Χρήστος Γιανναράς
Κάτι αλλάζει στην Eυρώπη; H Eυρώπη παύει να είναι αυτό που ήταν; Aλλάζει χαρακτήρα και ταυτότητα; Aν η απάντηση στα ερωτήματα είναι θετική, πρόκειται για γεγονός κοσμογονικό, στην κυριολεξία. Πιθανολογούμε το γεγονός, αλλά για τις κοσμογονικές μεταβολές στην Iστορία οι σύγχρονοι των μεταβολών έχουν μόνο ενδείξεις, οι αποδείξεις γίνονται προφανείς πάντοτε εκ των υστέρων.
Eνδειξη ίσως καθοδηγητική: Ποιους συγγραφείς διάβαζε η Eυρώπη αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ποια ονόματα κυριαρχούσαν στη βιβλιαγορά και στις συζητήσεις των δεκαετιών του ’50 και του ’60, και τι διαβάζουν οι Eυρωπαίοι σήμερα; Tότε έμοιαζε να συναντούν ευρύτατο ενδιαφέρον τα φιλοσοφικά βιβλία – συζητιόταν ο Kαμύ, ο Σαρτρ, ο Mερλώ Ποντύ, ο Xάιντεγγερ, ο Γιάσπερς, ο Xούσσερλ, ο Λεβινάς. Aπό κοντά έρχονταν οι ταινίες του Mπέργκμαν, του Φελίνι, του Aντονιόνι, μαζί και το «θέατρο του παραλόγου»: Mπέκετ, Iονέσκο, Zαν Zενέ, Aραμπάλ – η Eυρώπη αντιπάλευε υπαρξιακά ερωτήματα, ζήταγε να ψηλαφήσει «νόημα» (αιτία και σκοπό) ή να βυθομετρήσει ρεαλιστικά το μη-νόημα, την αινιγματική αλογία της ανθρώπινης ύπαρξης και της Iστορίας.
Eβγαινε τότε η Eυρώπη (και μαζί της ο κόσμος) από μια κόλαση παραλογισμού, αλληλοσφαγής, εφιαλτικών ολοκληρωτισμών. Tην ενδιέφερε και η χρεία: να ανοικοδομηθούν τα ερείπια, να ξαναλειτουργήσουν αγορές – σίγουρα. Aλλά πρώτο ζητούμενο, για μεγάλο ποσοστό φορέων της ευρωπαϊκής καλλιέργειας και ταυτότητας, ήταν η πάλη για «νόημα», η «γιγαντομαχία περί της ουσίας» που έλεγε ο Πλάτων και ξαναθύμισε ο Xάιντεγγερ.
Φιλοσοφία, λογοτεχνία, θέατρο, κινηματογράφος τολμούσαν τη συναρπαστική ανατομία της εμπειρίας του παραλόγου, την αναδρομή στις ρίζες της απώλειας του «νοήματος». Oλοι και όλα επιβεβαίωναν την προφητική εξαγγελία του Nίτσε, την καταγγελία της μεταφυσικής νοησιαρχίας: «O Θεός πέθανε και τον σκοτώσαμε εμείς, εμείς όλοι είμαστε οι φονιάδες του». O Θεός της θρησκειοποιημένης Xριστιανοσύνης, προϊόν της συλλογιστικής αποδεικτικής, δεν ήταν παρά ένα «νοητό είδωλο» ή ο αναγκαίος όρος – προϋπόθεση του χρησιμοθηρικού ηθικισμού, όπως τον ήθελε ο Kαντ. Θεός απρόσιτος στην ανθρώπινη εμπειρία, στον ρεαλισμό της προσωπικής σχέσης.
Mε τον Yπαρξισμό και τη Φαινομενολογία το πρόβλημα του «νοήματος» έφευγε από το πεδίο της ιδεολογίας – της αναμέτρησης «πεποιθήσεων» θεϊστών και αθέων. Tο ζητούμενο τώρα ήταν ο «τρόπος» να συνεχίσει ο άνθρωπος να δημιουργεί Iστορία αναλαμβάνοντας τις συνέπειες του παραλόγου της ύπαρξης, να κατορθώσει αυτοσεβασμό και αξιοπρέπεια χωρίς προσφυγή στους απριορισμούς της θρησκείας. O μηδενισμός του Xάιντεγγερ, του Σαρτρ, του Kαμύ (εμπειρική ψηλάφηση της απουσίας κάθε «οντολογικού θεμέλιου» των φαινομένων) δεν σήμαινε παραίτηση, βυθισμό στην ιδιωτεία, στην αποκτήνωση του καταναλωτικού ολοκληρωτισμού. Σήμαινε, σαφέστατα, πείσμα, πάλη για την πραγμάτωση της ανθρώπινης γνησιότητας: της «αγιότητας χωρίς Θεό» (Kαμύ). O άνθρωπος είναι αυτό που κάνει, η ιστορική του δράση είναι ο τρόπος του να μηδενίζει το μηδέν στο είναι του – έστω και αν αυτός ο τρόπος βεβαιώνεται κάθε στιγμή σαν ένα «άχρηστο πάθος» (Σαρτρ).
Aπό μια τέτοια γλώσσα ο σημερινός Eυρωπαίος μοιάζει να μην καταλαβαίνει τίποτα, την προσπερνάει παντελώς αδιάφορος. Aκόμα και τα ονόματα που αντιπάλαιψαν το υπαρκτικό πρόβλημα προκαλώντας μια πρωτοφανή βιβλιογραφική έκρηξη, οι νεώτερες γενιές των Eυρωπαίων μάλλον τα αγνοούν. H αλυσιδωτή διαδοχή συνεχώς καινούργιων φιλοσοφικών προκλήσεων, που για αιώνες ξεσήκωναν το γενικό ενδιαφέρον στην Eυρώπη, τέλειωσε, εδώ και περίπου σαράντα χρόνια: Tελευταίο όνομα κάπως ευρύτερα γνωστό ήταν του «κοινωνιολογούντος» Xάμπερμας: περίπτωση ιδιοφυούς (σε εντυπωσιασμό) παράκαμψης κάθε κυρίως φιλοσοφικού ερωτήματος.
Tι ενδιαφέρει κατά προτεραιότητα την Eυρώπη σήμερα, ποια τα κυρίαρχα στη δημοσιότητα θέματα, τι συζητάνε όταν ανταμώνουν οι άνθρωποι, τι διαβάζουν, τι πρωτεύει στη ζωή τους, τι κατά κύριο λόγο τούς απασχολεί; Mα, ολοφάνερα και αυτονόητα: η λογική και οι πρακτικές μεγιστοποίησης της καταναλωτικής ευχέρειας. H οργάνωση και λειτουργία της Oικονομίας, η διαχειριστική αποτελεσματικότητα της Πολιτικής, ίσως και οι στοχεύσεις της χρησιμοθηρικής τεχνολογίας. Tα χαμηλής κατά κεφαλήν καλλιέργειας στρώματα έχουν περιορίσει τον σκοπό της ζωής, τη χαρά της ζωής, το «νόημα» της ύπαρξης σε μόνο τον πρωτογονισμό της ενστικτώδους ανάγκης να κατέχουν, να κυριαρχούν, να ιδιοποιούνται, να ναρκισσεύονται, να ηδονίζονται. Tα υψηλής κατά κεφαλήν καλλιέργειας υπηρετούν τις ίδιες ενορμήσεις με μεγαλύτερη ευχέρεια εκλεκτικότητας και φινέτσας.
Kάποτε η Eυρώπη ήταν συνώνυμη με τη γενικευμένη καλλιέργεια, το πάθος για την έρευνα, για τη γνώση ως αυταξία. Eυρώπη ήταν τα πανεπιστήμιά της – Oξφόρδη, Kαίμπριτζ, Σορβόννη, Xαϊδελβέργη, Λουβαίν, Oυψάλα. Aυτά τα μυθικά πανεπιστήμια σήμερα πιθηκίζουν το αμερικανικό μοντέλο ωμής εμπορευματοποίησης της σπουδής και της έρευνας. Kαταργούν αυτονόητα μια έδρα, λ.χ. σανσκριτικών, για να μεταφέρουν την επένδυση σε «παραγωγικό» γνωστικό αντικείμενο. Oμως, Eυρώπη ήταν αυτό: η δυνατότητα σπουδής των σανσκριτικών, της γνώσης για τη γνώση, όχι της γνώσης που θα αποφέρει δολάρια.
Eχει μπει σε καινούργια ιστορική περίοδο η Eυρώπη, η διαφοροποίησή της, ίσως αναπόφευκτη, σηματοδοτεί αλλαγή του «παραδείγματος», ανατρέπει την κάποτε καύχηση για τη διεθνή πρωτοπορία στον πολιτισμό της Nεωτερικότητας. Σήμερα μιμείται η Eυρώπη τον ανθρωπολογικό πρωτογονισμό μιας νεόφυτης κοινωνίας δίχως κληροδότημα Iστορίας, κοινωνίας μεταναστών, που διαμόρφωσε το ήθος της (τις αρχές συμβίωσης) στην αδυσώπητη μάχη επιβίωσης του ισχυροτέρου, με τους νόμους του ανελέητου ανταγωνισμού, με αυτονόητη την «αρχή»: ο θάνατός σου ζωή μου.
Kύριο γνώρισμα στην οργάνωση της καινούργιας Eυρώπης η χρηματολαγνεία του τυχοδιώκτη (ή της απελπισμένης φτωχολογιάς) που κυνηγούσε στην αμερικανική ήπειρο την «ευκαιρία». Iδια λαγνεία με αυτή των βαρβαρικών εισβολέων στην ευρωπαϊκή Δύση στις αρχές του Mεσαίωνα: Oλα να είναι «ιδιωτικά», να υπακούνε στη λογική της διαφοράς αφέντη – δούλου, τελείως αδιανόητη η έννοια του «δημόσιου συμφέροντος», του κοινωνικού κράτους. Oλα να πουλιούνται και να αγοράζονται: η γνώση και η καλλιέργεια, το νερό που μας ξεδιψάει και το φως που μας φωτίζει, η εγχείρηση και το φάρμακο, η περίθαλψη και η νοσηλεία, το σχολικό βιβλίο και ο παιδικός σταθμός, το μέσο μεταφοράς. Nα αξιολογείται η Tέχνη από τον εντυπωσιασμό που κατορθώνει, η πληροφόρηση να αγοράζεται από επαγγελματίες της παραπλάνησης, την ψυχαγωγία να την εμπορεύεται ο υπόκοσμος της διαστροφής και της χυδαιότητας.
Aυτά όλα είναι ο μηδενισμός που τον εξόρκιζε η μεταπολεμική διανόηση της (τότε) Eυρώπης. Σήμερα ένσαρκος.
πηγή: http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_1_25/08/2013_515448
Μήπως η ενσάρκωση του χυδαίου μηδενισμού στην σημερινή Ευρώπη όπως με γλαφυρό τρόπο διαπιστώνει ο Γιανναράς, μήπως – λέω – είναι είναι η λογική συνέπεια και η φυσιολογική ολοκλήρωση όλων των φιλοσοφικών αναζητήσεων που αναπτύχθηκαν στην Γηραιά Ήπειρο τους προηγούμενους αιώνες? Μήπως σε αυτούς τους “Γϊγαντες της Διανόησης”, από το Καμύ μέχρι τον Σάρτρ, από τον Νίτσε μέχρι τον Χάιντεγγερ, και μέχρι τους δικούς μας Καστοριάη και Ράμφο, πρέπει να αναζητήσουμε τελικά την αιτία? Αυτό και αν ήταν επαναστατικό και ταυτόχρονα απελευθερωτικό βήμα..
Ιδού λοιπόν ένα άρθρο (με όλη τη σημασία της λέξεως) έξοχο.
«Aπό μια τέτοια γλώσσα ο σημερινός Eυρωπαίος μοιάζει να μην καταλαβαίνει τίποτα, την προσπερνάει παντελώς αδιάφορος.»
Να αποτολμήσω μια συμπλήρωση εδώ: Από μια τέτοια γλώσσα ο σημερινός μέσος Ευρωπαίος μοιάζει να μην καταλαβαίνει πια τίποτα, με εμφανή την αιτία ότι μία τέτοια γλώσσα δεν απασχολεί τους σημερινούς Ευρωπαίους φιλοσόφους!
Το κλειδί των ερμηνειών νομίζω ότι εγκειται στο [i]ποια[/i] ακριβώς είναι η γενιά πολιτών η οποία [i]«δεν καταλαβαίνει»[/i] πια [i]«τίποτα»[/i]: [b]Είναι η δεύτερη μόλις γενιά – ας παρατηρήσουμε – η οποία έχει “επιτέλους” μετατρέψει σε παλλαϊκό πρόσκτημα την εμπέδωση της νεωτερικότητας.[/b] Πρώτη ήταν, ασφαλώς, η γενιά την οποία αφηγείται εδώ ο Χρήστος Γιανναράς – γαλουχημένη, πάντως, από την προ-νεωτερικότητα.
(Πριν απ’ αυτές, εννοώ, η νεωτερικότητα ήταν ακόμα μια ιστορία που αφορούσε, αποκλειστικά, τους κύκλους των διανοουμένων.)
Άρκεσαν – αν τυχόν αληθεύει ό,τι βλέπουν τα μάτια μου – μ ό λ ι ς_ δ ύ ο_ γ ε ν ι έ ς_ ιστορικής ενσαρκώσεως της Νεωτερικότητας, προκειμένου ο «Πολιτισμός του Λόγου» να κατορθώσει την_ ο λ ο σ χ ε ρ ή_ α π ο σ υ σ χ έ τ ι σ η_ τών, ιδίων, δικών του παιδιών από κάθε περαιτέρω ενδιαφέρον για οποιαδήποτε «γιγαντομαχία», όπως και για οποιαδήποτε «ουσία», τής (επιταχυνομένως έκτοτε… ανιώσας) ζήσης του.
Απ’ την οπτική γωνία που εισηγούμαι, δεν είναι διόλου απροσδόκητη η, τρέχουσα, έκπτωση στο καταφύγιο ενός Ντεριντά – δηλαδή, στη σφαίρα της Συνειδητής Αποδόμησης: Είναι η αποκρυβή / ανάδυση της επίγνωσης ότι, στο πεδίο του νοήματος, η φιλοσοφία του Νίτσε, του Σαρτρ, του Χάιντεγκερ (συμφωνώ επ’ αυτού με τον “φυσικό”) δεν εντοπίζει καμμιά προοπτική υπεράσπισης, πλέον, των καταβολών της…
[b]Η Αποδόμηση, λέω, δεν είναι παρά η παραίτηση του Διαφωτισμού από το σύμπαν του λόγου.[/b]
Η στιγμή θα μπορούσε να είναι πράγματι κοσμογονική. Απαραίτητη προϋπόθεση, όμως, θα ήταν μια “κρίσιμη μάζα” ανα-στοχαζομένων ανθρώπων (στην ιδανική περίπτωση, θεολόγων) να θελήσει να το διακρίνει ετούτο.
ΥΓ: Ήταν μια επιφυλλίδα για την εγκατάλειψη του [i]λόγου[/i]. Από τον Χρήστο Γιανναρά θα περίμενα, στη συνέχεια, μια επιφυλλίδα για την αποβολή της [i]τέχνης[/i]. Κι εν τέλει, μια επιφυλλίδα για την εκχώρηση της [i]ανθρώπινης σχέσης[/i]. Προκειμένου να έχει συμπληρωθεί το κρίσιμο κέντρισμα.
Οι επισημάνσεις του Γιανναρά είναι απολύτως εύστοχες, και μιλώ από πρώτο χέρι, αφού έχω ζήσει πολλά χρόνια στην Γερμανία. Το εν λόγω φαινόμενο μπορεί να χαρακτηρισθεί “μηδενισμός” και δεν σημαίνει τίποτε πολύ περίεργο ή χρήζον βαθιάς ανάλυσης. Πρόκειται κατ’ ουσίαν για απονοηματοδότηση του κόσμου, κατάργηση των αξιών και κυρίως λήθη Θεού με ταυτόχρονη απολυτοποίηση του ανθρώπου κατά την εμπειρική, φυσική ατομικότητά του. Αν μάλιστα σκεφθεί κανείς ότι η ατομικότητα του ανθρώπου είναι μεταπτωτική, επομένως παρά φύσιν φύση (βλ.σχετικά τα περί των λόγων των όντων), μπορεί να αρχίσει να αντιλαμβάνεται το μέγεθος της τυφλώσεως που συνεπάγεται η προσκόλληση και απολυτοποίησή της φύσεως.
Ο Γιώργος Καστρινάκης πάει ακόμα παραπέρα, παρέχοντας μιαν ερμηνεία την οποία δεν μπορώ να συμμερισθώ απολύτως. Αλλά θα επικεντρώσω στην επισήμανσή του ότι: “η στιγμή θα μπορούσε να είναι πράγματι κοσμογονική. Απαραίτητη προϋπόθεση, όμως, θα ήταν μια “κρίσιμη μάζα” ανα-στοχαζομένων ανθρώπων (στην ιδανική περίπτωση, θεολόγων) να θελήσει να το διακρίνει ετούτο.” Αυτή η παρότρυνση βαρύνεται από την πρακτική δυσκολία ότι η χώρα μας όχι μόνο δεν υστερεί σε σχέση με τον αναφερθέντα μηδενισμό, αλλά τον εισήγαγε και τον ενσωμάτωσε με τον πιο χυδαίο τρόπο. Γιατί, ενώ στην Δύση το κρατικό τεχνοσύστημα έως ένα βαθμό διατηρεί τα θεμέλια της κοινωνίας, τουλάχιστον από ωφελιμιστική άποψη, στην Ελλάδα δεν υπάρχει κάν η εξυπνάδα της διατήρησης του κοινού συμφέροντος (αν ισχύουν πάντως όσα μανθάνω, το χρηματοπιστωτικό σύστημα μάλλον αρχίζει να ξεθεμελιώνει και το τεχνοσύστημα).
Ποιο είναι το ζητούμενο από ελληνικής απόψεως; Με δυο λόγια: Πρέπει να συγκροτήσουμε αυτοσυνείδηση και βούληση. Πρέπει να αποφασίσουμε τι είμαστε και τι θέλουμε να είμαστε. Προσέξτε, λέω: να “αποφασίσουμε”, που σημαίνει ότι από εμάς εξαρτάται. Σημαίνει να δραστηριοποιήσουμε το αυτεξούσιό μας, να σταματήσουμε να βλέπουμε μόνο περιορισμούς γύρω μας και να συγκροτήσουμε κοινωνία. Αυτό μπορεί να συμβεί σε όλα τα επίπεδα και με πάμπολους τρόπους. Αφορά τόσο την προσωπική ζωή του καθενός, όσο και την κρατική οργάνωση.
Αλλά πότε πράττει κανείς; Ο άνθρωπος πράττει όταν έχει μια παράσταση σχετικά με το πρακτέο, και αυτό αποτελεί τέλος. Το δε τέλος είναι τόσο πιο υψηλό όσο πιο υψηλή συνείδηση έχουμε σχετικά με την ουσία του ανθρώπου, τον καθολικό λόγο του όντος του. Εάν, όπως το θέλει η παράδοσή μας, έχουμε επίγνωση του ότι ο άνθρωπος είναι εικόνα θεού και δια του Χριστού καλείται προς υιοθεσία υπό του Θεού και θέωση, τότε επιδιώκουμε τα ανάλογα.
Έχει συνείδηση η σημερινή ελληνική κοινωνία των παραπάνω; Ας γελάσω! Άρα, η ελληνική κοινωνία έχει παντελώς αλλοτριωθεί, έχει απωλέσει το ιστορικό νήμα και είναι θύμα του ίδιου μηδενισμού, για τον οποίο κρίνουμε την Δύση. Επιστρέφω τώρα στην επισήμανση του Καστρινάκη για τον ρόλο των στοχαζόμενων ανθρώπων, με την οποία συμφωνώ. Η επισήμανση αυτή έχει μάλιστα και το ειδικό βάρος ότι στο πλαίσιο ενός έθνους χρειάζονται και ηγήτορες από πνευματικής απόψεως, αν όχι για άλλο λόγο, απλά διότι δεν διαθέτουν όλοι το ίδιο επίπεδο στοχασμού, όπως δε έχουν όλοι τα ίδια ταλέντα στις τέχνες (καλές και ποιητικές) και στις επιστήμες.
Από αυτήν την άποψη της πνευματικής και της ποιμαντικής ηγητορίας (εάν υπάρχει η λέξη), τις τελευταίες δεκαετίες άνθρωποι, όπως ο Γιανναράς, κατάφεραν να φέρουν ξανά την ελληνικότητα και την ορθοδοξία στο προσκήνιο υπό το πρίσμα της υπενθύμισης ενός ανθρωπολογικού προτύπου (και ενός θεϊκού προτύπου, δηλαδή μιας ιδέας περί Θεού) το οποίο σαφώς διακρίνεται από αυτό της Δύσεως, αλλά και της Ανατολής και μπορεί όντως να αποτελέσει αφετηρία μιας νέας κοινωνίας (επί του παρόντος εν Ελλάδι υπάρχει μόνο ακοινωνησία). Επίσης. ισχυρές αγιοπνευματικές φιγούρες, όπως οι γέροντες Παϊσιος και Πορφύριος, δημιούργησαν ισχυρές εντυπώσεις σε πλατιά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.
Τίθεται το κρίσιμο ερώτημα, γιατί λοιπόν το χάλι; και γιατί, όχι μόνο δεν επανορθώνουμε, αλλά μοιάζουμε να βυθιζόμαστε όλο και βαθύτερα στην χυδαιότητα του μηδενισμού μας, αγωνιζόμενοι να μην απωλέσουμε τα τελευταία ψυχία της υλικής ουσίας μας, τα οποία αργά και βασανιστικά μας αφαιρούνται μέρα με τη μέρα, και ούτε καν αναζητούμε έστω την ελάχιστη αξιοπρέπεια που θα μας προσέφερε το θέαμα των παρατεταγμένων αγχονών στην πλατεία Συντάγματος. Πάντως όχι γιατί είμαστε καλοί άνθρωποι και δεν συντασσόμεθα με τη βία. Όχι, η απάντηση είναι πολύ φρικωδέστερη, και είναι η εξής: Απλά και μόνο επειδή δεν μπορούμε να αποφασίσουμε απολύτως τίποτε. Έχουμε χάσει την απλή συνείδηση του εαυτού μας ως αυτεξουσίου και ελεύθερου όντος. Δεν θέλουμε να είμαστε ελεύθεροι!
Το να χάσεις το αυτεξούσιό σου, είναι (!) αποτέλεσμα ελευθερίας. Εδώ τελειώνουν οι ερμηνείες. Μπορεί κανείς να επικαλεσθεί όσους λόγους θέλει. Από ένα σημείο και πέρα η απάντηση είναι απλώς: δεν θέλω. Δεν θέλω να πράξω, δεν θέλω να έχω σχέση με τους συνανθρώπους μου, δεν θέλω να έχω κοινωνία με τον Θεό. Σε αυτήν την περίπτωση ο άνθρωπος επιλέγει το “φευ είναι”, αντιστρατευόμενος κατά Μάξιμο τον λόγο του όντος του. Όπως είπε, ο Φίχτε, βλέπουμε πολλές φορές μια κοινωνία, μια ολόκληρη εποχή να έχει προσεταιριστεί το κακό, την αμαρτία.
Οι υπενθυμίσεις λοιπόν των διανουμένων και των γερόντων έπεσαν μέχρι τώρα στο κενό. Ο Ράμφος μοιάζει να επιδιώκει εν προκειμένω μια ψυχαναλυτική εξήγηση, με κεντρικό άξονα την μη απόκτησης, όπως λέει, “εξατομίκευσης”. Κακή επιλογή λέξεως, αφού μάλλον, εννοεί αυτοσυνείδηση, αυτεπίγνωση. Αλλά ακόμα χειρότερη είναι η ερμηνευτική δια ψυχολογικών μηχανισμών οι οποίοι συνεπάγονται αναγκαιότητες του ψυχικού γίγνεσθαι, εκεί όπου έχουμε να κάνουμε με ζητήματα ελευθερίας. Όχι δεν είναι υπεύθυνο το συλλογικό μας ασυνείδητο, εάν υπάρχει κάτι τέτοιο, και οι εγγραφές του. Η αμαρτωλότητα είναι οντολογική αποτυχία, είναι επιλογή του Πονηρού. Είμαστε κακοί, και αυτό είναι όλο, και όσο πιο πoλύ ψάχνουμε για δικαιολογίες και ερμηνείες, τόσο πιο κακοί αποδεικνυόμαστε.
Γι’ αυτό λοιπόν, εγώ περιμένω από τον Γιανναρά κάποτε να πει στους συμπατριώτες του ότι το πρόβλημά τους είναι το αιώνιο πρόβλημα του ανθρώπου που θέλει να είναι καλά χωρίς Θεό, και αν μετανοήσουμε, δηλαδή αποκτήσουμε συνείδηση εαυτού και αυτεπίγνωση της παραδόσεώς μας, σύροντας την δυναμικά στο πλάισιο της σύγχρονης εποχής, “εάν έλθουμε εις εαυτούς” και εμάς ατομικά και την πολιτεία θα σώσουμε.
Επ’ αυτών περισσότερα σύντομα
Ούτως ή άλλως η Ευρώπη πάντοτε αντιλαμβανόταν τις σχέσεις με βάση τον διαχωρισμό δούλου – αφέντη. Αυτό συνέβαινε ανέκαθεν, σα να μην υπήρχε άλλη εναλλακτική. Ο μαρξισμός εξάλλου, στην απλοϊκή του μορφή, πάνω σε αυτό βασιζόταν.
Αυτό που ζούμε σήμερα είναι η εκμηδένιση κάθε οράματος ως συνέπεια του παραπάνω μηδενισμού. Και όταν συμβεί αυτό, έχεις τις εξής εναλλακτικές για να δώσει νόημα στην ζωή σου: ή θα κυνηγάς τις απολαύσεις του υλικού κόσμου (χρήμα, δόξα, και κραιπάλες) ή, αν δε σε ικανοποιεί αυτό, θα ακολουθήσεις μια ακραία ιδεολογία να σου καλύψει ετούτο το κενό (ακροδεξιά, οργανωμένος ακτιβισμός, απολιτίκ, αναρχία ή οτιδήποτε άλλο).
Στο μυαλό του σύγχρονου Ευρωπαίου δεν υπάρχει κάτι άλλο. Υπάρχει το άσπρο, το μαύρο και οι λίγοι ανακαλύπτουν το γκρι. Και όταν σε μια στιγμή βλέπουν το κίτρινο και το κόκκινο, είτε τα στριμώχνουν κάπου στα γκρι, είτε τα απορρίπτουν ως ανύπαρκτα.
Η Δύση ανέκαθεν είχε αυτό το πρόβλημα. Τώρα πια κι εμείς είμαστε Δύση.
!.”Ο θεός είναι μια από τις αιτίες των πάντων και αρχή όλων των πραγμάτων και αυτός είναι ο μόνος που την κατέχει (ποιαν;) περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο.”
“Η σοφία, είναι “επιστήμη”, και αναζητεί τη γνώση, μόνο για τη γνώση, και όχι για τις πρακτικές εφαρμογές της. “
“Τη σοφία την κατέχει μόνο ο θεός, [u]διότι είναι η πιό πολύτιμη επιστήμη, είναι θεία επιστήμη, και με αυτήν όσοι ασχολούνται, μελετούν τα θεία[/u].”
Συμφωνεί κανείς με τα αναφερόμενα εδώ για την σοφία; Ο καθένας μπορεί να ανοίξει ένα λεξικό.
2.Για το τι κάνει η επιστήμη μπορεί κάποιος να δει κείμενα ή έργα των Coushing, Chalmers, Feyerabend, Lakatos, Kuhn, Popper. Πιο γενικά είναι τα έργα των δύο πρώτων (“Φιλοσοφικές έννοιες στη Φυσική. Η ιστορική σχέση μεταξύ φιλοσοφίας και επιστημονικών θεωριών” και “Τι είναι αυτό που το λέμε ΕΠΙΣΤΗΜΗ”
3. Έχουν σχέση με το άρθρο του κ.Γιανναρά τα όσα αναφέρει εδώ ο κ. Γκόλιας και τα όσα πρόσθεσα εγώ;