Ο συνθέτης Δημήτρης Παπαδημητρίου συζητά με τον Απόστολο Διαμαντή για: το κλείσιμο της ΕΡΤ, τις ορχήστρες της, τον πολιτισμό ως υπόβαθρο και όχι ως επιστέγασμα της ανθρώπινης δραστηριότητας, την δημόσια και την εμπορική ραδιοτηλεόραση, την ελληνική μουσική (έντεχνη, λαϊκή, underground), την ποίηση, το τραγούδι, το λόγο, την μελοποίηση του Γκάτσου, το ξεκίνημά του, τις σπουδές του, και τις περιπέτειές του ως ραδιοπειρατής.
Μου φαίνεται εξαιρετικά [i]συμπαθής άνθρωπος[/i] (εκτός από [i]άξιος μουσικός[/i]) ο Δημήτρης Παπαδημητρίου. Μου φαίνεται, επιπλέον, [i]ιδιαιτέρως νοήμων[/i].
Εξ ών και λαβαίνω το θάρρος να υποβάλω μια διερώτησή μου την οποία θα ήταν, ασφαλώς, άσκοπο να κοινοποιήσω σε κάποιον παραλήπτη που δεν θα επιθυμούσε να την καταλάβει:
Να προκρίνουμε, λοιπόν, τον Καλλιτεχνικό Συγκρητισμό ως οδό ανανεώσεως της πολιτιστικής μας αυτοσυνείδησης – όπως ρητά διατυπώνεται στη συνέντευξη;
[b]Αν ναι, πώς [i]δεν[/i] θα σήμαινε αυτό ότι απαξάπαντες οι κώδικες επικοινωνίας προάγουν εξ ίσου τη διανθρώπινη αλληλοαναγνώριση; Ετούτο ξανά, με τι άλλο θα ισοδυναμούσε παρά πως όλοι οι πολιτισμοί προσκομίζουν τον ίδιο βαθμό ανταπόκρισης στην ανθρώπινη ανάγκη;[/b]
Κι αν τυχόν οι απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα ενδείκνυνται καταφατικές, τότε τι “αντικείμενο” έχει ο, οποιοσδήποτε, διάλογος περί “νοήματος”; Τι ενδιαφέρον η, οποιαδήποτε, κατάληξή του κι αν τύχει;
ΥΓ: Η κοινωνία η ίδια βρίσκεται, βέβαια, “ένα βήμα μετά” ήδη σήμερα. Τ η ν_ π ε ρ ί_ ή ς_ ο_ λ ό γ ο ς_ π ε π ο ί θ η σ η, λέω, [b]την έχει εμπεδώσει στα μέλη της[/b]. Τη βλέπουμε, ωστόσο, ν’ [i]αναπαράγει[/i] τους ζωτικούς της χυμούς μέσα σ’ έναν τέτοιο ορίζοντα κατανοήσεων;
Καλλιτεχνικός συγκρητισμός είναι το να συνθέτει ένας καλλιτέχνης μιμούμενος γόνιμα ποικίλα ιδιώματα. Κορυφαίο παράδειγμα ο Σαββόπουλος που μιμείται ό,τι αγαπά σε ανατολή και δύση, και επιλεκτικά από τραγούδι σε τραγούδι του, όπως το νοιώσει κάθε φορά, και ως προς την μουσική αλλά και ως προς την ποίηση.
Ο ακροατής ή θεατής ή ερμηνευτής δεν κάνει συγκρητισμό, όταν εξοικειώνεται με διαφορετικές παραδόσεις και καλλιτεχνικά ιδιώματα και αναγνωρίζει και απολαμβάνει εξ ίσου τα κορυφαία επιτεύγματα, δηλαδή τις εκδηλώσεις του Πνεύματος, που όπου θέλει πνεί.
Δεν θεωρώ την Αγγλική γλώσσα τόσο ευέλικτη και πλούσια γλώσσα όσο είναι η Ελληνική, όμως τα καλά έργα του Σαίκσπηρ και του Έλιοτ μπορούν να σταθούν πλάι στα κορυφαία έργα της Ελληνικής Γραμματείας. Η Λατινική για την Θεολογία θεωρήθηκε μειονεκτική ως προς την Ελληνική, αίτιο ακόμη και αιρέσεων, κάτι που δεν πιστεύω, τελικά. Μετά την Αναγέννηση, όμως, η Λατινική και οι Λαϊκές γλώσσες εξελίχτηκαν αρκετά, ώστε να καλύπτουν άριστα όλες τις ανάγκες. Άκουσα μάλιστα ότι η Γαλλική είναι πιό κατάλληλη για την φιλοσοφία από την Νεοελληνική, κάτι που απορρίπτω. Η καλλιέργεια ενός ιδιώματος αποδεικνύει την καταλληλότητά του και, βέβαια, τα επιτεύγματά του.
Μέχρις στιγμής, δεν έχει αποδειχτεί ότι μόνο ένας καλλιτεχνικός κώδικας είναι ιδανικός και επιτυγχάνει το μέγιστο. (Τα μαθηματικά είναι άλλη υπόθεση). Η πολυφωνική μουσική, τέτοια κάνει και ο Σαββόπουλος και ο Τσιτσάνης, είναι ριζικά διαφορετικό ιδίωμα από την Μονοφωνική, όπως η Βυζαντινή Μουσική και η λοιπή ανατολική μέχρι τις Ινδίες. (Γιά το ζήτημα αυτό είναι αδύνατον βέβαια να μιλήσουμε σοβαρά με σύντομα σημειώματα. Π.χ. Το κουαρτέτο είναι η μορφή που οδηγεί την πολυφωνία στα άκρα της χωρίς τα μειονεκτήματα του συγκερασμού, αλλά στερείται ακόμη πολλές δυνατότητες της μονοφωνίας και αντιστρόφως, βέβαια).
Ο κορυφαίος μουσικολόγος Αλαίν Ντανιελού, θεώρησε την πολυφωνία μειονεκτικό ιδίωμα συγκρινόμενο με την μονοφωνία της ανατολής, η οποία άλλωστε αποτελεί παντού και το μοναδικό μουσικό σύστημα πριν το 1000 μ.Χ. Η μονομέρειά του αυτή, όμως, του κόστισε σοβαρά λάθη.
Θυμάμαι παιδί που οι Κρητικοί δεν άκουγαν τα Ηπειρώτικα, ούτε αυτοί τα Μικρασιάτικα.
Δεν πρέπει να συγχέουμε την αφιερωμένη αγάπη προς ένα ιδίωμα με την πνευματική αδράνεια που αρνείται να εξοικειωθεί με ένα άγνωστο ιδίωμα και να προσλάβει τα σπουδαία έργα του.
Εμείς, άλλωστε, οι Έλληνες είμαστε Αλλοτριομορφοδίαιτοι και οι καλλιτέχνες μας από αρχαιοτάτων χρόνων έφερναν και αφομοίωναν ό,τι καλό (και κακό, ενίοτε).