Το μοναχικό σάβανον ως οδοιπορική υπόμνηση

1
560

     Στον κόσμο του μοναχισμού, το σάβανο δεν είναι η τελευταία στολή, αλλά η ύστατη ομολογία. Δεν τυλίγει το τέλος, αλλά χαρτογραφεί την οδό της ελευθερίας από τον εαυτό. Ο μοναχός δεν πεθαίνει όταν το φορέσει· ζει μέσα σε αυτό, ως σημάδι ότι έχει ήδη αποθάνει προς τον κόσμο, για να αναβιώσει εν Χριστώ. Απέριττο, απλό, αδιακόσμητο, το σάβανο γίνεται αντικατοπτρισμός της ψυχής που αποποιείται κάθε τι φθαρτό και θορυβώδες. Το φορά ο μοναχός όχι στη σιωπή του τέλους, αλλά στη σιγή που κυοφορεί την ανάσταση. Ένα κομμάτι πανί που γίνεται προσευχή άφωνη, υπαρξιακή, χαμηλόφωνη κραυγή: «Ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν». Εν τέλει, το σάβανο είναι η επιτομή της ελπίδας. Διότι, όταν ο κόσμος βλέπει θάνατο, ο ασκητής διακρίνει ανάπαυση. Ένδυμα απλότητας, προσκύνημα προς το φως. Δεν αγκαλιάζει μόνο το κορμί, αλλά και το φως που αργότερα θα το διαπεράσει.

  Το σάβανο, στον αθωνικό μοναχισμό, δεν είναι ένδυση του τέλους, αλλά συμβολή οδοιπορικού εγερμού. Δεν χρησιμοποιείται ως τελευταία τελετουργική επιφάνεια, αλλά ως εκκλησιολογικό έμβλημα, ησυχίαν ενδεδυμένο. Ο μοναχός το σάβανό του το διαθέτει από νωρίς. Το έχει φυλαγμένο, διπλωμένο, στο κελλί του ̇ όχι ως μακάβριο σημάδι, αλλά ως αγιολογική ομολογία. Ότι η ζωή του έχει ήδη παραιτηθεί από την αυτονομία· ότι δεν ανήκει πλέον στο εγώ, αλλά προσφέρεται ως άθλημα σχέσης· ως διάλογος μετά του Όντος. Στον άκοσμο κόσμο μας, ο θάνατος είναι ή λύση ή απειλή· στον μοναχό είναι μετάβαση. Δεν τον δέχεται με κυνική στωικότητα, αλλά με ιερουργική συμφιλίωση. Το σάβανο γίνεται η ρήξη με την πλάνη του προσχηματικού κόσμου, του ιδιοτελούς, του εξατομικευμένου ανθρώπου. Δεν κοσμεί το σώμα· απο-κοσμεί την ψυχή.

  Το υλικό του, ανεπιτήδευτο · βαμβακερό ή λινό· ακοινώνητο στη χλιδή του φερέτρου. Τίποτα το πολυτελές· τίποτα το θριαμβευτικό. Η ανάπαυση δεν ζητεί επιτάφιο στολισμό, αλλά όρον της μετάνοιας. Ακόμη και ο σταυρός που το στολίζει δεν είναι διακοσμητικός· είναι υπαρξιακή ένσταση: «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε». Εκεί, στον πηλό του κελλιού, το σάβανο γίνεται υπενθύμιση σχέσης. Σχέσης απελπισμένης από τη λογική του κόσμου· σχέσης ικετευτικής, ελέους και προσδοκίας· σχέσης αναμενόμενης, μεταβλητικής. Το σάβανο δεν προσφέρει θέαμα, αλλά υπενθυμίζει το αθέατο νόημα. Δεν κρύβει, αλλά αναπέμπει. Το σάβανο δεν τελειώνει, αλλά μεταποιεί.

  Επί της γης, ο μοναχός κηδεύεται ως ετάφη. Μετά τριετίαν ανασύρεται. Και τότε, το κρανίο του ασπρίζει, γαλακτίζει· μαρτυρεί ότι η σάρκα ηττήθηκε με ησυχία. Ότι ὁ θάνατος δεν έκλεισε την υπαρξιακή επαφή, αλλά την εναπέθεσε στη σιωπή του Όντος. Διότι στην Ορθοδοξία, ούτε το σάβανο είναι ιδιωτικό συμβάν· είναι λειτουργικό, συμβολικό μέλος της εκκλησιαστικής εμπειρίας. Ακόμα και στον θάνατο, η σχέση διασώζεται. Και το υφασματένιο εκείνο ένδυμα, η ακραία λιτότητα, γίνεται το πλέον εκφραστικό σώμα της ελευθερίας.

 

Ο ζωγραφικός πίνακας που συμπληρώνει τη σελίδα ("Η Ανάσταση", 1917-19) είναι έργο του Κωνσταντίνου Παρθένη.

1 σχόλιο

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ