Ο Βιτγκενστάιν του «Tractatus Logico-philosophicus» και η Πατερική Θεολογία

3
3774

Το ορθόδοξο δόγμα είναι η κορυφή της όλης θεολογίας και σύνολη η ορθόδοξη σκέψη επηρεάζεται από αυτό. Το ορθόδοξο δόγμα δεν εξαντικειμενίζει την υπερβατική πραγματικότητα, δεν γίνεται ο ανθρώπινος λόγος να ερμηνεύσει και να εξηγήσει τον Θεό. Γι’ αυτόν τον λόγο οι Πατέρες ονόμαζαν τα δόγματα «όρους», που σημαίνει όρια, σύνορα πέραν των οποίων χάνεται πια η ορθόδοξη πίστη.

Τα βασικότερα δόγματα της ορθόδοξης θεολογίας είναι το τριαδολογικό και το χριστολογικό. Ας μείνουμε για λίγο στο τριαδολογικό δόγμα, το οποίο απασχόλησε πολύ την ορθόδοξη θεολογία του 20ου αιώνα και αναπτύχθηκαν οι έννοιες του «προσώπου» και της «κοινωνίας». Το τριαδολογικό δόγμα, όπως μας εξηγούν οι θεολόγοι, λέγει ότι, τρόπον τινά, μέσα στη φύση του κάθε προσώπου της Τριαδικής Θεότητας είναι «εγγεγραμμένα» και τα άλλα δύο θεία πρόσωπα. Για παράδειγμα, ο Πατήρ δεν είναι κάποιο πρόσωπο που έχει τη δική του αυθυποστασία και δέχεται ως επιπρόσθετο γνώρισμα την πατρότητα, αλλά είναι αποκλειστικά και πέρα για πέρα «Πατήρ». Είναι ο «Πατήρ» του «Υιού», ο οποίος δεν έχει παθητικό ρόλο στο γεγονός της Γέννησής Του εκ του Πατρός, καθότι «γεννάται» εκ του Πατρός. Με την Γέννησή Του ο Υιός δίνει το υποστατικό γνώρισμά Του στον Πατέρα. Το ίδιο συμβαίνει και με το Άγιο Πνεύμα, το οποίο «εκπορεύεται» εκ του Πατρός.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας τονίζουν ότι όχι μόνο η Ουσία του Θεού, αλλά και η ουσία του ανθρώπου, καθώς και των άλλων όντων μας είναι άγνωστη. Το λάθος της σύγχρονης φιλοσοφίας είναι ότι προσπαθεί να γνωρίσει την «ουσία» των πραγμάτων, και βέβαια, καθώς αποτυγχάνει παταγωδώς, φθάνει στο τέλος να πει ότι αυτή η «ουσία» είναι ένα μύθευμα. Ο φιλόσοφος Βιτγκενστάιν μίλησε για την αξία της καθημερινής γλώσσας, περισσότερο στο ύστερο έργο του, τις «Φιλοσοφικές Έρευνες», ενώ στο πρώιμο έργο του, δηλαδή το «Tractatus Logico-philosophicus» επηρεάστηκε από τον Φρέγκε και τον λογικισμό του. Θα ξεκινήσουμε ανάποδα, από τις «Φιλοσοφικές Έρευνες» του Βιτγκενστάιν, όπου, παρά τις όποιες διαφωνίες μας με τον φιλόσοφο, αναγνωρίζεται η αξία της καθημερινής γλώσσας. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να πούμε ότι το τριαδολογικό δόγμα αντανακλάται και στην ορθόδοξη ανθρωπολογία- καθώς ο κάθε άνθρωπος δεν θεωρείται ότι λαμβάνει την ταυτότητά του παρά σχετιζόμενος με τους άλλους ανθρώπους. Δεν προϋπάρχει μια μυστηριώδης ουσία, το «εγώ», πλήρως θεμελιωμένο και εδραιωμένο στον εαυτό του, περίκλειστο από παντού, το οποίο να έρχεται σε μια συμπτωματική επαφή με ένα «εσύ». Το εγώ, τόσο στην σκέψη του «κοινού νου» όσο και στην ορθόδοξη θεολογία, διαμορφώνεται ως πρόσ-ωπο, σε σχέση πάντα δηλαδή με ένα εσύ. Αυτή η κοινωνία του εγώ με το εσύ δεν είναι μια δευτερευούσης φύσεως διεργασία, κάτι που να σημαίνει απλή ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ δύο πρόσωπων. Πρόκειται για μια δυναμική διαδικασία, καθώς, όπως μας πληροφορεί ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ο άνθρωπος είναι και αυτός «ένας», αλλά «μυριοϋπόστατος». Στις μέρες μας ο Άγιος Σωφρόνιος Σαχάρωφ μίλησε για την «οντολογική ενότητα» συνόλου του Αδάμ, του ανθρωπίνου γένους. Κατά κάποιο τρόπο φέρουμε εντός μας το πλήρωμα της ανθρωπίνης υπάρξεως, κάθε άνθρωπο. Η λέξη «κοινωνία» ξεπερνά οποιαδήποτε μηχανική διαδικασία και αναφέρεται σε μια δυναμική και ρεαλιστική αλληλοδιείσδυση του ενός προσώπου μέσα στο άλλο, χωρίς αυτή η διείσδυση να θέτει σε κίνδυνο την ιδιαιτερότητα του κάθε προσώπου χωριστά. Πρόκειται στην πραγματικότητα για μια υπέρλογη πραγματικότητα, την οποία όμως θεωρούμε αυτονόητη στον κοινό νου και την καθημερινή γλώσσα. Και ο άνθρωπος θεωρείται ένα ον το οποίο μένοντας το αυτό μπορεί να αλλάζει, και μάλιστα ριζικά, χωρίς να παύει να είναι το ίδιο πρόσωπο. Ένα και το αυτό πρόσωπο μπορεί να αλλάζει σωματικά, να μεγαλώνει, να ενηλικιώνεται, να γηράσκει, μπορεί επίσης να αλλάζει ψυχολογικά, να νιώθει ανάλογα και με την ηλικία του διάφορα συναισθήματα, και επίσης μπορεί να αλλάζει, το σημαντικότερο, από ηθική άποψη. Μπορεί να γίνεται από «καλό» «κακό» και το αντίθετο. Δεν γνωρίζω πώς να το πω σαφέστερα, πάντως αυτή είναι η λογική του κοινού νου, να μένει κανείς ο ίδιος ενώ ταυτόχρονα αλλάζει ριζικά. Και πρόκειται για μια αντίληψη του κοινού νου εντελώς αυτονόητη και αποδεκτή πέραν πάσης αμφισβητήσεως, παρόλο που και πάλι, κατά τη δική μου άποψη, είναι στο βάθος «υπέρλογη».

Ο πρώιμος Βιτγκενστάιν είχε επηρεαστεί, όπως είπαμε, από τον Φρέγκε, έναν λογικιστή φιλόσοφο, ο οποίος πίστευε ότι η καθημερινή γλώσσα είχε επηρεαστεί από τον ψυχολογισμό και εκκινούσε «από τη διαπίστωση ότι η γραμματική μορφή δεν συμπίπτει με τη λογική μορφή της γλώσσας και προχωρεί σε μια κριτική της γλώσσας στη βάση της διαφοράς μεταξύ της Λογικής και Γραμματικής» (Ν. Αυγελή, Φιλοσοφία της Γλώσσας, Εκδ. Σταμούλη, Θεσ/κη 2014, σ. 146). Ο Φρέγκε ήθελε να αγωνιστεί ενάντια στη γλώσσα και στόχευε μέσω της λογικής ανάλυσης στην απελευθέρωσή μας από τη γλωσσική μορφή. Είχε ξεκινήσει από ορισμένες εκφράσεις της καθημερινής γλώσσας, όπως π.χ. «το στρογγυλό τετράγωνο δεν υπάρχει», όπου η φράση «στρογγυλό τετράγωνο» φαίνεται να παίρνει μια έννοια στην καθημερινή γλώσσα, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Σκέφθηκε λοιπόν ότι η όλη πρόταση θα πρέπει να αναδιατυπωθεί έτσι ώστε να μην περιλαμβάνεται η αντιφατική φράση «στρογγυλό τετράγωνο». Όνειρό του ήταν να εκκαθάρει ολόκληρη την γλώσσα από την γραμματική της μορφή και να την «εκλογικευσει».

Στο «Tractatus» ο Βιτγκενστάιν είναι πιο θετικός έναντι της καθημερινής γλώσσας. «Αν και αναζητεί μια γλώσσα των σημείων (μια εννοιογραφία) που να υπακούει στη λογική γραμματική ή τη γλωσσική σύνταξη, ωστόσο θεωρεί ότι ‘‘οι προτάσεις της κοινής γλώσσας, έτσι όπως είναι, βρίσκονται βαλμένες σε τέλεια λογική τάξη’’. Γιατί η επιφανειακή μορφή της γραμματικής μπορεί να συγκαλύπτει την υποκείμενη λογική δομή μιας πρότασης, τη μορφή δηλαδή της σκέψης που εκφράζεται, αλλά όχι την ίδια την σκέψη, όχι και το περιεχόμενο της πρότασης» (ό.π. σ.148). Αυτό που χρειάζεται, υποστηρίζει, είναι η λογική ανάλυση, με την οποία και θα αποκαλύψουμε τη δομή της πραγματικότητας, της σκέψης και της γλώσσας. Σημειωτέον, ότι στον παρόν έργο ο Βιτγκενστάιν θεωρεί ότι αυτό που μπορεί να ειπωθεί με σαφήνεια δεν είναι άλλο από αυτό που μπορούμε να σκεφθούμε, γι’ αυτό και συλλαμβάνοντας τη δομή της γλώσσας δείχνουμε τα όρια πέρα από τα οποία η γλώσσα και η σκέψη δεν έχουν κανένα νόημα.

Στο Ημερολόγιό του ο Βιτγκενστάιν γράφει ότι στο έργο που εξετάζουμε, δηλαδή το Tractatus, «η εργασία μου επεκτάθηκε από τα θεμέλια της Λογικής στην ουσία του κόσμου». Και συμπληρώνει ότι «όλο μου το έργο συνίσταται στο εξής: στο να εξηγήσω την ουσία της πρότασης, δηλαδή να καθορίσω την ουσία όλων των γεγονότων, των οποίων εικόνα είναι η πρόταση, που σημαίνει να καθορίσω την ουσία του Είναι εν γένει» (βλ. ό.π. σ.149). Ο Βιτγκενστάιν μιλά για την «λογική του κόσμου», για τη «λογική που γεμίζει τον κόσμο», αφού «τα όρια του κόσμου είναι και δικά της όρια». Βασική κατηγορία της σκέψης του είναι εδώ το γεγονός («ο κόσμος είναι η ολότητα των γεγονότων, όχι των πραγμάτων») και όχι το πράγμα. Το γεγονός, αυτό που συμβαίνει, είναι η ύπαρξη μιας κατάστασης πραγμάτων.

Στο σημείο αυτό μπορούμε να ανακαλύψουμε μια αναντιστοιχία με την ορθόδοξη σκέψη, η οποία μιλά κυρίως, π.χ. ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, για τα όντα και τον δυναμισμό τους. Τα όντα μπορεί να εμπλέκονται σε διάφορες καταστάσεις πραγμάτων, αλλά οι καταστάσεις πραγμάτων προϋποθέτουν τα όντα, δεν τα ορίζουν ή τα θεμελιώνουν. Γενικά, στην ορθόδοξη θεολογία τα όντα έχουν έναν δικό τους δυναμισμό, μια αυταξία, και είναι γνωστή η θεολογία του Ομολογητή, τον οποίο αναφέραμε, για τους «λόγους των όντων», που είναι τα άκτιστα θεία θελήματα περί αυτών των όντων. Ο Βιτγκενστάιν προτιμά να μιλήσει για τον κόσμο ως «ολότητα γεγονότων», γιατί θα φθάσει στην θεωρία των ατομικών προτάσεων, που είναι τα ελάχιστα σημεία από τα οποία αποτελείται ο κόσμος. Η λογική ασχολείται με προτάσεις, όχι με αντικείμενα, και η ατομική πρόταση θεωρείται ότι περιγράφει κάποιο γεγονός- και δεν αποδίδει την ουσία του αντικειμένου. Περαιτέρω, ο Βιτγκενστάιν μιλά για τον κόσμο ως μια «ολότητα», «ολότητα γεγονότων», που θα πει ότι στο παρόν έργο, το Tractatus, θεωρεί τον κόσμο ως μια καταρτισμένη και αρτιωμένη συνολικότητα, η οποία και θεμελιώνεται στον εαυτό της. Και πάλι στο σημείο αυτό υπάρχει μια διαφορά με την ορθόδοξη σκέψη, που θεωρεί ότι ο κόσμος είναι μεν μια πραγματικότητα έξωθεν του Θεού, αλλά δεν αυτοθεμελιώνεται. Ο κόσμος με την ομορφιά, την σοφία του, την μεγαλοπρέπειά του κ.λπ. αντανακλά την θεία ύπαρξη. Αυτός ο «εικονισμός» του κόσμου λείπει από το παρόν έργο. Για να είμαστε όμως πιο ακριβείς θα πρέπει να πούμε ότι «δεν πρέπει να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι το όλο εγχείρημα του Βιτγκενστάιν έχει τον χαρακτήρα εμπειρικής έρευνας. Για να προλάβει μια τέτοια ενδεχομένως παρανόηση ο Βιτγκενστάιν σπεύδει να υπογραμμίσει ότι ‘‘τα γεγονότα στον λογικό χώρο είναι ο κόσμος’’. Η πρόταση αυτή εκφράζει τον βασικό άξονα του Tractatus: τα γεγονότα δεν βρίσκονται στον φυσικό χώρο αλλά στον λογικό χώρο, που είναι ο τόπος όλων των δυνατοτήτων. Ο Βιτγκενστάιν διερευνά τη λογική δομή του κόσμου. Το ότι ο κόσμος είναι ολότητα των γεγονότων, δεν είναι αντικείμενο εμπειρικού έλεγχου, αλλά αποτελεί τον λογικό όρο που καθιστά την εμπειρική έρευνα εν τέλει δυνατή» (ό.π. σ.151). Ο λογικισμός του Φρέγκε στο παρόν έργο αποθεώνεται. Η εμπειρία περνά σε δεύτερη μοίρα και θεωρείται ως ένα απλό παράγωγο της λογικής. Αντιθέτως, στην ορθόδοξη θεολογία είναι η εμπειρία αυτή που θεμελιώνει τον δυναμισμό του κόσμου, ο οποίος υπερβαίνει και την λογική. Ο κόσμος, παρά το ότι είναι κτίσμα, είναι άπειρος. Και η απειρία της εμπειρίας γίνεται αισθητή στον άνθρωπο, ο οποίος διαθέτει προς αυτό τα κατάλληλα όργανα- θα μιλήσουμε σε άλλη ευκαιρία γι’ αυτά. «Δεν μπορούμε να φανταστούμε, γράφει, κανένα αντικείμενο έξω από τη δυνατότητα της σύνδεσής του με άλλα», «κάθε πράγμα βρίσκεται ήδη μέσα σε ένα χώρο δυνατών καταστάσεων πραγμάτων. Αυτόν τον χώρο μπορώ να τον φανταστώ κενό, όχι όμως το πράγμα χωρίς το χώρο» (βλ. ό.π. σ.151). Είναι πράγματι σωστή η διατύπωσή του ότι δεν μπορεί να υπάρξει κανένα αντικείμενο που να μην έχει τη δυνατότητα σύνδεσης με άλλα αντικείμενα, και περαιτέρω αληθεύει και το γεγονός ότι τα αντικείμενα βρίσκονται μέσα σε μια χωροχρονική διάσταση, μολονότι και πάλι ούτε ο χώρος μπορεί να γίνει αντικείμενο φαντασίας στερημένος από τα όντα. Πέρα από αυτά που λέγει η σύγχρονη φυσική, μπορούμε να θυμηθούμε και τις απόψεις του Αριστοτέλη, που μιλώντας για τον χώρο, ξεκινά από τον τόπο, που είναι ο χώρος που καταλαμβάνει ένα αντικείμενο. Περαιτέρω, για τον Βιτγκενστάιν το γεγονός ή η κατάσταση πραγμάτων είναι μια αναγκαία συνθήκη δυνατότητας του αντικειμένου. «Η κατάσταση πραγμάτων είναι ο λογικός χώρος στον οποίο μπορεί να εμφανισθεί ένα αντικείμενο και έτσι να γίνει συστατικό στοιχείο της, όπως το αντικείμενο γίνεται συστατικό στοιχείο του χώρου καταλαμβάνοντας ένα τμήμα του. Τα αντικείμενα με την έννοια αυτή δεν δίνονται στην εμπειρία. Για τα αντικείμενα δεν μπορούμε να μιλήσουμε, αλλά μόνο να τα ονομάσουμε. Το αντικείμενο δεν είναι έννοια, όπως π.χ. το «δέντρο», ο «ίππος» κ.λπ., ή καλυτέρα δεν είναι καν έννοια, αλλά μάλλον μια μεταβλητή χ που πρέπει να της δοθεί περιεχόμενο. Η έκφραση ‘‘υπάρχει ένα αντικείμενο’’ σημαίνει απλώς ότι ένα όνομα μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Έτσι το ερώτημα τι είναι ένα αντικείμενο δεν έχει νόημα. Πρόκειται για μια ‘‘τυπική’’ έννοια που ανήκει στη δομή της γλώσσας» (ό.π. σ.151-2). Και στο σημείο αυτό υπάρχει απομάκρυνση από την ορθόδοξη κοσμοθεώρηση, που θεωρεί τα αντικείμενα ικανά, με την πλέον ρεαλιστική έννοια, να δίνονται στην εμπειρία. Ο άνθρωπος θεάται τον κόσμο, και το γεγονός αυτό έχει περισσότερη αξία από το ότι ο κόσμος είναι λογικός- στην πραγματικότητα υπέρ τον λόγο. Και τα αντικείμενα υποβιβάζονται ακόμη περισσότερο όταν λέγεται ότι δεν είναι «έννοιες», αλλά «μεταβλητές» που περιμένουν να δεχθούν περιεχόμενο. Και φυσικά το ερώτημα «τι είναι ένα αντικείμενο;», έχει νόημα, γιατί τα όντα στην ορθόδοξη θεολογία έχουν ουσία. Είναι διαφορετικό πράγμα ότι η ουσία αυτή δεν γίνεται να περιγραφεί και να εξηγηθεί, παρά μόνο να ονομαστεί. Πράγματι, όπως ήδη είπαμε, η ουσία όχι μόνο του Θεού αλλά και όλων των όντων μας είναι άγνωστη.

Στο Tractatus υποστηρίζεται περαιτέρω ότι αν θέλουμε να καταλάβουμε τη λογική δομή του κόσμου και της γλώσσας πρέπει να δεχθούμε ότι υπάρχουν απλά στοιχεία (αντικείμενα), «στοιχεία δηλαδή που δεν αναλύονται παραπέρα». Τα αντικείμενα αυτά είναι απλά, γιατί αποτελούν την ουσία του κόσμου. «Μόνο αν υπάρχουν αντικείμενα, μπορεί να υπάρχει μια σταθερή μορφή του κόσμου» και περαιτέρω «αυτή η σταθερή μορφή αποτελείται από τα αντικείμενα» και «υπάρχει ανεξάρτητα από αυτό που συμβαίνει» (βλ. ό.π. σ. 152). Ο Βιτγκενστάιν δίνει ορισμένα επιχειρήματα για το γιατί ο κόσμος πρέπει να έχει μια ουσία, τα οποία θα προσπεράσουμε, όπως επίσης σιωπηρά προϋποθέτει ότι κάθε πρόταση πρέπει να έχει καθορισμένο νόημα, διαφορετικά δεν έχει καν νόημα. Ο ίδιος στο Ημερολόγιό του συζητά εκτενώς αυτή τη θέση και την συνδέει με την απαίτηση κάθε πρόταση με νόημα να αναφέρεται σε απλά αντικείμενα. «Αν τώρα πάρουμε υπόψη μας ότι στα απλά αντικείμενα αντιστοιχίζουμε απλά ονόματα (σημεία), τότε μπορούμε να καταλάβουμε υπό ποία έννοια στο Tractatus το αίτημα για το καθορισμένο νόημα μεθερμηνεύεται σε αίτημα για τη δυνατότητα απλών σημείων» (ό.π. σ. 153). Και αυτό γιατί, όπως λέγει ο φιλόσοφος, η ανάλυση των σημείων πρέπει κάπου να τελειώνει για να έχει μια πρόταση καθορισμένο νόημα, στις «στοιχειώδεις προτάσεις», που είναι ανεξάρτητες η μία από την άλλη.

Ο Βιτγκενστάιν θεωρεί ότι η γλώσσα, εφόσον απεικονίζει τον κόσμο, θα πρέπει τελικά να έχει και προτάσεις παντελώς στοιχειώδεις, που θα εικονίζουν τα «στοιχειώδη γεγονότα». Ωστόσο, δεν μπόρεσε να δώσει κανένα παράδειγμα «απλού αντικειμένου»- και είναι προβληματική για την ορθόδοξη κοσμοθεώρηση το ότι υπάρχουν τέτοια «απλά αντικείμενα». Τα πάντα στον κτιστό κόσμο είναι σύνθετα και μάλιστα τα υλικά αντικείμενα σχηματίζονται, όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης από την συνδρομή πολλών νοερών ποιοτήτων, οι οποίες συνδυαζόμενες δίνουν αυτά τα υλικά αντικείμενα. Ο Βιτγκενστάιν έγραψε στο Ημερολόγιό του ότι «δεν μπορούμε να έχουμε άμεση γνώση απλών αντικειμένων στην εποπτεία» - και κανένα αντικείμενο στην πραγματικότητα δεν μπορεί να είναι απλό γιατί μπορεί να συνδέεται με άλλα αντικείμενα και να εμπλέκεται σε γεγονότα. Όσον αφορά την θεωρία ότι υπάρχουν στοιχειώδεις ή αλλιώς «ατομικές προτάσεις», που είναι οι έσχατες προτάσεις στις οποίες μπορούν να αναλυθούν οι σύνθετες, και ότι αυτές οι «ατομικές προτάσεις» δεν μπορούν να αναλυθούν σε απλούστερες είναι θεμελιώδης πλάνη. Ο Βιτγκενστάιν πίστευε ότι η γλώσσα «εικονίζει» τον κόσμο και τον περιγράφει. Κάθε πρόταση μπορεί να συνδέεται, να εξυπονοεί, να συμπλέκεται με άλλες προτάσεις, αλλά οι «ατομικές προτάσεις» είναι οι πιο θεμελιώδεις, αυτές που είναι παντελώς ανεξάρτητες και δεν εξυπονοούν άλλες. Για παράδειγμα, η πρόταση «Εδώ υπάρχει μια μηλιά», δεν μπορεί να είναι «ατομική» πρόταση, γιατί μαζί της εξυπονοούνται πολλές άλλες προτάσεις, όπως ότι υπάρχουν δέντρα, τα δέντρα αναπτύσσονται και καταλαμβάνουν συγκεκριμένο χώρο κ.λπ. Ο Βιτγκενστάιν όμως πιστεύει ότι μπορούν να υπάρξουν και προτάσεις που να είναι οι τελείως στοιχειώδεις και βασικές, από τις οποίες, με τον συνδυασμό τους, προκύπτουν οι υπόλοιπες προτάσεις. Ο φιλόσοφος δεν υπολόγισε το γεγονός ότι, για να το πούμε έτσι, μέρος της ουσίας του κόσμου είναι η «σχέση», όπου δύο αντικείμενα συσχετίζονται μεταξύ τους (και άρα μπορούν ταυτόχρονα να συνυπάρξουν δύο προτάσεις που να περιγράφουν αυτό το γεγονός) και όμως αυτή η σχέση είναι απλό γεγονός. Στο σημείο αυτό μιλώ ίσως κάπως αδέξια, πάντως αυτό που θέλω να πω είναι ότι είναι αδύνατον να υπάρξει περίπτωση «ατομικής» πρότασης. Πρέπει να επιμείνουμε λίγο περισσότερο στο νόημα αυτών των προτάσεων. Αυτές, λέγει ο Καθηγητής Κ. Βουδούρης «αποτελούν την ουσία της γλώσσης και της σκέψεως∙ αι ατομικαί προτάσεις έχουν σαφές και καθωρισμένον νόημα». (Κ. Βουδούρη, Αναλυτική Φιλοσοφία, Αθήνα 1984, σ. 119). Λόγω ελλείψεως χώρου, θα αναφερθούμε περιληπτικά στο ζήτημα αυτό, ελπίζοντας ότι αλλού θα γίνουμε αναλυτικότεροι. Ο Βιτγκενστάιν, λέμε με συντομία, ασπάζεται την «απεικονιστική» θεωρία για την γλώσσα, ότι δηλαδή η γλώσσα «εικονίζει» τον κόσμο. «Ο λόγος μας αναφέρεται εις τον κόσμον και προσπαθεί να περιγράψει τας υπαρχούσας σχέσεις των όντων. Ποίαν όμως αξίαν έχουν αι περιγραφαί αυταί, εάν δεν θεμελιούνται λογικώς… Αλλ’ η λογική αναγκαιότης είναι αρρήκτως συνδεδεμένη προς την  αλήθειαν ή το ψεύδος. Πώς λοιπόν αι προτάσεις, τας οποίας εκφέρομεν περί της πραγματικότητος, θα συνδεθούν προς την αλήθειαν ή το ψεύδος,  αφού φαίνεται να είναι ασαφείς κατά  το νόημα;… Αλλ’ ο Βιτγκενστάιν δέχεται ότι αι ακαθόριστοι και γενικαί αυταί προτάσεις δεν είναι κατά την εσωτέραν των φύσιν ασαφείς και ότι είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί η πραγματική δομή των διά της αναλύσεως∙ η πορεία δε της αναλύσεως είναι δυνατόν να συνεχίζεται απεριορίστως εντός του κύκλου της γλωσσικής πραγματικότητος» (αυτόθι). Και ισχυρίζεται ότι πρέπει να υπάρχει ένα τέλος στην ανάλυση αυτή, γιατί, αν αυτό δεν είναι δυνατό, τότε δεν μπορούμε να πούμε τίποτε για τον κόσμο. Κατ’ ανάγκην η ανάλυση κάπου τελειώνει. Στο τέλος της ανάλυσης βρίσκονται οι περίφημες «ατομικές προτάσεις», που δεν γίνεται να αναλυθούν σε άλλες, όπως είπαμε, απλούστερες. Και φυσικά, δεν μπόρεσε να δώσει ούτε ένα παράδειγμα ατομικής  πρότασης- στις «Φιλοσοφικές Έρευνες» η ιδέα ότι υπάρχουν ατομικές προτάσεις έχει εγκαταλειφτεί εντελώς. «Η ατομική πρότασις είναι ο έσχατος φορεύς νοήματος, η τελευταία, μη περαιτέρω αναλυομένη μονάς νοήματος» (για τα ονόματα και τις ατομικές προτάσεις είναι εξαίρετη η ανάλυση του Καθηγητή Βουδούρη στο προαναφερθέν βιβλίο του, κεφ. «Τα ονόματα και αι ατομικαί προτάσεις ως φορείς νοήματος», σελ. 119-124).

Όπως ήδη είπαμε, ο Βιτγκενστάιν απαρνήθηκε την θεωρία περί των ατομικών προτάσεων αλλά και των λεγομένων «απλών αντικειμένων» στο ύστερο έργο του, κυρίως τις «Φιλοσοφικές Έρευνες». Εκεί εγκαταλείπεται και η ιδέα ότι η γλώσσα «εικονίζει» τον κόσμο. Ο Βιτγκενστάιν δηλαδή  στο Tractatus ακολουθεί την αναφορική θεωρία σχετικά με την αλήθεια. Σύμφωνα με την θεωρία αυτή «υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ γεγονότος και προτάσεως». Μια πρόταση είναι αληθής αν αυτό που περιγράφει όντως συμβαίνει. Αλλά κατά τους Πατέρες το νόημα των όρων της καθημερινής γλώσσας είναι μεταφορικό. Στο έργο του «Περί Αγίου Πνεύματος» ο Μέγας Βασίλειος αναρωτιέται αν ο όρος «Πατήρ» αναφερόμενος στον Θεό Πατέρα είναι μεταφορικός και απαντά ότι όχι, είναι κυριολεκτικός, ενώ η ανθρώπινη πατρότητα είναι στην πραγματικότητα η μεταφορά. Και θα τελειώσουμε με το εξής παράδειγμα, προκειμένου να τεκμηριωθεί η θέση του Μεγάλου Βασιλείου, στο οποίο θα μας βοηθήσει απρόσμενα η σύγχρονη τεχνολογία και επιστημονική ανάπτυξη, που βοηθά να εννοήσουμε την «μεταφορικότητα» της γλώσσας μας – το ότι δηλαδή το ανθρώπινο στοιχείο είναι αυτό της μεταφοράς. Τι σημαίνει αλήθεια ο όρος «μητέρα»; Μέχρι πρόσφατα θεωρούσαμε ότι είναι αυτή που κυοφορεί και γεννά το παιδί. Ωστόσο, η σύγχρονη τεχνολογία επιτρέπει να κυοφορήσει και να γεννήσει μια «παρένθετη» μητέρα το γονιμοποιημένο ωάριο της «πραγματικής» μητέρας, και μετά τον τοκετό να αποδοθεί το παιδί στην πραγματική του μητέρα. Ποια είναι η «αληθινή» μητέρα; Περαιτέρω, μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι η μητρότητα δεν έχει σχέση με την κύηση και τον τοκετό, αλλά είναι ένας «ρόλος» που αναλαμβάνει κάποιο ενήλικο πρόσωπο να παίξει στην ζωή ενός βρέφους. Πέρα από το ότι δεν είναι αυτή η άποψη του κοινού νου, είναι αδύνατον -περιττεύουν οι αναλύσεις- να εξαντικειμενιστεί και να οριστεί καθ’ ολοκληρίαν αυτός ο «ρόλος».

Και ένα δεύτερο παράδειγμα: τι σημαίνει ο όρος «δίνω»; Μια πρώτη απάντηση θα ήταν ότι μεταβιβάζω διά της χειρός μου ένα αντικείμενο που μου ανήκει σε κάποιο άλλο πρόσωπο. Αλλά μπορεί να μην χρησιμοποιήσω το χέρι μου και να του το δώσω με ένα «νεύμα». Αν αυτό που μου ζήτησε το άλλο άτομο ήταν μια δηλητηριώδης ουσία γιατί ήθελε να θέσει τέρμα στη ζωή του και εγώ του το «έδωσα» έστω με ένα νεύμα, τότε του «έδωσα» κάτι πραγματικά; Όχι, θα πει κανείς, «δίνω» θα πει δίνω πάντοτε κάτι αγαθό. Οπότε το «δίνω» αρχίζει να μεταβάλλεται σε πνευματικό γεγονός- με τα γνωστά προβλήματα που έχει ο όρος «πνευματικός», σε σχέση μάλιστα με ό,τι είναι «σωματικό». Πάνω στο ζήτημα του τι είναι κυριολεξία και τι μεταφορά «έπαιξε» εν πολλοίς το παιχνίδι της η Αποδόμηση του Ζακ Ντεριντά στο δεύτερο ήμισυ του εικοστού αιώνα- με ζωντανή ακόμη τη συζήτηση περί της «μεταφοράς».

Για την θεολογία, καταλήγοντας, θα πούμε κάτι παράξενο: ο όρος «μητέρα» σημαίνει την Θεοτόκο και ο όρος «δίνω» την σταυρική θυσία του Χριστού. Ο Βιτγκενστάιν είχε τις δικές του απόψεις για την θρησκευτική και ηθική γλώσσα, για τις οποίες παραπέμπω σε σχετικό μου προγενέστερο άρθρο, δημοσιευμένο στο «Αντίφωνο» («Ηθική, Θρησκεία και Βιτγκενστάιν»).

 

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Γιώργου Δέρπαπα.

3 Σχόλια

  1. Πολύ σωστοί και καλά ενημερωμένοι οι διαχωρισμοί του κυρίου Ιωάννου αναλύουν τις διαφορές και τις ομοιότητες του αντίστοιχου προβληματισμού που εκφράζει ο υποστατικός Λόγος της πατερικής θεολογίας του Μάξιμου του Ομολογητού από την μια πλευρά και ο υποστατικός λόγος των φιλοσοφικών στοχασμών που συνδέουν τα αντικείμενα με τις περιγραφές και τις επισημάνσεις τους του πρώιμου και του όψιμου Βιτγκενστάιν.
    Κάπου στις λεπτομέρειες μιας προσεκτικότερης ανάγνωσης του κειμένου του κυρίου Ιωάννου η αναφορά του στην άποψη του Βιτγκενστάιν όπου ” …το γεγονός ή η κατάσταση πραγμάτων είναι μια αναγκαία συνθήκη δυνατότητας του αντικειμένου σύμφωνα με την οποία «Η κατάσταση πραγμάτων είναι ο λογικός χώρος στον οποίο μπορεί να εμφανισθεί ένα αντικείμενο και έτσι να γίνει συστατικό στοιχείο της, όπως το αντικείμενο γίνεται συστατικό στοιχείο του χώρου καταλαμβάνοντας ένα τμήμα του»…” – παραπέμπει συνακόλουθα τις σκέψεις μου στις καταστάσεις των «παρατηρίσιμων» της σύγχρονης κβαντικής φυσικής. Οι καταστάσεις αυτές εκφράζονται ως εύρος πιθανοτήτων στον λογικό (αλγεβρικό) χώρο των φάσεων και εμπλέκουν στην περιγραφή τους φανταστικούς αριθμούς, ενώ οι πραγματικές πιθανότητες εκφράζονται με πραγματικούς αριθμούς και προκύπτουν από την παρατήρηση που προκύπτει από την «κατάρρευση» του κύματος των πιθανοτήτων που επιφέρει η ¨μέτρηση¨ που προσδιορίζει το φαινόμενο ως καταγεγραμμένο πλέον γεγονός (η περιγραφή του οποίου δεν εμπλέκει πλέον πιθανότητες).
    Στην ίδια κατεύθυνση σκέψεων και σχέσεων παραπέμπει και η αρχή της αβεβαιότητας του Χάιζεμπεργκ όπως επίσης προσδιορίζεται στο πλαίσιο αναφοράς της κβαντικής φυσικής όπου η αύξηση της βεβαιότητας για μια καταγραφή μιας πλευράς που συμμετέχει στην σύσταση ενός γεγονότος οδηγεί στην αύξηση της αβεβαιότητας για μια άλλη (που τοποθετείται «κάθετα» στον χώρο των πιθανοθεωρητικών περιγραφών της παρατήρησης του φαινομένου)
    Σχετικό επίσης βρίσκω και τον προβληματισμό του Λέιμπνιτζ λαμβάνοντας αφορμή από τις στοιχειώδεις προτάσεις που πολύ σωστά αναφέρει ο κύριος Ιωάννου κατά την θεμελίωση του κρατούντος παραδείγματος της σύγχρονης αναλυτικής φιλοσοφίας.
    Στον ιστότοπο του Raul Corazzon, αφιερωμένο στην οντολογία στο άρθρο Γλώσσα σαν λογισμός ή γλώσσα σαν καθολικό μέσο, (Language as Calculus vs. Language as Universal Medium) διαβάζουμε σχετικά.από 2 ανθολογημένα αποσπάσματα άρθρων.
    «…Ένα αρχικό σημείο αναφοράς στην περιοχή αυτής της έρευνας μας παρέχεται από την διαφοροποίηση που έκανε ο Λέιμπνιζ ανάμεσα στις δύο συνιστώσες του φιλόδοξου σχεδίου του στην μαθηματική λογική, ή μάλλον, το σχέδιό του να δημιουργήσει μια μαθηματική λογική. Από την μια μεριά, ο Λέιμπνιζ πρότεινε την ανάπτυξη ενός καθολικού χαρακτηρισμού characteristica universalis ή μιας γλώσσας χαρακτηρισμού lingua characteristica που προοριζόταν να γίνει μια καθολική γλώσσα της ανθρώπινης σκέψης που η δομή των συμβόλων της θα αντανακλούσε κατευθείαν την δομή των συνδέσεων του κόσμου των συλλαμβανόμενων ιδεών μας (concepts). Aπο την άλλη μεριά, αυτό το φιλόδοξο σχέδιο συμπεριελάμβανε την δημιουργία ενός συλλογιστικού λογισμού (calculus ratiocinator) που είχε ο ίδιος συλλάβει σαν μια μέθοδο συμβολικού υπολογισμού που θα αντανακλούσε τις διαδικασίες της ανθρώπινης σκέψης (ή του ανθρώπινου λόγου).
    Όταν άρχισε να πραγματοποιείται το προτεινόμενο έργο του Λέιμπνιζ, στον 19 ο αιώνα, οι δύο συνιστώσες του ακολουθήθηκαν από διαφορετικές ερευνητικές παραδόσεις. Η «αλγεβρική» σχολή που αντιπροσώπευσαν οι Boole, Peirce, and Schröder επεχείρησε να αναπτύξει στο πνεύμα του συλλογιστικού λογισμού του Λέιμπνιζ μαθηματικές τεχνικές μέσω των οποίων διαφόρου είδους σκεπτικά του ανθρώπινου λογισμού (η ίσως υπολογισμού) θα μπορούσαν να κατακτηθούν ή να ελεγχθούν. Αντίθετα ο ίδιος ο Frege σημείωσε ότι το έργο του προορίζονταν να καταστεί μια γλώσσα καθολικού χαρακτηρισμού (characteristica universalis) σύμφωνα με την έννοια του Λέιμπνιζ. Πρέπει να παραδεχθούμε ότι ο Frege, επεδίωξε την αποδοχή του έργου του εξίσου σαν έργο συλλογιστικού λογισμού, αλλά αυτοί οι ισχυρισμοί του δεν αντιμετωπίστηκαν με ενθουσιασμό.
    Ο Husserl αντιτέθηκε σκεφτόμενος προφανώς (όπως αργότερα και ο Tarski) ότι μια καθολική γλώσσα δεν μπορεί να είναι καθαρά τυπική. Σε κάθε περίπτωση όπως ειρωνικά σημείωσε ο Jourdain, η παρακολούθηση των τύπων του Frege ξεχώριζε για τους αλλόκοτους χειρισμούς που προέκυπταν στην εφαρμογή τους ως μέσα πραγματικής σκέψης «… το να κάνει κανείς χρήση του συμβολισμού του Frege σαν λογισμό θα ‘ταν μάλλον σαν να χρησιμοποιεί κανείς μια κάμερα πάνω σε τρίποδο για να κάνει αυτό που ονομάζουμε ‘snap-shot’ φωτογραφία (Jourdain, “Preface” to Louis Couturat, The algebra of logic, 1914 pp. III-X). Μεταγενέστερες προσπάθειες για να πάρει κανείς βοήθεια από το έργο προκειμένου να κάνει συγκεκριμένη δουλειά πάνω στην λογική ή τις βάσεις των μαθηματικών τείνουν μάλλον να επιβεβαιώσουν παρά να ακυρώσουν την κρίση του Jourdain. Το θεωρητικό ενδιαφέρον του φιλόδοξου σχεδίου του Frege οφείλεται στο ότι είναι μια προσπάθεια για να βρεθεί μια γλώσσα characteristica universalis ή τουλάχιστον στα μαθηματικά μια lingua characteristica mathematicae παρά στο να αποτελέσει έναν βιώσιμο λογισμό calculus ratiocinator.
    Από: Jaakko Hintikka – Lingua Universalis vs. Calculus Ratiocinator. An ultimate presupposition of Twentieth-century philosophy. Dordrecht: Kluwer 1997 pp. IX-X.
    «…Απαντώντας στην κριτική του Schröder για το έργο του Begrifsschrif, ο Frege αναφέρει ότι, αντίθετα με την λογική του Boole η δική του λογική δεν είναι ένας συλλογιστικός λογισμός, calculus ratiocinator, αλλά είναι μια γλώσσα χαρακτηρισμού, lingua characterica,. Αν βρεθούμε σε θέση να καταλάβουμε τι εννοεί ο Frege μ αυτήν την αντίθεση, θα έχουμε κερδίσει μια χρήσιμη αναδρομή στην ιστορία της λογικής. Η αντίθεση ανάμεσα στον calculus ratiocinator και την lingua characterica έχει αρκετές συνδεδεμένες αλλά ξεχωριστές πλευρές. Αυτές οι διαφορετικές πλευρές, που τις περισσότερες φορές δεν αναφέρονται από τον Frege, πρέπει να έλθουν στην επιφάνεια από μια μελέτη της δουλειάς του. Από τα γραπτά του Frege αναδύεται μια δεδομένη εικόνα της λογικής, μια σύλληψη που ίσως δεν εξωτερικεύεται προκειμένου να συζητηθεί, αλλά που παρόλα αυτά οδηγεί σταθερά τον Frege. Αναφερόμενος σ αυτήν την σύλληψη θα μιλήσω για την καθολικότητα της λογικής.
    Η καθολικότητα της lingua characterica του Frege, είναι καταρχήν η καθολικότητα που η θεωρία των ποσοδεικτών (ισχύει για όλους, ισχύει για κάθε) έχει (δίνει δυνατότητα έκφρασης) στο λεξιλόγιό της ενώ δεν έχει (τέτοια δυνατότητα έκφρασης) ο προτασιακός λογισμός. Ο Frege συχνά αποκαλεί την λογική του Boole «αφηρημένη λογική» και αυτό που εννοεί μ αυτό είναι ότι σ αυτήν την λογική η πρόταση παραμένει δίχως ανάλυση. Η πρόταση περιορίζεται (παρέχωντας δυνατότητα) στην απόδοση μιας και μόνο τιμής αληθείας, κι αυτό είναι όλο που προσδιορίζεται μ αυτήν. Με την εισαγωγή των γραμμάτων του προσδιορισμού (predicate), των μεταβλητών, και των ποσοδεικτών, η πρόταση διαρθρώνεται και μπορεί να εκφράσει ένα νόημα Η καινούργια έννοια που εισάγεται κατ αυτόν τον τρόπο επιτρέπει την συμβολική επανεγγραφή ολόκληρων κομματιών επιστημονικών γνώσεων, ίσως και όλη την γνώση, ένα έργο που ξεπερνά εξ ολοκλήρου τις δυνατότητες του προτασιακού λογισμού. Αντ αυτού έχουμε τώρα μια γλώσσα, lingua, όχι απλά ένα λογισμό (προσδιορισμού πράξεων μέσω συμβόλων) τύπου calculus. Η λογική του Boole, που δεν μπορεί να ισχυριστεί πως είναι μια τέτοια γλώσσα, παραμένει η μελέτη, στην κανονική γλώσσα, αλγεβρικών σχέσεων μεταξύ προτάσεων.
    Αυτή η μελέτη διεκπεραιώνεται με την κανονική γλώσσα και μπορεί να συγκριθεί με διάφορους άλλους κλάδους των μαθηματικών, ας πούμε την θεωρία των ομάδων, group theory. Στο σύστημα του Frege ο προτασιακός λογισμός παρουσιάζεται ενσωματωμένος στην θεωρία των ποσοδεικτών . Η αντίθεση ανάμεσα στην γλώσσα (χαρακτηρισμού εννοιών) lingua και λογισμού calculus δεν είναι αποκλειστική του ενός από το άλλο και γι αυτό ο Frege γράφει ότι η δική του λογική δεν είναι απλά ένα συλλογιστικός λογισμός του τύπου calculus ratiocinator
    Παρ όλα αυτά, η αντίθεση ανάμεσα στον συλλογιστικό λογισμό calculus ratiocinator και την γλώσσα χαρακτηρισμού lingua characterica προχωράει πολύ περισσότερο από την διαφοροποίηση που προκύπτει ανάμεσα στον προτασιακό λογισμό propositional calculus και την θεωρία των ποσοδεικτών quantification theory.
    Η καθολικότητα της λογικής εκφράζεται σε ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του συστήματος του Frege. Στο σύστημα αυτό οι ποσοδείκτες που δεσμεύουν την κάθε μια μεταβλητή (καθώς γίνεται μέσω αυτών αναφορά σ όλα τα x ή σε μερικά), επεκτείνονται σε όλα τα αντικείμενα (που συνδέονται μ αυτήν την γλώσσα). Όπως είναι γνωστό, σύμφωνα με τον Frege, ο οντολογικός εξοπλισμός του σύμπαντος κόσμου, διαιρείται σε αντικείμενα και συναρτήσεις. Ο Boole κάνει αναφορά στην κατηγορία του σύμπαντος, universe class, και ο De Morgan στο συζητούμενο σύμπαν universe of discourse, που προσδιορίζει με το «1». Αλλά αυτά δεν έχουν οντολογικό βάρος. Μπορούν κατά βούληση να αλλάζουν. Το συζητούμενο σύμπαν συμπεριλαμβάνει μόνο αυτό που συμφωνούμε να εξετάσουμε σε μια δεδομένη στιγμή, σ ένα δεδομένο πλαίσιο συμφραζομένων
    Για τον Frege δεν τίθεται θέμα αλλαγής στα σύμπαντα Ούτε καν μπορεί να πει κανείς ότι περιορίζεται μόνο σ ένα σύμπαν. Το σύμπαν του είναι το σύμπαν. Όχι απαραίτητα το φυσικό σύμπαν, βέβαια, γιατί για τον Frege μερικά αντικείμενα δεν είναι φυσικά. Το σύμπαν του Frege συμπεριλαμβάνει οτιδήποτε είναι κάτι, και είναι σταθερά προσδιορισμένο..»
    Από : Jean van Heijenoort – “Logic as calculus and logic as language,” Synthese 17: 324-330 (1967) pp. 324-325.

  2. Ευχαριστώ θερμά για τα σχόλια και τις χρήσιμες επεκτάσεις θέσεων του άρθρου στις οποίες προβαινετε, κ. Λοβέρδο. Σας είμαι ευγνώμων.

  3. Νάστε καλά κύριε Ιωάννου. Με το κέφι και το εύρος που χαρακτηρίζει την συνεισφορά σας να συνεχίσετε να ανεβάζετε την στάθμη των περιεχομένων του αντίφωνου στους δύσκολους καιρούς που περνάμε.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ