Ένας αληθινός πατέρας

0
109

Χριστοδούλη μοναχή
[Μονή Βυτουμά, Ελλάδα—Μονή Λίντουλα, Φινλανδία]

Ένας Αληθινός Πατέρας  Αρχιεπίσκοπος Φινλανδίας Παύλος.
Άσκηση, ηγεσία, στοχασμός.

Μετάφραση από τα φινλανδικά, σημειώσεις, σχόλια, χάρτες: Ιωσήφ Ροηλίδης
Εκδόσεις Μαΐστρος Αθήνα 2024, 274 σσ.

 

 

 

του Ιωάννη Κουκκίδη, Δρ. Θεολογίας, ΑΠΘ

Το έργο «Ένας αληθινός πατέρας, Αρχιεπίσκοπος Φινλανδίας Παύλος, Άσκηση, ηγεσία, στοχασμός» είναι μετάφραση του Ιωσήφ Ροηλίδη από τα Φινλανδικά στα Ελληνικά του έργου της μοναχής Χριστοδούλης, πνευματικού τέκνου του αρχιεπισκόπου Φινλανδίας Παύλου, η οποία ασκήθηκε ως μοναχή στη μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Βυτουμά στην Ελλάδα και στη συνέχεια στη μονή Αγίας Τριάδος στη Λίντουλα της Φινλανδίας. Το έργο πρωτοκυκλοφόρησε στα φινλανδικά το έτος 2008.

Μετά τα «Λίγα λόγια του μεταφραστή» και τον Πρόλογο της συγγραφέως, ακολουθεί Πίνακας Περιεχομένων, Φωτογραφίες, Πηγές και Βιβλιογραφία και τέλος έργα της Ιδίας συγγραφέως. Το έργο καταλαμβάνει 272 σελίδες. Το σχεδιασμό και τη φιλολογική επιμέλεια της έκδοσης είχε η Μυρτώ Σταμιλιώτη. Τις φωτογραφίες και τον χάρτη επεξεργάστηκε ο μεταφραστής του έργου, Ιωσήφ Ροηλίδης. Βιβλιοθετήθηκε τον Απρίλιο του 2024 για λογαριασμό των εκδόσεων Μαΐστρος. Συμπεριλήφθηκε στη σειρά Ιεραποστολικές Σπουδές με αριθμό 5.

Το έργο αποτελείται από 16 ενότητες και 57 υποενότητες. Είναι ιδιαίτερα ευανάγνωστο και ενδιαφέρον. Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι υποσημειώσεις. Παρουσιάζουν με συντομία και περιεκτικότητα σημαντικές πληροφορίες σχετικές με θέματα ιστορίας, γεωγραφίας και πολιτισμού της Φινλανδίας.

Το βιβλίο είναι μια προσωπογραφία σε ένα τοπίο. Σκιαγραφείται η προσωπικότητα του αρχιεπισκόπου Παύλου (1914 – 1988) μέσα στην ιστορία και τη ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Φινλανδίας. Κυκλοφόρησε 20 χρόνια μετά την αναχώρηση του αρχιεπισκόπου από αυτόν τον κόσμο, επιδιώκει να τον παρουσιάσει πάνω απ’ όλα ως έναν πνευματικό οδηγό, ο οποίος εκ φύσεως αλλά και με το λόγο του οδηγούσε τους ανθρώπους προς μία, όλο και βαθύτερη σχέση με το Θεό (σ.15).

Η συνάντηση της Άννας-Λέενα Λάμπι, μετέπειτα μοναχής Χριστοδούλης με τον πατέρα αρχιεπίσκοπο, όπως πάντοτε τον προσφωνεί, αποτέλεσε σταθμό στη ζωή της. Μέσα από μια μακρά πορεία μετεστράφη στην Ορθοδοξία. Στην πορεία αυτή εμπνευστής και καθοδηγητής υπήρξε ο αρχιεπίσκοπος Παύλος. Περιγράφει τη ζωή της με τον πνευματικό της πατέρα και μας δίνει ένα μοναδικό πορτραίτο της προσωπικότητας και του έργου του νηπτικού και ιεραποστόλου αρχιεπισκόπου, όπως χαρακτηρίζεται ο βιογραφούμενος και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.

Η συγγραφέας ακολουθεί την ιστορία της οικογένειας Γκούσεφ (φινλαδοποιημένα Όλμαρι) από τη γέννηση του Γεώργιου / Γιούρι (ρωσικά) / Ούργιο (φινλανδικά) το 1914 στην Αγία Πετρούπολη μέχρι την κοίμησή του το 1988 στο Κουόπιο της Φινλανδίας.

Ο Ούργιο, γεννημένος ανήμερα της εορτής της Κοιμήσεως της Θεότοκου, βρισκόταν σε όλη του τη ζωή υπό την προστασία της Θεοτόκου και πάντοτε κατέφευγε σ’ Αυτήν. Θεοτόκε Παρθένε, χαρά μεγάλη έχουμε ατενίζοντας την αγία εικόνα σου, επειδή μπροστά της εκπληρώνονται οι ευσεβείς προσευχές… και οι εξαντλημένες δυνάμεις … ανανεώνονται (σ. 226) και Γίνε η μόνη προστάτης και το κουράγιο μας μπροστά στον Υιό σου (σ. 227) (απολυτίκιο και κοντάκιο εορτής εικόνας Θεοτόκου 7 Αυγούστου).

Ως σπουδαστής του ιερατικού σεμιναρίου στη Σόρταβάλα εντυπωσιάζεται από τον πρωτοπρεσβύτερο και πρύτανη Νικολάι Βάιμο που δίδασκε Λειτουργική (σ. 23). Τα μαθήματα τον ώθησαν στην αγάπη της λατρευτικής ζωής και του άναψαν τον πόθο για την αναστήλωση των πρωταρχικών λειτουργικών πρακτικών που είχαν εγκαταλειφθεί για αιώνες. Γι΄ αυτά αγωνίστηκε μέχρι το τέλος της ζωής του (σ. 23).

Μετά το τέλος του ιερατικού σεμιναρίου και της εκπλήρωσης της στρατιωτικής του θητείας τον συναντούμε ως δόκιμο μοναχό στη μονή Βαλαάμ στη λίμνη Λαντόγκα. Είχε την ευλογία γέροντάς του να είναι ένας φωτισμένος γέροντας, ο πατήρ Φώτης.  Το έτος 1938 σε ηλικία 24 ετών κείρεται μοναχός και λαμβάνει το όνομα Παύλος και το Νοέμβριο του ίδιου έτους ιερέας (σ. 25). Πράγματι σε ολόκληρη τη ζωή του εργάστηκε ακολουθώντας τα χνάρια του πρωτοκορυφαίου αποστόλου, ως ο Παύλος στην Εκκλησία της Φινλανδίας.

Επιμελείται το περιοδικό Aamun Koitto (Ηώς της ημέρας) μέχρι το 1955, αναλαμβάνει ως πρωτοψάλτης στην ενορία του Κουόπιο, η οποία και γίνεται πόλη του μέχρι το τέλος της ζωής του. Οργανώνει χορωδίες, επεξεργάζεται νέες εκδόσεις μουσικών βιβλίων για τη λατρεία, διοργανώνει αρκετές εκκλησιαστικές ημέρες ψαλτικής με εκκλησιαστικές χορωδίες από όλες τις ορθόδοξες ενορίες. Το καλοκαίρι του 1949 διευθύνει το πρώτο σχολείο κατήχησης μετά τον πόλεμο.

Το 1955 εκλέγεται βοηθός επίσκοπος και στις 29 Αυγούστου 1960 η Ζ΄ Κληρικολαϊκή Συνέλευση εκλέγει τον βοηθό επίσκοπο Παύλο Αρχιεπίσκοπο. Υπηρετεί στη θέση του αρχιεπισκόπου μέχρι την παραίτησή του το 1987.

Ως αρχιεπίσκοπος προΐσταται του ποιμαντικού μηχανισμού και των επίσημων αποστολών και εκπροσωπεί την Εκκλησία (σ. 69). Ανακαινίζει ναούς, ιδρύει κεντρικό κτήριο για στέγαση της διοίκησης, του ιερατικού σεμιναρίου, εκκλησιαστικό μουσείο (σ. 73). Σημαντικό μέρος της δράσης του είναι οι εκδόσεις και μεταφράσεις θεολογικών και πατερικών έργων, όπως η Φιλοκαλία (σ. 148, δες και σ. 123). Αγωνίζεται για τη θεολογική εκπαίδευση (σ. 192).

Το σημαντικότερο έργο του αρχιεπισκόπου ήταν το παράδειγμά του.

Για τον αρχιεπίσκοπο δεν υπήρχαν σπουδαίοι και λιγότερο σπουδαίοι άνθρωποι. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο, διαισθανόμενος τις πνευματικές ανάγκες των ανθρώπων χάριζε την προσοχή του ακόμη και σε ανθρώπους που είχε συναντήσει τυχαία. Δεν υπήρχε γι’ αυτόν σύμπτωση, αλλά αντιμετώπιζε τον κάθε άνθρωπο θεωρώντας ότι τον είχε στείλει ο Θεός (σ. 64). Μόνο οι πράξεις αγάπης αξίζουν, μόνον η αγάπη που μπορέσαμε να εκφράσουμε στη ζωή μας έχει σημασία (σ. 235). Όταν ρωτήθηκε πώς αισθάνεται για όσους τον έβλαψαν απάντησε: Πρώτα πρώτα νομίζω ότι διαγράφω μέσα μου τις κακές τους πράξεις. Δεν μπορώ να μισώ κανέναν ως άνθρωπο. Δόξα τω Θεώ! Ο άνθρωπος και οι πράξεις του είναι διαφορετικά πράγματα. Ο άνθρωπος μπορεί να μετανοήσει για τις κακές του πράξεις, αλλά η κρίση είναι του Θεού, όχι δική μου (σ. 230).

Ο αρχιεπίσκοπος αγαπούσε τη λατρεία της Εκκλησίας. Οι ακολουθίες στις οποίες χοροστατούσε απέπνεαν πολύ ιδιαίτερη ομορφιά και ευσέβεια (σ. 88). Οι ακολουθίες τελούνταν με ησυχία και ταυτόχρονα με ακρίβεια (σ. 89). Αν ρωτήσει κάποιος τους ορθοδόξους του Κουόπιο, ποιο ήταν το καλύτερο χαρακτηριστικό του αρχιεπισκόπου Παύλου, συχνά παίρνει την απάντηση «το ότι βρισκόταν πάντοτε στην Εκκλησία» (σ. 89). Ο ίδιος έλεγε «Η καθημερινή λατρεία αποτελεί την αναπνοή της ψυχής μας, την έκφραση της πίστης με όλη μας την ύπαρξη» (σ. 40). Η λατρεία δεν αποτελούσε ένα καθήκον για τον αρχιεπίσκοπο Παύλο, αλλά ήταν πηγή ζωής και χαράς. Θεωρούσε την ανάπτυξή της ως ένα από τα κύρια καθήκοντά του (σ. 90). Καυτηρίαζε το γεγονός ότι το εκκλησίασμα δεν άκουγε τις ευχές της λειτουργίας των πιστών, αλλά μόνο τις καταλήξεις τους (σσ. 91, 201). Προέτρεπε τους πιστούς να συμμετέχουν συχνά στη θεία κοινωνία (σ. 201). Η θεία λειτουργία και η νοερά προσευχή (σσ. 158-164) αποτελούσαν το κεντρικό στοιχείο του αρχιεπισκόπου (σ. 156). Η συγγραφέας μας λέει για τον αρχιεπίσκοπο: Δεν είχε αποστεωμένες απόψεις για τα εκκλησιαστικά θέματα, αλλά μπορούσε να αλλάξει τις απόψεις του, κατά τον βαθμό που η γνώση και η εμπειρία αυξάνονται (σ. 222, π.χ. εκκλησιαστική μουσική, εικονογραφία, ανάγνωση ευχών).

Ο αρχιεπίσκοπος ήταν απρόσιτος τόσο στη μομφή, όσο και στον έπαινο (σ. 117). Ήταν πολύ ντροπαλός ως άνθρωπος (σ. 81), η φωνή του ήταν μαλακή και ήρεμη (σ. 75), όλη η ύπαρξή του ήταν τέτοια ώστε να προκαλεί σεβασμό και θαυμασμό ακόμα και στα παιδιά (σ. 75), διέθετε καλή αίσθηση του χιούμορ το οποίο και καλλιεργούσε (σ. 116). Του άρεσαν τα ειλικρινή, καλοπροαίρετα πρόσωπα, οι άνθρωποι δίχως συμπλέγματα, οι ψυχικά καθαροί (σ. 238). Του άρεσε να κινείται με τον κόσμο (σ. 238).

Στη ζωή του ο αρχιεπίσκοπος αντιμετώπισε προβλήματα υγείας τα οποία τα αντιμετώπισε με πίστη και καρτερία. Δίδασκε: Αν τελικός μας στόχος είναι η βασιλεία του Θεού, η αρρώστια και τα βάσανα ωριμάζουν τις καρδιές μας, απαλλάσσοντάς τες από την προσκόλληση στην προσωρινή ζωή (σ. 231). Η ευχαριστία του Θεού έχει ήδη βιωθεί, και εξαιτίας των αμαρτιών μας ο Θεός μας επιτρέπει να υποφέρουμε έστω και λίγο. Τον ευχαριστούμε για όλα (σ. 239).

Το πρόσωπο και το έργο του έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης. Η μακρά και αξιοκρατική υπηρεσία του στην Εκκλησία, ο ασκητισμός της ζωής του, η αγάπη του για τη λειτουργική ζωή, η αγάπη του για τη μοναστική ζωή και ο ορθόδοξος πνευματικός τρόπος ζωής του, ήταν τα χαρακτηριστικά εκείνα γνωρίσματα ενός αξέχαστου αρχιποιμένος (σ. 247). Χαρακτηρίστηκε «άγγελος της Λειτουργίας» και «διδάσκαλος της Ευχαριστίας» (σ. 237). Ένας από τους αγίους της εποχής μας (σ. 205). Ο αρχιεπίσκοπος Παύλος άφησε ως κληρονομιά το πρότυπο του ασκητικού ποιμένα και το χριστιανικό παράδειγμα του πνευματικού αγώνα (σ. 248).

Τελικα  η φράση του πρωτοπρεσβύτερου και πρύτανη του ιερατικού σεμιναρίου Νικολάι Βάιμο για τον τότε νεαρό Ούργιο, μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Παύλο, «Αυτός ο άνθρωπος έχει προοριστεί από το Θεό», αποδείχτηκε προφητική (σ. 23).

Ο αρχιεπίσκοπος Παύλος ανήκει σ’ αυτούς για τους οποίους ο απόστολος Παύλος αναφέρει «αυτός σε άλλους έδωσε το χάρισμα … του ποιμένα και διδασκάλου, για να καταρτίζουν τους πιστούς για το έργο της διακονίας, ώστε να οικοδομείται το σώμα του Χριστού» (Εφ. 4,11-12).

Για το τέλος αυτής της βιβλιοπαρουσίασης άφησα έναν αυθαίρετο σχολιασμό για το εξώφυλλο του βιβλίου.

Στο εξώφυλλο εικονίζεται ο αρχιεπίσκοπος Παύλος με τα επισκοπικά διακριτικά, το λευκό επανωκαλύμαυχο, το εγκόλπιο και τη ράβδο μέσα σε ένα μαύρο φόντο. Θα πείτε ότι έτσι συναντούμε τις φωτογραφίες των επισκόπων. Αν το μαύρο χρώμα είναι το σκοτάδι του βορρά ή της εκκλησιαστικής κατάστασης που βρήκε ο αρχιεπίσκοπος τότε ο ίδιος αποτελεί φως στο σκοτάδι με τη φωτεινή του μορφή και το προσευχόμενο χέρι του.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ