Σε ανήλιο ήλθες καλοκαίρι
πράος να ενθρονιστείς Δεσπότη μου
εδώ, στου δειλινού τα δώματα
αμνός μέσα στ’ αγρίμια.
Τρόμος στα μάτια μου μπροστά
κι εσύ ν’ αντέχεις.
Έτη ατίμωσης του Τιμίου Δράματος
κι εσύ ν’ αντέχεις.
Το Ήθος λησμονήθηκε
και ο Χριστός
γαντζώθηκε στην προσωπολατρία.
Εσύ στάθηκες στη Λάρισα
πανάξιος πατέρας πάντων.
Ο λόγος σου συγκαταβατικός.
Ο λόγος σου συγχωρητικός.
Ο λόγος σου συμφιλιωτικός.
Ώσπου κάποτε, η θύελλα καταλαγιάζει
καλωσορίζοντας αντιρρησίες κληρικούς
και τοξικούς λαϊκούς.
Γιατί έτσι ήσουν εσύ.
Ανεξίκακος,
μέχρι που χάραξε ο παράδεισος.
Έκρουσες το Τάλαντο κι έγινε αφορμή,
διέσχιζα τις λέξεις σα σκιά πρωτόπειρη
κι ήρθε το βράδυ, ήρθε το πρωί,
μια γραφή βελούδινη μέσ’ στα Μυστήρια.
Προσκύνημα στη Σκιάθο
κι ήσουν κι εκεί γλυκομίλητος
δίχως στόμφο,
μαγνητίζοντας στην περπατησιά του Νυμφίου,
άφηνες πάντοτε χώρο για να εκπλαγώ,
να ξανοιχτώ.
Έβρισκες λόγο να ζήσω.
Καλοσυνάτε επίσκοπέ μου Ιγνάτιε,
σφραγισμένη στην ψυχή μου μένει,
φάτνη ανίδωτη
ακόμη,
η πατρική αμεσότητα
στη ζεστασιά του βλέμματός σου.
(Ιγνάτιος Λαρίσης +26 Ιουνίου 2018)