Σδούκος Παναγιώτης
(αφιέρωμα στη Πόλη των θρύλων 29 Μαΐου 1453)
Λιακάδα έξω. Κοίταξα τον Βόσπορο από το ανοιχτό παραθύρι του σαλονιού, αυτή τη φορά δεν ήταν φουρτουνιασμένος μήτε άγριος, αλλά ηλιόλουστος λες και σε καλωσόριζε. Οι ψαράδες θα έχουν μπόλικη δουλειά σήμερα, είπα με τον νου μου!!!
- Έρχομαι, έρχομαι, φώναξα στα τουρκικά και με περίμενε. Πόσο με αγαπά αυτή η γιαγιούλα, πάντα με λέει να την χαμογελώ, γιατί την αρέσει το χαμόγελό μου, είναι με λέει αγνό και παιδικό, την θύμιζε μιαν Ρωμηά παλιά γειτόνισσα, που ζούσαν κοντά η μια με την άλλη τότε τόσο ειρηνικά!
-Πάρε αυτά παιδάκι μου, με είπε, τα μύρισα και αμέσως απτήν λαχτάρα μου την φίλησα το χέρι.
-Σ’ ευχαριστώ γιαγιούλα μου, Σ’ ευχαριστώ, την είπα, κι ανηφόρησα προς το σπίτι μου να τα περιποιηθώ. Tα΄ βαλα σ΄ ένα βάζο με λίγο νερό και τ’ ακούμπησα δίπλα σ΄ ένα πορτραίτο που εικόνιζε την Πόλη, την παλιά αρχοντική Πόλη, που κανείς αοιδός δεν έπαψε να την υμνεί μέχρι και σήμερα: «δεν χάνεις ποτέ την ομορφιά σου Πόλη μου, Πόλη μου…», άκουγα τις προάλλες στο ραδιόφωνο. Αυτό το τραγούδι συνηθίζουν και βάζουν σε μια πρωινή εκπομπή καθώς ξεκινά, «υμνούν την Πόλη ακόμα και τα πουλιά…» συνεχίζει και λέει. Σκέφτηκα, μήπως το προλάβαινα στο ραδιόφωνο, άλλα ήταν ήδη αργά. Ωστόσο, γύρισα στο παραθύρι. Έτσι κι αλλιώς την Πόλη την έχω στο παραθύρι μου, αισθάνομαι ότι αν τύχει και χάσω το αγνάντεμα της Πόλης όλη η ανθρωπότητα θα με φανεί ασήμαντη. Για διες τον Βόσπορο, είπα, είναι σα να σε περιμένει, όλο και κάτι έχει να σε πει σα περπατήσεις σιμά του.
Λίγη ώρα αργότερα είπα να βγω να περπατήσω, για να χαρώ την βόλτα στην Πόλη· μ΄ έναν ήλιο να ξεθαρρεύει και να την λούζει κάνοντάς την ακόμα πιο λαμπερή. Δεν άντεξα στην προκλητική της ομορφιά και ευθύς ξεκίνησα για ένα μικρό ταξίδι, που ο νους μου σίγουρα θα με ζάλιζε αγναντεύοντας το παραμικρό ρωμαίικο. Αποχαιρέτησα την γιαγιά Αbide, που παιδευόταν η καημένη ακόμα με τον κήπο της μ’ έδωκε, λοιπόν την ευχή της κι έτσι έφυγα.
O δρόμος μ΄ έβγαζε στο Βόσπορο, κατευθύνονταν κι άλλοι Έλληνες προς τα κεί, τους ακολούθησα. Είπα, μια τελετουργία θα ζήσω σήμερα: όλοι οι Έλληνες σ΄ ένα κοινό πλοιάριο για να χαρούν, να νοσταλγήσουν και να αισθανθούν την ιστορία σαν αύρα να τους διαπερνά και να τους παρασέρνει. Αφού ανεβήκαμε στο πλοιάριο, ανοιχτήκαμε στον μαρτυρικό Βόσπορο.
Παρατηρούσα έναν γεροντάκο να βρίσκεται κοντά στα κάγκελα του πλοίου να κόβει τα ροδοπέταλα ενός τριαντάφυλλου και να τα πετά στο νερό, ο αφρός τα έδιωχνε πέρα, δεν δίστασα να πάω κοντά του, θεώρησα ότι θα συγκινήθηκε και ίσως ήθελε να συζητήσει με κάποιον.
Τον χαμογέλασα μόλις με είδε να πλησιάζω, ανταποκρίθηκε κι εκείνος συγκινημένος και μ΄ έδειξε τα απομακρυσμένα ροδοπέταλα. Τότε, τον είπα
- Παππούλη, τι σε έγινε; Τι τα καμες τα ροδοπέταλα και συγκινήθηκες; (και κείνος με απάντησε)
- Είδιες γιαβρίμ, εκείνα τα ροδοπέταλα; Απλά χάραζα έναν σταυρό στο καθένα κι ενώ τα πετούσα στο νερό, έλεγα και μιαν ευχή για κείνους, που μας κρύβει ο Βόσπορος κάτω απτά αγιονέρια του.
Ένας ανείπωτος πόνος, μια εσωτερική κραυγή, που ίσως και να μην ελευθερωθεί ποτέ. Τον έκαμα λίγη παρέα και αγναντεύαμε μαζί τα καταπράσινα στενά του Βοσπόρου, την Ανατολική και την Δυτική του πλευρά, την Αγια - Σoφιά να δεσπόζει ακόμα ωσάν Βασιλική Εκκλησια, τα περίτεχνα Τζαμιά, τις Ελληνικές συνοικίες, τις οποίες όσο το τούρκικο περίβλημα ήθελε να τις καλύψει δεν έπαυαν να μαρτυρούν την φαναριώτικη αρχοντιά τους….αυτό είναι (!) καθετί Ρωμαίικο στην Πόλη είναι ζωντανός οργανισμός, που όσο και να μεγαλώνει στις ψυχές των Ρωμηών άλλο τόσο τους πληγώνει. Ωσάν αυτούς τους παλιούς ραγιάδες κι εμείς αγναντεύαμε, κι όσο αγναντεύαμε άλλο τόσο γινόμασταν ένα με τα μέρη. Η ίδια η ιστορία περνούσε από μπροστά μας και δεν μας άφηνε περιθώρια να πούμε έστω και το παραμικρό…
«Κοράσιν, λοιπόν ετραγούδαγε
σ ’ένα ψηλό παλάτι
και πηρ’ αγέρας τη φωνή
στα πέλαγα την πάει» (1)
Σαν προσευχή έβγαινε από τα χείλη μου ένα τέτοιο παραμυθένιο τραγούδι, ηχεί ακόμα από τα βυζαντινά κάστρα η φωνή, μια πνοή, που έγινε τραγούδι, για να καλωσορίζει τα ρωμαίικα καράβια.
Κι εγώ τραγουδώντας το με μια ανάσα, ενσαρκωνόταν στο διάβα αυτής της βαρυσήμαντης ιστορίας.
Για την Πόλη μου τραγουδούσα, που την έβλέπα εκείνη την στιγμή, την ψηλαφούσα και δεν μπορούσα να γλιτώσω από τ΄ άρωμά της, τη μαρτυρική ιστορία της και τους μαγευτικούς της ήχους:
«Φυσάς σαν άνεμος, που καίς στο πέρασμά σου
Ωσάν πόθος, που δεν βρίσκει λυτρωμό
μου αγγίζεις το κορμί χορεύω στ΄ όνομά σου
Πόλη μου, μας χώρισαν στα δυο»
Μήπως, είναι καλύτερα να αρχίσω να σκέφτομαι αυτό, που ο Λουκάς Νοταράς βροντοφώναξε στα χρόνια εκείνα : «καλύτερα να βασιλεύει το τουρμπάνι του Τούρκου παρά η τιάρα του Πάπα». Μήπως καλύτερα, που η Πόλη έπεσε στα χέρια των Τούρκων παρά στα χέρια των Δυτικών; Οι Τούρκοι, την αγαπούν, την φροντίζουν, την εξυμνούν και την απομυθοποιούν με τα τραγούδια τους. Ξέραμε Ρωμηοί και Οθωμανοί καλά την ιστορία μας, υπήρξαμε γεωγραφικά κοινωνοί. Ακόμα κι ο Σουλτάνος είδε το εκθαμβωτικό κάλλος της Πόλης, κι ενώ γεωγραφικά την κατέκτησε, πάραυτα την κατέστησε ηγέτιδα της Αυτοκρατορίας του, σε αντίθεση με εκείνους τους Λατίνους, με τους οποίους οι Ρωμηοί δεν ήθελαν να ξαναζήσουν άλλον πολιτισμικό μαρασμό.
«Πιες λίγο από το τάσι μου
αδέλφι και καρντάση μου…» (2)
τραγουδούσε ο απλός λαός, Ρωμηοί και Τούρκοι ώσμοσαν τις συνήθειες τους, προσκύνησαν το ίδιο χώμα.
Ωστόσο, δεν μπορώ ν΄ αντέξω κάτι τέτοιο, δεν μπορώ να το αφουγκρασθώ. Την αισθάνομαι ωσάν νύφη φυλακισμένη και πληγωμένη ανεπανόρθωτα, στολισμένη μ΄ ακριβά αρώματα και ενδύματα, αλλά τόσο ανικανοποίητη και στεναχωρημένη, που κάθε βράδυ αφήνει το νυφικό κρεβάτι της και καταφθάνει ωσάν αύρα στον φάρο του
Βοσπόρου για να διεί μήπως έρχεται κανένα Ρωμαίικο πλοιάριο. Ωσάν ερωτευμένη, που προσμένει τον Ρωμηό της από την ξενιτιά, που κάποτε τον καλωσόριζε στα λιμάνια της και τώρα αναμένει, βγαίνει τις νύχτες και τρέχει πότε στον Βόσπορο, πότε στο Αιγαίο, πότε στη Μαύρη θάλασσα.
Ασίγαστος πόθος η Πόλη που λυτρωμό δεν βρίσκει!!!
Περάσαμε τις πελώριες γέφυρες του Βοσπόρου και γιαβάς γιαβάς καταφθάναμε στην Μαύρη Θάλασσα, το πλοιάριο σε λιγάκι θα έστριβε και θα΄ παιρνε το δρόμο της επιστροφής. Είχαν ηρεμήσει οι συγκινήσεις μέχρι, που ακούστηκαν οι Χοτζάδες ο ένας μετά τον άλλον από τα απέναντι Τζαμιά, που αγναντεύαμε. Κάποτε, ακούγονταν οι καμπάνες της Αγια – Σοφιας (3), μόνον αυτές δεν ακούσαμε, να μας καλούν να λειτουργηθούμε. Όλη η κτίση γονάτιζε μπροστά στην μεγαλόπρεπη λειτουργια της και το Αρχοντοπαλήκαρο εκείνο, που καθόταν ζερβά και έψαλλε το χερουβικό, τώρα κρατά εκεί το Φανάριον της Ορθόδοξης Πίστης άσβεστο. Ατενίζει και ευλογεί την Οικουμένη κουβαλώντας μια βαριά ιστορία, μια ιστορία αιώνων στο πρόσωπό του.
Ο Θεός να το δυναμώνει!!!
…κολλημένος ο νους μου μη μπορώντας να δεχτεί ότι η Πόλη έχει χαθεί και ψάχνεται εδώ και αιώνες: «…σα ναναι αέρας, σύννεφο βιαστικό, με σε τρένα με σε πλοία κλαίει τον χωρισμό…» (3), κι η ιστορία το ίδιο μαρτυρεί, απελάθηκε ο κόσμος. Ποιοι είναι αυτοί; Που πήγαν; Πως τους δέχτηκαν; Με σε τρένα με σε πλοία αναστεναγμοί και δάκρυα χάραξαν ιστορία.
Η Πόλις ουκ εάλω!!!, γιατί ο Πατριάρχης της συνεχίζει να είναι εκεί. θέλημα Θεού είναι, που αντέχει τόσα χρόνια αγέρωχο το Πατριαρχείο!
«Πόλη μου φτωχομάνα,πούνε η ομορφιά σου εκείνη…»
1.Κοράσιν ετραγούδαγε: http://www.youtube.com/watch?v=xd2Bgsa-Oe8
2.Μες του Βοσπόρου τα στενά: http://www.youtube.com/watch?v=rWt5Y5xmAuE
3.Οι καμπάνες της Αγια-Σοφιας: http://www.youtube.com/watch?v=HL43ooFH_TA
4. Ήτανε αέρας: http://www.youtube.com/watch?v=Pqf5m_Lay-c
Υ/Γ: Προτείνω να επισκεφτείτε τα συνοδευτικά με το κείμενο link
πηγή: antifono.gr
Η Πολις ουκ εάλω!!!
Μου έκανε ιδιαίτερη εντυπωση το τραγούδι Κοράσιον ετραγούδαγε εξαιρετικη εμηνεια της Δόμνας Σαμίου. Το έχω ακούσει και από τον αείμνηστο Σίμωνα Καρρά. Όντως θυμίζει την Πόλη ωσαν κορασι να περιμένει, να αναμένει τον ρωμηο της από την ξενιτειά.
Τι γλυκό κείμενο!