[…] Ὁ Ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ ἑρμηνεύοντας τόν εὐαγγελικό λόγο γιά τή «Βασιλεία ἐντός ἡμῶν», ἔλεγε πώς ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ νά τήν περιέχει. Γιατί ἡ Βασιλεία εἶναι τό Πνεῦμα. Ἀληθεύει πώς γιά πολύ μεγάλους ἀριθμούς ἀνθρώπων ἡ Βασιλεία ἔχει καταστεῖ ἐξαιρετικά μυστηριώδης, ἄν ὄχι ἀκατάληπτη ὡς ἔννοια καί ἴσως τό ἴδιο ἐμπειρικά δυσπρόσιτη, ἄν ὄχι ἀπρόσιτη, ὅπως καί ἡ κοινότητα. Ὅμως εἶναι ὑπόθεση ζωῆς ἤ θανάτου νά ἀνακαλύψουμε ἤ μᾶλλον νά κινηθοῦμε πρός αὐτόν τόν χῶρο τοῦ Ζωντανοῦ Κέντρου μέσα μας. Δέν εἴμαστε ἀπορρίμματα οὔτε κατάλοιπα, ἀκόμη κι ἄν οἱ ἀγορές ἐργασίας καί ὅλες οἱ ἄλλες κραταιές ἀπρόσωπες ἐξουσίες μᾶς καλλιεργοῦν αὐτό τό ἀνυπόφορο αἴσθημα μηδενισμοῦ τῆς αὐτοεκτίμησής μας, τῆς νοηματισμένης καί δημιουργικῆς εἰκόνας γιά τόν ἑαυτό μας.
Ἡ ἴδια ἡ συντριπτική αἴσθηση ἀπόρριψης μπορεῖ νά μετατραπεῖ σέ ὠστική δύναμη γι’ αὐτή τή στροφή: Ἔστω καί τά ψίχουλα γιά τούς σκύλους, εἶπε ἡ πεινασμένη εὐαγγελική γυναίκα καί δέν μιλοῦσε μέ τήν ὑποκριτική ψευτιά μιᾶς ὑπόδουλης. Δέν στεκόταν ὡς «ἕνα περίσσιο κομμάτι» ἀπέναντι στόν Χριστό, γι’ αὐτό ἀπέσπασε τόν πλήρη του θαυμασμό καί ὁλόκληρη τήν προσοχή του. Ὅσα βάσανα καί νά εἶχε, χόρτασε ἀπό τήν ἀγάπη πού τήν ὕψωνε στά μάτια του σέ ὅλη τή μοναδικότητα τῶν δυνατοτήτων της.
Τολμώντας τόν διάλογο βρῆκε ἀπάντηση στό αἴτημά της: τήν θεραπεία τῆς κόρης της. Ἴσως ὄχι μόνο τῆς πραγματικῆς (ὡς ἄλλο δηλαδή πρόσωπο) θυγατέρας της, ἀλλά καί τῆς δικῆς της ἐσωτερικῆς νέας: μιᾶς πλευρᾶς τῆς ψυχῆς σέ βαριά ἀσθένεια, κατειλημμένης ἀπό κάποιο σκοτάδι πού τήν κρατοῦσε σέ καθήλωση. Ἐγκαινίασε μιά σχέση ζωτικῆς ἐπικοινωνίας, ὅπου δέν ἦταν ἀπόρριμα: ξένη ἤ ἐξόριστη, ἀλλά ὁλόκληρο, πλῆρες καί οἰκεῖο μέλος μιᾶς καθολικότητας, πέρα ἀπό τά ὅρια τῆς νοσταλγούμενης, πλήν θρυμματισμένης, κοινότητας. Δανείστηκα τόν ὅρο «καθολικότητα» ἀπό ἐργασία τοῦ π. Νικόλαου Λουδοβίκου ἀλλά δέν γίνεται νά ἐπεκταθῶ περισσότερο.
Δέν μᾶς εἶναι εὔκολο κι ἁπλό νά κατανοήσουμε πῶς μιά σκληρή ἀπόρριψη μπορεῖ νά ὁδηγήσει στό ἐντελῶς ἀντίθετό της, κινητοποιώντας μιά συνέργεια διαφορετικῶν «θελήσεων», ὅπως στή συγκεκριμένη ἱστορία. Δέν εἶναι εὔκολο γιατί ἔχουμε ἀποσυνδέσει τή Γραφή ἀπό τήν καθημερινότητά μας, καί δέν εἶναι ἁπλό ἐπειδή τόσα μᾶς ἐναντιώνονται. Ὑπάρχει ὅμως καρποφόρα πορεία (σέ ὁποιοδήποτε τομέα) πού νά μή συνοδεύεται ἐξαρχῆς μέ δοκιμασίες καί ἐμπόδια; Οἱ κρατοῦσες ἐξουσίες, ἐξωτερικές ἤ ἐσωτερικές σέ κάθε ἐποχή, στηρίζονται κυρίως στήν ἀδράνεια τῶν πραγμάτων, τῶν κοινωνιῶν, τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Ἐντούτοις, γιά νά τό πῶ πάλι μέ τά λόγια τοῦ ἀνθρωπολόγου Τσάρλς Στιούαρτ, χρειάζεται νά συλλογιστοῦμε τόν ἑαυτό μας. Δηλαδή ἐν μέσῳ τῶν δεινῶν, μέ μιά ἐσωτερική κίνηση νά στραφοῦμε πρός τό Ζωντανό μας Κέντρο.
Εἶναι πολύ πιθανό οἱ πλέον καλοπροαίρετοι καί ἀκόμα πεπαιδευμένοι σημερινοί ἄνθρωποι νά ἀναρωτηθοῦν, παρ’ ὅλα ὅσα εἰπώθηκαν, ἄν ἀναφερόμαστε σέ κάποιο κέντρο κινητῆς ἤ ἀσύρματης τηλεφωνίας, σέ κάποιο κέντρο προγραμματισμοῦ ἤ αὐτοματισμοῦ ἤ κάτι παρόμοιο. Λοιπόν, γιά ποιό ἀκριβῶς Κέντρο μιλᾶμε ;
Στήν εἰσαγωγή τῆς ὁμιλίας ἔγινε ἀναφορά στό πῶς ὁ Βίκτωρ Φράνκλ ὁρίζει τό κέντρο τῆς ὑπάρξεως. Ἀλλά πρίν τεθεῖ θέμα κατανόησης αὐτοῦ τοῦ πνευματικοῦ κέντρου, τίθεται γιά τούς περισσότερους ἀπό μᾶς ἕνα ὀγκῶδες πρόβλημα τό ὁποῖο μοιάζει νά εἶναι γλωσσικό ἀλλά δέν εἶναι ἀποκλειστικά γλωσσικό. Ὁ ποιητής Νίκος Φωκάς εἶχε ἀφιερώσει ὁλόκληρο βιβλίο μελετῶν μέ τίτλο «Τό γλωσσικό μας πρόβλημα εἶναι ἐξωγλωσσικό». Εἶχε ἀντιληφθεῖ πώς μαζί μέ τή θρυμματισμένη κοινότητα, θρυμματίζονται καί οἱ κώδικες τῶν γλωσσικῶν μεταφορῶν. Ἡ καταστροφή πού ἔχει μεσολαβήσει θά μποροῦσε νά μᾶς φέρει στά ὅρια τῆς ἀπόγνωσης καί πιθανόν νά μᾶς ἔχει φέρει. Ἀλλά ἡ πάμπλουτη παρακαταθήκη μας, ἀπό τά μυθικά ταξίδια μέχρι τούς τραγικούς μύθους ἐπίμονα ἐπαναλαμβάνει πώς: μαζί μέ τήν ἀνακάλυψη τοῦ θησαυροῦ, εἴτε πρόκειται γιά τό Χρυσόμαλλο Δέρας εἴτε πρόκειται γιά τή μοίρα τοῦ Οἰδίποδα, ὁ ἥρωας (καί ἥρωας, δυνητικά τουλάχιστον, εἶναι ὁ καθένας μας) καλεῖται ἐπίσης νά λύσει αἰνίγματα, ἄλλοτε ἀνακαλύπτοντας μιά νέα γλώσσα κι ἄλλοτε ἀναγνωρίζοντας νέα νοήματα στήν παλαιά.
Στή Βίβλο συμβαίνει τό ἴδιο. Οἱ ἄνθρωποι καί τότε ὅπως καί τώρα ἔπρεπε νά προβοῦν σέ γλωσσικές ἀναγνωρίσεις πού ὡστόσο κάλυπταν τεράστιες περιοχές τῆς ἐμπειρίας τους ἀπό τόν κόσμο καί ἀπό τήν ὕπαρξή τους. Ἡ Συροφοινίκισσα γιά τήν ὁποία μιλούσαμε παραπάνω, ἀμέσως κατάλαβε πώς καί τά πεταμένα ψίχουλα ἀπό τό τραπέζι τοῦ Δείπνου δέν ἦσαν, ὡς ἐκ τῆς ἐλαχιστότητάς τους, λιγότερο ἰαματικός Ἄρτος, δηλαδή Ἄρτος κάθαρσης καί ὁλοκλήρωσης. Οὔτε ἡ γυναίκα στό πηγάδι τῆς Σαμάρειας δυσκολεύτηκε νά ἀντιληφθεῖ ποιό ἦταν τό Ζωντανό Νερό γιά τό ὁποῖο τῆς μίλησε ὁ Χριστός. Ἐμεῖς τοῦ 21ου αἰώνα στήν ἀντίστοιχη θέση, μακριά ὅμως ἀπό τόν πολιτισμό τῶν ἀγρῶν καί στερημένοι κοινότητας, τί θά ἀναγνωρίζαμε καί σέ ποιά γλώσσα; Τήν ψυχολογική; Τή χρηματοπιστωτική; Τή γλώσσα τῆς πληροφορίας, τῆς νανοτεχνολογίας; Ἤ καμία; Θ’ ἀποσυρόμασταν μουγγοί καί ἀδιάφοροι ἀφήνοντάς Τον στή φοβερή μοναξιά Του, αὐτόν πού αὐτοαποκαλυπτόμενος λέει «εἶμαι τό φῶς τοῦ κόσμου»;
Στό μεταξύ ὁ «κάποιος» πού πεισματικά δέν πείθεται ἀπό τίς ὀρθολογιστικές ἐξηγήσεις μας, ξεσηκώνει στά σπλάχνα μας τήν ἀνύσταχτη του ἀνησυχία. Θά τόν ἀφήσουμε κι αὐτόν τό ἴδιο ἀδιάφορα στή φοβερή μοναξιά του; Ἀκόμη κι ἄν πρόκειται γιά τήν ἐκδήλωση μιᾶς παράδοξης Εὔνοιας; Γιά μιά ἀληθινά Καλήν Ἀνησυχία; Γιά Κάτι σπαρταριστά ζωντανό μέσα μας πού ζητάει τήν προσοχή μας καί πού μᾶς καλεῖ στή Ζωή;
Ὁ κόσμος μας ἔχει γίνει μιά ἀτέλειωτη νύχτα σέ κεῖνο τόν ἀρχαῖο κῆπο τῶν ἐλαιῶν, πού δέν λειτουργεῖ πιά ἐγερτήρια ἀλλά ἔχει ἀποσυρθεῖ ἀγνοημένος στό βάθος τῶν συνειδήσεων. Εἶναι γεγονός πώς περάσαμε σέ μεταχριστιανική ἐποχή. Παραταῦτα ὁ Χριστός μένει ὁ αὐτός εἰς τούς αἰώνας, καί στόν δικό μας βέβαια. Μέσα σέ τούτη τήν τυφλή νύχτα τῆς ἀγλωσσίας μπορεῖ ἑπομένως νά ἐγκυμονοῦνται, ἐξαιρετικά ἀργά καί ἐπώδυνα, νέοι τρόποι ἄμεσης, δραστικῆς εἰλικρίνειας, πρωτοφανέρωτοι τρόποι κίνησης πρός τό Ζωντανό μας Κέντρο.
Ἄν συλλογικά διερχόμαστε τή σκοτεινή νύχτα τῆς ψυχῆς, γιά τήν ὁποία μίλησε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τοῦ Σταυροῦ, οἱ νηφάλιοι μυστικοί τῆς Ἀνατολῆς ἔρχονται νά διαλεχτοῦν μαζί του βεβαιώνοντας γιά τό ὁλόφωτο μαργαριτάρι καί τήν ψηλαφητή πραγματικότητά του. Κανείς τους, σέ Δύση καί Ἀνατολή, δέν μονολόγησε κατάκλειστος. Ὁ κόσμος τοῦ ἀνθρώπου ἦταν πάντα στό κέντρο τῶν ἄπαυτων συγκλονιστικῶν διαλόγων τους μέ τόν Θεό. Ἀπό τήν ὀπτική τῆς ἁγιότητας, ὅσο μακρινή κι ἄν μᾶς εἶναι, αὐτό πού καταυγάζει τά πρόσωπα εἶναι τό κρυμμένο φῶς τῆς Εἰρήνης τοῦ Πνεύματος πού ἀναστενάζει στό ἀνείδωτο βάθος τῆς καρδιᾶς μέ ἀνήκουστους ἀναστεναγμούς. […]
πηγή: Aντίφωνο, προδημοσίευση(απόσπασμα ευρύτερου κειμένου) από το πρώτο τεύχος του περιοδικού Φρέαρ, που κυκλοφορείς σε λίγες μέρες
Νατάσα, ακόμα αναπολώ την ωραία συζήτηση που είχαμε με τον Νικόλα στην συνάθροιση του «Φρέατος», για τα «ομογενετικά πεδία» και τον μιμητισμό. Μου έκανε εντύπωση ότι πιστεύει ότι τα πάντα είναι μιμητισμός, χωρίς καν να έχει ακούσει τον όνομα του Ζιράρ.
Η αιτία, ωστόσο, του εδώ σχολίου μου είναι το θαυμάσιο κείμενό σου στο «Φρέαρ» για την «απολεσθείσα κοινότητα και την κίνηση προς το ζωντανό κέντρο».
Οι άνθρωποι, επειδή είναι γαλουχημένοι στη λογική της καθημερινής σκληρότητας και των σχέσεων που υπαγορεύει, νομίζουν ότι η Bασιλεία του Θεού είναι κάτι ανύπαρκτο, μια χίμαιρα, που το περιεχόμενό της κανένας δεν έχει διάθεση να εξετάσει και να λάβει υπόψη του. ΄Όλα τα χριστιανικά κηρύγματα αφορούν το πώς να πορευτεί κανείς μέσα στον κόσμο με τρόπο «χριστιανικό». ΄Όμως ο μόνος χριστιανικός τρόπος είναι η στάση του καθενός απέναντι ακριβώς σ’ αυτό το «ανύπαρκτο». Τότε φανερώνεται ο Υιός του Ανθρώπου, όχι έξω από μας, αλλά στις καρδιές και τους διαλογισμούς μας. Ο Θεός Λόγος αυτο-αποκαλύπτεται, αλλά ποια είναι η κατάσταση στον έρημο οίκο μας;
Μιλάμε για ταπεινοφροσύνη, δηλαδή για το αντίδοτο στον θανατερό ναρκισσισμό που τόσο μας παιδεύει. Ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος λέει ότι «η ανησυχία της συνείδησης, η αίσθηση της ασημαντότητας, η συντετριμμένη καρδιά και τα δάκρυα που πηγάζουν από την οδύνη του νου και την διακριτικότητα της θέλησης, είναι που χαρακτηρίζουν τον ταπεινό άνθρωπο. Η ανησυχία έχει να κάνει με την αγρυπνία και η οδύνη του νου ξεκινά από την στέρηση των ουρανίων πραγμάτων. Ο λογισμός που αρνείται να εξουσιάσει, ο λογισμός που είναι στραμμένος στην ύπαρξη και την παρουσία του πλησίον, εξυψώνει την παρουσία του άλλου και δεν την εκμηδενίζει. Ο ταπεινός άνθρωπος θεωρεί τον εαυτό του ασήμαντο, και τα δώρα που άνωθεν του δόθηκαν ως δώρα που δεν αξίζει».
Πώς να αντέξει κανείς την ασημαντότητά του; Πώς να αντέξει την έκλειψή της η συντετριμμένη καρδιά; Ο πόνος για την ανθρώπινη δυστυχία, η οδύνη για το κακό που κυβερνά, η αδυναμία του ανθρώπου να βγει από το σκοτάδι του ζόφου, να ποια είναι τα μάτια που μπορούν να δουν τον Χριστό.
Οι άνθρωποι δεν καταδικάζονται από τον Θεό. Τους καταδικάζει η απόγνωσή τους, όταν νομίζουν ότι είναι κύριοι του εαυτού τους και των πράξεών τους και η πραγματικότητα τους διαψεύδει. Και αντί να στραφούν προς την Πηγή του φωτός, στρέφονται προς την τρέλα και τον θάνατο. Ο Θεός δεν είναι ούτε πάνω απ’ το κεφάλι μας, ούτε κάτω από τα πόδια μας. Είναι μια πραγμάτωσις εν εαυτώ. Κι αν δεν βρεθεί μέσα μας δεν θα βρεθεί πουθενά.
Των «Ελλήνων οι κοινότητες» έχουν προ πολλού εκλείψει, και προσωπικά δεν αισθάνομαι την παραμικρή νοσταλγία γι’ αυτές. Διότι,
“Οι γέροι θα ’πρεπε να είναι εξερευνητές
Εδώ ή εκεί δεν έχει σημασία
Πρέπει να μένουμε ακίνητοι κι ωστόσο να κινούμαστε
Μέσα σε μιαν άλλη ένταση
Για μια παραπέρα ένωση, μια βαθύτερη κοινωνία
Μες από τη σκοτεινή παγωνιά και την άδεια ερήμωση,
Την κραυγή του κύματος, την οιμωγή του ανέμου, τ’ απέραντα νερά
Του θαλασσοβάτη και της φώκαινας”. (T.S.Eliot, “East Coker”)
΄Όπως λέει και ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, η μόνη αληθινή κοινότητα είναι η κοινότητα του ανθρώπινου πόνου.
Και κάτι ακόμα. Η πίστη, κατά τη γνώμη μου, γεννιέται μέσα από την συνεχή πάλη με τον μηδενισμό, πάλη που παίρνει σχεδόν σωματικό χαρακτήρα.