Ο Δημήτρης Αρκάδας με το βιβλίο του «Ο σύντροφος Ιησούς. Αριστεροί Ορθόδοξοι Χριστιανοί στην Ελλάδα του 20ου αιώνα» (εκδ. manifesto, 2020), συνεχίζει τις αναζητήσεις του για τη δυνατότητα συνδυαστικής παρουσίας της Αριστεράς (μαρξιστικής ή και άλλης) και της Θεολογικής σκέψης. Ο χώρος που επικεντρώνεται είναι η Ελλάδα, χωρίς να λείπουν από το σύγγραμμά του και εκτενείς αναφορές στον Χριστιανισμό και στη Θεολογία της Απελευθέρωσης σε παγκόσμιο επίπεδο.
Στην ελληνική πραγματικότητα είναι αλήθεια και αποδεικνύεται μέσα από το πυκνό πληροφοριακό υλικό του βιβλίου ότι η λεγόμενη «Δεξιά» ήδη από την περίοδο του Μεσοπολέμου είχε κυρίαρχο λόγο στην ιδιοποίηση των χριστιανικών μηνυμάτων- και σε αυτό δεν ήταν αμελητέα η συνδρομή της αδελφότητος «Ζωή». Το φαινομενικά και μόνο παράδοξο είναι το γεγονός ότι αμέσως μετά τον Μεσοπόλεμο η εαμική αντίσταση θα συμπεριλάβει στις δραστηριότητες της θρησκευτικές πρακτικές ή ακόμα και δοξολογίες, πέρα από τους δύο ενεργούς μητροπολίτες που συμμετείχαν στο κίνημα. Είναι φαινομενικά παράδοξο, διότι ως λαϊκό κίνημα το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ δεν θα μπορούσαν παρά να αναδεχτούν την εκκλησιαστική παράδοση του λαού. Το ερώτημα που παραμένει ανοιχτό και αφορά, εν τέλει, στην ιχνηλάτηση μίας κοινωνικής όσμωσης της αριστεράς με την εκκλησία στην Ελλάδα, είναι εάν η εαμική αυτή αναδοχή του θρησκευτικού εξέφραζε μία πιο βαθειά σύμμειξη των δύο αυτών «αντιθετικών» μεγεθών. Το ερώτημα θα παραμείνει ανοιχτό και στη συνέχεια.
Το βιβλίο μας πηγαίνει στο κόμμα της Χριστιανικής Δημοκρατίας (και στις χριστιανοσοσιαλιστικές νεολαιίστικες ομάδες του), αλλά και στην πρώτη δεκαετία του ΠΑΣΟΚ, μία δεκαετία άκρως ενδιαφέρουσα διότι σηματοδότησε την έστω «λαϊκιστική» και οπορτουνιστική προσπάθεια διαμόρφωσης ενός πατριωτικού, αντιιμπεριαλιστικού λόγου που σε πολλά σημεία «φλερτάριζε» με τις ιδεολογίες της Αριστερής Θεολογίας της Απελευθέρωσης. Νομικές πρωτοβουλίες, νομοθετικά σχέδια, αλλαγή των βιβλίων, συζητήσεις μας θυμίζουν, σε εμάς τους παλαιότερους, μία τελικά γόνιμη περίοδο του διαλόγου Πολιτικής και Θρησκείας.
Πολύ ενδιαφέρουσες είναι και οι παρατηρήσεις του συγγραφέα για την «άλωση» των Θεολογικών Σχολών την ίδια περίπου εκείνη χρονική περίοδο από εισρέοντες φοιτητές που δεν ανήκαν σε θρησκευτικές οργανώσεις και έβλεπαν απόλυτα «εργαλειακά» τη φοίτησή τους σε αυτές τις σχολές. Αυτοί οι φοιτητές θα τροφοδοτήσουν κάποιες αριστερίστικες φοιτητικές κινήσεις στις Θεολογικές, που τελικά θα καταφέρουν να «τρομοκρατήσουν» το συντηρητικό υπόβαθρο αυτών των σχολών. Το ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον του βιβλίου έγκειται στην αντίστιξη που επιχειρεί, και εμφανίζεται πιο πολύ σε αυτές τις ενότητες, ανάμεσα στους αριστερούς φοιτητές που απλά «πέρασαν σε μία σχολή» και στο υπερσυντηρητικό dna κύκλων μέσα και έξω από τις θεολογικές σχολές και τα ποιμαντικά τους τμήματα.
Το ερώτημα που είχα θέσει πιο πριν παραμένει ανοιχτό από τον συγγραφέα, ή μάλλον επιχειρεί μία έμμεση απάντηση, πολύ σωστά αναφέροντας ότι ο πανικός των συντηρητικών κύκλων εκείνης της δεκαετίας ήταν απλά η μη συνειδητοποίηση εκ μέρους τους της αλλαγής των εποχών και του ανοίγματος των θεολογικών σπουδών σε κάθε σχετικό ή άσχετο φοιτητή. Κατά συνέπεια, εκτός πάντα κάποιων μεμονωμένων εξαιρέσεων, φαίνεται ότι σε αυτή τη μεγάλη ιστορική διαδρομή λείπει από το κοινωνικό σώμα μία σε βάθος επεξεργασία και πρακτική των συμπλεύσεων της Αριστεράς και της Θεολογίας. Κάποια συνέδρια, κάποιοι διανοούμενοι και καθηγητές, όπως και η Χριστιανική Δημοκρατία δεν αλλάζουν πολύ αυτή την εικόνα. Αυτό ίσως ερμηνεύεται από την κυριαρχία του συντηρητικού πανεπιστημιακού λόγου για δεκαετίες στις θεολογικές σχολές, αλλά μπορεί και να ερμηνεύεται από την καθαρά λαϊκή και πρακτική αγάπη για την Εκκλησία του ελληνικού λαού, που όταν ήθελε και επέλεγε μπορεί να ήταν και αριστερός και πιστός ενορίτης, χωρίς να διαπιστώνει καμία αντίφαση.
Σε αυτό το επίπεδο ανάλυσης, πιο δομικό και κοινωνικό, αναμένουμε και άλλες ενδιαφέρουσες δουλειές από τον Δημήτρη Αρκάδα. Πάντως, εν κατακλείδι, είναι σημαντικό και από τον γράφοντα βιωματικό το γεγονός ότι ο συντηρητικός πανεπιστημιακός λόγος των θεολόγων, μερικοί εκ των οποίων μάλιστα υπερέβησαν τα εσκαμμένα συνεργαζόμενοι με τη δικτατορία, ήταν στο επιστημονικό τους έργο- και όχι σε άρθρα και επιφυλλίδες πολεμικού χαρακτήρα- πολύ πιο άρτιος και επιστημονικός από τον λόγο των «αντιπάλων» τους. Η τελευταία μου παρατήρηση είναι καθαρά βιωματική και δεν προκύπτει από το ανά χείρας βιβλίο.
Ευχαριστούμε τον Δημήτρη Αρκάδα για τη συνεισφορά του στην θεολογική έρευνα τα τελευταία δύσκολα χρόνια.