Πέρα από τον Χάιντεγκερ: Ανακαλύπτοντας την Ηθική

7
1468

Με την φιλοσοφία του Χάιντεγκερ έχουμε ασχοληθεί αρκετές φορές στο παρελθόν. Θα προσπαθήσουμε τώρα να μελετήσουμε τη σχέση του στοχαστή του μέλανος Δρυμού με την ηθική. Ποια είναι η θέση της ηθικής στο έργο του;

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Κατά τον Γερμανό φιλόσοφο αυτό που λέμε «άνθρωπος» είναι στην πραγματικότητα ένα «ενθάδε-είναι» (Da-sein), το οποίο «είναι- ήδη-μέσα- στον-κόσμο», καθώς πάντοτε εμπλέκεται σε μια δραστηριότητα (activity). Έχουμε ασχοληθεί αρκετά με αυτή την αντίληψη στο άρθρο μας «Η καλύβα του Χάιντεγκερ και το πρόσωπο», όπου επισημάναμε ότι σύμφωνα με τον συγκεκριμένο στοχαστή η «θεωρία» είναι παράγωγη. Ο άνθρωπος βρίσκεται σε μια δραστηριότητα, π.χ. φτιάχνει μια καλύβα, και υπάρχουν γύρω του ως «πρό-χειρα» τα διάφορα εξαρτήματα και εργαλεία, π.χ. σανίδες, σφυριά, καρφιά κ.λπ., τα οποία μάλιστα προηγούνται της δικής του «βούλησης» και «πρόθεσης» να προβεί σε αυτό το έργο- π.χ. για να στεγάσει ένα αγαπημένο του πρόσωπο. Ο φιλόσοφος βέβαια θα πει ότι υπάρχει και το λεγόμενο «συνείναι», η σχέση του «Da-sein» με άλλα «Dasein», αλλά αυτό, παρά τις προσπάθειες ορισμένων να εξωραΐσουν τη φιλοσοφία του, έρχεται δεύτερο. Το είναι ήδη μέσα στον κόσμο σημαίνει για αυτόν «δραστηριότητα».

Αυτή είναι και η βασική θέση του Χάιντεγκερ την οποία θέλουμε τώρα –στο μικρό μέτρο των δυνάμεών μας- να υποβάλουμε σε κριτική. Λοιπόν, αυτό που έχει περισσότερο σημασία για τον άνθρωπο- θα μιλήσουμε εδώ για άνθρωπο και όχι για «Ενθάδε-είναι»- είναι ότι «πράττει». Τι σημαίνει «πράττω»; Οι φιλόσοφοι καταγίνονται αρκετά με την συγκεκριμένη έννοια, η οποία και τους απασχολεί ήδη από τον καιρό του Αριστοτέλη. Όταν χτίζω μια καλύβα, απορροφημένος εξολοκλήρου από την «δραστηριότητα» αυτή, που είναι πρότερη της σχέσης μου με τους άλλους («Συνείναι»), τότε δεν «πράττω». Για να υπάρξει πράξη, πρέπει πρωτίστως να εμπλέκονται εξαρχής, «ήδη», και άλλα πρόσωπα. Χτίζω μια καλύβα για να στεγάσω ένα αγαπημένο μου πρόσωπο και το κάνω αυτό επειδή προηγείται η αγάπη μου για αυτόν τον άλλο- αυτό είναι «πράξη».

Ας πάρουμε την περίπτωση που είμαι εξαρτημένος από το αλκοόλ, προμηθεύομαι αλκοόλ και πίνω άφθονη ποσότητα. Άραγε «πράττω»; Όχι, γιατί, δεν ενεργώ, αλλά μάλλον, όπως έλεγαν οι Πατέρες, «ενεργούμαι», είμαι θύμα του λεγόμενου «πάθους» μου. Τι είναι ένα πάθος; Ο Αριστοτέλης προσέγγισε αρκετά το βαθύτερο νόημα της συγκεκριμένης λέξης. Το πάθος, λέγει, είναι η «δευτέρα φύσις μου» (ο όρος αποδίδεται σε αυτόν, μολονότι ρητώς δεν αναγράφεται στα συγγράμματά του). Η δευτέρα φύσις είναι κάτι περισσότερο από μια απλή έξη, την συνήθεια. Σημαίνει ότι πια η έξη πέρασε σε βαθύτερο επίπεδο, διείσδυσε μέσα στην ψυχή, ζυμώθηκε μαζί της και τώρα πια είναι σχεδόν αδύνατον να απαλλαγεί κανείς από αυτήν. Οι Πατέρες της Εκκλησίας, και μάλιστα οι ασκητικοί, έδωσαν και την πλήρη ερμηνεία του όρου: το «πάθος» θα πει αιχμαλωσία μεν σε κάτι κακό, σε μια συνήθεια, η οποία όμως έχει και ηθική σημασία. Έχει επέλθει και ηθική αλλοίωση. Αυτός που είναι κοιλιόδουλος, «λαίμαργος», δεν έχει γίνει απλώς δούλος του φαγητού, έχει από ηθική άποψη παραδώσει την ψυχή του στην τρυφή, στην άνεση και την πολυτέλεια. Ο «τρυφηλός» είναι και αυτός ηθικά εξαχρειωμένος. Κάτι βαθύτερα μέσα στην ψυχή του έχει αλλάξει και πάλι από ηθική άποψη- είναι «αιχμάλωτος» του πάθους του. Οπότε στον κόσμο της πράξης κυριαρχεί η ηθική.

Η ηθική εμπλέκει πάντα μέσα της τον συνάνθρωπο- κάνει λάθος ο Χάιντεγκερ που νομίζει ότι η ηθική είναι και αυτή παράγωγη του «είναι-ήδη-μέσα-στον-κόσμοο». Η Ηθική έχει πρώτιστη σημασία. Ο Εμμανουέλ Λεβινάς, μαθητής αλλά και αυστηρός κριτής του Γερμανού φιλοσόφου, ρωτά: «Είμαστε μήπως θύματα της ηθικής;». Μήπως δηλαδή πιστεύουμε ότι αυτή έχει κάποια πρωτεύουσα σημασία αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για κάτι δευτερεύον, παράγωγο; Ο γαλλοεβραίος φιλόσοφος, αντίθετα από τον Χάιντεγκερ, πιστεύει ότι η ηθική υπάρχει πριν καν διανοιχτεί το πεδίο του κόσμου, ότι ξεπροβάλλει όταν ο άλλος, ή μάλλον ο «Άλλος» (γιατί στον Λεβινάς θεωρείται «άπειρος») εμφανίζεται στον φαινομενολογικό ορίζοντα και κραυγάζει: «Μη με σκοτώσεις». Πρόκειται για μια σημαντική πρόοδο σε σχέση με τον Χάιντεγκερ. Ωστόσο, θα λέγαμε, μάλλον, ότι ο Άλλος δεν ξεπροβάλλει σε κανέναν φαινομενολογικό ορίζοντα. Είναι πάντα ήδη-εδώ, ως «ο πατέρας». Η ύπαρξή μου είναι δοσμένη, οφείλεται σε αυτόν. Αυτός με «γέννησε»- η πράξη της γέννησης δεν είναι απλά κάτι που αφορά τον κόσμο της βιολογίας. Γέννηση σημαίνει ανάδυση στο Είναι, δωρεά του Είναι, πάλη και αγώνα εντός του Είναι. Ο πατέρας μου είναι «μεγαλύτερος» από μένα: δεν πρόκειται για μια ηλικιακή διαφοροποίηση. Αυτό θα πει ότι ο πατέρας έχει ήδη διανοιχθεί στο Είναι, έχει διαμορφώσει τον κόσμο ως κόσμο, με καλεί να υπάρξω. Είμαι το αποτέλεσμα μιας «κλήσης».

Όταν ο Αβραάμ φώναξε τον γιο του Ισαάκ για να τον θυσιάσει στον Θεό, αυτός απάντησε: «ιδού εγώ». Ο όρος αυτός, το «ιδού» σημαίνει ότι στην απάντησή μου μέσα «συνάζω», τρόπον τινά, ολόκληρο τον εαυτό μου, ότι μπορώ και τον περιμαζεύω, τον συγκεντρώνω, «ενώπιον» ενός άλλου. Δεν πρόκειται όμως ακριβώς για ένα «ενώπιον»: «εγώ»-«συ». Έτσι θα διολισθαίναμε στον περσοναλισμό. Αυτός που με καλεί είναι «πλείον εμού». Το όνομά του ο πατέρας το παίρνει γεννώντας τον υιό. Μπορεί να είναι ικανός να κατασκευάζει ένα σωρό πράγματα, να τα «βγάζει πέρα», όπως λέγει ο Χάιντεγκερ («coping with») με τις καταστάσεις του κόσμου, αλλά δεν υπάρχει για αυτόν η λεγόμενη «everydayness» (όρος που σημαίνει στον Χάιντεγκερ «ζω στην καθημερινότητα») δίχως την έκπληξη που συνιστά το γεγονός της γέννησης του υιού του. Της γέννησης του υιού προηγείται ο «έρως», που θα πει το ξεχείλισμα του Είναι, το πλήρωμα της «ουσίας» του πατέρα, η έκπληξή του μπροστά στο θαύμα που λέγεται «υιός». Ο υιός αναδύεται στον ορίζοντα, σαν δικό του αλλά και μη δικό του «έργο». Είναι δικό του, γιατί αυτός τον γέννησε με το ξεχείλισμα της ύπαρξής του – ξεχείλισμα μυστηριώδες και υπέρτερο κάθε βιολογίας, «πράξη» με όλη την σημασία του όρου. Ωστόσο, δεν είναι και δικό του, γιατί χάρη στον υιό γίνεται και ο ίδιος «πατέρας», παίρνει το όνομά του. Το όνομα είχε στους αρχαίους λαούς μυστική σημασία. Δεν ήταν απλώς μια «ταμπέλα», που κουβαλούσε κανείς πάνω του εφ’ όρου ζωής, για να διακρίνεται από τους άλλους. Ήταν ένα μυστηριώδες εφόδιο ύπαρξης, μια λέξη που  ενείχε μέσα της τρομερή σημασία, ήταν ο κρυμμένος εαυτός αποδοσμένος σε μια σαν αστραπή σημασία. Ο πατέρας λοιπόν παίρνει το όνομά του από το βλέμμα του υιού, για τον οποίο έχει ήδη διανοίξει τον κόσμο. Ή μάλλον, ο κόσμος είναι για αυτόν η «ουσία», όπως λέγει η παραβολή του Ασώτου Υιού, που έπρεπε να κληροδοτήσει στο παιδί του.

Ο υιός έρχεται και λέγει στον πατέρα, «δος μοι το επιβάλλον μέρος της ουσίας». Δώσε μου το μέρος της «ουσίας», περιουσίας, που μου αναλογεί. Η περιουσία του πατέρα ήταν ο «κόσμος» του. Όχι με στεγνά ιδιοκτησιακούς όρους. Ήταν το σπίτι μέσα στο οποίο ο ίδιος «κατοικούσε», ως πάροικος και παρεπίδημος από την γη, που χρειαζόταν όμως ασφάλεια και θαλπωρή. Ήταν οι αγροί που είχε ο ίδιος ξεχερσώσει και μεταβάλει σε εύφορο έδαφος, ήταν τα ζώα που είχε «ημερέψει». Ο κόσμος του πατέρα είναι ένα κομμάτι παραδείσου μέσα σε ένα κατά τα άλλα άγριο περιβάλλον, εχθρικό περίγυρο, τόπο «θηρίων». Ο πατέρας είχε αυτόν τον κόσμο, αλλά ενώ του ανήκε, καθώς με «ιδρώτα» και μόχθο έφτιαξε ό,τι έφτιαξε, έρχεται ο υιός, και εντελώς φυσικά, σαν να τα εργάστηκε αυτά όλα μόνος, λέγει: «δος μου την ουσία, την περιουσία». Η λέξη «ουσία» που χρησιμοποιεί το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο είναι εντυπωσιακή. Παράγεται από το ρήμα «ειμί», το πλέον βασικό ρήμα της ελληνικής, το κατεξοχήν υπαρξιακό ρήμα (ο Θεός είπε στον Μωυσή: «Εγώ ειμί ο Ων»), και όμως το υποσκελίζει. Αποδίδει την λέξη σε κάτι υλικό, στα πολλά και διάφορα «αγαθά» του πατέρα, και θα πούμε αργότερα το γιατί. Ωστόσο, αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο υιός, εντελώς άνετα και φυσικά, οικειοποιείται τον κόσμο του πατέρα: «δος μου το βιος σου, δος μου τον κόσμο σου». Και ο πατέρας ούτε που διανοείται να αρνηθεί, να πει «όχι» σε αυτό το βλέμμα χάρη στο οποίο είναι πατέρας.

Το Ευαγγέλιο λέγει ότι ο πατέρας «διείλεν αυτοίς τον βίον». Αυτή τη φορά δεν γίνεται λόγος για «ουσία», αλλά για «βιος», για περιουσία. Ο κόσμος έχει εκπέσει. Μεταβάλλεται σε εκείνο το θλιβερό ιδιοκτησιακό καθεστώς, σε τόπο που «μου» ανήκει. Τότε γεννιέται και το ψυχολογικό «εγώ», αυτό που ορθώνεται έναντι ενός «συ», συναγωνιζόμενο μαζί του. Και ο υιός φεύγει μακριά παίρνοντας την περιουσία, όπου και ζει «ασώτως». Είναι αυτό που δεν «σώζεται», δεν μπορεί να διασωθεί, είναι καταδικασμένο σε θάνατο. Ο θάνατος είναι πράξη του υιού. Ο άνθρωπος δεν είναι ένα-είναι-προς-θάνατον, όπως λέγει ο Χάιντεγκερ. Ο Θεός είπε στον Αδάμ ότι την μέρα που θα φάγει τον απαγορευμένο καρπό, θα πεθάνει. Ο Αδάμ γεύθηκε αυτόν τον καρπό, και όμως δεν πέθανε. Αυτός που έκανε ενεργό τον θάνατο ήταν ο Κάιν, ο υιός, από φθόνο. Ο φθόνος είναι η βασική στάση που αντιστρατεύεται τη ζωή. Είναι μια ρωγμή μέσα στον κόσμο του Είναι, το πρωταρχικό αμάρτημα, γιατί σφετερίζεται τη ζωή του άλλου ως άλλου. Φθόνος δεν θα μπορούσε να υπάρχει εναντίον του πατέρα- ο Κάιν δεν φθόνησε τον Αδάμ. Ενώπιον του πατρός ο φθόνος γίνεται μια α-νοησία. Και τότε εφευρίσκεται ο «αδελφός». Είναι αυτός τον οποίο μπορεί να φθονεί κανείς, γιατί υφαρπάζει την πατρική αγάπη, γιατί η πατρική αγάπη φαινομενικά μοιράζεται, γίνεται σχισμένος χιτώνας, κουρέλια. Ο φθόνος φέρνει μαζί του και την ψευδολογία: «Πού είναι ο αδελφός σου, ο Άβελ;», ρώτησε ο Θεός τον Κάιν, κι εκείνος απάντησε, «μήπως είμαι εγώ φύλακας του αδελφού μου;».

Παρομοίως, και ο άσωτος φεύγει μακριά, πηγαίνει στον τόπο όπου δεν φθάνει το πατρικό βλέμμα. Είναι η χώρα των διασκεδάσεων και της τρυφής, του «διασκορπισμού», της προσπάθειας να γίνει κανείς γεννήτορας του ίδιου του εαυτού του, να αποτολμήσει να πει «εγώ ειμί ο ων». Αυτολατρεία. Αρνείται κανείς να δει την ύπαρξή του ως «δοσμένη», πράγμα που ως ένα σημείο κατάλαβε και ο Χάιντεγκερ, όταν μίλησε για τον «Ενθάδε-είναι» ως «ερριμμένο» στον κόσμο. Το «Ενθάδε-είναι» κατέχει έναν τόπο, που ισοδυναμεί με την ου-τοπία. Είναι στην πραγματικότητα ανέστιο. Έτσι βιώνει την ύπαρξή του. Αλλά, κανονικά, αυτός του οποίου η ύπαρξη είναι δοσμένη, θα πρέπει να νιώθει ευγνώμων. Παρόλο που δεν γέννησε ο ίδιος τον εαυτό του, είναι άκρως ελεύθερος και ζει την πληρότητα του είναι. Γιατί ο πατέρας τον έφερε στην ύπαρξη «εκ της ουσίας» αυτού. Αυτός και ο πατέρας του είναι στην πραγματικότητα ένα. Το ότι γεννήθηκε εκ της «ουσίας» του πατρός σημαίνει ότι ήλθε στην ύπαρξη από τα πιο ανομολόγητα βάθη του εαυτού, ότι είναι και για τον ίδιο τον πατέρα μια έκπληξη, μία φωτοφάνεια. Η σημερινή φιλοσοφία δεν τα πάει καλά με την λέξη «ουσία». Ο Χάιντεγκερ, για παράδειγμα, θα εξανίστατο μπροστά στην ιδέα ότι το Ενθάδε-είναι μπορεί να έχει ουσία. Η ουσία του είναι να μην έχει ουσία, να είναι μια απορία, μια διερώτηση. Αλλά το θαυμαστό για τον Πατέρα είναι ότι την στιγμή που γεννά τον Υιό τότε και ο ίδιος έχει «ουσία», τότε έχει όνομα. «Πατήρ». Η ουσία δεν ήταν κάτι που βαθμιαία έκτισε ο πατέρας, λες και ήταν «βιος», που περιμάζεψε και σμίλεψε με τα χρόνια, που κράτησε κοντά του ως «απόθεμα». Μόνο ο έρως μπορεί να δώσει ουσία στον γεννήτορα. Την στιγμή που γεννά τον υιό, αυτή τη στιγμή που καταργείται κάθε βιολογία και υποχωρεί η όποια σάρκα, αυτή τη στιγμή που δεν αρκεί να σκέπτεται και να στοχάζεται κανείς -«cogito ergo sum»-, αλλά για να επιβιώσει πρέπει να αγαπήσει και να αγαπηθεί, αυτή την στιγμή είναι που γεννιέται η ουσία. Ο πατήρ με αυτή την ουσία και εξ αυτής της ουσίας γεννά τον υιό, που είναι «ομοούσιος». Ο πατέρας είναι μεγαλύτερος από τον Υιό, γιατί είναι ομοούσιος μαζί του. «Ο πατήρ μου μείζων μου εστί», γιατί «πάντα όσα έχει ο Πατήρ δέδωκεν τω Υιώ». Δεν πρόκειται για ένα συμβόλαιο, με το οποίο ο πατέρας μεταβιβάζει μετά θάνατον την περιουσία του στον γιο του. Η πράξη της γέννησης, αυτή που καθιστά και τον Πατέρα Πατέρα, είναι η στιγμή, όπως είπαμε, και της έλευσης της «ουσίας». Αυτήν ακριβώς την «ουσία», το μερίδιό της, είναι που απαιτεί ο άσωτος. Μα πώς μπορεί κανείς να απαιτεί αυτό που έχει ήδη; Γι’ αυτό και ο πατέρας, ξαναλέμε, του δίνει απλά «βιος», όχι πια «ουσία». Αυτή την έχει ήδη.

Ο Χάιντεγκερ μίλα για την «everydayness», την καθημερινότητα. Είναι στην πραγματικότητα μια ειδυλλιακή λέξη. Η καθημερινότητα μεταξύ του πατρός και του υιού είναι η εργασία της γης. Ο πατέρας έχει «αποσυρθεί», θεληματικά έχει γίνει «γέρων», για να μπορεί ο γιος του να είναι «βασιλεύς» πάσης της κτίσεως, να δίνει ονόματα στα όντα, να μιλά με γλώσσα καινή, να βιώνει τον κόσμο ως δώρο. Μιλήσαμε για τον κόσμο που είναι έργο του πατρός. Αυτός ο κόσμος δεν έχει άλλη σημασία από το να είναι ακριβώς ένα «δώρο», κάτι που στον Χάιντεγκερ είναι αδιανόητο. Είμαι-ερριμμένος-ήδη-μέσα-στον-κόσμο, και ο κόσμος ρέπει προς την φθορά. Ως εκ τούτου είναι η αγωνία (anxiety) η βασική υπαρξιακή στάση του Ενθάδε-Είναι, αυτή που απειλεί ότι τα πάντα θα επανέλθουν στη φθορά. Ο κόσμος ρέπει προς το μηδέν, επειδή κατάγεται από το μηδέν. Αυτό που διασφαλίζει ότι δεν θα περιπέσει στο μηδέν, είναι ακριβώς η πρόνοια του πατέρα. Συνεχίζει να συντηρεί τον κόσμο. «Ο Πατήρ μου έως άρτι εργάζεται». Και η γλώσσα την οποία μιλούν μεταξύ τους ο πατήρ με τον υιό είναι ο κόσμος. Για να μπορέσει με την σειρά του και ο υιός να γίνει πατήρ, να στολίσει την Σουλαμίτιδα κόρη του Άσματος των Ασμάτων «με όλα της γης τα αρώματα».

Μακριά από τον Πατέρα, αρχίζει πια για τον άσωτο η τρυφή. Είναι αυτό που ο Χάιντεγκερ θα έλεγε «ζωή με τους πολλούς». Είναι πραγματικά καταστροφική αυτή η στιγμή που εξευτελίζει κανείς τη ζωή του «μες τες πολλές συνάφειες και ομιλίες», όπως λέγει και ο μεγάλος μας Καβάφης –σπάνια άλλος ποιητής έζησε τόσο έντονα την δραματικότητα του Είναι. Είναι, όπως είπαμε, ο τόπος της δια-σκέδασης, του διαμελισμού μάλλον, την στιγμή που κατεβαίνουν από το βουνό οι Μαινάδες για να κατασπαράξουν τον Διόνυσο. Οι ιέρειες και λάτρεις του θεού του κρασιού είναι αυτές οι οποίες τον διασκορπίζουν σε σάρκες. Αυτή η στιγμή ίσως θα έπρεπε να αντιπαραβληθεί με την χαϊντεγκεριανη ζωή με τους «πολλούς», για τους οποίους μιλήσαμε. Είναι η στιγμή που το σώμα αυτονομείται, το τραγούδι γίνεται απλά ένας ήχος, η ομορφιά έφυγε, καθώς απομακρύνθηκε από καιρό η μέλλουσα νύφη, η Σουλαμίτιδα – αυτή δεν είναι φθονερή, αλλά θέλει την αποκλειστικότητα.

Ο πατέρας περιμένει. Είναι εντυπωσιακό ότι στον Χάιντεγκερ, και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των ειδικών να μιλήσουν για «διυποκειμενικότητα» στο έργο του, αυτή απουσιάζει πλήρως- δεν υπάρχει κανείς άλλος, παρά μόνο «οι πολλοί». Δηλαδή κανείς. Αλλά στην πραγματικότητα στη ζωή υπάρχει πάντα κάποιος που περιμένει. Το γεγονός ότι σε αναμένουν, ακόμη κι αν λείπεις είκοσι χρόνια στην Τροία και στην θάλασσα, ακόμη κι αν οι μνηστήρες μιλούν για τη χαρά της λήθης, ακόμη κι αν ο Φήμιος ακόμη υπέκυψε και δεν λέγει πια τραγούδι για σένα, το σημαντικό είναι ότι στη ζωή πάντα υπάρχει κάποιος να σε περιμένει. Αυτό είναι ένα υπαρκτικό χαρακτηριστικό. Στον σημερινό κόσμο σε ξεχνούν αμέσως- ο θάνατος έγινε μια τυπική διαδικασία αν-αλήθειας. Δηλαδή ακύρωση της λήθης της λήθης, όπως θα έλεγε ο Γερμανός φιλόσοφος. Χάθηκε το πένθος. Γιατί, στον αρχαίο κόσμο, σε περίμεναν πενθώντας, σε πενθούσαν όταν πέθαινες. Αυτό σημαίνει ότι σε τραγουδούσαν. Και το τραγούδι είναι αυτό που καταδεικνύει ότι υπάρχει πάντα κάποιος να σε περιμένει. Σε οποιοδήποτε πολιτισμό. Ο πατέρας κοίταζε κατά τον φαινομενολογικό ορίζοντα- τώρα πια υπάρχει ορίζοντας- και διαρκώς παραμόνευε για να δει τον γιο του να επιστρέφει.

Εκείνος όμως είχε ήδη από καιρό χάσει αυτό που δεν γινόταν να σωθεί- όντας «άσωτος»-, κι «έβοσκε πια χοίρους». Κάτι που απαγορευόταν στους Εβραίους, γιατί ο Νόμος δεν επέτρεπε την κατανάλωση χοιρινού. Έκανε το πιο ευτελές επάγγελμα κι έτρωγε το πιο ευτελές φαγητό, τα βελανίδια που προορίζονταν για τα ζώα. Το ανθρώπινο σώμα θέλει κι αυτό να τραφεί- δεν είναι απλά ο άνθρωπος που ζητά ως ολότητα την τροφή, είναι πρωτίστως το σώμα που θέλει την καθαρά τροφή. Οι ειδικοί λένε ότι αν δεν αγγίζει κανείς τα νεογνά, αυτά αρνούνται να φάνε και πεθαίνουν. Και τώρα πια τον άσωτο δεν τον άγγιζε κανείς. Δεν ήξερε τι θα πει «αγκάλη». «Ελθών δε εις εαυτόν», λέγει το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο. Ο άσωτος ήλθε στον «εαυτό» του. Είναι η στιγμή της Ηθικής. Ο Χάιντεγκερ την είχε αποκλείσει από το έργο του. Μιλά βέβαια για αυθεντικότητα και αναυθεντικότητα, ωστόσο αυτό στην πραγματικότητα δεν έχει να κάνει τίποτε με το «Συνείναι», το οποίο, όπως επισημάναμε, στην ουσία σημαίνει πάντα συγχρωτισμός με τους «πολλούς». Η Ηθική κατά κάποιο τρόπο δεν υπήρχε όταν γεννήθηκε ο υιός, γιατί τότε τα πάντα ήταν οντολογία. Η κοινή ουσία ήταν αυτή που διασφάλιζε το μέγιστο γεγονός της αγάπης ως οντολογικής κατηγορίας. «Ο Πατήρ θέλει τον Υιό και ο Υιός τον Πατέρα», γραφεί κάπου ο Μέγας Αθανάσιος. Όταν ο πατέρας γεννά, ξέρει ότι φέρνει στον κόσμο ένα πλάσμα «εκ της ουσίας αυτού», όπως είπαμε, και φύσει είναι και για τους δυο τα πάντα κοινά. Η ηθική γεννιέται ως ανάκληση. Ο Εμμανουέλ Λεβινάς λέγει ότι η Ηθική γεννιέται όταν εμφανίζεται στον φαινομενολογικό ορίζοντα ο Άλλος, όντας άπειρος, και κραυγάζει: «μην με σκοτώσεις». Αλλά, όπως είπαμε, ο φαινομενολογικός ορίζοντας όταν γεννιέται ο υιός δεν υπάρχει – γιατί μαζί με τον υιό γεννιέται και ο κόσμος. Έτσι η Ηθική είναι στην πραγματικότητα μια μνήμη, η μνήμη της Οντολογίας. «Ελθών δε εις εαυτόν»: είναι κάτι περισσότερο από τη φωνή της συνείδησης, επίσης κάτι περισσότερο από τις τύψεις για την άσωτη ζωή. Είναι η στιγμή της αποκάλυψης, της φωτοφάνειας, όταν ξαφνικά μέσα από όλο τον συρφετό των ηδονών και των διασκορπισμών, και κατόπιν του βοσκήματος των χοίρων και της κατανάλωσης των βελανιδιών, ανακαλύπτει κανείς την οντολογική του δόξα. Ο άνθρωπος είναι μια δωρεά στο είναι, η ύπαρξή του, ξανάλεμε, είναι δοσμένη, αλλά περιέργως η ύπαρξή του δεν ταυτίζεται με τον ίδιο τον εαυτό του: είναι ένας εικονισμός. Ποτέ δεν θα μπορέσουμε να δώσουμε μια εξαντλητική περιγραφή του συνανθρώπου. Όσο τον γνωρίζουμε «προσωπικά», ενώπιος ενωπίω, τόσο και περισσότερο μας φαίνεται μια έκπληξη. Όσο περισσότερο αποκαλύπτεται, τόσο περισσότερο κρύβεται. Αυτός ο αποφατισμός της παρουσίας του συνανθρώπου είναι κάτι που περισσότερο από τους φιλοσόφους κατάλαβαν μάλλον οι μεγάλοι λογοτέχνες. Η πιο εμβληματική φράση είναι αυτή του Παπαδιαμάντη, στον «Χριστό στο Κάστρο», το περίφημο διήγημα που περιγράφει την μετάβαση του ιερέως και του ποιμνίου του, χειμώνα καιρό, στο εκκλησάκι της Γέννησης, στο Κάστρο, για να το «λειτουργήσουν». Ταξίδεψαν νύχτα, και το πρωί, όταν χάραξε η μέρα, κοίταξε ο ένας το πρόσωπο του άλλου σαν να ήταν η πρώτη φορά που το αντίκριζε. Ο άνθρωπος, έχει δίκιο ο Λεβινάς, είναι άπειρος, και αυτή η απειρία μεταβάλλεται σε αέναη έκπληξη. Αυτή η απειρία είναι που παραπέμπει όμως έξω από τον εαυτό της, στον «εικονισμό»: ακριβώς τον εικονισμό του Απείρου. Γιατί το Άπειρο μπορείς να το κατέχεις μόνο σαν εικόνα, η οποία- σύμφωνα με τον γάλλο φιλόσοφο Ζαν-Λυκ Μαριόν- είναι το αντίθετο του ειδώλου. Το είδωλο, όσο ελκυστικό και αν είναι, σταματά το βλέμμα, το αρπάζει, το καθηλώνει. Ενώ αντιθέτως η εικόνα είναι το πρόσωπο του άλλου: αυτό που σου επιτρέπει να δεις μέσα από το ίδιο το βλέμμα, αυτό που σπρώχνει το βλέμμα παραπέρα, αυτό που γεννά το μυστήριο της φιλίας. Ο φίλος είναι αυτός που θα έρθει τη νύχτα, όπως είπε ο Χριστός, να σε ξυπνήσει, γιατί χρειάζεται ψωμί. Δεν θα ντραπεί να χτυπήσει την πόρτα- το κάλεσμα του φίλου μπορεί να είναι και μέσα στα μεσάνυχτα. Και θα σηκωθεί ο φίλος για να σου δώσει ψωμί.

Η Ηθική επιστρέφει. Ο άσωτος αποφασίζει να γυρίσει πίσω στον Πατέρα. Είναι τραγικό πρόσωπο. Ξέρει ότι είναι ο Άρχων, ο Βασιλεύς, αυτός για τον οποίο ξενυχτά ο πατέρας. Αλλά όλα αυτά τα αρνείται: θα πάει σαν ο έσχατος δούλος. Και όταν φθάνει στον Πατέρα, που τρέχει έξαλλος να τον αγκαλιάσει, πάει να ψελλίσει κάτι σαν «πάρε με για δούλο σου». Μέσα στον εναγκαλισμό αυτό κρύβεται στην πραγματικότητα όλη η Φαινομενολογία. Η ορθόδοξη πατερική γραμματεία μιλά για τον «Νου» και την ενέργειά του. Όταν ο Πατέρας αγκαλιάζει τον υιό δεν είναι απλά ότι νιώθει στοργή, μια συναισθηματική αγάπη, μια ευσπλαχνία. Ο νους του, αν μπορούμε να το πούμε αυτό, ξεπερνώντας ακόμη και τον ίδιο τον λόγο, στρέφεται ολόκληρος προς τον υιό, και τον απολαμβάνει ακριβώς νοερά, μέσα στην έσχατη ευφροσύνη. Διερευνά τα άπειρα βάθη του υιού του, σε μια αγωνιώδη και μυστική προσπάθεια να αδράξει την ανάσα του κορμιού και της ψυχής του, σε μια τρομερή προσπάθεια να επανεβεβαιωθεί στην ύπαρξη δίχως να θέλει καν να επιβεβαιωθεί: «την πάσαν δόξαν δέδωκεν τω υιώ». Τα συναισθήματα, αυτά που ξέρουμε ως συναισθήματα, υπερβαίνονται, και πάλι η Οντολογία θριαμβεύει. Ο υιός ντρέπεται να διερευνήσει τον πατέρα και συστέλλεται: θέλει να τον αγκαλιάσει κι αυτός με όλη του την δύναμη, αλλά κάνει πίσω. Και ως απάντηση έρχεται ο λόγος του Πατέρα: «Βγάλτε γρήγορα την καλύτερη στολή και ντύστε τον. Φορέστε του δαχτυλίδι στο χέρι και σανδάλια στα πόδια του. Φέρτε και το καλοθρεμμένο μοσχάρι και σφάξτε το, να φάμε και να γιορτάσουμε». Ο κόσμος όλος περίμενε ακριβώς αυτή την ώρα, να γίνει το στολίδι του υιού. Στολή και δαχτυλίδι και σανδάλια. Ο κόσμος βρήκε την αληθινή του αποστολή να είναι ο μυστικός διάλογος μεταξύ πατέρα και υιού και τώρα να γίνει δώρο. Εκλεκτό δώρο. Ο υιός δέχεται αδιαμαρτύρητα τον λόγο του πατέρα του. Δεν είναι ότι είναι εγωιστής, ότι θέλει να εκμεταλλευτεί την καλοσύνη του πατέρα, ότι χαίρεται που ξαναβρήκε τα παλιά μεγαλεία. Ξέρει ότι η διαμαρτυρία του, η άρνησή του να φορέσει το δαχτυλίδι της εξουσίας, θα ακυρώσει τον ίδιο τον πατέρα. Μετανοεί όντως. Αλλά ταυτόχρονα και καταφάσκει την επαναφορά του μεγαλείου του, ξεχνώντας κι αυτός, για το χατίρι του πατέρα, το παρελθόν του. Δεν είναι ότι δεν θέλει να θυμάται. Αλλά βλέπει τον πατέρα του που πήρε ξανά την παλιά, επιβλητική του στάση, που μεταμορφώθηκε ξανά σε γενάρχη πολλών γενεών, που έγινε επιτέλους πάλι ο πατέρας. Και αποδέχεται το μεγαλείο. Είναι και αυτό ένα ηθικό μυστήριο. Να ξεχνάς. Ο Άγιος Σιλουανός του Άθω γνώριζε κάποιον που είχε σκοτώσει έναν άνθρωπο. Τον είδε λοιπόν να παίζει ξέγνοιαστος ακορντεόν και να τραγουδά. Και τον ρώτησε: «πώς το κανείς αυτό, εφόσον ξέρω ότι σκότωσες άνθρωπο;». Κι εκείνος του απάντησε: «Μετανόησα για αυτό και συγχωρέθηκα». Πια στις φλέβες του κυλούσε νέο αίμα, νέα ζωή, πάλεψε με την ενοχή και την έσβησε. Πηρέ την άφεση. Κάποιος άλλος ανέλαβε να σηκώσει στους ώμους του την αμαρτία. Κάποιος που το μπορούσε. Το σημαντικό ήταν ότι ο πρώην φονιάς αποφάσισε να δώσει την αμαρτία του. Ο Λεβινάς λέγει ότι είμαστε όλοι υπεύθυνοι και ένοχοι έναντι των άλλων. Πράγματι. Αλλά σε κάποιον άλλον παραδίνουμε την ενοχή μας. Ο υιός την έδωσε στον Πατέρα κι εκείνος πρόθυμα την βάσταξε. Τώρα πια, δίχως ενοχές, μπορεί να μπει στο γλέντι. Στο γλέντι που σε λίγο θα εισέρθει και ο αδελφός του, μετά την συμβουλή του πατέρα. «Έπρεπε να χαρείς, γιατί ο αδελφός σου νεκρός ήταν και ανέζησε και χαμένος ήταν και βρέθηκε».

Η Ηθική τελειώνει με αυτήν την ύστατη χειρονομία του Πατέρα: να ζητήσει από τον γιο του την ενοχή. Μπορούμε να κλάψουμε για το αμάρτημά μας, να μετανιώσουμε, να είμαστε όλοι ένοχοι για όλους, όπως λέγει ο Λεβινάς, αλλά στο τέλος, ως ύψιστη και θαρραλέα πράξη μετανοίας, θα δώσουμε στον Πατέρα και την ενοχή. Αυτό απαιτεί μεγάλη θυσία. Δεν είναι εύκολο. Δενόμαστε με το αμάρτημά μας. Μετανιώνουμε για αυτό, αλλά κατά βάθος το αγαπάμε. Είναι το παρελθόν μας, ο κρυφός μας θησαυρός, η «πράξη» μας. Είναι αυτό που καταφέραμε και κομίσαμε στη ζωή. Είναι το μεγάλο μας «ατού». Αυτό που πιστεύουμε ότι μας χαρίζει την ιδιοπροσωπία μας, την διακριτότητά μας, το μεγάλο μας πλεονέκτημα. Για αυτό και να το δώσουμε απαιτεί θυσία.

Το εγώ επιστρέφει ως θυσία και επιβεβαιώνεται ως θυσία. Αν δεν θυσιαστεί κανείς, δεν μπορεί να γλεντήσει. Δεν μπορεί ποτέ να γίνει ήρεμος και να χαρεί. Απαιτεί μεγάλη προετοιμασία. Απαιτεί δεκαετίες εμπιστοσύνης. Και όσο και αν φαίνεται παράξενο, ο υιός, απομακρυνόμενος από τον πατέρα και βόσκοντας χοίρους, ανέπτυσσε συν τω χρόνω όλο και μεγαλύτερη εμπιστοσύνη για τον πατέρα. Δεν τον έβλεπε, δεν χρειαζόταν να τον δει. Ήξερε ότι ο πατέρας περίμενε, γιατί γεννήθηκε θεός. «Εγώ είπα θεοί εστέ και υιοί υψίστου πάντες», λέγει κάπου η Παλαιά Διαθήκη. Η εμπιστοσύνη του υιού προς τον πατέρα έγινε τρομακτική. Δίχως αυτή την φοβερή εμπιστοσύνη δεν θα μπορούσε να ξεστομίσει εκείνη την ανήκουστη φράση: «ήμαρτον». Η επιστροφή της Ηθικής θέλει αυτή την εμπιστοσύνη, το Ενθάδε-είναι ζει στην πραγματικότητα για αυτήν την εμπιστοσύνη, είναι αυτή η εμπιστοσύνη. Μάταια από το «Είναι και Χρόνος» εξοβελίστηκε το «ήμαρτον ενώπιόν σου», που είναι η μοναδική φράση που φέρνει την αυθεντικότητα. Και έτσι, μετά την παράδοση της ενοχής, ακολουθεί το γλέντι, που είναι το αληθινό «Συνείναι». Ακόμη και ίδια η ηθική υπερβαίνεται για να ξεκινήσει η αγιότητα.

HORS-TEXTE: Η Φαινομενολογία πιστεύω ότι είναι η μόνη φιλοσοφική σχολή που μπορεί να μας βοηθήσει να ανανεώσουμε την ανθρωπολογία, εμπνεόμενη από την Θεολογία. Ο Μέγας Βασίλειος είπε ότι «η ανθρώπινη πατρότητα είναι μια μεταφορά και η Πατρότητα του Θεού Πατρός η κυριολεξία». Πρόκειται για ένα μεγάλο δώρο του Μεγάλου Βασιλείου στην Εκκλησία: δογμάτισε ότι η ανθρώπινη πατρότητα είναι μια μεταφορά. Ως μεταφορά δείχνει προς την κυριολεξία. Αυτό το δείξιμο είναι ο στόχος της Φαινομενολογίας.

7 Σχόλια

  1. Πολύ βοηθητικό πόνημα εξέτασης της ηθικής μέσω της παραβολής του ασώτου. Επιτρέψτε μου όμως να του δώσω τη μορφή κλίμακας:
    Σκαλί 1ο: Η ουσία ως δώρο οντολογίας. Η ουσία δεν είναι βιός, είναι κάτι που ο υιός έχει ήδη λάβει ως δώρο από τον Πατέρα.
    Σκαλί 2ο: Η αστοχία του προσδιορισμού της ουσίας αποκλειστικά ως περιουσία υλικών αγαθών.
    Σκαλί 3ο: Ο προσδιορισμός της ηθικής όχι ως αποφυγή της αμαρτίας αλλά ως μνήμη οντολογίας. Είναι το «ελθών εις εαυτόν» ως φωτισμός της κλήσεως του προσώπου εν τω κόσμω.
    Σκαλί 4ο: Το μηδέν είναι ανυπόστατο επειδή πάντα κάποιος αδιαλείπτως σε περιμένει. Το ομοούσιο του Πατρός και του υιού αποτελεί δύναμη οντολογικής επιστροφής.
    Σκαλί 5ο: Το εγώ επιστρέφει ως θυσία καθώς ο υιός θυσιάζει την άσωτη ιδιοπροσωπία του και το ακόμη σημαντικότερο: επιβεβαιώνεται ως θυσία καθώς ο Πατέρας βαστάζει την ενοχή για να επαναστρέψει τον υιό στην οντολογική του δόξα.
    Σκαλί 6ο: Η επανεύρεση του ηθικού προσανατολισμού προϋποθέτει την εμπιστοσύνη και την ενσυναίσθηση του ομοουσίου της ύπαρξης πατρός και υιού.
    Σκαλί 7ο: Ο κόσμος, η ύπαρξη, η σχέση όλα μετουσιώνονται σε δοξολογική λειτουργία της κοινής και θείας ουσίας.
    Σκαλί 8ο: Στο σημείο αυτό η ηθική υπερβαίνεται καθώς ξεκινάει η πραγμάτωση της δοξολογικής κλήσεως δηλαδή της αγιότητος.

    Αγαπητέ Δημήτριε διόρθωσε παρακαλώ ότι δεν κατανόησα ορθώς. Σε ευχαριστούμε

  2. Ευχαριστώ θερμά την κα Αθηνιωτη που απέδωσε με την κλίμακα που σχημάτισε πολυ καλύτερα τι ήθελα να πω από ο,τι εγώ θα μπορούσα. Στην πραγματικότητα, σ αυτό το πρώτο φαινομενολογικο μου κείμενο, προσπάθησα να εμπλουτισω- συγγνώμη για την τολμηροτητα της λέξης- αυτό που είχε πει η Θεολογία του ’60, ότι Ορθοδοξία σημαίνει “σχέση” και “έρωτας” του Προσώπου. Αλλά και στον Λεβινας και πιο πριν στον περσοναλισμο γίνεται λόγος για το ίδιο πράγμα. Η διαφορά με την Ορθόδοξη Θεολογία είναι ότι εδώ δεν γίνεται λόγος γενικά και αόριστα για “έρωτα” και σχέση “, αλλά για πατρότητα και υιοτητα. Δεν προσπαθώ να μεταφέρω την Τριαδολογια στα ανθρώπινα, αλλά, αξιοποιώντας την Φαινομενολογια, να μιλήσω για την σημασία του ίδιου του τριαδολογικου δόγματος αλλά και τις συνέπειες του στα ανθρώπινα. Η Φαινομενολογια μου έδωσε την δυνατότητα να το κάνω αυτό για πρώτη φορά, γιατί πάντα το αναζητούσα. Και για αυτό μιλώ για την ανάγκη να σεβαστούμε αυτή τη φιλοσοφική μέθοδο.

  3. (ChatGPT με λιγη προτροπή και κοψε-ραψε) Αγνωστου ποιοτητας

    Ενας Ισραηλινος και ενας Παλαιστινιος εχοντας διαβασει το κειμενο εικαζουν για τις συνεπαγωγες του στη δικη τους περιπτωση:
    – «Ακούω τον Ορθόδοξο να λέει πως η αληθινή πράξη είναι δωρεά, αγάπη και επιστροφή στον Πατέρα. Όμως πώς να αγαπήσω εκείνον που μου επιτίθεται και θέλει να εξαφανίσει τον λαό μου; Στη δική μας παράδοση, αν έρχεται κάποιος να σε σκοτώσει, έχεις υποχρέωση να τον προλάβεις. Η Τορά μάς δίδαξε ότι η γη είναι δώρο του Θεού στον Ισραήλ· άρα να τη φυλάμε είναι πράξη ευγνωμοσύνης στον Πατέρα. Αν παραδώσω τη γη ή την ασφάλεια του λαού μου, δεν προδίδω και τον Θεό;»
    – «Κι εγώ ακούω για τον άσωτο υιό που επιστρέφει στον Πατέρα, αλλά πώς να επιστρέψω όταν με έχουν διώξει από το σπίτι μου; Στο Ισλάμ η γη είναι αμάντα, εμπιστοσύνη του Αλλάχ. Αν την αφήσω να μου την αρπάξουν, προδίδω τον Θεό. Το Κοράνι με διατάζει να υπερασπιστώ την οικογένειά μου και την κοινότητά μου. Ο Ορθόδοξος λέει να δω τον άλλο ως αδελφό· αλλά τι αδελφός είναι εκείνος που γκρεμίζει το σπίτι μου και σκοτώνει το παιδί μου;»
    – «Λες ότι σε καταπιέζουμε, αλλά εμείς βλέπουμε τον εαυτό μας ως επιτιθέμενο θύμα. Αν δεν είχατε ρουκέτες, αν δεν είχατε Χαμάς, δεν θα υπήρχε λόγος πολέμου. Η αυτοάμυνα μας είναι ηθικό καθήκον».
    – «Κι εμείς λέμε ότι χωρίς την κατοχή, χωρίς τον αποκλεισμό, δεν θα υπήρχε Χαμάς. Η δική μας αντίσταση είναι το ίδιο ακριβώς καθήκον. Εσείς μιλάτε για πίκουαχ νέφες, εμείς για τζιχάντ αμυντικό· και οι δύο βλέπουμε τον Θεό στο πλευρό μας».

    Μήτσος (Ορθόδοξος που κρυφάκουγε):
    – Αδελφοί, και οι δύο μιλάτε για καθήκον που πηγάζει από τον Θεό, κι όμως το καθήκον αυτό σας οδηγεί σε αλληλοφονία. Αυτό είναι το δράμα της λήθης του Πατέρα. Θα πείτε: “Μα πώς να αγαπήσω τον εχθρό μου;” Εκεί ακριβώς είναι το αδύνατο που κάνει δυνατό ο Θεός. Όταν ακούσετε την κραυγή του άλλου – του παιδιού που σκοτώθηκε είτε είναι Εβραίο είτε Μουσουλμάνο – τότε ίσως καταλάβετε ότι η πρώτη εντολή είναι μη με σκοτώσεις. Και μόνο τότε θα αρχίσει η αληθινή πράξη, που είναι η αγάπη».
    – Γιόσι: Ο κόσμος δεν είναι παραβολή· είναι γεμάτος ρουκέτες, εκρήξεις και μνήματα. Εγώ δεν μπορώ να αφήσω τον λαό μου απροστάτευτο. Ο Θεός μου έδωσε εντολή να φυλάξω τη ζωή· αν αγαπήσω τον εχθρό μου όπως λες, μήπως γίνω προδότης της ίδιας μου της πίστης;
    – Ιμπραήμ: Θα ήθελα κι εγώ να δω τον Ισραηλινό σαν αδελφό. Μα πώς; Όταν βλέπω τα σπίτια μας καμένα, τα παιδιά μας στα ερείπια; Αν συγχωρήσω, δεν θα είναι σαν να λέω πως όσα μας έγιναν ήταν σωστά; Στο Ισλάμ η συγχώρηση είναι μεγάλη αρετή, αλλά πρώτα πρέπει να φύγει η καταπίεση.
    – Μήτσος: Κανείς δεν σας ζητά να παραδώσετε τη ζωή ή την τιμή σας· σας ζητώ να αναγνωρίσετε πως ο άλλος δεν είναι μόνο εχθρός αλλά εικόνα του Θεού.
    – Γιόσι: Αν χαμηλώσω το ξίφος, θα με κατασφάξουν
    – Ιμπραήμ: Αν αφήσω το μίσος, θα νομίζουν ότι παραδόθηκα
    – Γιοσι και Ιμπαρημ μαζι: πώς να μην τον βλέπω σαν Καιν;

  4. Κυριε Κόλλια, γιατί τόση κακεντρεχεια; Το κείμενο είναι γραμμένο όντως, όπως ρητά το λέω, στα πλαίσια της Φαινομενολογιας, γιατί αυτή πιστεύω ότι, σε αντίθεση με την αναλυτική φιλοσοφία, μπορεί να υπηρητεσει καλύτερα την Θεολογία. Το θεωρώ βασικό κείμενο μου, γιατί αντιτεινω στον Χάιντεγκερ (που λέγει ότι το σημαντικό είναι πως το Ενθαδε- είναι πρωτίστως υπάρχει- μέσα- στον – κόσμο) και τον Λεβινας ( που λέγει πως το σημαντικό είναι πως στον φαινομενολογικο ορίζοντα εμφανίζεται ο “Άλλος”, που κραυγάζει ” Μην με φονεύσεις “), την Ορθόδοξη αντίληψη, τόσο δογματική όσο και ηθική. Η Τριαδολογια της Εκκλησίας δεν μπορεί να μην έχει φιλοσοφικό αντίκτυπο, και προσεγγιζω αυτόν με την βοήθεια της παραβολής του Ασωτου- όπου ως “Πατήρ” μπορεί να νοηθει τόσο ο Θεός όσο ταυτόχρονα και ο Άνθρωπος- πάντα σε συμφωνία με την πατερικη θεολογία. Προσπαθώ επίσης να απαντήσω στον Γιανναρά- με την ξεκάθαρη φαινομενολογικη του παιδεία- , του οποίου η θεωρία στο “Πρόσωπο και ο Έρως” είναι μια καλή αρχή, αλλά ρέπει επικίνδυνα προς τον περσοναλισμο. Η εργασία μου αυτό προσπαθεί να κάνει, να εκκαθαρει την Ορθόδοξη θεολογία και σκέψη από τον περσοναλισμο. Επ’ αυτών των θεμάτων θα ήθελα να μάθω τις αντιρρήσεις σας. Πάντως, σας ευχαριστώ για το σχόλιο σας, γιατί με βοηθάτε να ξεκαθαρίσω έννοιες, οι οποίες μου φαίνεται ότι παρανοηθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Ευχαριστώ.

  5. Δεν είχα κανένα στόχο προσβολής. Ήταν ένας τρόπος για εμένα που ούτε θεολόγος ούτε φιλόσοφος είμαι να προσλάβω το κείμενο σας “ταχυρυθμα” χρησιμοποιώντας ο,τι βοήθεια μπορεί να δώσει η ΤΝ και αλλάζοντας συνειδητά το πλαίσιο. Σαν να αναρωτιεμαι: για την ηθική δεν μιλαει; ποιες είναι οι συνέπειες αν πάμε σε ένα συγκεκριμένο ηθικό προβλημα; πχ το πως ζούμε τους κοντινούς μας πολέμους στους οποίους μέσω του κράτους του οποίου είμαστε πολιτες εμπλεκομαστε. Αλλά μάλλον το έκανα πολύ άγαρμπα και υπερβολικά τεμπελικα. Δεν μπορώ να απαντήσω σε αυτό που με ρωτατε γιατί δεν ξέρω.

  6. Νομιζω ηταν πολυ επιτυχημενη η επιλογη της παραβολης του Ασωτου απο τον συγγραφεα και για το εξης. Εκει συναντουμε το αρχαιο νοημα της λεξης “ουσια”, ως αυτα που εχει κανεις, τα υπαρχοντά του, που μπορει να ειναι και μια ερμηνευτικη βαση για την καινοφανη λεξη “επιουσιος” απο την Κυριακη Προσευχη, λεξη που ισως επινοηθηκε με ποιητικη ευτυχια (με το αρχαιο νοημα του “τυγχανω”, το βρισκω το στοχο, ισως βρισκω το στοχο εκει που πρεπει να βρω το δυσκολο μετρο για να πετυχω τον στοχο) για να αποδωσει τα πολλα νοηματα της αντιστοιχης αραμαικης λεξης που μαλλον θα ειχε πει ο Χριστος σε αυτη τη θεμελιωδη για εμας παραδοση. Ετσι η παραβολη αυτη ειναι ενας κρικος που μας συνδεει με την προσευχη που μας διδαξε ο Χριστος.

  7. Κύριε Κόλλια, σας ευχαριστώ θερμά για το σχόλιο σας αυτό. Αυτό που ήθελα να πω είναι ότι ακολουθουμε ακόμη την πρόταση του Χρ. Γιανναρά, περί έρωτος και σχέσης, η οποία – παρά το χαιντεγκεριανό πλαίσιο- είναι δέσμια του περσοναλισμού. Πραγματικά, ποια η διαφορά των όσων λέγει ο Χ. Γιανναράς με αυτά που διαβάζουμε στον Martin Buber, ας πούμε. Αυτό που ξεχωρίζει την Ορθόδοξη κοσμοθεώρηση είναι ακριβώς το χάρισμα της ” υιοθεσίας”, το οποίο αφορά το ανθρωπολογικό επίπεδο, ενώ ταυτόχρονα η Τριαδολογία έχει την “πατρότητα” και την ” υιότητα” ως τον σκληρό της πυρήνα. Η διαφορά είναι τεράστια. Περαιτέρω, η παραβολή του ασωτου έχει το προνόμιο να αφορά και τα δυο, Θεολογία και ανθρωπολογία. Εντελώς σημαδιακή, όπως παρατηρήσατε, είναι η χρήση της λέξης “ουσία”, που εναλλάσσεται για πολυ σημαντικούς λόγους με το “βίος”. Για αυτό και θεωρώ την παρατήρησή σας πολύτιμη.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ