Η φιλοσοφία της Πράξης είναι ένας πάρα πολύ ενδιαφέρων κλάδος της Φιλοσοφίας, που ανθεί στα πλαίσια ιδίως της Αναλυτικής φιλοσοφίας (Ασχολήθηκα ήδη με αυτήν στο άρθρο μου «Φιλοσοφία της Πράξης και Χριστιανισμός», που είναι δημοσιευμένο στο φιλόξενο «Αντίφωνο). Κορυφαία φιλόσοφος της Πράξης στον 20Ο αιώνα ήταν η Ελίζαμπεθ Άνσκομπ, πιστή καθολική και οπαδός της φιλοσοφίας του Θωμά Ακινάτη, αλλά ταυτόχρονα και Αναλυτική φιλόσοφος, μαθήτρια μάλιστα του Βιτγκενστάιν -τον θαύμαζε, αλλά διατηρούσε ταυτόχρονα και την ανεξαρτησία της σκέψης της.
Στο παρόν κείμενο θα μας απασχολήσει ιδιαίτερα η φιλοσοφία που ανέπτυξε περί την Πράξη, για την οποία έγραψε το περίφημο βιβλίο της «Πρόθεση» («Intention», 1957 και ελληνική έκδοση: «Πρόθεση», Παν/κές Εκδ. Κρήτης, Ηράκλειο 2023). Θεωρείται το καλύτερο βιβλίο για την Πράξη αμέσως μετά τα σχετικά έργα του Αριστοτέλη για αυτήν κατά ορισμένους φιλοσόφους. Δεν πρόκειται να παρουσιάσουμε την φιλοσοφία της Άνσκομπ, αν και κάποια στιγμή ευελπιστώ να γίνει κι αυτό, αλλά θα πάρουμε αφορμή κυρίως από τα πολυάριθμα παραδείγματα που χρησιμοποιεί, για να προβληματιστούμε σχετικά.
***********
Θα περάσουμε κατευθείαν στα πιο δύσκολα και απαιτητικά θέματα του βιβλίου, διαλευκαίνοντας τις έννοιες ανάλογα με το εκάστοτε εξεταζόμενο θέμα. Ένα ερώτημα λοιπόν που θέτει η Άνσκομπ σχετικά με την Πράξη αφορά τον Απόστολο Πέτρο: ο Απόστολος είπε στον Χριστό λίγο πριν τον θάνατό του ότι δεν θα τον προδώσει ποτέ. Αυτή ήταν, ας το πούμε αλλιώς, η «πρόθεσή» του, να μην προδώσει τον διδάσκαλό του. Λίγο μετά όμως, όπως του προείπε ο ίδιος ο Κύριος, τον αρνήθηκε τρεις φορές. Τι σημαίνει αυτό; Ήταν άραγε ανειλικρινής η πρόθεσή του; Έλεγε ψέματα; Μήπως άλλαξε γνώμη; (ό.π. σ. 32).
Το ζήτημα της «πρόθεσης» είναι όντως πολύ σημαντικό. Λέμε ότι κάνουμε μια «πράξη» με κάποια «πρόθεση». Π.χ. σε ενημερώνω για κάτι, επειδή «προτίθεμαι» να σου μεταφέρω μια σημαντική πληροφορία. Εδώ στην πραγματικότητα γεννώνται πάρα πολλά θέματα, μερικά από τα οποία θα εξετάσουμε κατά το δυνατόν. Αλλά ας μείνουμε στο θέμα μας: ήταν ανειλικρινής ο Απόστολος Πέτρος όταν είπε στον Χριστό πως δεν πρόκειται ποτέ να τον προδώσει;
Πριν απαντήσουμε σ’ αυτό, θα πρέπει να δούμε τι είναι η «πρόθεση». Λέγω π.χ. «έχω την ‘πρόθεση’ να σου κάνω ένα δώρο». Είναι δηλαδή η πρόθεση ένα «νοητικό» συμβάν, κάτι που συμβαίνει εντός του κεφαλιού μου («mental state»); Όταν λέγω έχω την «πρόθεση», αισθάνομαι κάτι; Θα μπορούσε να πει κανείς ότι στο προηγούμενο παράδειγμα «πρόθεση» σήμαινε «επιθυμία». «Επιθυμώ να σου κάνω ένα δώρο». Η επιθυμία είναι όντως ένα «νοητικό» συμβάν, είναι ένα «συναίσθημα». Όταν όμως λέγω «‘επιθυμώ’ να φάγω τώρα ένα κομμάτι γλυκό», έχει εδώ η «επιθυμία» την ίδια έννοια που έχει και στην φράση «επιθυμώ να πολεμήσω για την πατρίδα;». Στην πρώτη περίπτωση, η «επιθυμία» για το γλυκό δεν είναι καν συναίσθημα, αλλά, θα έλεγε κανείς, περισσότερο απλό αίσθημα, ενώ στην δεύτερη περίπτωση, η επιθυμία να πολεμήσω π.χ. κατά των Ναζί έχει μέσα της και ένα βουλητικό στοιχείο. Όταν ο Απόστολος λέγει στον Χριστό ότι «δεν θα σε προδώσω», υποθέτουμε, αν μιλάμε σωστά, ότι ο Πέτρος είχε μια «επιθυμία», να μην προδώσει τον Χριστό. Αλλά αυτό που περισσότερο κυριαρχούσε μέσα στην «πρόθεσή» του δεν ήταν ακριβώς η «επιθυμία», το επιθυμητικό στοιχείο να μην προδώσει, η επιθυμία ως συναίσθημα, αλλά ακριβώς το βουλητικό στοιχείο. «Δεν θέλω να σε προδώσω», λέγει ο Απόστολος Πέτρος, και πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά την ανάλυση π.χ. του αγίου Μαξίμου ότι άλλο «επιθυμείν» και άλλο «θέλειν».
Ο Απόστολος Πέτρος μπορεί να ήταν ειλικρινής- ωστόσο πρέπει να πούμε ότι ο εαυτός μας είναι πολυδιάστατος κρύβει, όπως γνωρίζουμε πια με την Ψυχανάλυση κ.λπ. αμέτρητες κρυφές γωνίες. Δεν θα περάσω σε μια θεολογική ανάλυση του όλου θέματος, γιατί είναι ακόμα πρόωρο, και κάτι τέτοιο θα μας έβγαζε, ενώ είμαστε στην αρχή ακόμα, έξω από τη Φιλοσοφία. Ο Πέτρος μπορεί να είχε ειλικρινή επιθυμία να πεθάνει για τον Χριστό, αλλά αυτό συνέβαινε, θα έλεγε κανείς, όταν σκεπτόταν τον ίδιο τον Χριστό, τον Δάσκαλό του. Όταν ο νους του στρεφόταν κάπου αλλού, λειτουργούσαν μέσα του πολλές άλλες επιθυμίες και ορμές και διαθέσεις, ώστε δεν μπόρεσε να βιώσει τις ερωτήσεις των υπηρετριών σχετικά με το αν ήταν «μαζί με τον Χριστό», ως ομολογία πίστης. Εκείνη τη στιγμή - και εδώ δεν κάνουμε «ψυχανάλυση» του Αποστόλου αλλά μιλάμε και για οποιονδήποτε άλλο «συνηθισμένο» άνθρωπο-, κυριάρχησε μέσα του το ένστικτο της «αυτοσυντήρησης». (Σημειωτέον, αν το ίδιο ερώτημα επαναλαμβανόταν στον Απόστολο μετά την Πεντηκοστή, αμέσως θα εννοούσε ότι πρόκειται για ομολογία πίστης, και δεν θα αρνούνταν τον Κύριό του. Η επιθυμία του Αποστόλου «να πεθάνει για τον Χριστό» δεν θα άφηνε κανένα περιθώριο ούτε και γι’ αυτού του είδους την έμμεση άρνηση. Και έχει σημασία να το πούμε αυτό).
Περαιτέρω, οι δηλώσεις πρόθεσης ισοδυναμούν ή όχι με τις δηλώσεις υπόσχεσης (σ. 30); Αν πω σε κάποιον, «προτίθεμαι να σου κάνω ένα δώρο», άραγε του δίνω μια «υπόσχεση»; Όταν του λέω κάτι τέτοιο, τότε θα πει ότι έχω μέσα μου την επιθυμία, τον πόθο να του χαρίσω κάτι (στην πιο κύρια εκδοχή, γιατί υπάρχουν και άλλες, όπως π.χ. ότι θέλω να του δώσω το δώρο γιατί στην πραγματικότητα τον μισώ, και θέλω να κάνω κάτι για να ξεπεράσω το μίσος μου), αλλά η επιθυμία από μόνη της δεν συνιστά υπόσχεση. Και όμως, ο άλλος θα εκλάβει την πρότασή μου ως υπόσχεση – και θα δυσαρεστηθεί αν δεν δεχτεί κάποιο δώρο. Η υπόσχεση είναι κάτι που, άπαξ και δοθεί, θεωρούμε ότι θα πρέπει να τηρηθεί (εκτός αν συντρέχουν κάποιοι σοβαροί λόγοι, π.χ. το να αρρωστήσει κανείς). Η πρόθεση, όταν λέγω π.χ. «προτίθεμαι να πάω μια βόλτα», είναι κάτι που αν αλλάξω γνώμη, κανείς δεν μπορεί να με κατηγορήσει για αυτό. Μπορεί να μην πάω βόλτα, και εδώ δεν θεωρείται ότι υπάρχει κάποιο ηθικό σφάλμα. Μπορώ να αλλάζω προθέσεις. Ωστόσο, όπως είδαμε, προθέσεις και υποσχέσεις συμπλέκονται μεταξύ τους και σε ορισμένες περιπτώσεις είναι δύσκολο να πει κανείς για τι από τα δυο πρόκειται. Αυτό που πρέπει να έχουμε υπόψη είναι ότι τα ψυχικά φαινόμενα είναι πολυδιάστατα και αλληλοσχετιζόμενα.
*********
Περαιτέρω, για την πρόθεση, ισχύει ότι υπάρχει η πρόθεση καθαυτήν αλλά και η έκφραση της πρόθεσης. Μπορεί να προτίθεμαι να πάω μια βόλτα, αλλά να μην το εκφράσω σε κανένα, να μην πω «θέλω να πάω βόλτα», ούτε σε κάποιον άλλο αλλά ούτε καν και στον ίδιο τον εαυτό μου- αν ενεργήσω εντελώς αυθόρμητα και ασυναίσθητα. Όταν δεν εκφράζω ρητά την πρόθεση ούτε στον εαυτό μου, υπάρχει άραγε στ’ αλήθεια «πρόθεση»; Ας πάρουμε το εξής παράδειγμα: ξυπνώ το πρωί και πίνω αμέσως έναν καφέ. Η συνήθεια του να πίνω έναν καφέ το πρωί έχει γίνει με τον καιρό αληθινή αυτόματη «έξις», όπως θα έλεγε και ο Αριστοτέλης. Στις αυτόματες έξεις υπάρχει ή δεν υπάρχει πια πρόθεση; Θα πρέπει να υποθέσουμε ότι υπάρχει, αλλά δεν γίνεται καν αντιληπτή ως νοητικό συμβάν –ότι δηλ. όταν πάω να πιω τον καφέ μου, σκέφτομαι οτιδήποτε όπως «θέλω να πιω καφέ», «προτίθεμαι να πιω καφέ» κ.λπ. Σημειωτέον, ότι έτσι λειτουργούμε στις περισσότερες περιπτώσεις της ζωής μας –μεγάλο μέρος των όσων κάνουμε είναι απλά «έξεις».
Στο σημείο αυτό θα μπορούσε όμως κανείς να σκεφτεί το εξής: ξυπνώ το πρωί, έχω όρεξη, επιθυμία για «ζωή», κάνω αυτή ή την άλλη εργασία κ.λπ. Άραγε πήρα ποτέ την απόφαση, είχα την ρητή «πρόθεση» να θέλω να ζήσω κ.λπ. Στο σημείο αυτό θα μπορούσε να συμπληρώσει την θεώρηση των Βιτγκενστάιν-Άνσκομπ η φιλοσοφία του Χάιντεγκερ, ο οποίος λέγει πως στην αρχή-αρχή δεν υπάρχει καμιά θεωρητική αποδοχή περί των της ζωής και του υπάρχειν, αλλά το «είναι-μέσα-στον-κόσμο». Αυτό σημαίνει ότι ήδη, εξαρχής, είμαι «μπλεγμένος» μέσα σε μια δραστηριότητα, δεν υπάρχει η «καθαρή» στιγμή που να είμαι εντελώς αποστασιοποιημένος από τον κόσμο, χωρίς να κάνω τίποτα, και να σκέπτομαι αν πρέπει να γίνω μέρος του κόσμου ή όχι. Είμαι λοιπόν «ήδη» μπλεγμένος μέσα σε μια δραστηριότητα, και δεν υπάρχει αυτή η πρωτο-πρόθεση, θα μπορούσαμε να πούμε, να ενταχτώ κι εγώ ενεργώντας μέσα στον κόσμο. Μεγάλο μέρος των πράξεών μου ερμηνεύεται απλώς ως απόρροια του ότι ήδη-είμαι-μέσα-στον-κόσμο και όχι ως αποτέλεσμα «προθέσεων». Για παράδειγμα, θα έλεγε ο Χάιντεγκερ, ήδη-φτιάχνω-μια-καλύβα (δηλ. εμπλέκομαι σε μια κάποια δραστηριότητα), χρησιμοποιώ χωρίς να μεσολαβεί ρητή «πρόθεση» σφυριά, σανίδες, καρφιά κ.λπ., και η θεωρία ανακύπτει κάθε φορά που δημιουργείται «πρόβλημα», μπλοκάρισμα της όλης εργασίας. Αν δω π.χ. ότι αυτό το σφυρί δεν καρφώνει, τότε σταματώ την δραστηριότητα και διαλογίζομαι, αρχίζω να «θεωρώ», κοιτάζω τι φταίει. Τότε παρατηρώ ότι το σφυρί έχει το τάδε πρόβλημα, το επιδιορθώνω και συνεχίζω.
Είπαμε ότι άλλο είναι η πρόθεση και άλλο η έκφραση της πρόθεσης (ό.π. σ. 31-2). Μπορώ π.χ. να προτίθεμαι να αγοράσω ένα ρούχο, και να το εκφράσω ρητά: «έχω την πρόθεση να αγοράσω ένα ρούχο». Και ας ξαναψάξουμε τώρα, μετά από τόση συζήτηση, τι «είναι» η πρόθεση, διαχωρίζοντάς την από την έκφρασή της. Θα λέγαμε τότε ξανά ότι είναι ένα «νοητικό συμβάν». Δηλ. όταν είπα ότι «προτίθεμαι να αγοράσω το ρούχο», «αισθάνθηκα», «ένιωσα» κάτι, αλλά, όπως ήδη είπαμε, η πρόθεση δεν είναι ούτε αίσθημα ούτε συναίσθημα. Και μπορεί να μην περάσει τίποτε από τον νου μου όταν αγοράζω π.χ. από τον δρόμο ένα κασκόλ- έκανα την όλη «πράξη» μηχανικά. (Στην πραγματικότητα, θα μας έλεγαν οι Πατέρες της Εκκλησίας, και δη οι Νηπτικοί, ότι μέσα μας δρουν πολλά «πάθη» και εξ αυτών διαμορφώνονται και ανακύπτουν οι λεγόμενες «έξεις» και πολλές από τις «αυθόρμητες» κινήσεις μας και τις «αναπάντεχες» πρωτοβουλίες και επιθυμίες. Αλλά θα πούμε κάτι για αυτό, παρόλο που είναι το πιο σημαντικό, αργότερα, λόγω έλλειψης χώρου, και ευελπιστούμε να συνεχίσουμε την εργασία μας).
Η πρόθεση φαίνεται να είναι κάτι που μόνο εμείς οι άνθρωποι μπορούμε να εκφράσουμε, αλλά όχι και τα ζώα. Μια γάτα παραμονεύει να πιάσει ένα πουλί. Έχει ωστόσο νόημα εδώ να ρωτήσουμε «προτίθεται η γάτα να πιάσει το πουλί;». Έχουν «προθέσεις» τα ζώα; Και αν το ότι η γάτα παραμονεύει για να πιάσει το πουλί ενέχει μια «πρόθεση», ανήκει στην αυτή κατηγορία με τον όρο «πρόθεση», όπως όταν λέμε, «έχω την πρόθεση να προσπαθήσω σκληρά για να τα καταφέρω;». Θα μπορούσε να σκεφτεί, έστω και «ασυνείδητα» η γάτα, «θα προσπαθήσω σκληρά για να πιάσω το πουλί;». Προθέσεις φαίνεται, με την πλήρη σημασία του όρου, να έχουν μόνο οι άνθρωποι
*************
Ας εξετάσουμε τώρα ένα άλλο θέμα, την σχέση πρόθεσης και μνήμης (ό.π. σ. 33-4). Λέμε «θυμάμαι τότε που σκόπευα να πάω μετανάστης στην Αμερική…», πράγμα που δεν σημαίνει επ’ ουδενί ότι πέρασα μια «περίοδο» όπου ο νους μου εξέταζε το θέμα να μεταναστεύσω. Μπορεί να ήταν μια περίοδος που μου άρεσε να βλέπω αμερικανικές ταινίες, να αναπολώ την ζωή που περιγράφεται εκεί πέρα, που φανταζόμουν τον εαυτό μου να εργάζομαι σε ένα μεγάλο εργοστάσιο- αλλά τίποτε παραπέρα. Ρητό σκοπό δεν εξέφρασα να πάω στην Αμερική- και όμως να που «σκόπευα», είχα την «πρόθεση» να πάω στην Αμερική! Ή μπορώ να σκεφτώ ότι «θυμάμαι που ήμουν παθιασμένος με την τζαζ μουσική», ενώ στην πραγματικότητα αυτό που συνέβαινε, που «ένιωθα» τότε, ήταν ότι άκουγα δυνατά τζαζ κάθε φορά που θύμωνα (γιατί ήθελα να εκδικηθώ τον εαυτό μου για το συναίσθημα του θυμού), που εκνευριζόμουν (γιατί μου άρεσε περιέργως τα κάνω τα πράγματα χειρότερα), που ένιωθα μελαγχολία (για να μελαγχολώ περισσότερο) κ.λπ. Μετά από χρόνια όμως, αποφαίνομαι ότι τότε ήμουν πράγματι παθιασμένος με την τζαζ και όλα αυτά δεν ήταν παρά ένας τρόπος, η δίκη μου «διέξοδος» για να φτάνω στο αγαπημένο μου άκουσμα.
****************
Στο σημείο αυτό ας κάνουμε μια παρένθεση, για να σκεφθούμε ότι σύμφωνα με την πατερική θεολογία και ανθρωπολογία υπάρχουν τα «πάθη», τα οποία δεν είναι απλές «έξεις» με την αριστοτελική σημασία. Για παράδειγμα το πάθος της «γαστριμαργίας»: ένας ψυχαναλυτής θα μας έλεγε σήμερα ότι τρώγω πολύ γιατί μου έχει μείνει ανικανοποίητη η τάδε βασική επιθυμία και έτσι καταφεύγω στο πολύ φαγητό (πράγμα που στην πατερική θεολογία θεωρείται ότι μπορεί πράγματι να συμβεί), υπάρχει όμως και η περίπτωση της «καθαρής», για να την πούμε έτσι, «γαστριμαργίας», που είναι η υποδούλωση στο φαγητό, παρόλο που δεν ικανοποιώ με αυτό τον τρόπο καμιά βαθύτερη επιθυμία μου. Απλούστατα έχω «υποδουλωθεί», από καθαρά ηθική άποψη, στο φαγητό.
Τα «πάθη» επηρεάζουν τις πράξεις- και η Ελίζαμπεθ Άνσκομπ είναι προπαντός μια φιλόσοφος της πράξης. Ας υποθέσουμε το εξής: βλέπω ένα παιδί να πεινάει, δεν έχω ο ίδιος καθόλου χρήματα για να του αγοράσω κάτι, οπότε σπάζω τη βιτρίνα ενός φούρνου και του δίνω ένα καρβέλι ψωμί. Τυπικά είμαι «κλέφτης», μέσα μου όμως δεν υπήρχε ούτε ίχνος από το «πάθος» της κλοπής, αντιθέτως μπορεί να είμαι και πολύ νομοταγής, οπότε δεν μπορεί να με κατηγορήσει κανείς ότι δεν έχω αρχές, υπάρχει όμως επίσης μέσα μου αγάπη για τους φτωχούς και αδικημένους αυτού του κόσμου κλπ κλπ. Πώς θα πρέπει να κρίνουμε τον «κλέφτη»; Ήταν πραγματικά μια «κλοπή»; Όλα όσα είπαμε περί προθέσεων κ.λπ. μπορούν να μας βοηθήσουν να μελετήσουμε λεπτομερέστερα την εν λόγω πράξη.
***************
Το έργο της Άνσκομπ βρίσκεται προς την σωστή κατεύθυνση και είναι πολύ ωραία, συναρπαστική, η μελέτη που κάνει για την πράξη στο συγκεκριμένο της έργο. Βέβαια, παρουσιάσαμε ένα απειροελάχιστο τμήμα της όλης σκέψης της, για αυτό, συν Θεώ, θα επανέλθουμε. Πρέπει απλώς να πούμε ότι, κατά την πατερική θεολογία, όσο προοδεύουμε πνευματικά, τόσο «ξεκαθαρίζουν» και οι έννοιες. Για παράδειγμα, λέγει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: «αν μερικούς ανθρώπους τους αγαπάς πολύ, άλλους λίγο και άλλους καθόλου, γνώριζε ότι είσαι μακριά από την τέλεια αγάπη που παραγγέλλει ο Χριστός». Λέμε ότι «του έκανα ένα δώρο στα γενέθλιά του, επειδή τον ‘αγαπώ’». Τι είναι η «αγάπη»; Όπως και η λύπη, η χαρά, η αγωνία, η θλίψη κ.λπ. είναι ένα από τα «qualia», θα μας έλεγαν οι φιλόσοφοι του νου. Ωστόσο, γίνεται να «αγαπώ» κάποιον και να μισώ κάποιον άλλο; Η πατερική θεολογία θα μας έλεγε στην πραγματικότητα «όχι». Όταν π.χ. ‘αγαπώ’ το δικό μου παιδί και μισώ το παιδί του γείτονα, τότε πολύ απλά αυτό που αγαπώ στο δικό μου παιδί είναι η βιολογική του καταγωγή, το ότι βλέπω σε αυτό την ατομική μου «συνέχεια», το γεγονός ότι το θεωρώ «δικό» μου κ.λπ. Ενώ κατά την πατερική θεολογία, όταν αγαπώ πραγματικά το δικό μου παιδί, αγαπώ όλα τα παιδιά του κόσμου, αγαπώ κάθε άνθρωπο.
Και γυρίζουμε στο παράδειγμα του Αποστόλου Πέτρου και της πράξης του, ότι αρνήθηκε τον Χριστό. Όταν, θα μας έλεγε η θεολογία, όταν ενοίκησε κατά την Πεντηκοστή μέσα στην καρδιά του Αποστόλου το Άγιο Πνεύμα, ο Απόστολος καταλάβαινε πια, πέρα ως πέρα, τι συνιστά «άρνηση» του Χριστού και αν συνέβαινε ξανά κάτι παρόμοιο- όπως και συνέβη, τον ρώτησαν δηλαδή οι διώκτες του «είσαι χριστιανός;», είπε με μεγάλη χαρά αυτή τη φορά το «ναι», γιατί ποθούσε πια να μαρτυρήσει. Και μαρτύρησε αγαλλόμενος. Η Ελίζαμπεθ Άνσκομπ υπήρξε, όπως είπαμε, χριστιανή, και μάλιστα θερμή καθολική, οπαδός του θωμισμού, οπότε με τη μελέτη του έργου της ίσως ξεκινούσε ένας πραγματικός διάλογος φιλοσοφίας και θεολογίας στα ζητήματα αυτά.
Μου αρεσε το παραδειγμα του Απ Πετρου. Μου φερνει στο νου οτι, οσο νοιωθουμε αυτονομοι, πλαθουμε μια φαντασια για το πώς θα ειναι αν… (πχ μου ζητηθει να αρνηθω τον Χριστο και πώς θα αντιδρασω). Ομως την ωρα της πραξης η φαντασια μπορει να ξεφυγει πολυ απο την πραγματικοτητα (πχ δεν ειχε δει ποτε να δερνουν τον Χριστο και να μην γινεται τιποτε, να Του φερονται με τροπο που φερονται σε καταδικους -σε κατωτερους- και αυτο να συμβαινει με την κοινοτυπια καθε καθημερινης πράξης, να μην ειναι μαζι με τον Χριστο μπροστα σε καποιο σπουδαιο δικαστηριο αλλα χωριστα με τα κυματα της εχθροτητας “μετριων” ανθρωπων να κοντευουν να τον πνιξουν ατομικα).
Σκέφτομαι: πώς αλλαζει το πώς μιλαμε για “πρόθεση” οταν ακουμε τον Απ Παυλο να λεει: δεν ζω πλεον εγω αλλα ζει μεσα μου ο Χριστος”. Με πιανου την προθεση εχουμε να κανουμε;