
Στις παρυφές της λογικής και τα όρια της ευυποληψίας, στέκει μια μορφή που συχνά
παρανοείται: ο σαλός. Δεν είναι απλώς ένας εκκεντρικός ή κοινωνικά παρεκκλίνων.
Είναι κάτι βαθύτερο. Είναι ο διαμεσολαβητής ανάμεσα στο προφανές και το αφανές, ο
περιπλανώμενος μιας σκέψης που μέσα από το παράδοξο αρθρώνει μια εναλλακτική λογική: υπαινικτική, αποδομητική, αποκαλυπτική. Η σαλότητα δεν σημαίνει έλλειψη λογικής. Αντιθέτως, συνιστά την ανάδυση μιας άλλης τάξης νοήματος συχνά αθέατης, αλλά ενδόμυχα συνεκτικής. Ο λόγος του σαλού θυμίζει χρησμό: δεν προσδοκά
απάντηση, αλλά προκαλεί τη συνείδηση. Είτε ως έμφυτο χάρισμα είτε ως καρπός πνευματικής άσκησης και αντίστασης στην αλλοτρίωση, η σαλότητα λειτουργεί ως ρήξη και συνάμα ως πρόσκληση: να ξαναδούμε τον κόσμο χωρίς τον ηθμό του εφησυχασμού. Η ίδια κινείται σε μια μεταιχμιακή γλώσσα, στην οποίαν η αλήθεια εκφράζεται μέσα από το απροσδόκητο, την απλότητα ή ακόμη και την τρέλα.
Η μορφή του σαλού δεν είναι τυχαία. Είναι πρόσωπο βαθιάς ελευθερίας,
αυθορμητισμού με πρόθεση, ριψοκίνδυνο όχι από επιπολαιότητα, αλλά από βαθιά
συνειδητή απόφαση. Ο σαλός διακινδυνεύει την εικόνα και τη λογική του για να
απογυμνωθεί από τα κοινωνικά προσωπεία. Ενσαρκώνει ένα κινούμενο αίνιγμα. Είναι
ένας νομάς της σκέψης και της ύπαρξης, απόμακρος και συνάμα οικείος. Στην
ανατολική χριστιανική παράδοση, η σαλότητα γειτνιάζει με τον ησυχασμό. Η θέαση του
Θείου δεν διέρχεται μέσα από διανοητικές κατασκευές, αλλά από την έμπρακτη
μέθεξη. Εδώ το «πάσχειν τα θεία» δεν είναι σχήμα λόγου · είναι υπαρξιακή εμπειρία.
Το μυστήριο δεν διαλύεται· συντηρείται, προκαλώντας την έλλογη σκέψη να κινηθεί
χωρίς να δεσπόζει.
Συγκρινόμενη με τη σύγχρονη λογική και επιστημονική αυστηρότητα, η σαλότητα
είναι σπάνια, αλλά δυνητικά σωτήρια. Αντιτάσσεται στη λήθη του μυστηρίου.
Υπενθυμίζει ότι η αμφιβολία δεν είναι εχθρός της πίστης ή της σκέψης, αλλά το εύφορο
έδαφος τους. Είναι το πεδίο όπου έννοιες επωάζονται και κάποιες διαλύονται. Η λογική
ανάλυση και ο στοχασμός ενίοτε αποκλείουν ο ένας τον άλλο · ομοφωνούν όμως για
εκεχειρία, υπό τον όρο της ειλικρινούς μεταμέλειας. Η ελευθερία, σε αυτό το πλαίσιο,
δεν ισοδυναμεί μόνο με άρση των περιορισμών. Είναι το θάρρος της ανάληψης της
ύπαρξης, με τα λάθη και τις αστοχίες της. Όταν η βούληση εκτρέπεται από την πρόθεση
του αγαθού, συχνά καταλήγει σε αυθαιρεσία. Ωστόσο, η συνύπαρξη της Θείας και της
ανθρώπινης ελευθερίας είναι δύο καταστάσεις που συναντιούνται στη σαλότητα χωρίς
να συγχέονται. Αποτελούν ενιαία συνθήκη που εμπεριέχει ελευθερία χωρίς αποκήρυξη
του Θείου.
Η επιστήμη, ως τέκνο της απορίας, υπηρετεί την κατανόηση του κόσμου. Όμως δεν
την ολοκληρώνει. Οι θεωρίες της είναι μορφές διαύγειας, όχι τελεσίδικες ανακαλύψεις.
Η Τεχνητή Νοημοσύνη μπορεί να μιμηθεί γνωσιακές διαδικασίες, να τις αναπαραστήσει, αλλά επ` ουδενί να τις βιώσει. Δεν προσεγγίζει την εσωτερικότητα της συνείδησης, αλλά αγγίζει την επιφάνεια, όχι την ουσία της. Το άυλο, το απόλυτο, το μοναδικό δεν προσφέρονται σε αναγωγικές προσεγγίσεις. Ακόμα και αν η συνείδηση περιγραφεί λειτουργικά, πράγμα και αυτό αδύνατον, παραμένει μοναδική κατά το βίωμά της. Στην σαλότητα η εμπειρία της νοητικής αμηχανίας, της σιωπής, του ανεκλάλητου, είναι πλήρης σε βάθος, όσο και εάν παραμένει ανέκφραστη. Στη μουσική, η παύση είναι νόημα· το ίδιο είναι και η σιωπή μεταξύ ανθρώπινων λόγων.
Η επιστήμη εμπεριέχει την πράξη της παρατήρησης, και η παρατήρηση μεταβάλλει το
πείραμα. Ο παρατηρητής δεν είναι εκτός του κόσμου, είναι εντός του. Η φυσική δεν
είναι μόνο αντικείμενο, είναι και συμμετοχή. Το πείραμα δεν απεικονίζει την
πραγματικότητα γενικά, αλλά μια εκδοχή της. Η τεχνολογία, ως εφαρμοσμένη
επιστήμη, επηρεάζει τη μετεξέλιξη της γνώσης. Η πρόοδος όμως, χωρίς μέτρο, μπορεί
να καταστεί ύβρις. Η φύση δεν είναι πάντα αντικείμενο κατάκτησης. Ο τεχνικός κόσμος
απειλεί να γίνει το νέο «φυσικό» περιβάλλον, συχνά χωρίς το ανάλογο μέτρο. Ο
άνθρωπος είναι μέρος της φύσης, αλλά η αυτοσυνείδηση και ο λόγος τον καθιστούν
ταυτόχρονα και καταγραφέα της. Αυτή η διττή του ιδιότητα είναι ταυτόχρονα δώρο και
ευθύνη. Η ήπια παρέμβαση στη φύση, το άγγιγμα και όχι η κυρίευσή της, είναι ο μόνος
τρόπος να τη σεβαστούμε ως κόσμημα και όχι ως υλικό καθυπόταξης. Η γνώση δεν
είναι αυτοσκοπός· η κατανόηση δεν ισοδυναμεί πάντοτε με εννόηση. Η ελευθερία, η
σαλότητα, ο στοχασμός και η επιστήμη είναι τέσσερις διαφορετικές οδοί προς το ίδιο
ερώτημα. Όχι για το τι είναι ο κόσμος, αλλά για το πώς τον ενοικούμε.
Η σαλότητα δεν είναι μόνον ιδιαιτερότητα ούτε ψυχική νόσος. Είναι μια βαθιά
υπαρξιακή κατάσταση, μια ιδιοπαθής εκκεντρικότητα με διαλογικό και αποκαλυπτικό
προσανατολισμό. Ο σαλός φέρει τη σαλότητα ως σημείο αλήθειας και ταυτόχρονα την
υπομένει ως σταυρό μωρίας. Δεν υποδύεται ρόλο, ούτε σκηνοθετεί · πράττει
αυθεντικά, χωρίς πρόθεση επίδειξης, και μέσα στην παραδοξότητά του είναι αληθινός.
Η σαλότητα εκφράζεται ως λειτουργία ελευθερίας και αντίστασης στην υποκρισία. Ο
λόγος του σαλού δεν είναι απλώς «παραληρητικός»· μιλάει με αινιγματική, υπαινικτική
γλώσσα που φαίνεται απερίσκεπτη σε όσους δεν μπορούν να τη διαβάσουν, αλλά
κομίζει βαθιά νοήματα και καλεί σε αυτοεξέταση. Ο σαλός δεν (κατ)ηχεί · «δείχνει».
Δεν διδάσκει με τη συστηματική λογική, όπως ένας επιστήμονας, αλλά μέσω της
ύπαρξης και των πράξεών του αποκαλύπτει αλήθειες που μόνο η καρδιά μπορεί να
καταλάβει.
Η συμπεριφορά του σαλού είναι ένα απρόβλεπτο παιγνίδι. Ένα δημιουργικό παιχνίδι
που λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στο αλλόκοτο και τη σοφία, στην τάξη και το χάος.
Χαριεντίζεται με σιωπή, ιδιορρυθμία, ταπείνωση και παιδικότητα, υπενθυμίζοντας ότι
το βάθος κρύβεται ακόμα και στον αστεϊσμό όπως και το ιερό στην ιλαρότητα. Η
σαλότητα αποτελεί μια μορφή ιερής κωμωδίας· μέσα από το γέλιο και την παράδοξη
συμπεριφορά μεταμορφώνει το καταγέλαστο σε αποκάλυψη, το αστείο σε γρίφο και το χαμόγελο σε ταπείνωση ή ευτελισμό.. Ο σαλός είναι εν ταυτώ και παρατηρητής και ενδοσκόπος· βλέπει τον κόσμο συμπάθεια και στρέφει το βλέμμα προς τα μέσα με
ασκητική αυτογνωσία. Είναι παρών και διάφανος, ενώνοντας μέσα του το εσωτερικό
και το εξωτερικό. Σε αντίθεση με τον επιστήμονα που αποπειράται την αλήθεια μέσω
ελεγχόμενων πειραμάτων, ο σαλός πειράζει και πειράζεται για το αληθές· αντί για το
πείραμα, μετέρχεται το πείραγμα, υπαινίσσεται, προκαλεί, ξυπνά την ψυχή, ζει το
υπάρχον ως σχεσιακό γεγονός. Περιπλανάται χωρίς να είναι πλανεμένος. Συνιστά μια
ενσαρκωμένη παραβολή: είναι ένας «παραβολικός άνθρωπος», δεν καθοδηγεί με
ηθικά παραδείγματα, αλλά διαταράσσει τον εφησυχασμό. Είναι άγρυπνος μέσα στην
έκκεντρη σιωπή του. Δεν ακολουθεί το ρεύμα, το αναχαιτίζει ή το διακόπτει.
Ο ζωγραφικός πίνακας που συμπληρώνει τη σελίδα είναι έργο του Ιωάννη Μητράκα.



Σας ευχαριστούμε εύστοχο κείμενο, αν μπορούσαμε να αφουγκραστούμε τη σιωπή θα μέναμε άφωνη από την καλοσύνη του μυστηρίου και θα γινόμασταν παιδιά μέσα στην χαρά της. Δίχως νου δεν υπάρχει νοημοσύνη. Η νοημοσύνη αφορά το μυστήριο της καρδιάς του ανθρώπου, έχει σχέση με τον αποφατισμό (σαλότητα του υπαρξιακού αινίγματος;) και την κλήση του προσώπου. Κακώς ονομάζουμε τεχνική νοημοσύνη τον ευνουχισμένο από θεία κλήση τόπο των μηχανών, κακώς υφίσταται και το ψηφιακή διακυβέρνηση (τα άλαλα και τα μπάλαλα θα διευθύνουν τον κόσμο είχε προφητέψει ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός), κακώς και το επαυξημένη πραγματικότητα ενώ θα έπρεπε να μιλάμε για επαυξημένες ειδωλικές απεικονίσεις αφού το είδωλο που συλλαμβάνει ο καθρέφτης μεταφέρουν και όχι πραγματικότητα κτίσεως, δηλαδή κτιστές συν τις αχώριστες άκτιστες ενέργειες.
Ένα άρθρο μου για την οσία Σοφία της Κλεισούρας και την δια Χριστόν σαλότητα: https://antifono.gr/i-osia-sofia-tis-kleisouras-kai-i-dia-chr/