τους εμβαθύνει διαρκώς τη γνώση μας περί φύσεως. Μια αντίστοιχη μεθοδολογία κριτικών ελέγχων για τη ωρίμανσή της χρειάζεται και η μεταφυσική. Η επιστήμη, ως πρότζεκτ εν προόδω, χρησιμοποιεί την αρχή της διαψευσιμότητας (το Falsifikationsprinzip που εισήγαγε ο Πόππερ), αναζητά ενεργά την ανασκευή πιθανών πλανών και την αντικατάστασή τους από λειτουργικότερες θεωρίες – αυτό καλείται να κάνει κι η μεταφυσική. Τελεσίδικες αλήθειες δεν υπάρχουν ούτε στην επιστήμη, μόνο υποθετικές προσομοιώσεις. Και εκεί η πρόσβαση στην πραγματικότητα είναι ελλιπής και σχηματική, όπως δείχνουν π.χ. τα ερμηνευτικά κενά και το απροσνόητο της κβαντομηχανικής ή των επιστημονικών συνιστωσών της ελευθερίας της βούλησης. Εξαιτίας δε του ασυμβίβαστου πολλών επιστημονικών θεωριών μας, π.χ. Σχετικότητας και Κβαντομηχανικής, «είμαστε σχεδόν βέβαιοι ότι οι τωρινές θεωρίες θα ανατραπούν». Αυτό ποτέ δεν ήταν πρόβλημα για την επιστήμη, τη δομή της οποίας αποτελούν οι «επαναστάσεις», δηλαδή οι απότομες και ριζικές αλλαγές οπτικής, ενώ παραδόξως αντιμετωπίζονται ως απειλή για το περιχαρακωμένο και αμυντικό, ακόμα και παρανοϊκό στην ανασφάλειά του, κοσμοείδωλο της θρησκείας.
Ο συγγραφέας αντιτίθεται εμφαντικά: «Δεν υπάρχει καμία αληθινή γνώση, καμία αληθινή κατάφαση, καμία αλήθεια που θα μπορούσε να μην αγκαλιάζεται από τον Αληθινό Θεό. Αν ο Θεός είναι σαν τον ουρανό που αγκαλιάζει όλη την πλάση, τότε δεν θα μπορούσε να της αρνείται κάτι από τη φύση της». Η χρήση του κοινού νου, της λογικής και των επιστημονικών πορισμάτων όχι μόνο ως ασφαλιστική δικλίδα, αλλά ως κριτήριο αληθείας, είναι το πρώτο από τα θεολογικά κριτήρια, εν είδει φυσικής ή φιλοσοφικής θεολογίας (theologia rationalis), που προκρίνονται στο βιβλίο – είναι το εφαλτήριο της μεθοδολογικής αμφιβολίας του ως προς τις πάσης φύσεως θεολογικές ετυμηγορίες: «Κάτι που είναι παράλογο δεν μπορεί να αποτελεί αληθινή θεολογία. Το υπέρλογο δεν είναι παράλογο». Και: «Φιλοσοφία και επιστήμη είναι πολύτιμοι βοηθοί στη διάσωσή μας από το θεολογικό ψεύδος». Ομοίως σημαντικά και τα επιχειρήματα των αθεϊστών για το αλφάδιασμα της οπτικής. Όταν οι θεολόγοι διαπιστώνουν ότι η εγκόσμια γνώση απειλεί τη θεολογία τους, οφείλουν να αναθεωρήσουν τη θεολογία τους, όχι να αντιταχθούν στη γνώση.
Για τη δυσκολία πρόσβασης στην οποιαδήποτε αλήθεια, π.χ. για τη δυσκολία περιγραφής ακόμα και της φυσικής πραγματικότητας ο συγγραφέας αναφέρει το παράδειγμα του πράσινου τραπεζιού – το χρώμα που του αποδίδουμε δεν υπάρχει στο αντικείμενο, αποτελεί τρόπο αντίληψης μήκους κύματος του φωτός από τον εγκέφαλο. Ακόμα και η πραγματικότητα της κατ’ αίσθησιν αντίληψης είναι μύθος – πρόσβαση στα πράγματα καθ’ αυτά δεν έχουμε (όπως το θέτει η φιλοσοφία ένθεν του Καντ). Ούτε και με τη γλώσσα της επιστήμης δεν μπορούμε να περιγράψουμε επαρκώς πτυχές της πραγματικότητας, ιδίως τις υποκειμενικές, όπως τη βίωση των χρωμάτων ή της μουσικής. Η εμπειρία της μουσικής αποτελεί ένα είδος γνώσης που αφορά τη «δυνατότητα του σύμπαντος να γεννά αυτήν την υποκειμενική εμπειρία» στον άνθρωπο. Ειδικά το υποκειμενικό βίωμα υπερβαίνει κάθε τρόπο αναπαράστασης – υπερβαίνει και την απώτατη εκφραστική υφαλοκρηπίδα, εντεύθεν της στενής ακτογραμμής των επιστημονικών γλωσσών. Πώς επικοινωνείται π.χ. μια αισθητηριακή εμπειρία όπως η γεύση ενός φρούτου, ή το καλλιτεχνικό βίωμα μιας σύνθεσης, ή το συναισθηματικό βίωμα του έρωτα ή της ανακούφισης, ή το ηθικό βίωμα της ενοχής ή της ελευθερίας; Το άρρητο και ανεκδιήγητο δεν αφορά λοιπόν μόνο τη μεταφυσική. Δεν έχουμε λέξεις ούτε για πράγματα που κατανοούμε ή αναγνωρίζουμε ευκρινώς στο καθημερινό βίωμα (η φιλοσοφία μιλάει για επιστημική ιδιωτικότητα) – πώς να έχουμε για εκείνα που αγνοούμε και μας υπερβαίνουν παντελώς; Ακόμα και ο φυσικός κόσμος δεν είναι προσιτός στην ουσία του μέσω των γλωσσών μας: λεκτικών, μαθηματικών, τυπικών κ.λπ. Η επιστήμη αναζητά αναπαραστάσεις λειτουργικές, τους «μύθους» (καθώς «τα μαθηματικά προσφέρουν τη σύνταξη, μα ήδη η φυσική είναι ένας μύθος», σχολιάζει ο συγγραφέας), μέσα από τους οποίους προσπαθούμε να ξεκλειδώσουμε την πραγματικότητα, ώστε να σχετιστούμε μαζί της με λειτουργικό τρόπο.
Το εγχείρημα της θεολογίας είναι αντίστοιχο, καθώς ο γνωσιολογικός σκεπτικισμός είναι κοινός για τους δύο τομείς. Όπως η ουσία των φυσικών φαινομένων για τη Φυσική, έτσι και η ουσία του Θεού είναι εν μέρει απροσπέλαστη και εν μέρει ακατάληπτη για τη θεολογία, αλλά «τα αφηγήματά της μπορούν να γίνουν οδοδείκτες – ή, βέβαια, εμπόδια». Τα εκτενή βασίλεια της αγνωσίας, το αβέβαιο και υποθετικό των εξηγήσεων, το φασματικό κάθε βιώματος και του τρόπου ομιλίας γι’ αυτό, δεν είναι κάτι σπάνιο – είναι ο κοινός παρονομαστής της υποκειμενικής εμπειρίας ακόμα και του άδηλου φυσικού κόσμου: «Δεν θα μπορούσαμε να γνωρίζουμε πώς είναι η γεύση της μπανάνας, αν δεν είχαμε φάει ποτέ φρούτο». «…Αν δεν είχαμε φάει ποτέ μπανάνα» θα μπορούσε να υπερακοντίσει κανείς. Η απείρως σπανιότερη και πιο απαιτητική στις προϋποθέσεις της μεταφυσική εμπειρία μοιάζει σε πολλά: κάθε λόγος για αυτήν είναι θολή απεικόνιση – μπορεί όμως να βοηθήσει ως οδοδείκτης προς μια βαθύτερη αλήθεια.
Το βίωμα είναι για τον συγγραφέα του βιβλίου το νευραλγικό σημείο. Για να διηθήσει το εκτενές πεδίο των θεολογικών ισχυρισμών χρειάζεται, κατά το παράδειγμα της επιστήμης, κριτήρια αληθείας για τον εντοπισμό των κατάλληλων πνευματικών δασκάλων, των βοηθών στη μεταφυσική «ιχνηλασία της πορείας προς τον νέο κήπο». Γιατί, έχοντας απομυθοποιήσει την αυθεντία των θρησκευτικών θεσμών, πρέπει να βασιστούμε σε κάτι – το πρόβλημα όμως είναι η σιωπή του Θεού και η σπανιότητα οσοδήποτε μηδαμινών έστω, μεταφυσικών εμπειριών. Χρειαζόμαστε λοιπόν μια μεταφυσική διαίσθηση για τον εντοπισμό εκείνων των δασκάλων που αξιώθηκαν να γίνουν «κοινωνοί της θείας ενέργειας».
Η «μεταφυσική διαίσθηση» είναι το δεύτερο θεολογικό κριτήριο για το φιλτράρισμα του πεδίου – και εδράζεται και εκείνη στο προσωπικό βίωμα: «Ακόμη και η αχνή ανάμνηση της στιγμής κατά την οποία ζήσαμε την αφύπνιση, μας καθιστά ικανούς να διακρίνουμε αν σε έναν άνθρωπο ή σ’ ένα κείμενο υπάρχει Φως ή όχι». Η «διύλιση», όπως την ονομάζει, εννοεί μια πρώτη διάκριση των –με βάση το ενορατικό μας αισθητήριο– σωστών προσώπων (δεδομένου ότι δεν είμαστε οι ίδιοι θεόπτες) και των σωστών κειμενικών αποσπασμάτων από τα άστοχα. Η «διύλιση» σημαίνει δηλαδή και έναν επιμερισμό και εκλεκτικισμό στην επιλογή – δεν υιοθετούνται ολόκληρα βιβλία υπό το μανδύα της θεοπνευστίας ή του αλάθητου: τα κείμενα είναι έργα ανθρώπων. Η δε ενόραση-διαίσθηση ως κριτήριο μεταφυσικών αληθοτιμών δεν σταματά να είναι αναγκαία και μετά τον εντοπισμό των πνευματικών ταγών: ο κάθε λόγος τους κρίνεται ενορατικά-διαισθητικά υπό το πρίσμα της συμβατότητας με παρόμοια προσωπικά βιώματα ως ελάχιστα έστω νεύματα θείας ενέργειας («πιτσιλιές της θάλασσας») που αξιώθηκε ο κρίνων. Ερειδόμενη στο βίωμα η διαίσθηση ως αξιολογικό κριτήριο είναι σημαντική όπως στην τέχνη το αισθητήριο του καλλιτέχνη. Γιατί υπάρχει ο κίνδυνος, απομακρυνόμενος κανείς από τη «θρησκειακή εθελοτυφλία» να καταλήξει σε έναν επιπόλαια εκλεκτικιστικό αχταρμά δοξασιών, σε μια θολή και αμμώδη νεοεποχική «θρησκευτική σούπα».
Το τρίτο κριτήριο που εισάγεται είναι αυτό της σύγκλισης και συναίνεσης επί των θεολογικών ζητημάτων. Ο συγγραφέας επιστρέφει στο Παράδειγμα της επιστήμης: «Ό,τι είναι ο μεγαλοφυής επιστήμονας για την επιστήμη, είναι ο φωτισμένος άνθρωπος για τη θεολογία». Αλλά η επιστήμη «προοδεύει υπερθεσμικά. Χρειαζόμαστε τις πνευματικές διάνοιες, δηλαδή τους φωτισμένους ανθρώπους, να μας υποδεικνύουν δρόμους προς τη μεταφυσική αλήθεια. Και χρειαζόμαστε και μια φωτισμένη κοινότητα που επιβεβαιώνει ή όχι τις μεμονωμένες υποδείξεις». «Ως κοινότητα αντιλαμβάνομαι το σύνολο των φωτισμένων ανθρώπων στο διάβα των αιώνων. Αναζητούμε λοιπόν την ομοφωνία μεταξύ των φωτισμένων». Ο James Finley, ο δεύτερος μέντορας του συγγραφέα πλάι στον John Butler, από τη μεταφυσική μαρτυρία των οποίων αντλεί την –ομολογουμένως– παντού μετριοπαθή βεβαιότητά του, εξηγεί το εξής: «Όταν είμαστε αυθεντικοί απέναντι σε αυτό που είναι αληθινό στην παράδοσή μας, ανακαλύπτουμε πως είμαστε ένα με όσους ανθρώπους είναι οι πιο αυθεντικοί στην αλήθεια της δικής τους θρησκευτικής παράδοσης. Και συναντιόμαστε εκεί, στον τόπο της υποκείμενης ενότητας». «Η Cynthia Bourgeault λέει πως οι θρησκείες του κόσμου είναι σαν τα χρώματα του ουράνιου τόξου, που όλα έχουν κοινή πηγή και δείχνουν διαφορετικές αποχρώσεις της μίας υποκείμενης Αλήθειας». Ο δε συγγραφέας σχολιάζει αλλού: «Αν ο Ήλιος υπάρχει, τότε φωτίζει τους πάντες». «Ο καθένας χρησιμοποιεί τη γλώσσα της δικής του θρησκευτικής παράδοσης για να αναφερθεί στο ίδιο σημαινόμενο – οι εκάστοτε διατυπώσεις είναι απλά δείκτες προς το επέκεινα [θεο-εννόηση]. Σε αυτήν την “υπερθεσμική Εκκλησία” [εννοεί την υποκείμενη συνάφεια των αυθεντικών βιώσεων του Θεού] προσπαθώ να εναποθέσω την εμπιστοσύνη μου· αλλά, και πάλι, όχι ως αλάθητης». Η συνάφεια και σύγκλιση αυτή εξασφαλίζει στο εξαγόμενο θεολογικό πεντόσταγμα την οικουμενικότητα και διαπολιτισμικότητα που και η επιστήμη πληροί ως αξίωση.
Ως σημείο σύγκλισης πάμπολλων θρησκευτικών παραδόσεων, πέρα από την άσκηση στην αγάπη και τη μη βία, αναδεικνύεται στο βιβλίο ο διαλογισμός ή ησυχασμός, η εσωτερική ή καρδιακή ή νηπτική προσευχή – η καταληπτική προσευχή (τον φιλοσοφικής προέλευσης όρο τον πρότεινα εγώ στον συγγραφέα όταν με ρώτησε, δανειζόμενος από τη γνωσιολογία των Στωικών). Ο John Butler σχολιάζει για τις «cotemplative practices»: «Τίποτα που έχω συναντήσει δεν μπορεί να υποκαταστήσει την άσκηση της εσωτερικής προσευχής. Παρά την εκφραστικότητά τους, τα λόγια παραμένουν λόγια». «Όσον αφορά την καταληπτική προσευχή, μπορεί να είναι μια ησυχαστική άσκηση, αλλά και μια βόλτα στην παραλία, ή να ακούμε το θρόισμα των φύλλων στο δάσος, ή μια αγρυπνία σε έναν ναό, ή να λέμε το απόδειπνο, ή να παίζουμε με το παιδί μας» κ.λπ. Το κρίσιμο είναι, όπως εξηγεί ο Finley: «Να είμαστε απλά παρόντες, ανοιχτοί και αφυπνισμένοι στην παρούσα στιγμή». Η ουσία της, λοιπόν, είναι η βίωση της μεθοριακότητας των πραγμάτων στην παροντική τους κατάληψη.
Στη δύσκολη ιχνηλασία «θείων νευμάτων» ο συγγραφέας τονίζει εμφαντικά την ανάγκη άρνησης να ορθώσει κανείς θρησκευτικά είδωλα εξαιτίας της «σιωπής του Θεού», που βιώνεται ως απουσία του. Και τονίζει ξανά και ξανά –όχι αδίκως– την επικίνδυνη πειστικότητα της θεολογικής πλάνης και τη δύσκολη διάκριση του όντως γνήσιου από το μη. Για τις δε θρησκείες αναφέρει το πρόβλημα της επιβολής ή υφαρπαγής ενός «μονοπωλίου διαχείρισης του νοήματος και του Θεού, με αποτέλεσμα, μόλις τα αφηγήματά τους καταρρεύσουν, να συμπαρασύρουν και την πίστη των ανθρώπων σε αυτά που μονοπωλούσαν».
Προς το τέλος του βιβλίου, ως πιο ευάλωτο σημείο της θεϊστικής κοσμοθεωρίας ο συγγραφέας συζητά το πρόβλημα της θεοδικίας. Προσπερνά τα μικρότερα δεινά του ατομικού πόνου και του προσωπικού πεπρωμένου, δηλαδή την ιδιωτική διάσταση της δυσερμήνευτης αδικίας, της συμφοράς και της προσωπικής οδύνης, που οδηγεί τον Ιώβ στην καταγγελία του Θεού και τον Λάιμπνιτς στην υπεράσπισή του (το 1710), και ανοίγει απευθείας τον φακό στα γενικά πλάνα του πραγματικού ολέθρου, όπως των σεισμών, π.χ. της Λισαβόνας (το 1755) ή τον σχετικά πρόσφατο στην νοτιοανατολική Τουρκία και Συρία (των 7.8 Ρίχτερ, με τους περίπου 60.000 νεκρούς και τους 125.000 τραυματίες) – και βέβαια στην κορωνίδα της ανθρώπινης θηριωδίας, το Ολοκαύτωμα ή Σοά, με τον αφανισμό περίπου 6 εκατομμυρίων Εβραίων στα στρατόπεδα εξόντωσης των Ναζί. Οι διαφορά ανάμεσα στα δύο παραδείγματα είναι βέβαια σημαντική, γιατί το πρώτο εκπροσωπεί την τυφλή σαρωτικότητα μιας κάθε φυσικής καταστροφής, ενώ το δεύτερο –ως ηθικό κακό– συμβολίζει τα ιλιγγιώδη ύψη στα οποία καταφέρνει ν’ αναρριχηθεί ο ιδεολογικός φανατισμός, ο ηθικός σκοταδισμός και η συχνά μακάβρια απονιά του ανθρώπου. Πρόβλημα για τη θεολογική απολογητική παραμένει η ιστορική απουσία του Θεού, η φαινομενική αδιαφορία του ενόψει του ολέθρου ή του κακού. «Πώς επιτρέπει τα Άουσβιτς της Ιστορίας;» ρωτά ο συγγραφέας, πηγαίνοντας κατευθείαν στον υπερθετικό των ιστορικών επιθέσεων στην αθωότητα των αμάχων. Θεωρώντας για μια στιγμή δεδομένη την ύπαρξη μεταφυσικών βιωμάτων εξετάζει δύο ενδεχόμενα: Είτε δεν εκπορεύονται από έναν Θεό, είτε υπάρχει κάποια νευραλγική θεολογική παράμετρος που αγνοούμε παντελώς ως προς τη σχέση πραγματικότητας και Θεού. Ο συγγραφέας παρατηρεί ότι σε Άγιο Σωφρόνιο, Βιτγκενστάιν, Butler και Finley οι απαντήσεις συγκλίνουν: στο βίωμα εν Θεώ τα ερωτήματα (και κάθε μορφή τραγωδίας) εξαφανίζονται και όλα γίνονται αυταπόδεικτα. Ίσως υπάρχει μια διάσταση που αγνοούμε ολότελα και στην οποία δεν απαντώνται αλλά αίρονται. «Η ονοματοδοσία της θάλασσας ίσως περιττεύει όταν κολυμπάς στο πέλαγος».
Εν συνόλω, ο συγγραφέας δηλώνει έντιμα, εν είδει προτάγματος: «Δεν χρειάζεται να τα πετάξουμε όλα, επειδή κάποιοι τα ερμήνευαν μέσα από αφηγήματα που πλέον δεν μας πείθουν». «Ιχνηλατώ την πορεία προς έναν νέο κήπο. Το κάνω με τη βοήθεια ανθρώπων σαν τους Butler και Finley που έχουν αυτήν την εμπειρία». «Για την ύπαρξη του Θεού, μόνο ενδείξεις μπορούμε να έχουμε και η βεβαιότητα προσεγγίζεται μόνο μέσα από το βίωμα. Αυτό που λέω είναι πως, για όσους έχουμε μια ενδόμυχη κλήση ή λαχτάρα, υπάρχει κήπος, υπάρχει βατήρας για να κάνουμε το άλμα της πίστης».
Ο αντίλογος, βέβαια, είναι αυτό που ο συγγραφέας αρθρώνει μεν, αλλά δεν εξετάζει: «Αλλά πόσο αξιόπιστες είναι αυτές οι μαρτυρίες;». Και ακόμα: «Πώς ξέρουμε αν ό,τι βιώνουν είναι κάτι περισσότερο από μια έκλυση ενδορφίνης [ωκυτοκίνης]» (λόγω υπαρκτών φαινομένων του εγκεφάλου που σχετίζονται με τον διαλογισμό ή την προσευχή). Το αιώνιο πρόβλημα πνευματικών ταγών-πατέρων είναι το ρίσκο της αυθεντίας, η εμπιστοσύνη στην αφήγηση του άλλου (ένα πρόβλημα που εξετάζει ο Χιουμ). Γεγονός είναι ότι το ταξίδι ενός τέτοιου βιβλίου αφορά περισσότερο ανθρώπους ανοιχτούς στη θεολογική αναζήτηση και σε μια υγιή επιφύλαξη απέναντι σε θεσμούς και έτοιμα αφηγήματα: τους μπρούντζινους κολοσσούς των δογμάτων. Αρχή του συγγραφέα είναι ότι «υπέρβαση της θρησκείας δεν είναι το να βγεις έξω από τα τείχη της, αλλά να καταλάβεις πως δεν υπάρχουν [τείχη]».
Ο συγγραφέας θέλει να απευθυνθεί και στον αγνωστικιστή εκκαλώντας τον να είναι ανοιχτός στη συζήτηση περί μεταφυσικών βιωμάτων, αλλά η υποψία μου, όπως την κατέθεσα στην αρχή, είναι ότι οι μεταφυσικές θέσεις μας έχουν βαθύτερα ψυχικά θεμέλια και επέκεινα των γνωσιολογικών. Ο αγνωστικισμός είναι θεμελιώδης τρόπος συσχετισμού με την πραγματικότητα, όχι έλλειψη στοιχείων και συνεχής εγρήγορση για την ανατροπή του. Είναι παρατήρηση αυτής ακριβώς της προσωπικής ροπής που επιφέρει επιπόλαια την υποτιθέμενη γνώση. Αυτό δε στο οποίο ο συγγραφέας μάλλον αδικεί τη χωρίς θεό καταβίωση ή το ενδεχόμενο ανυπαρξίας Θεού, είναι ότι τείνει να εξισώσει μηδενιστικά με τη ματαιότητα την εσωτερική νοηματοδότηση της ζωής από τον ίδιο τον άνθρωπο, όπως επιχειρήθηκε-προτάθηκε και από φιλοσόφους, π.χ. τον Νίτσε ή τον Καμύ. Όπως και να ’χει, το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί από κάθε θεο-λογικά ανήσυχο πνεύμα, ειδικά από όσους έχουν αμφιβολίες για τον ελλιμενισμό σε παραδοσιακούς θεολογικούς θεσμούς.
– κριτική βιβλίου Η Τέλεια Αντιλόπη (εκδ. Αρμός, 2023)
[ Το κείμενο αυτό εκφωνήθηκε στην επίσημη παρουσίαση του βιβλίου στον χώρο εκδηλώσεων των Εκδόσεων Αρμός, το Σάββατο 20.5.2023. Η παρουσίαση βιντεοσκοπήθηκε από το Αντίφωνο: Η Τέλεια Αντιλόπη - παρουσίαση βιβλίου
Μια συντομότερη εκδοχή του παραπάνω κειμένου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Άνθρωπος, τχ. 12, Φεβρουάριος-Μάιος 2024. Ευχαριστούμε τον εκδότη του για την άδεια εμπλουτισμένης αναδημοσίευσης στο Αντίφωνο ]