«Ἱεροτύποις Εἰκόσι, νῦν ὡραΐζεται, ὡς νύμφη κοσμηθεῖσα, ἡ Χριστοῦ Ἐκκλησία, καί πάντας συγκαλεῖται πνευματικῶς, ἑορτάσαι συνέλθωμεν, ἐν ὁμονοίᾳ καί πίστει χαρμονικῶς, μεγαλύνοντες τόν Κύριον»
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ἐποχή μας διαπνέεται ἀφενός μέν ἀπό μιά «αἱρετικότητα», μέ τήν ἔννοια τῆς ἀπολυτοποίησης τοῦ μέρους, τ.ἔ. τῆς μερικοποίησης καί διάσπασης τῆς καθολικότητας τῆς ἀλήθειας, καί ἀφετέρου ἀπό ἕνα πνεῦμα γενικοῦ ἀναβρασμοῦ καί νέων ζυμώσεων, ὅσο ἀφορᾶ στίς σχέσεις Κράτους καί Ἐκκλησίας, μέ εὐρύτερες, τουλάχιστον γιά τή χώρα μας, πολιτικές (βλ. σύγκρουση πολιτισμῶν, εὐρωπαϊκό Σύνταγμα κ.λπ.) καί θρησκειο-θεολογικές (βλ. διαχριστιανικοί διάλογοι) διαστάσεις. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ σχέση τῶν ἀνθρώπων, καί ἰδιαίτερα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, μέ τήν Ἐκκλησία του δέν εἶναι σήμερα αὐτή πού ἦταν κατά τούς τελευταίους αἰῶνες. Μιά τόσο, λοιπόν, συγκεχυμένη, ἀνασφαλής καί ἐκκοσμικευμένη κοινωνικο-πολιτικά κατάσταση δέν μπορεῖ παρά, ὅσο ποτέ ἄλλοτε, νά ἔχει τήν ἀνάγκη ἐπανεξέτασης τῆς πορείας της μέσα στή ζωή.
Ἀναμφισβήτητα, ἔξω ἀπό τήν ὀρθή κατεύθυνση, σάν κι’ αὐτή πού παρέχει ἡ Ὀρθοδοξία, ὁ ἄνθρωπος χάνει τόν προσ-ανατολισμό του, ἐξακολουθώντας νά λατρεύει τόν Προμηθέα Δεσμώτη, ὁ ὁποῖος, μέ τίς δικές του καί μόνο δυνάμεις, ἀδυνατεῖ νά ἀπελευθερωθεῖ ἀπό τή δουλεία τῶν ἀντιμαχομένων του παθῶν, προκειμένου νά ἀποκαταστήσει τήν ἑνότητα στή διχασμένη καί ἀντιφατική ὕπαρξή του.
Ὅλα αὐτά, ἀναντίρρητα, ἐπιβάλλουν ἐν πρώτοις νηφάλια τή φαινομενολογική ἐπισήμανση τῶν ἐπαρκειῶν καί ἀνεπαρκειῶν μας ὡς Χριστιανῶν Ὀρθοδόξων (δηλ. αὐτοκριτική τοῦ κατά πόσο εἴμαστε τωόντι Ὀρθόδοξοι), οὕτως ὥστε νά ὁδηγηθοῦμε, στή συνέχεια, σέ μιά αὐτοκάθαρση καί μετάνοια, χωρίς θρησκευτικές ἤ ἰδεολογικές ἀγκυλώσεις, ἐκκλησιαστικούς στρουθοκαμηλισμούς ἤ προκαταλήψεις καί σύνδρομα αἰώνιας κακοδαιμονίας ἤ ἀναξιοπάθειας, οὔτε ὑπερφίαλους ἐνθουσιασμούς καί ἐκμοντερνιστικά λεκτικά πυροτεχνήματα. Γιατί δέν πρέπει νά ἀγνοοῦμε ὅτι δόξα στό Χριστιανισμό εἶναι ὁ Σταυρός τῶν μαρτύρων. Ἄρα, ἕνας παρωχημένος θρίαμβος τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως αὐτός πού στίς 11 Μαρτίου τοῦ 843 μ.Χ. καθιερώθηκε πανηγυρικά στόν ἱερό Ναό τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας κατά τῆς Εἰκονομαχίας, χωρίς μετάνοια καί ὀρθοπραξία γιά διαρκῆ καταδίκη πάσης δογματικῆς πλάνης, καταντᾶ ὄχι μόνο καπήλευση τοῦ ὀνόματος ὀρθόδοξος ἤ ψευδαίσθηση καί ἁπλῆ αὐταρέσκεια, ἀλλ’, ἐν τέλει, καί ἐμπαιγμός αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐπιπροσθέτως, στά πλαίσια τῆς ἔξωθεν καλῆς μαρτυρίας, δοθείσης μάλιστα σήμερα τῆς παγκοσμιοποίησης, ἐπιβάλλεται πληρέστερη ἐνημέρωση γιά τίς ἀντιλήψεις τῶν μή Ὀρθοδόξων ὅσο ἀφορᾶ στήν «ἀνατολική Ὀρθοδοξία», γιατί ναί μέν «ὁ πνευματικός ἀνακρίνει τά πάντα, αὐτός δέ ὑπ’ οὐδενός ἀνακρίνεται», ἀλλά μέχρι τῆς Τελικῆς Κρίσεως κανένας ἄνθρωπος ἤ ὅμιλος ἀνθρώπων δέν δικαιοῦται νά μονοπωλεῖ τήν αὐθεντική ἑρμηνεία, νά κατέχει δηλ. τό Ἀλάθητο, παρά μόνο ἡ θεανθρώπινη κοινωνία, ἤτοι ἡ Ἐκκλησία ὡς Ὅλο. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, ἡ Ἀνατολή θά μπορέσει νά κατανοήσει βαθύτερα τή Δύση, νά διαλεχθεῖ σοβαρά μαζί της καί, ἄν πράγματι ἔχει κάτι νά τῆς δώσει, ὅπως, ἄλλωστε, ζητοῦν ἀκόμα καί αὐτοί οἱ ἴδιοι οἱ ἑτερόδοξοι, λέγοντας ὅτι «‛πρέπει νά ἔλθῃ ἡ Δύσις νά μαθητεύσῃ εἰς τήν Ἀνατολήν’, δηλ. νά ἀναβαπτισθῇ ἡ ἀνθρωπότης στό πατερικό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ ὁποία εἶναι ὁ αἱμοδότης τῆς ἀνθρωπότητας», τότε νά τῆς τό προσφέρει, ἄν καί, ἄς μήν γελιόμαστε, θά τό πάρει μόνη της (ἄν, βέβαια, ἀνταποκρίνεται στή βιοθεωρία της), ὅπως συνέβη κατά τούς πρώτους ἀποστολικούς χρόνους, καί ὄχι μέσω τῆς ὁποιασδήποτε διαφήμισης καί ἔντεχνης προβολῆς τοῦ «προϊόντος».
Μέ ἀφορμή, λοιπόν, τήν εὐλαβῆ πανήγυρη τῆς ὀνομαστικῆς ἑορτῆς τῆς «μητρός ἡμῶν Ἐκκλησίας», θά ἐξετάσουμε ἐν πάση δυνατῆ συντομία:
α) ποιές ἀντιλήψεις ἐπικρατοῦν σήμερα γιά τόν ὅρο ὀρθοδοξία,
β) τί πραγματικά σημαίνει ἤ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία,
γ) πῶς τή βλέπουμε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι,
δ) πῶς τή βλέπουν οἱ ἑτερόδοξοι, καί τέλος
ε) ποιές εἶναι οἱ δυνατότητες καί οἱ προοπτικές τῆς ἑλλαδικῆς καί οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας στά πλαίσια τῆς σύγχρονης πραγματικότητας.
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Πρίν ἀπό λίγα χρόνια, σεπτός Μητροπολίτης στήν ὁμιλία του στό Μητροπολιτικό Ναό Ἀθηνῶν κατά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, εἶχε, πολύ εὔστοχα καί περιεκτικά, πεῖ: «Ἀκόμη καί σήμερα, ὅσοι μιλοῦν γιά Ὀρθοδοξία, τήν ἐννοοῦν ὡς ἰδέα, ὡς ἔθιμα, ὡς πολιτιστικό ἀγαθό, ὡς κτίσματα καί μορφές καλλιτεχνικῆς δημιουργίας, ὡς ὑπολογίσιμο ὑπόλειμμα λαϊκῆς θρησκευτικότητος, ὡς κλειστό χῶρο ἐπικυριαρχίας τοῦ ‛μεσαιωνίζοντος’ κλήρου, ὡς ἐμπορεύσιμο ἐθνικιστικό σύνθημα καί ὡς μοχλό παρεμβάσεως στό Βαλκανικό χῶρο». Ἄν κανείς θά ἤθελε νά ἀναλύσει παραγοντικά τήν παράγραφο αὐτή, χωρίς ἰδιαίτερη δυσκολία, θά κατέληγε, πιστεύω, στίς ἑξῆς ἕξι σημασίες τῶν ὅρων ὀρθόδοξος καί ὀρθοδοξία:
- Ἡσυχαστική πνευματική Παράδοση.
Οἱ εὐσεβεῖς καί πιστοί ὀρθόδοξοι Χριστιανοί τῆς κατηγορίας αὐτῆς, ἀπό ἀντίδραση εἴτε πρός τή ρωμαιοκαθολική ἀντίληψη τοῦ διοικητικοῦ ὀργανισμοῦ, εἴτε πρός τήν προτεσταντική τοῦ πολιτιστικοῦ σωματείου, βλέπουν τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποκλειστικά καί μόνο ὡς ἕνα πνευματικό διαπροσωπικά μέγεθος, δηλ. ὡς θεραπευτική κοινότητα ἤ καλύτερα μιά ψυχοθεραπευτική Κλινική μέσω τῆς κάθαρσης, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θέωσης, πού συνεχίζει τήν ἡσυχαστική παράδοση τῶν ὑστεροβυζαντινῶν χρόνων. Ἔτσι, ὁποιαδήποτε κοινωνιολογική ἀναφορά τῆς Ὀρθοδοξίας παραμερίζεται, ἐνῶ κάθε κοινωνική της διάσταση σχετικοποιεῖται.
- Ἑλληνοχριστιανική Παράδοση.
Ἡ μερίδα αὐτή τῶν Χριστιανῶν ταυτίζει τήν Ὀρθοδοξία μέ τήν ἐθνική (καί ὄχι πάντα ἱερή) Παράδοση, ἔτσι ὅπως ἱστορικά διαμορφώθηκε ἀπό τή σύζευξη Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ. Βλέπει δηλ. ἱστορικο-πολιτικά (τ.ἔ. κειμηλιακά) καί μόνο τήν Ὀρθοδοξία ὡς μιά ἱερή κληρονομιά καί ἕναν ἀδαπάνητο θησαυρό τοῦ παρελθόντος, πού πάση θυσία ὀφείλουμε μουσειακά νά διαφυλάξουμε, ἄν θέλουμε νά ἐπιβιώσουμε ὡς ἔθνος.
- Ἑλληνοχριστιανικός ἤ ἑλληνορθόδοξος Πολιτισμός.
Τή γνώμη αὐτή, πού ὁμοιάζει μέν μέ τήν προηγούμενη ἀλλά διαφοροποιεῖται ὡς πρός τόν τόνο πού λαμβάνει πότε ἡ ἔννοια τῆς (ἱστορικῆς) παράδοσης καί πότε ἡ ―πιό ἀφηρημένη καί θεωρητικοποιημένη― ἔννοια τοῦ πολιτισμοῦ, κρατοῦν ὅσοι βλέπουν τήν Ὀρθοδοξία ὡς ἕναν ἀπό τούς πολλούς μέσα στήν Ἱστορία πολιτισμό, πού διαθέτει ὅμως κάποια ἐθνικά (ἐν προκειμένω τῆς Ἑλλάδος) καί θρησκευτικά (ἐν προκειμένω τοῦ Χριστιανισμοῦ) χαρακτηριστικά. Πρόκειται γιά ἕνα νέο εἶδος (ἑλληνορθόδοξου) νεοκουλτουραλισμοῦ, πού ἑστιάζει τήν προσοχή του στίς πολιτισμικές καί μόνο διαφορές μεταξύ Ὀρθοδόξων καί μή λαῶν.
- Ἑλληνοχριστιανική Ἰδεολογία.
Τό «ἰδεολόγημα» αὐτό ἀνταποκρίνεται στίς ἀπόψεις κάποιων ἄλλων (Ἑλλήνων) Χριστιανῶν, πού ἐκλαμβάνουν τήν Ὀρθοδοξία ὡς μιά πολιτική Ἰδεολογία, ὅπως πολλές ἄλλες. Ἔτσι, γιά παράδειγμα, γίνεται λόγος γιά μιά «τρίτη Ἰδεολογία», δηλ. ὡς ἕνας ἄλλος κοινωνικο-πολιτικός «δρόμος» μεταξύ Καπιταλισμοῦ καί Σοσιαλισμοῦ. Μάλιστα δέ, ὁρισμένοι ἐπιχειρηματίες, πού στίς μέρες μας δραστηριοποιοῦνται σέ ὀρθόδοξες ἀνατολικές χῶρες, ἐπιδιώκουν νά ἐκμεταλλευθοῦν καταλλήλως τή διάσταση αὐτή.
- Ὀρθή «δόξα» (Πίστη).
Ἡ ἀντίληψη αὐτή ἐκφράζει μιά αὐστηρά ἀκαδημαϊκή θεολογική ἄποψη, ἑρμηνεύοντας φιλολογικά (βλ. Πλάτων, Ἀριστοτέλης κ.ἄ.) τόν ὅρο Ὀρθοδοξία μέ τήν ἔννοια τῆς δογματικῆς ἀκρίβειας τῆς Πίστεως ἔναντι λ.χ. τῶν ἀντιστοίχων ἑρμηνειῶν τῶν αἱρετικῶν. Καί,
- Ἐκκλησία.
Ἐδῶ τό οὐσιαστικό Ὀρθοδοξία σημαίνει συνεκδοχικά τήν ὀρθόδοξη ἑλλαδική ἤ τήν ὀρθόδοξη οἰκουμενική Ἐκκλησία. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ Ὀρθοδοξία, ὑπ’ αὐτή τήν ἔννοια, ταυτίζεται μέ τήν ἴδια τή χριστιανική Ἐκκλησία, εἴτε ὡς τή Μία, Καθολική καί οἰκουμενική, εἴτε ὡς τήν ὁποιαδήποτε τοπική (ἐθνική).
ΤΟ «ΑΠΟΘΕΤΟΝ ΚΑΛΛΟΣ» ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΚΑΙ Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Μετά τήν ἀπαρίθμηση τῶν τρεχουσῶν κοινωνιολογικά καί πολιτισμικά ἐπόψεων γιά τήν ἔννοια τῆς Ὀρθοδοξίας, καλούμεθα νά γνωρίσουμε τήν πραγματική οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὅπως πίσω ἀπό τό ξερό γράμμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς κρύπτεται τό πραγματικό νόημα (τό «ἀπόθετον κάλλος»), κατά τήν ἔκφραση Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, καί ὅπως πίσω ἀπό τήν ἄχραντη εἰκόνα κρύπτεται τό «ἄρρητον κάλλος» τοῦ πρωτοτύπου, ἔτσι καί ἐδῶ· ὄπισθεν τῶν χρησιμοποιουμένων ἱστορικῶν, κοινωνικῶν, πολιτικῶν κ.λπ. σημασιῶν γιά τόν ὅρο Ὀρθοδοξία, ὑπάρχει ὁ πυρήνας τοῦ κεντρικοῦ της νοήματος («Ὁμοία ἐστίν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν θησαυρῷ κεκρυμμένῳ), πού θά πρέπει μάλιστα νά λειτουργεῖ γιά ὅλους μας ὡς καθαρό πνευματικό κάτοπτρο «ηὐτρεπισμένον καί λελαμπρυσμένον ὑπό τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ».
Ἀλλά, ποιά εἶναι, ἐπιτέλους, αὐτή ἡ ἀληθινή εἰκόνα τῆς Ὀρθοδοξίας καί, κατ’ ἀκολουθίαν, ἡ ταυτότητα τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας; Διότι, ὡς γνωστό, κάθε πολιτισμός «μορφώνει» τή συλλογική καί προσωπική ταυτότητα τῶν φορέων του. Ἡ ἀναζήτηση τοῦ ἀληθινοῦ νοήματος τῆς Ὀρθοδοξίας ταυτίζεται μέ τήν ἀναζήτηση τῆς προσωπικῆς καί πολιτισμικῆς μας ταυτότητας, ἀφοῦ ἡ θεολογία τῆς εἰκόνας ἀναφέρεται στή χριστολογία τοῦ προσώπου καί ἡ ὅλη αὐτή ἱστορική Παράδοση παρακολουθεῖ στενά τήν πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἡ ἀπάντηση τοῦ ἐρωτήματος αὐτοῦ ἐξαρτᾶται ἀπό τό κριτήριο ἤ τά κριτήρια τῆς λεγόμενης «ὀρθοδοξότητας». Μέ ἄλλα λόγια, ποιός ἐκφράζει αὐθεντικά (δηλ. ὑγιῶς) τόν Χριστιανισμό; Ποιό ἀπό τά πολλά ἱστορικά πορτρέτα τοῦ Χριστοῦ εἶναι αὐτό πού τόν ἐξεικονίζει ἀληθινά; Μέ τή σειρά του, πάλι, ἡ ἀπάντηση στό ἐρώτημα αὐτό ἐξαρτᾶται ἀπ’ αὐτή τή δυνατότητα ἐξεικονισμοῦ καί ἀπό τόν προσδιορισμό τοῦ ὅρου Χριστιανισμός· ἐννοοῦμε δηλ. τόν ἱστορικό Χριστιανισμό ἤ ἕναν ἰδεατό; Εἶναι δυνατή μιά πιστή φωτογραφικά ἀπεικόνιση τοῦ Θεανθρώπου; Τόν πραγματικό Χριστιανισμό ἐκφράζει, γιά παράδειγμα, ἡ ἀριθμητική ποσότητα, ὁ κοινωνικο-πολιτικός τίτλος, τό ὀφίκιο καί ἡ ἑκάστοτε ἐκκλησιαστική ἐξουσία (τό πρωτεῖο ἐξουσίας), ἤ ἡ ποιότητα καί ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου (δηλ. τό πρωτεῖο ἀληθείας), πού, τίς περισσότερες φορές, μπορεῖ νά εἶναι ἀφανές καί διαλανθᾶνον τήν ἐκκλησιαστική Ἱστορία; Μέ ἄλλα λόγια, ἔχουμε νά κάνουμε μέ ἕνα ἱστορικο-φιλολογικό ἀντικειμενικά πρόβλημα ἤ μέ ἕνα ὑπαρξιακό προσωπικά; Ἡ ὁποιαδήποτε ἀπάντηση δέν εἶναι καί τόσο ἁπλῆ, ὅσο ἐκ πρώτης ὄψεως μπορεῖ νά φαίνεται, γιατί στήν πραγματικότητα ἀφενός μέν ὁ καθιδρυματικός θεσμός ἐπηρεάζει ἐκεῖνον πού θέλει νά «ὑπακούει» στήν ἐκκλησία του καί νά ζεῖ χριστιανικά κατά τίς ἀντίστοιχες ἠθικές ἐπιταγές καί τά πρότυπα τῆς ἐποχῆς του, ἐναρμονίζοντας τά βιώματά του μέ τήν περιρρέουσα «πνευματικότητα», καί ἀφετέρου ὁ ζῶν χριστιανικά ὡς Ἅγιος ἐπηρεάζει, ὁπωσδήποτε, τήν ὅλη ἐκκλησιαστική ζωή καί πνευματική γενικότερα «ἀτμόσφαιρα» τῆς ἐκκλησίας του. Ἔτσι, ὁ Κανόνας τῆς Ἀληθείας (Regula Veritatis) καί ἡ αὐθεντική εἰκόνα τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς φαντάζει κατ’ ἀρχήν ὡς κάτι τό σύνθετο, τό δυναμικό καί λογικά ἀπροσδιόριστο, ὅπως ἀκριβῶς εἶναι αὐτό τοῦτο τό «πλήρωμα τῆς ζωῆς», πού ἐναπόκειται στόν Θεῖο ἀλλά καί στόν ἀνθρώπινο, ἀτομικά καί συλλογικά, παράγοντα, ἀφοῦ «ἐν Χριστῷ» ὁ Θεός εἶναι ὁ ἑρμηνεύων ἀλλά καί ὁ ἑρμηνευόμενος τῆς ἀνθρώπινης Ἱστορίας, «ὁ κλῶν καί ὁ κλώμενος» ὅλης τῆς κτίσεως. Ἀφοῦ, ὅμως, ὁ Χριστός εἶναι ἡ «εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου», ἕπεται ὅτι καί ἡ Ἐκκλησία, πού εἶναι τό Σῶμα Του, ἀπαρτίζει εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ· κατά συνέπεια, μόνο μία θεανδρική Χριστολογία, ὅπως εἶναι ἡ ὀρθόδοξη, μπορεῖ καί ἀπεικονίζει αὐθεντικά τόν σαρκωμένο Λόγο τοῦ Θεοῦ.
Λαμβάνοντας ὑπόψη μας ὅλα τά πάρα πάνω καί κυρίως τίς Πατερικές καί ἱεροκανονικές ἑρμηνεῖες τοῦ ὅρου ὀρθόδοξος, θά «ὁρίζαμε» τήν Ὀρθοδοξία ὡς τήν ὀρθή, κατά τή δογματική ἀκρίβεια, Πίστη. Γράφει σχετικά ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης: «Ὀρθοδοξία ἐστίν ἀψευδής περί Θεοῦ καί κτίσεως ὑπόληψις, ἤ ἔννοια περί πάντων ἀληθής, ἤ δόξα τῶν ὄντων καθάπερ ἐστίν». Πρόκειται γιά τήν αἰώνια ἀλήθεια περί Θεοῦ, κόσμου καί ἀνθρώπου. Ἡ ὀρθή αὐτή Πίστη στό διάβα τῆς Ἱστορίας ταυτίστηκε συνεκδοχικά μέ τή χριστιανική Ἐκκλησία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας καί στή συνέχεια τῆς ἑλληνικῆς ἐπικράτειας. Ἀπό τοῦ Σχίσματος ἰδίως καί ἑξῆς ὁ ὅρος ὀρθόδοξος ἔλαβε ὁμολογιακή ἀνάχρωση. Δι’ αὐτοῦ, ἡ Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία διακρίνεται σαφῶς τοῦ Ρωμαιοπαπισμοῦ καί ταυτίζεται ἔκτοτε μέ τήν ἑλληνική ἐκδοχή τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἄν καί δέν εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία ὑπόθεση μόνο τῆς Ἑλλάδας, ἡ Ἑλλάδα κατέστη πλέον ὑπόθεση τῆς Ὀρθοδοξίας. Μέσα δηλ. στήν Ὀρθοδοξία ὁ Ἑλληνισμός προσέλαβε καί ὁλοκλήρωσε τή νέα του αὐτοσυνειδησία, ὅπως σημειώνει ὁ ἱστορικός G. Ostrogorsky. Ἄν ὁ «περιούσιος» Ἰσραήλ γέννησε τόν «Υἱό τοῦ Θεοῦ», ἡ ἄσημη Ἑλλάδα, σάν τήν ἄσημη Ναζαρέτ, γέννησε τόν «Υἱό τοῦ Ἀνθρώπου», πού ἀνακάλυψε ὁ Φίλιππος, γι’ αὐτό καί σ’ αὐτόν ἀπευθύνθηκαν οἱ «Ἕλληνες» (δηλ. οἱ ἐθνικοί προσήλυτοι) γιά νά προσεγγίσουν τόν Κύριο. Ἄν δέν προσέφερε ὁ Ἑλληνισμός μέ τήν Εἰρήνη τήν Ἀθηναία τήν (ἀνθρώπινη) Αἰσθητική (δηλ. τήν ὕλη καί τήν εἰκόνα), ὁ Χριστιανισμός θά ἀφομοιωνόταν πλήρως ἀπό τόν (ἀνεικονικό) Ἰουδαϊσμό. Ἔτσι, «ὁ Χριστιανισμός διά τοῦ Ἑλληνισμοῦ κατέστη παγκόσμια θρησκεία». Ἡ ἑλληνική, ὅμως, αὐτή ἐκδοχή τοῦ Χριστιανισμοῦ, τόσο μέσω τῆς φιλοσοφικῆς σκέψης καί τοῦ πολιτισμοῦ, ὅσο καί μέσω τῆς γλώσσας, δέν θά πρέπει ―ἀκόμα καί στό χῶρο τῆς Διασπορᾶς― νά νοεῖται ἐγωκεντρικά καί ἐθνικιστικά, ἀλλά διεθνικά καί οἰκουμενικά, σύμφωνα μέ τό βαθύτερο πνεῦμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ (βλ. Πλάτων, Ἰσοκράτης κ.ἄ.). Μέ αὐτή τήν ἔννοια, ὁ μακαριστός π. Γεώργιος Φλορόφσκυ ἔλεγε «ἄς γίνωμεν περισσότερον ‛Ἕλληνες’, ὥστε νά ἀποβῶμεν ἀληθινοί Χριστιανοί». Ὡς Πανορθόδοξο Σῶμα, ἤ «κοινωνία τοπικῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν», ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀριθμεῖ σήμερα 250 περίπου ἑκατομμύρια πιστῶν ἐν μέσω 1, 7 περίπου δισεκατομμυρίου Χριστιανῶν σέ ὅλο τόν κόσμο· ἀποτελεῖ δηλ. μιά πολύ μικρή νησίδα μπροστά μάλιστα στήν ἑτερόθρησκη πλημυρίδα τοῦ πληθυσμοῦ τῆς γῆς.
Ἡ ὀρθόδοξη, λοιπόν, αὐτή Πίστη καί πράξη, ὡς δρόμος καί κίνηση τοῦ κτιστοῦ πρός τό Ἄκτιστο, δηλ. τῆς Ἀλήθειας μέσα στήν Ἱστορία, λειτουργεῖ καί ἐκφράζεται μέσω ἀποκεκαλυμμένων δογμάτων, συνειδητῆς πίστεως, λογικῆς λατρείας, μυστικοῦ βιώματος καί ἠθικῆς πράξεως. Μέ ἄλλα λόγια, Ὀρθοδοξία εἶναι αὐτό πού «οἱ Προφῆται εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη συμπεφώνηκεν»· ἑπομένως, «αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τήν Οἰκουμένην ἐστήριξεν». Ἔτσι, αὐτό πού, τελικά, ὀνομάζουμε Ὀρθοδοξία, λογίζεται στή συνείδηση τοῦ «λαοῦ τοῦ Θεοῦ» ὡς ἕνας ὁλόκληρος τρόπος ἤ «τρίβος» (ἑβρ. Ἰασούβ) «θεοφιλοῦς βίου» καί ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς (Χριστοζωῆς). Ἄλλωστε, τήν ἔννοια ἀκριβῶς αὐτήν, ἑνός δηλ. διά βίου πνευματικοῦ ταξιδιοῦ καί ὄχι κάποιου ἀδρανοῦς συστήματος ἤ μιᾶς Ἰδεολογίας, προβάλλει τό αὐριανό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, στό ὁποῖο ὁ Χριστός, μέσω τῆς ἀποστολικῆς κλήσης Του πρός τόν Φίλιππο, καλεῖ ὅλους μας ἰσοβίως καί διηνεκῶς. Ἡ ἐπισκόπηση τοῦ ὀρθόδοξου αὐτοῦ modi existendi ἀναδεικνύει ἀβίαστα τά ἑξῆς γνωρίσματα:
Α) Ἡ ὀρθόδοξη Θεολογία εἶναι ταυτόχρονα δοξολογική καί ἀποφατική, παραδοσιακή καί ἀποστολική, σαρκούμενη καί προσληπτική, διακονική καί θεραπευτική, ἐκκλησιαστική καί εὐχαριστιακή. Στή δισχιλιετῆ διαδρομή της ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι στέρρεα ἐξοπλισμένη μέ τίς ἀΐδιες ἀρχές τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἰσότητας καί τῆς δικαιοσύνης. Αὐτό ἐπιτρέπει στήν Ὀρθοδοξία νά εἶναι «ἀνοιχτή» τόσο στήν ἐπιστημονική ἔρευνα, ὅσο καί στό διάλογο μέ κάθε Φιλοσοφία, Ἰδεολογία, Θρησκεία ἤ Ὁμολογία. Ἔτσι, μάλιστα δικαιολογεῖται καί ἡ ὕπαρξη τῶν λαϊκῶν Θεολόγων.
Β) Ἡ διακριτική σύνθεση, ἡ ὁποία παραδοξολογικά ἑνώνει χωρίς νά ταυτίζει, ἀφοῦ ἑνότητα δέν σημαίνει ὁμοιομορφία. Ὡς πρός τήν ἱστορία της, τή διδασκαλία της, τή λατρεία της καί τόν ἐν γένει ἐκκλησιαστικό πολιτισμό της, ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα μοιάζει πραγματικά μέ ἕνα πολύχρωμο ψηφιδωτό. Μέσα στή θεανθρώπινη ὑφή τῆς Ὀρθοδοξίας «οὐρανός εὐφραίνεται καί γῆ», «τά ἐπίγεια συγχορεύει οὐρανοῖς», τό ὁρατό μέ τό ἀόρατο, τό εἰκονικό μέ τό ἀνεικονικό, τό κτιστό μέ τό ἄκτιστο, τό ἐφήμερο μέ τό αἰώνιο, ἡ παιδική ἁπλότητα μέ τό φιλοσοφικό βάθος, ἡ αὐθεντία μέ τήν ἐλευθερία, ἡ Θεία Χάρη μέ τήν ἀνθρώπινη θέληση, ἡ καρδία μέ τόν νοῦ, ἡ ἄσκηση μέ τήν εὐφροσύνη, τό κατά Θεόν πένθος μέ τήν «ἐν Κυρίῳ» χαρά (βλ. «χαροποιόν πένθος»), ἡ ἀκρίβεια μέ τήν οἰκονομία, τό πρόσωπο μέ τήν κοινότητα. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ Ὀρθοδοξία, τόσο ὡς πρός τό δόγμα ὅσο καί ὡς πρός τό ἦθος, κρατεῖ τή μέση καί βασιλική ὁδό (Via Media), πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, δηλ. τό «μέτρον» πάντων, καί τό διαρκῶς «σχοινοβατεῖν» μεταξύ γνώσης καί πίστης (ἤ θεωρίας καί πράξεως), ὅπως καί μεταξύ τῶν ἀκροτήτων τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ (βλ. ἐκνομίκευση, Verrechtlichung), πού τονίζει μόνο τά ἔργα, ὑποτιμώντας τήν πίστη, καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ (βλ. ἐκκοσμίκευση, Veweltlichung), πού τονίζει μόνο τήν πίστη, ὑποτιμώντας τά «καλά ἔργα». Καί πάλι, ἐνῶ ὁ Προτεσταντισμός δέχεται μία καί μόνη πηγή, τήν Ἁγία Γραφή, καί ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός ὡς δεύτερη πηγή τήν Ἱερά Παράδοση, ἔτσι ὅμως ὅπως ἀμφότερες ἑρμηνεύει ἀλάθητα μόνο ὁ Πάπας, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς ἀνώτατη αὐθεντία της δέχεται τήν Οἰκουμενική Σύνοδο σάν ἔκφραση τῆς «καθολικῆς συνείδησης» τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιπες δυτικές χριστιανικές Ὁμολογίες θεολογοῦν καρτεσιανά, προτάσσοντας τό ὑπαρξιστικό Ἐγώ, δηλ. τό ἀνθρώπινο ὑποκείμενο (εἴτε συλλογικά, εἴτε ἀτομικά), ἡ ὀρθόδοξη Θεολογία δογματίζει συνεργιστικά. Ὁμοίως, ἡ ὀρθόδοξη Θεολογία δέν ἀποδέχεται μόνη οὔτε τήν λεγόμενη «πραγματοποιηθεῖσα» (Realized), οὔτε τή φουτουριστική Ἐσχατολογία, ἀλλά, μέσα στόν λειτουργικό χρόνο της, πού συνδέει παρελθόν, παρόν καί μέλλον, μιά λειτουργική ἐσχατολογία. Ἐπιγραμματικά μόνο σταχυολογῶ ἀπό τήν ὀρθόδοξη Παράδοση, ὅσο ἀφορᾶ στό δόγμα, τή θεογνωσία ἐν μέσω τοῦ γνόφου τῆς ἀγνωσίας, τήν κίνηση «ἐν τῇ ἀκινησίᾳ» καί τήν ἀκινησία «ἐν τῇ κινήσει», ἤ τή «Μονάδα ἐν τῇ Τριάδι» καί τήν «Τριάδα ἐν τῇ Μονάδι», τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο τῆς Χαλκηδόνειας Χριστολογίας, τήν «παρθενομήτορα» καί «μητροπάρθενον» κ.λπ· ὅσο ἀφορᾶ δέ στό ἦθος, ἡ Ὀρθοδοξία οὔτε ἀποδέχεται τόν ἀπολυταρχισμό, ἀλλ’ οὔτε τόν ἀκραῖο φιλελευθερισμό. Γενικότερα, κατά τήν Πατερική Θεολογία, ὁ ὀρθόδοξος βίος θά πρέπει νά διαπνέεται ἀπό μιά δοξολογική καί εὐχαριστιακή στάση ζωῆς, ἡ ὁποία περιλαμβάνει τό εὔκολο (ὡς πανήγυρις) και τό δύσκολο (ὡς πόλεμος), ὁμοιάζουσα μέ ἕναν πολεμικό ἐνθουσιασμό, ἀφοῦ ὁ Χριστός εἶναι ταυτόχρονα νυμφίος καί στρατιώτης, ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνει ὁ ἱ. Χρυσόστομος. Πρόκειται γιά μιά σταυροαναστάσιμη βιωτή (βλ. χαρμολύπη) καί μιά διαλεκτική ἰσορροπία στή ζωή. Ἐν μέσω μετανοίας, πένθους καί νηστείας τῆς κατανυκτικῆς περιόδου τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ψάλλοντας «κατανύξεως καιρόν, τόν τῆς νηστείας νῦν εὑρηκότες, κλαύσωμεν σφοδρῶς, καί στενάξωμεν», ἑορτάζουμε σήμερα πασχάλια τόν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας, καθότι ὁ ἀναστάσιμος χαρακτήρας εἶναι ἐκεῖνος πού, ὡς γνωστό, ἁρμόζει στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολική Ἐκκλησία.
Γ) Ἡ μυσταγωγικότητα τῆς Θείας Λατρείας. Τά Μυστήρια τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας διατηροῦν τόν ὀντολογικό, μεταμορφωτικό, ἀναγωγικό καί ἀνακαινιστικό χαρακτῆρα τους σέ ἀντίθεση μέ πολλές ἄλλες δυτικές παραδόσεις, ὅπως ἐπίσης ἡ ὀρθόδοξη λατρευτική ζωή, πού μέ τή θεόπνευστη ὑμνολογία της, τήν οὐράνια βυζαντινή μουσική καί τίς ἡσύχιες βυζαντινές εἰκόνες παιδαγωγεῖ καί θεραπεύει ψυχο-σωματικά. Ἄλλωστε, ἡ ἴδια ἡ λέξη Ὀρθοδοξία παραπέμπει σέ ἕναν ἀνορθωμένο, ἀνιστάμενο καί ἀναστάσιμο, δηλ. ὑψοποιόν (ἔναντι τῆς αἵρεσης καί τῆς φθορᾶς), τρόπο ζωῆς.
Δ) Ἡ ἀσκητικότητα, πού ἀπορρέει ἀπό τήν ἐσχατολογική προοπτική καί τήν πνευματική γενικότερα ζωή. Στά πλαίσια αὐτά ἐντάσσεται καί ὁ ὀρθόδοξος Μοναχισμός ὡς δυναμική ἔκφραση τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας. Ἡ ἰδιαίτατα ἀνεπτυγμένη ὀρθόδοξη Πνευματολογία παραμένει τριαδολογική, μή ἐκπίπτουσα, ὅπως οἱ ἀντίστοιχες δυτικές, εἴτε σέ Χριστομονισμό, εἴτε σέ Πνευματοκρατία. Καί, τέλος,
Ε) Ἡ συνοδικότητα ― κοινοτικότητα (πρβλ. ἐνορία), δηλ. ἡ ἀναγνώριση καί στούς λαϊκούς προσιδιαζόντων δικαιωμάτων μέσα στήν ὅλη ἐκκλησιαστική ζωή. Ὡς γνωστό, θεματοφύλακας τῆς Ὀρθοδοξίας τυγχάνει ὁ ὀρθόδοξος λαός, τοῦ ὁποίου τήν καθολική συνείδηση ἐκφράζει ὡς φωνή καί ὄργανο ἡ Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας.
ΑΥΤΟΠΑΡΑΤΗΡΗΣΙΑ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΕΛΛΑΔΙΚΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Μετά τή σύντομη αὐτή γνωριμία μας μέ τήν ἀληθινή εἰκόνα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἄς δοῦμε πῶς αὐτή ἀξιολογεῖται σήμερα τόσο ἀπό ἐμᾶς τούς Ὀρθόδοξους, ὅσο καί ἀπό αὐτούς τούς ἑτερόδοξους. Σέ κάθε περίπτωση, οἱ ὁποιεσδήποτε ἀποτιμήσεις προϋποθέτουν εἰδικές ὀπτικές καί συγκεκριμένα κριτήρια. Γιά παράδειγμα, ἐκεῖνοι πού ξεκινοῦν μέ ἀφετηρία τήν Ἱστορία ἤ τήν Πολιτική, ἐκθειάζουν ἤ στυλιτεύουν ἀνάλογα τήν πορεία τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, βλέποντάς την κυρίως ἱστορικο-πολιτικά. Ἐκεῖνοι, πάλι, πού δίνουν ἔμφαση στά ἀφηρημένα σχήματα καί τό δόγμα, κριτικάρουν τήν Ὀρθοδοξία ἀπό ἔποψη θεολογικο-φιλοσοφική κ.ο.κ. Γεγονός, πάντως, εἶναι ὅτι, ἄν κανείς δέν γνωρίσει ἐκ τῶν ἔσω τήν Ὀρθοδοξία καί μάλιστα μέ τό βιωματικό ―καί ὄχι τό νοησιαρχικό― εἶδος γνώσης (δηλ. τό «ἔρχου καί ἴδε» τοῦ ἀποστόλου Φιλίππου), ὄχι μόνο ἀδυνατεῖ ἀλλά καί δέν δικαιοῦται νά ἐκφράζει κρίσεις γι’ αὐτήν. Ἡ ἱστορική καί βιωματική ταυτότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔτσι ὅπως τήν περιγράψαμε προηγουμένως, δεικνύει ὅτι αὐτή δέν εἶναι δυνατόν νά ἐξετασθεῖ ἐρήμην τῆς ἱστορικο-πολιτισμικῆς καί κοινωνικο-πολιτικῆς πραγματικότητας. Σήμερα, πού ἡ ΝΕΑ ΤΑΞΗ πραγμάτων φαίνεται νά κυριαρχεῖ, κοσμοϊστορικές ἀλλαγές νά συμβαίνουν παγκόσμια, καί ἰδιαίτερα στή Βαλκανική, πρωτόγονες, μυθολογικές καί παγανιστικές θρησκεῖες νά ἀναβιώνουν, ὁ δυτικός Χριστιανισμός νά ἔχει ἐν πολλοῖς ἐκκοσμικευθεῖ καί χιλιάδες ἰδεολογίες ἤ θρησκευτικές αἱρέσεις νά κατακλύζουν τόν κόσμο, ἡ Ὀρθοδοξία δέν θά μποροῦσε ―καί δέν πρέπει― νά παραμένει ἀπαθής, παγιδευμένη μέσα στίς Συμπληγάδες τοῦ Ἰσλαμισμοῦ καί τοῦ παπικοῦ Ἰμπεριαλισμοῦ (βλ. Οὑνία, ἀναγνώριση τῶν Σκοπίων κ.λπ.). Πάνω ἀπό ὅλα, ὅμως, ἄς ἔχουμε κατά νοῦν ὅτι ἡ ὑγιής, δηλ. ὀρθό-δοξη, λειτουργία καθενός γνωρίσματος τῆς Ὀρθοδοξίας ἐξαρτᾶται ἀπό τή χρήση τῆς ἐλευθερίας βουλήσεως τοῦ ἀνθρώπου, τή Θεία παιδαγωγία, τούς δαιμονικούς πειρασμούς, τά ἀνθρώπινα πάθη ἀτομικά καί συλλογικά κ.ο.κ. Ὡστόσο, πίστη τῶν Ὀρθοδόξων συνιστᾶ ἡ ἐσχατολογική ἐλπίδα, δηλ. ἡ ἔλευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ νίκη τῶν δυνάμεων τοῦ φωτός ἔναντι τοῦ σκότους, τοῦ Ἀρνίου ἔναντι τοῦ Θηρίου, τῆς Ἀναστάσεως ἔναντι τοῦ θανάτου. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ πίστη στή Θ. Πρόνοια, πού κατευθύνει τόν ροῦν τῆς παγκόσμιας Ἱστορίας. Μέσα σέ αὐτό τό πλαίσιο θά πρέπει νά τοποθετήσουμε καί τόν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας, πού μνημονεύουμε σήμερα. Ὁ ἑορταζόμενος δηλ. θρίαμβος τῆς Ὀρθοδοξίας συνθέτει ἕνα σημεῖο, ἕναν τύπο, τῆς αἰώνιας ὑπερίσχυσης τοῦ Φωτός καί τῆς Ζωῆς, ὅπως ἀκριβῶς ἦσαν τά θαυμαστά γεγονότα τῆς Ἱστορίας τοῦ Ἰσραήλ ἀλλά καί αὐτά τά θαύματα τοῦ Κυρίου μέ ἀποκορύφωμα, ἀναμφίβολα, τήν Ἀνάσταση καί Ἀνάληψή Του. Συνεπῶς, ὁ ὀρθό-δοξος θρίαμβος δέν ἐπιτρέπεται νά ἐκφυλισθεῖ σέ πανηγυρισμούς καί θριαμβολογίες. «Ἡ Ὀρθοδοξία θριαμβεύει, ἀλλά δέν θριαμβολογεῖ». «Οὐ γάρ νικῆσαι ζητοῦμεν, ἀλλά προσλαβεῖν ἀδελφούς, ὧν τῷ χωρισμῷ σπαρασσόμεθα», παρατηρεῖ ἐνδεικτικά ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.
Κάτω ἀπ’ αὐτές τίς συνθῆκες, κρίνουμε, ὁπωσδήποτε, θετικά τήν ἀναβίωση στά χρόνια μας τοῦ ὀρθόδοξου Μοναχισμοῦ καί τῶν ἀνατολικῶν Πατερικῶν μελετῶν, ὅπως ἐπίσης τό ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία σήμερα ἔχει βγεῖ ἀπό τήν ἀφάνεια καί μπορεῖ καί διαλέγεται «ἐν ἀληθείᾳ καί ἀγάπῃ» μέ ὅλο τόν κόσμο, πολλῶ δέ μᾶλλον, διορθόδοξα καί διεκκλησιαστικά.
Θά ἐθελοτυφλούσαμε, ὅμως, ἄν δέν ἐπισημαίναμε καί κάποια μελανά σημεῖα, πού ἀμαυρώνουν, δυστυχῶς, τήν ἄσπιλη εἰκόνα τῆς Ὀρθοδοξίας. Μπορεῖ ἡ χώρα μας, σύμφωνα μέ δημοσκόπηση τοῦ 1995, νά ἐμφανίζεται ὡς ἡ πλέον θρησκευόμενη τῆς Εὐρώπης, ὅμως γεγονός παραμένει ὅτι οἱ Νεοέλληνες γενικά δέν ἐκκλησιάζονται, ἰδίως στά χωριά. Ἐξάλλου, ἀπό ἐμᾶς τούς ἰδίους τούς Ὀρθοδόξους πολλές φορές παρατηρεῖται ἕνας θρησκευτικός ἤ, καλύτερα, ἐκκλησιαστικός, ναρκισσισμός, ὁ ὁποῖος ἐκδηλώνεται εἴτε μέσω μιᾶς θεολογικῆς αὐτάρκειας, εἴτε μέσω κάποιων βυζαντινισμῶν τοῦ παρελθόντος, ὅπου, μέσα στά κάτοπτρα τῶν «ὀρθοδόξων» τίτλων μας, ἐρωτευόμαστε τό εἴδωλό μας. Ἄν, τώρα, σέ ὅλα αὐτά προσθέσουμε ὁρισμένες συγκρούσεις, πού συνδέονται μέ προβλήματα αὐτοκεφαλίας τῶν Ἐκκλησιῶν, τήν ἀτέρμονα Οἰκουμενολογία, τή γενικότερη ἠθική καί πολιτιστική κρίση, τή διγλωσσία καί ἀσυνέπεια μεταξύ πίστης καί πράξης, καθώς καί κάποιες δεισιδαιμονικές ἐπιβιώσεις, ἡ πορφυρόχρους εἰκόνα τῆς Ὀρθοδοξίας ἀρχίζει νά ξεθωριάζει. Εἶναι χαρακτηριστική, γιά παράδειγμα, ἡ φράση κάποιων ἑτεροδόξων: «νοσταλγοῦμε τήν Ὀρθοδοξία, ἀλλ’ ὄχι καί τούς Ὀρθόδοξους».
ΕΤΕΡΟΠΑΡΑΤΗΡΗΣΙΑ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΕΛΛΑΔΙΚΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, εἶναι ἀλήθεια ὅτι στίς μέρες μας ἀκούγονται καί γράφονται πολλές θετικές κρίσεις γιά τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἰδίως ἀπό τή μεριά τῶν εὐρωπαίων Χριστιανοδημοκρατῶν καί τοῦ εὐρωπαϊκοῦ λαϊκοῦ κόμματος, ὅσο ἀφορᾶ κυρίως στίς πρωτοβουλίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου γιά τήν παγκόσμια εἰρήνη, τήν καταπολέμηση τῆς διεθνοῦς τρομοκρατίας καί τήν προστασία τοῦ περιβάλλοντος ἤ τή συμμετοχή σέ διαθρησκειακούς καί διαχριστιανικούς διαλόγους. Πολλοί, ἐπίσης, θαυμάζουν τό συνοδικό σύστημα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Κάποιοι ἄλλοι, ὅπως ὁ τέως πρόεδρος τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ὁ Γερμανός ρωμαιοκαθολικός θεολόγος Ἰούλιος Tyciak καί ὁ διευθυντής τῆς ἐπιστημονικῆς Βιβλιοθήκης τοῦ Dambarthn Oaks τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Harvard, Dr. John Thacher, ἐπαινοῦν δημόσια τήν πιστότητα τῆς Ὀρθοδοξίας στήν Παράδοση καί τήν ἔμφαση πού ἐπιδεικνύει, τουλάχιστον θεωρητικά (θεολογικά), στό βίωμα. Μάλιστα ὁ Frank Schaeffer, γιός τοῦ περίφημου Προτεστάντη συγγραφέα Francis Schaeffer, μετεστράφη ἀπό τόν Καλβινισμό στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀκριβῶς λόγω τοῦ ἀποφατικοῦ καί μυστικοῦ χαρακτῆρα τῆς τελευταίας. Ὁμοίως, ὁ Ἱσπανός ἱερωμένος Ballester ὑπογραμμίζει τή μαχητικότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἐναντίον τῶν αἱρέσεων. Ἡ ἔγκυρη γαλλική ἐφημερίδα Le Monde εἶχε γράψει κύριο ἄρθρο τήν ἡμέρα τῆς εἰσόδου τῆς Ἑλλάδας στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση μέ τίτλο «Καλωσορίζουμε τή χώρα τῆς Φιλοκαλίας». Προσέτι, οἱ διαπρεπεῖς Γάλλοι ἱερωμένοι Ντυμόν καί Ντανιελού μίλησαν καί ἔγραψαν γιά τήν Ὀρθοδοξία μέ ἕναν σεβασμό καί μέ μιά υἱϊκή ἀγάπη, πράγματα ἀδιανόητα γιά παλαιότερες ἐποχές. Τήν ὀρθόδοξη, ὡσαύτως, λατρεία ἐγκωμιάζουν ἀρκετοί ξένοι, μεταξύ τῶν ὁποίων οἱ πάπες Πῖος 11ος καί Ἰωάννης 23ος, ὁ ρωμαιοκαθολικός θεολόγος καί κληρικός Dom Lammbert Beauduin καί ὁ Προτεστάντης θρησκειολόγος καθηγητής Friedrich Heiler. Ὅπως βλέπουμε, λοιπόν, τά τελευταῖα χρόνια παρατηρεῖται μιά γενικότερη στροφή τῆς Εὐρώπης, συμπεριλαμβανομένης ἀκόμα καί τῆς Ἰταλίας, καί ἕνα ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, πρός τήν Ὀρθοδοξία, μέ ἀρκετές μάλιστα μεταστροφές πρός αὐτήν ἐκ μέρους πρώην Προτεσταντῶν. Στήν Ἀμερική καί τίς εὐρωπαϊκές χῶρες ἔχουν δημιουργηθεῖ ἐδῶ καί μερικά χρόνια Κέντρα Ἐρευνῶν καί πανεπιστημιακά τμήματα Βυζαντινολογίας καί μελέτης τῆς Ὀρθοδοξίας, τῶν νηπτικῶν Πατέρων, τῆς λατρείας, τῆς τέχνης, τῆς ἱστορίας τοῦ ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ κ.λπ., ἐνῶ κάθε χρόνο διοργανώνονται ὀρθόδοξα συνέδρια, ὅπως λ.χ. στή Μεγάλη Βρετανία, μέ μεγάλη συμμετοχή ἐνδιαφερομένων. Στό Dumbarton Oaks τῆς Οὐάσιγκτον συστάθηκε ἀνάλογο Ἵδρυμα ἐρευνῶν ἀπό μία ἑκατομμυριοῦχο Ἀμερικανίδα, σύζυγο Ἀμερικανοῦ πρέσβη, πού ἦταν κυριολεκτικά «ἐρωτευμένη» μέ τό ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας στήν Κωνσταντινούπολη. Πρέπει, βέβαια, νά παραδεχθοῦμε ὅτι τή διάδοση καί προβολή αὐτή τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας, προπαντός στό Παρίσι καί τή Νέα Ὑόρκη, ὀφείλουμε ἐν πολλοῖς στή ρωσική Διασπορά, πού, ἄν δέν ἐθάπτετο σάν τόν σπόρο γιά πολλά χρόνια, δέν θά ἔθαλλε. Τέλος, πολλά λέγονται καί γράφονται γιά τό μέλλον τῆς Ὀρθοδοξίας, τά ὁποῖα ἠχοῦν ἀπό προφητικά ὁράματα καί εὐσεβεῖς πόθοι μέχρι καί ἐμπεριστατωμένες ἱστορικές μελέτες. Ἕνας ἀπό τούς πλέον διακεκριμένους Γάλλους διανοητές, ὁ Ἀντρέ Μαλρό, εἶχε προβλέψει ὅτι ὁ ἐπερχόμενος αἰώνας, δηλ. ὁ 21ος, ἤ θά ἐπανεύρει τή Μεταφυσική ἤ πιθανόν δέν θά ὑπάρξει. Ἐπίσης, ὁ κορυφαῖος βυζαντινολόγος Steven Runciman εἶχε δηλώσει ὅτι μετά ἀπό 100 χρόνια στό ἱστορικό προσκήνιο θά ὑπάρχει μόνο ἡ Ὀρθοδοξία. Ὁμοίως, ὁ γνωστός κοινωνιολόγος Spengler πιστεύει ὅτι ὁ ὀρθόδοξος πολιτισμός τῆς Ρωσίας βρίσκεται ἀκόμα σέ ἐμβρυώδη κατάσταση· «ἡ ἑπόμενη χιλιετία ἀνήκει στό Χριστιανισμό τοῦ Ντοστογιέφσκυ», ὅπως χαρακτηριστικά γράφει. Ἀληθινά, ὑπάρχουν σήμερα πολλές ἐνδείξεις, οἱ ὁποῖες ἀναγγέλλουν ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία πρόκειται στό ἀμέσως προσεχές μέλλον νά διαδραματίσει ἕνα σημαντικό ρόλο, τή στιγμή πού ἑκατοντάδες προτεσταντικοί ναοί κλείνουν ἤ πωλοῦνται γιά νά γίνουν κέντρα διασκεδάσεως. Τοῦτο μάλιστα φαίνεται νά ἐπαληθεύεται ἀπό τήν ἀθρόα προσέλευση στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων ἀπό τίς χῶρες τοῦ πρώην ἀνατολικοῦ block.
Μετά τά ὄντως πολύ κολακευτικά αὐτά σχόλια καί τά ἐνθαρρυντικά γιά τήν Ὀρθοδοξία γεγονότα, προχωροῦμε σέ σταχυολόγηση καί τῶν ἀρνητικῶν γι’ αὐτήν κρίσεων ἐκ μέρους τῶν ἑτεροδόξων. Ἡ ἐκκλησιαστική ἀκοινωνησία μεταξύ ὁρισμένων ὀρθοδόξων χριστιανικῶν ἀνατολικῶν ἐκκλησιῶν, ἡ ἐν Ἑλλάδι διοικητική ἐκκλησιαστικά κατάτμηση, ἡ ποιμενοκεντρική γενικά δομή, οἱ ἐνδο-ορθόδοξες προστριβές καί ἔριδες, καθώς καί τά πρόσφατα θλιβερά γεγονότα στό Ἅγιο Ὄρος, πού τηλεοπτικά ἔκαναν τόν γύρο τοῦ κόσμου, ἐπικρίνονται δριμύτατα στό Ἐξωτερικό. Παράλληλα, οἱ ἑτερόδοξοι ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ ἀνατολικός ὀρθόδοξος Μοναχισμός ὄχι μόνο ἐνσωματώθηκε στόν ἐπίσημο Κλῆρο, ἀλλά καί ἔχασε τόν πρωτοχριστιανικό του προφητικό χαρακτῆρα, ἀφομοιούμενος τελικά ἀπό τήν «κρατική» Ἐκκλησία. Οἱ ἴδιοι, ἐπίσης, διατείνονται ὅτι ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν προήγαγε τήν πλούσια, στ’ ἀλήθεια, Παράδοσή της, ἀλλ’ ἔμεινε προσκολλημένη σέ μιά νοησιαρχική Θεολογία καί στείρα Παραδοσιαρχία. Ὁ πάπας, μάλιστα, Βενέδικτος ὁ 16ος, σέ πρόσφατη διάλεξή του στό Πανεπιστήμιο τῆς Ρετισβάνης, χαρακτήρισε τήν Ἀνατολική Ἐκκλησία ὡς ὑστεροῦσα ἔναντι τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ ὡς πρός τίς σύγχρονες κοινωνικές ἐξελίξεις. Ἔπειτα, ὁ Προτεσταντισμός, ἐπί τῆ βάσει τῆς περί κλάδων θεωρίας (branch theory), ὑποβιβάζει τήν Ὀρθοδοξία σέ μιά κλαδική καί ἐπί μέρους ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἔχει ἐξελληνίσει τόν Χριστιανισμό (Harnack, Brunner κ.ἄ.), χρωματίζοντάς τον ἐθνικιστικά. Μέ μιά λέξη, οἱ δυτικοί μᾶς κατηγοροῦν ―οὔτε λίγο, οὔτε πολύ― ὡς τυπολάτρες καί φονταμενταλιστές. Ὡς γνωστό, ὁ Ζάν Μπατίστ Ντιροζέλ, καθηγητής τῆς Ἱστορίας στό Πανεπιστήμιο τῆς Σορβώνης, ἀγνόησε παντελῶς τόν Ἑλληνισμό καί τήν Ὀρθοδοξία στό βιβλίο του Εὐρωπαϊκή Ἱστορία τῆς Εὐρώπης. Ὕστερα, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῶν ἐν Ἀθήναις Ρωμαιοκαθολικῶν κ. Νικόλαος δυσφήμισε τή χώρα μας διεθνῶς, ἐμφανίζοντας τούς ἐν Ἑλλάδι ρωμαιοκαθολικούς ὡς «διωκομένους». Ὁμοίως, ὁ ρωμαιοκαθολικός κληρικός π. Κοντίδης ὑποστήριξε ὅτι «Ὀρθοδοξία καί Δημοκρατία εἶναι πράγματα ἀσύμβατα». Πρίν ἀπό λίγα χρόνια, πάλι, ὅλοι θυμόμαστε τίς γνωστές δηλώσεις τοῦ Ὑπουργοῦ τῶν Οἰκονομικῶν τῆς Αὐστρίας, ὅτι «τά σύνορα τῆς Εὐρώπης τελειώνουν ἐκεῖ πού ἀρχίζει ἡ Ὀρθοδοξία». Τέλος, ὁ γνωστός σύγχρονος Ἀμερικανός διανοούμενος Samuel Huntington ἐξοβέλισε κι’ αὐτός τήν Ὀρθοδοξία ἀπό τήν Εὐρώπη ὡς δῆθεν ἀντιευρωπαϊκό-πολιτιστικό κίνημα.
Ἀπό τή σύντομη αὐτή φαινομενολογική ἔκθεση προκύπτει:
α) ὅτι τόσο οἱ ὁμόδοξοι, ὅσο καί οἱ ἀλλόδοξοι ἐλάχιστα γνωρίζουν, καί μάλιστα σέ βάθος, περί Ὀρθοδοξίας, ἐπικρατούσης, ἀντίθετα, μιᾶς συγχύσεως, ἡ ὁποία ἐπιτείνεται, καί γιά τήν ὁποία εὐθυνόμαστε πρωτίστως ἐμεῖς οἱ Θεολόγοι (κληρικοί καί λαϊκοί),
β) ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία ὡς Ζωή μέσα στή ζωή ἤ κιβωτός μέσα στόν κόσμο δέν εἶναι ἕνα στατικό, ἀλλά δυναμικό μέγεθος («ὁ δοκῶν ἑστάναι βλεπέτω μή πέσῃ»), πού σταυροαναστάσιμα διέρχεται περιόδους πνευματικῆς ἀναβάσεως καί καταβάσεως, παφλασμοῦ τοῦ Πνεύματος ἀλλά καί πνευματικοῦ λιμοῦ.
γ) ὅτι πολλά ἀπό αὐτά πού, ἔσωθεν καί ἔξωθεν, προσάπτονται στήν ἑλλαδική καί οἰκουμενική Ὀρθοδοξία, εἶναι ἀληθῆ καί χρήζουν διορθώσεως, καί
δ) ὅτι τά θετικά σημεῖα ὑπερτεροῦν τῶν ἀρνητικῶν, ἄν καί τά ζητήματα αὐτά δέν εἶναι μεγέθη ποσοτικῶς μετρήσιμα.
Τελευταῖο ἐρώτημα, πού ἀπομένει νά ἀπαντήσουμε, εἶναι τί δυνατότητες ἀνθρωπίνως ἔχουμε ὡς Ὀρθόδοξοι, δεδομένου ὅτι ἀριθμητικά εἴμαστε ἀμελητέοι, γιά ἀναστήλωση αὐτῆς τῆς ἔσωθεν καί ἔξωθεν εἰκόνας μας, τόσο στό Ἐσωτερικό ὅσο καί στό Ἐξωτερικό. Μέ ἄλλα λόγια, πῶς ὅλα αὐτά τά γνωρίσματα τῆς Ὀρθοδοξίας, πού περιγράψαμε προηγουμένως, μποροῦν νά λειτουργήσουν, γόνιμα καί σέ ἕνα βαθύτερο ἐπίπεδο, μέσα στό σημερινό πολιτισμικό περιβάλλον. Ὁποιαδήποτε ἀπάντηση προαπαιτεῖ, ἀσφαλῶς, τήν ἐνδογενῆ βελτίωση καί πνευματική ἀνόρθωση, οὕτως ὥστε ἡ Ὀρθοδοξία νά ξαναβρεῖ αὐτόματα τό πατροπαράδοτο γόητρό της στήν ἐθνική μας ζωή. Μόνο τότε τά γνωρίσματα αὐτά θά πάψουν νά ἀποτελοῦν κειμήλια τοῦ παρελθόντος ἤ ὡραῖες παλιές ἰδέες, καί θά καταστοῦν ―βιωματικά καί πρακτικά― ἐνεργά, πρόσφορα καί εὐεργετικά γιά τήν ἐπίλυση τῶν σύγχρονων σοβαρῶν προσωπικῶν καί κοινωνικῶν προβλημάτων. Γιατί, ἀναμφιβόλως, Ὀρθοδοξία δέν εἶναι οἱ κορῶνες καί οἱ λυρισμοί ἤ τά ἀρχιτεκτονήματα μέ τά σκαλιστά παγώνια, τούς θόλους καί τίς ἁψῖδες, ἀλλά ἡ ὑπό τῶν ποιμένων, πρωτίστως, πρόσληψη καί ἀνάληψη τῶν καθημερινῶν φροντίδων, μόχθων καί πόθων τοῦ «λαοῦ τοῦ Θεοῦ», πού θαλασσοδέρνεται ἀπό τή Σκύλλα τῆς Πλουτοκρατίας στή Χάρυβδη τῆς «λιτότητας». Ἡ ἐσωτερική, ὅμως, αὐτή ἀνόρθωση σημαίνει οὐσιαστικά ἐπαναφύπνιση τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς συνείδησης τοῦ Νεοέλληνα, δηλ. ἐπανορθοδοξοποίηση καί ὄχι μεταρρύθμιση ἤ υἱοθέτηση λ.χ. ἑνός ἄλλου «Πιστεύω». Συνεπῶς, δέν εἰσηγούμαστε καμία ἀπόρριψη τῶν παραδόσεών μας, ἀλλά, τοὐναντίον, τήν ἀξιοποίηση τῶν σημείων ἐκείνων πού λησμονήσαμε ἤ ἀφήσαμε νά ἀτονήσουν. Ὡς γνωστό, ἡ ὁποιαδήποτε μέσα στήν Ἱστορία συγκατάβαση τῆς Ἐκκλησίας πρός τόν κόσμο δέν ἐννοεῖται ὡς δογματολογική προσαρμογή τῆς Πίστης σέ ὁρισμένα μοντέρνα φιλοσοφικά συστήματα, ὑπό τό πρόσχημα τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ ἤ τῆς καί θύραθεν δῆθεν ἐπιβεβαίωσης τῶν δογμάτων της, ἀλλ’ ὡς ἐξυγίανση, θεραπεία καί ἀνόρθωση αὐτοῦ τοῦ κόσμου μέσω τῆς κατάλληλης καί ἐπιλεκτικῆς χρήσης τῆς τρέχουσας φιλοσοφικῆς γλώσσας, ὅπως ἔκαναν στά χρόνια τους οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ
Ἀπό τά στοιχεῖα ἐκεῖνα τῆς Ὀρθοδοξίας, πού φαίνεται ὅτι ἀποδυναμώθησαν ἤ ἀλλοτριώθησαν, θά σταθοῦμε ἐνδεικτικτά μόνο σέ τρία κεφαλαιώδη, ἐν εἴδει καταληκτικῶν προτάσεων γιά μιά πρωτοβάθμια ἀναστήλωση:
1) Μαζικός ἐπανευαγγελισμός, τόν ὁποῖο πολύ ὡραῖα ὑποτυπώνει ἡ αὐριανή λιτανευτική ἔξοδος τῶν ἁγίων εἰκόνων πρός τόν κόσμο. Ἄς μήν ξεχνοῦμε, ἄλλωστε, ὅτι ἡ ἑβδομάδα Ἐξωτερικῆς Ἱεραποστολῆς συμπίπτει μέ τήν ἑβδομάδα τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας. Γιατί, οἱ ἐλάχιστες ὧρες τῶν Θρησκευτικῶν στά σχολεῖα ἤ καί τά Κατηχητικά δέν ἐπαρκοῦν, ὅπως τουλάχιστον ἀποδεικνύει ἡ τρέχουσα πραγματικότητα. Ἄν, κατά τόν Πατροκοσμᾶ, ἡ ἀνέγερση σχολείων προέχει ἔναντι τῶν ναῶν καί ἄν γιά τούς περισσότερους σήμερα σχολεῖο εἶναι ἡ τηλεόραση, τότε ἡ Ἐκκλησία, πού τότε ἔκανε αὐτούς τούς τιτάνιους ἀγῶνες γιά τίς εἰκόνες, δηλ. τά βιβλία τῶν ἀγραμμάτων, θά πρέπει πάση (οἰκονομικῇ) θυσία νά στυλώσει τίς κεραῖες τοῦ δικοῦ της τηλεοπτικοῦ σταθμοῦ, ἄν δέν θέλουμε, ἰδίως τά παιδιά μας, νά ἀποτυφλωθοῦν πνευματικά μέ τήν τηλοψία ἄθεων καί αἱρετικῶν εἰκόνων. Μέχρι, ὅμως, νά γίνει αὐτό οἱ ἱεραποστολικές ἐξορμήσεις στίς ἐπαρχίες θά πρέπει νά ἐνταθοῦν. Στό ἔργο αὐτό θά μποροῦσαν τά μέγιστα νά εἰσφέρουν οἱ λαϊκοί θεολόγοι, ὡς οἱ «φυσικοί» θεματοφύλακες τῆς πνευματικῆς παράδοσης τῆς Ὀρθοδοξίας. Πρός τούτοις, ἀπαιτεῖται ἀποκέντρωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑπηρεσιῶν καί πληρέστερη συμμετοχή ―μέ μεγαλύτερη καί στενότερη συνεργασία στίς κατά τόπους ἱερές Μητροπόλεις, δηλ. ὀργανική καί ὄχι μόνο περιφερειακή συνεργασία― μεταξύ Κλήρου καί λαοῦ. Ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας σήμερα, ἐνόψει μάλιστα τῶν πολυπληθῶν αἱρέσεων, ὀφείλει νά εἶναι ἔγκυρος, μεστός, συγκεκριμένος καί ὄχι ἀπροπαράσκευος, τυποποιημένος καί συναισθηματικός.
2) Συνέπεια ἔργων καί λόγων. Τοῦτο θά ἐπιτευχθεῖ μέ τή συνειδητοποίηση ἐκ μέρους τῶν κατ’ ὄνομα Ὀρθοδόξων τῆς χριστιανικῆς Πίστης τους, πρᾶγμα πού ἀπορρέει πάλι ἀπό τόν ἐπανευαγγελισμό. Μιά «κατ’ ἐπίγνωσιν» Πίστη σημαίνει μαθητεία στή σχολή τοῦ Νιπτῆρος μέσω τῆς ἀναβίωσης τῆς ζωῆς τῆς πρώτης Ἐκκλησίας τῶν κατακομβῶν καί τοῦ σαμαρειτικοῦ ἤθους τῶν ἁγίων Πατέρων. Σημαίνει, ἀκόμα, τή σύνδεση τῆς Θ. Λατρείας καί τῆς κοινωνικῆς πράξης, καί ὄχι τήν ἄκαρπη τυπολατρία. «Ὀρθοδοξία δέν εἶναι μόνον τά κεριά, τά λιβάνια κι’ οἱ σταυροί. Τόν σταυρό ὁ Χριστός τόν θέλει» καθημερινά στούς ὤμους μας. Μήπως, ἐρωτᾶ ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Χίου Χρυσόστομος, «ἡ Ὀρθοδοξία ἔγκειται γιά μᾶς σέ μίαν κατ’ ἐπίφασιν (ἐπιδερμική) εὐσέβεια (δηλ. ἀσέβεια στήν πραγματικότητα), ἤ μόνον σέ πλούσια ἀφιερώματα σέ ναούς, ἕνα εἶδος ‛θρησκευτικοῦ ὑλισμοῦ’, ἤ καί ‛ζήλου οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν’»; Τυχόν ἀπόρριψη τῶν λατρευτικῶν (συμβολικῶν) τύπων θά ὁδηγοῦσε στήν αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας, ἐνῶ τυχόν ταύτιση τοῦ σημαίνοντος μέ τό σημαινόμενο, θά ὁδηγοῦσε στήν αἵρεση τῆς εἰκονολατρίας. Καί,
3) Ἐνεργοποίηση τῆς ἐσχατολογικῆς διάστασης τῆς Ὀρθοδοξίας, δηλ. τοῦ τρίπτυχου τῆς πίστης, τῆς ἐλπίδας καί τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Μιά τέτοια προοπτική ἐφοδιάζει τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ ἀγωνιστικό φρόνημα στήν ἐκφορά τῆς σύγχρονης θεολογικῆς μαρτυρίας, εἰσδύει στά ἐσώτατα αἴτια τῶν κοινωνικῶν, πολιτικῶν καί οἰκονομικῶν προβλημάτων, μή ἀρκούμενη σέ ἕνα ἐπιφανειακό ἄγγιγμά τους, καί, τέλος, καλλιεργεῖ αὐτήν τήν ἴδια τήν Παράδοση. Ὁμοίως, ὅταν ὁ ἐργάτης τοῦ Κυρίου φλέγεται ἀπό τήν τριάδα αὐτή τῶν θεολογικῶν ἀρετῶν καί ὁραματίζεται μιά ἀληθινή καί ζωντανή Ἐκκλησία, ἀποζητεῖ τήν αὐτο-βελτίωση καί τή συνεχῆ ἐξ-άσκηση, τήν εὑρηματικότητα, τήν ἐκπόνηση σχεδίων δράσης καί τακτικισμῶν, καί, ἐν πάσῃ περιπτώσει, δέν ἐπαναπαύεται σέ μιά στατική κατάσταση συντήρησης καί ἐφησυχασμοῦ.
Συνεορταστές τῆς πανσέπτου αὐτῆς δεσποτικῆς ἑορτῆς, «μείζω τούτων» ὀψόμεθα· καί, ὄχι πλέον μέσω ὑλικῶν ἤ ψηφιακῶν εἰκόνων, ἀλλά παγκοσμίων, πνευματικῶν καί ὑπαρξιακῶν. Ἄν ἡ ἱστορική ἀναστήλωση συνιστᾶ αὐτόχρημα μιά θεοσημία, τό αἰώνιο μήνυμα, πού ἱεροτύπως αὐτή ἐκπέμπει γιά κάθε μελλοντική εἰκονολογία, εἶναι ὁ ἀγώνας καί ἡ κατίσχυση τῆς ἁγιότητας ἔναντι τῆς ἁμαρτίας, τῆς Ζωῆς ἔναντι τοῦ θανάτου, τῆς Ὀρθοδοξίας ἔναντι τῆς αἱρέσεως, μέ μιά λέξη, ὁ ἰριδισμός τῆς εἰκόνας τοῦ σαρκωμένου Θεοῦ μέσα στό πνευματικό ἔρεβος αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἄς ὑψώσουμε, γι’ αὐτό, ἐκ βαθέων τήν ἱκεσία μας: «Στήριξον Ὀρθοδοξίᾳ τήν Ἐκκλησίαν Σου Χριστέ». «Οὐκ ἀρνησόμεθά Σε, φίλη Ὀρθοδοξία...Ἐν σοί ἐγεννήθημεν, ἐν Σοί ζῶμεν καί ἐν Σοί κοιμηθησόμεθα. Εἰ δέ καλέσει καιρός, καί μυριάκις ὑπέρ Σοῦ τεθνηξόμεθα». Εἴθε τό συνοδικό πνεῦμα τῆς Ζ’ ἐν Νικαία Οἰκουμενικῆς Συνόδου νά πνεύσει καί σήμερα, ἀναρριπίζοντας τίς σχέσεις Κλήρου καί λαοῦ· κάτι τέτοιο, μόνο ὄφελος θά μποροῦσε νά προσπορίσει ὄχι μόνο σέ μᾶς τούς ἰδίους ὡς Ὀρθοδόξους, ἀλλά καί στήν ἔξωθεν εἰκόνα τῆς Ὀρθοδοξίας πρός δόξα τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ.
Βλ. Ἀρχιεπ. Αὐστραλίας Στυλιανοῦ, «Τά σύν καί τά πλήν τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τόν νεώτερον κόσμον», Επιστημονική Παρουσία Εστίας Θεολόγων Χάλκης, Γ’, ἐν Ἀθήναις 1994, σ. 574 ἑξ. Γιά περισσότερα βλ. Ἀ. Κορακίδη, Ὁ ἔλεγχος ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, Ἀθῆναι 1965, Μ. Πλωρίτη, «Μή κρίνετε ἵνα μή ἀφορισθῆτε. Ὁ τρόμος γιά τήν κριτική καί ἡ κριτική τοῦ τρόμου», Το Βημα 25/11/1984.
Th. Hopko, “The Tree of the Cross”, J. J. Allen (Ed.), Orthodox Synthesis ― The Unity of Theological Thought, St. Vladimir’s Seminary Press, Crestwood, New York 1981, p. 158.
π. Γ. Μεταλληνοῦ, «Τί εἶναι Ὀρθοδοξία», Ὀρθόδοξος Τύπος 12 Σεπτεμβρίου 1980, ἀρ. ἄρθρου 11.
Κ. Ε. Παπαπέτρου, «Ἡ ‛Ἀνατολή’, ἡ ‛Δύσις’ καί τό μέλλον τῆς Ὀρθοδοξίας», στό: Προσβασεισ (Ζητήματα Ἀπολογητικῆς Θεολογίας καί Φιλοσοφικῆς κριτικῆς τοῦ καιροῦ μας), Ἀθῆναι 1979, σ. 121.
Μητρ. Γουμενίσσης, Ἀξιουπόλεως καί Πολυκάστρου Δημητρίου, «Ἡ Ὀρθοδοξία: προφητική φωνή κρίσεως καί κλήσεως τοῦ κόσμου ― στό μεταίχμιο δύο χιλιετιῶν», Εκκλησια 3 (Μάρτιος 1999) 128.
A. Dueck, “On Living in Athens: Models of Relating Psychology, Church and Culture”, Journal of Psychology & Christianity 8/1 (1989) 5-18, Δ. Ν. Παπαθανασόπουλου, «Ὀρθοδοξία καί Νεοελληνική ταυτότης», Εκκλησια 12 (1/15 Σεπτεμβρίου 1989) 503, Σ. Κ. Τσιτσίγκου, «Παιδεία καί Πολιτισμός στό φῶς τῆς Θεολογίας» (ἀνάτυπο ἀπό περιοδ. Εκκλησια), Ἀθήνα 1994.
Μητρ. Γουμενίσσης Δημητρίου, Εκκλησια 4 (1 Μαρτίου 1996) 166: «ἡ Ὀρθοδοξία θά μᾶς πεῖ τό τί εἴμαστε, ποιοί εἴμαστε, ποιό εἶναι τό γένος μας, ποιά εἶναι ἡ ταυτότητά μας, ποιό εἶναι τό χρέος μας».
Βλ. Μητρ. Βαρνάβα, «Ἡ Ὀρθοδοξία καί ἡμεῖς», Εκκλησια 7 (1 Ἀπριλίου 1981) 129-133. Πρβλ. Ἀ. Θεοδώρου, Ἡ οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐν Ἀθήναις 1961.
Ἁ. Ἀλιβιζάτου, «Ἡ ἀναγνώρισις τῶν ἁγίων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», Θεολογια 19 (1941/8) 26-39, Σ. Γ. Παπαδόπουλου, Διαπίστωση καί διακήρυξη τῆς ἁγιότητας τῶν Ἁγίων, Κατερίνη 1990, σ. 21 ἑξ., 27, ὑποσ. 26. Πρβλ. Χ. Θ. Κρικώνη, Ἡ Ἐκκλησία αὐθεντικός ἑρμηνευτής τῆς ἐν Χριστῷ Θείας Ἀποκαλύψεως, Θεσσαλονίκη 1993.
G. Khodre, “The Church in Movement”, in: J. J. Allen (Ed.), ὅπ. π., p. 20, Σ. Γ. Παπαδόπουλου, Διαπίστωση καί διακήρυξη τῆς ἁγιότητας τῶν Ἁγίων, Κατερίνη 1990, σ. 14.
Διαταγαί Ἀποστόλων, MPG 1, 945, Εὐσέβιου Παμφίλου, Περί τῆς ἐκκλησιαστικῆς θεολογίας, MPG 24, 837, Μ. Βασιλείου, Ἔκθεσις περί τῆς ἁγίας καί ὀρθοδόξου πίστεως, MPG 30, 831, Ἀσχολίῳ Θεσσαλονίκης, MPG 32, 637, Μαγνηνιανῷ κόμητι, MPG 32, 652, Τοῖς ὑφ’ ἑαυτόν ἀσκηταῖς, MPG 32, 841, Εὐλογίῳ καί λοιποῖς ἐπισκόποις, MPG 32, 984, Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τήν Γένεσιν 13, MPG 53, 105, Εἰς τήν πρός Κορινθίους Β’ ἐπιστολήν 30, MPG 62, 605, Σωζομενοῦ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία 6, 14, MPG 67, 1328. 6, 18, MPG 67, 1336. 6, 20, MPG 67, 1340, Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Περί τῆς ὀρθῆς πίστεως, MPG 76, 1133, Λόγος προσφωνητικός ταῖς εὐσεβεστάταις βασιλίσσαις, MPG 76, 1201. 1336, Ἰσιδώρου Πηλουσιώτου, Ἐπιστολαί, βιβλ. Γ’, 37, MPG 78, 757. 403, MPG 78, 1037, βιβλ. Δ’, 226, MPG 78, 1321, Εὐτυχίου Κωνσταντινουπόλεως, Ἐπιστολαί πρός Βιγίλιον Πάπαν, MPG 86, 2401, Ἀναστασίου Θεουπόλεως, Ἔκθεσις σύντομος τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, MPG 89, 1400-1404, Ἀντίοχου Μοναχοῦ, Ὁμολογία τῆς καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, MPG 89, 1845, Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρός Ἰωάννην κουβικουλάριον, MPG 91, 460-509, Ἀνωνύμου, Δόγματα ὀρθόδοξα, MPG 98, 1229, Ὅρος ὀρθοδόξου πίστεως, MPG 98, 1237, Ταρασίου Κωνσταντινουπόλεως, Ἔκθεσις καί ὁμολογία τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, MPG 98, 1460, Νικηφόρου Κωνσταντινουπόλεως, Λόγος ὑπερ τῆς ἀμωμήτου καί καθαρᾶς καί εἰλικρινοῦς ἡμῶν τῶν χριστιανῶν πίστεως, MPG 100, 568, Μ. Φωτίου, Σύνταγμα τῶν ἱερῶν κανόνων, MPG 104, 441-560, Ἐξήγησις τῶν ἱερῶν καί θείων κανόνων, MPG 104, 980-1025, Λέοντος Σοφοῦ, Λόγος ἤ ἐπιστολή παραινετική περί τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, MPG 107, 293, Ἐπιστολή πρός Ὄμαρον βασιλέα τῶν Σαρακηνῶν, MPG 107, 315, Ἀνωνύμου, Λόγος στηλιτευτικός παρά πιστῶν καί ὀρθοδόξων, MPG 109, 501, Ἰωάννου Ἱεροσολυμίτου, Περί τῆς ἁγίας ἡμῶν πίστεως, MPG 109, 517, Νικήτα Χωνιάτου, Θησαυρός ὀρθοδόξου πίστεως, MPG 139, 1085, MPG 140, 9-136, Ματθαίου Βλαστάρεως, Σύνταγμα κατά στοιχεῖον, MPG 144, 1016. 1020. 1341, Νικηφόρου Καλλίστου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, βιβλ. ΙΒ’, MPG 146, 865, Νικηφόρου Γρηγορᾶ, Ῥωμαϊκή Ἱστορία, βιβλ. Λ’, MPG 149, 233-444, Κωνσταντίνου Ἀρμενόπουλου, Περί πίστεως ὀρθοδόξου, MPG 150, 29, Νείλου Κωνσταντινουπόλεως, Ὁμολογία τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, MPG 151, 763, Φιλοθέου Κωνσταντινουπόλεως, Ἀνατροπή τῶν ἀναγεγραμμένων παρά τοῦ Ἀρμενοπούλου ἀναθεματισμῶν, MPG 154, 821, Συμεών Θεσσαλονίκης, Περί τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, MPG 155, 24, Προοίμιον Δοσιθέου πρός τόν ἀναγνώστην, MPG 155, 29, Περί τῆς μόνης τῶν χριστιανῶν ἀληθοῦς πίστεως, MPG 155, 820, Μανουήλ Χρυσολωρᾶ, Ἐπιστολή πρός Ἰωάννην αὐτοκράτορα, MPG 156, 24, Μάρκου Εὐγενικοῦ, Ἐπιστολή πρός Γεώργιον τόν Σχολάριον, MPG 160, 1092. Πρβλ. P. Evdokimov, L’Orthodoxie, 1965, μτφρ. Α. Τ. Μουρτζόπουλου, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1972.
Ἀ. Θεοδώρου, Ἡ Ὀρθοδοξία Χθές καί Σήμερον, Ἀθῆναι 1973, σ. 5, Μητρ. Βαρνάβα, «Ἡ Ὀρθοδοξία καί ἡμεῖς», Εκκλησια 7 (1 Ἀπριλίου 1981) 129.
ΕΠΕ 89, 76 D. Πρβλ. Ἀναστασίου Θεουπόλεως, Ἔκθεσις σύντομος τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, MPG 89, 1400-1404.
Δ. Ν. Παπαθανασόπουλου, «Ὀρθοδοξία καί Νεοελληνική ταυτότης», Εκκλησια 12 (1/15 Σεπτεμβρίου 1989) 503.
O. Clement, Βυζάντιο καί Χριστιανισμός, Ἀθήνα 1985, Β. Φειδᾶ, «Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», Παπυροσ Λαρουσ Μπριταννικα 47 (1991/1996) 137, Μητρ. Μ. Γ. Φούγια, Τό Ἑλληνικό Ὑπόβαθρο τοῦ Χριστιανισμοῦ, Ἀθῆναι 1992, σ. 46.
G. Florovsky, “The Christian Hellenism”, in: Ορθοδοξοσ Παρατηρητησ, ΚΓ’, ἀρ. 442, σ. 9-10, Β. Μουστάκη, «Ἑλληνικόν καί Ὀρθοδοξία», ΘΗΕ 5 (1964) 653, Ἀ. Ι. Δεληκωστόπουλου, Ὀρθοδοξία - ἡ σύγχρονη πρόκληση, Ἀθῆναι 1986, σ. 50, Δ. Ν. Παπαθανασόπουλου, «Ὀρθοδοξία καί Νεοελληνική Ταυτότης», Εκκλησια 12 (1/15 Σεπτεμβρίου 1989) 503-505. Πρβλ. Θ. Σπεράντζα, Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνισμός, ἐν Ἀθήναις 1962, Κ. Καβαρνοῦ, Ἑλλάς καί Ὀρθοδοξία, Ἀθῆναι 1987, π. Γ. Μεταλληνοῦ, Ὀρθοδοξία καί ἑλληνικότητα, Ἀθήνα 1987.
Πρβλ. Ἁ. Σ. Ἀλιβιζάτου, Ἡ Ἑλληνική Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία (ἀνάτυπο ΕΕΘΣΠΑ), ἐν Ἀθήναις 1955, σ. 14, ὑποσ. 2, Δ. Ν. Παπαθανασόπουλου, «Ὀρθοδοξία καί νεοελληνική ταυτότης», Εκκλησια 11 (1/15 Αὐγούστου 1989) 462.
Γ. Θεοτοκᾶ, Ἡ Ὀρθοδοξία στόν καιρό μας, Ἀθήνα 1975, σ. 32-33, Χρ. Παρασκευαΐδη, Ὁ ρόλος τῆς Ὀρθοδοξίας στή σύγχρονη πορεία τοῦ Ἔθνους, Ἀθῆναι 1980, σ. 7, Β. Ἐγγλεζάκη, «Ὀρθοδοξία: Ἐξελληνισμός τοῦ Χριστιανισμοῦ ἤ ἐκχριστιανισμός τοῦ Ἑλληνισμοῦ;», Αποστολοσ Βαρναβασ, ΜΕ’ (1984) 402 ἑξ., Γ. Κονιδάρη, «Ὀρθοδοξία», Ευθυνη 180 (1986) 590, Δ. Ν. Παπαθανασόπουλου, «Ὀρθοδοξία καί νεοελληνική ταυτότης», Εκκλησια 11 (1/15 Αὐγούστου 1989) 464, π. Γ. Μεταλληνοῦ, Ἑλληνισμός καί Ὀρθοδοξία, Ἀθήνα 2000, σ. 34 ἑξ., 140, τοῦ ἰδίου, Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνικότητα, Ἀθήνα 1987, σ. 22: «Ἡ ἑλληνικότης σώζεται μέσα στήν ἐκκλησιαστική θεολογία καί λατρεία σέ μιά ἀδιατάρακτη συνέχεια...ὁ Ναός γίνεται ἡ μεταστοιχειωμένη ‛ἐκκλησία τοῦ Δήμου’ καί παράγων ἀνανεώσεως τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, γιατί λειτουργεῖ καί ὡς πνευματικό κέντρο τοῦ κοινοτικοῦ βίου».
G. G. Ostrogorsky, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, τόμ. Β’, Ἀθῆναι 1979, σ. 90-91: «Ἡ κρίση ἐπί Εἰκονομαχίας ἦταν τό ἴδιο ἀποφασιστική γιά τήν πνευματική ἐπιβίωση τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπως ἀκριβῶς ἦταν καί ὁ ἀγώνας ἐναντίον τῶν περσικῶν καί ἀραβικῶν εἰσβολῶν γιά τήν πολιτική ὑπόστασή της...Ἡ συντριβή τοῦ εἰκονοκλαστικοῦ κινήματος ἐσήμαινε τή νίκη τῆς ἑλληνικῆς θρησκευτικῆς καί πολιτιστικῆς ἰδιομορφίας πάνω στήν ἀσιατική, ὅπως τήν εἶχε ἐνσαρκώσει ἡ εἰκονομαχία. Ἀπό τότε τό Βυζάντιο διατήρησε τή δική του πολιτιστική φυσιογνωμία μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως, ὡς ἑλληνοχριστιανική Αὐτοκρατορία».
Δ. Ν. Παπαθανασόπουλου, «Ὀρθοδοξία καί νεοελληνική ταυτότης», Εκκλησια 11 (1/15 Αὐγούστου 1989) 463.
Γιά τή σχέση εἰδικά Ὀρθοδοξία καί Διασπορᾶς βλ. Β. Σταυρίδου, «Ὀρθοδοξία καί Διασπορά», Texts and Studies, vols V-VI (1987) 181-210.
Τ. Κώστιτς, «Ἑνότης τῆς Ὀρθοδοξίας καί Οἰκουμένη», Ορθοδοξοσ Παρουσια, Α’ (1964) 39, Ἰ. Ο. Καλογήρου, «Ἔννοια τῆς οἰκουμενικότητος τῆς Ὀρθοδοξίας ἐν σχέσει πρός τάς ἐθνικάς αὐτοκεφάλους ἐκκλησίας», ΕΕΘΣΠΘ 19 (1974) 238, Κ. Ρ. Ἀθανασιάδη, «Ἡ ἀξία τῆς Ὀρθοδοξίας», Εκκλησια 5 (1 Μαρτίου 1977) 127. Πρβλ. Ἀρχιμ. Σ. Σ. Μπιλάλη, Ἡ Οἰκουμενική Ἀποστολή τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀθῆναι 1970. Ὄντας ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐσχατολογική, οὔτε προσκολλᾶται ὀντολογικά (ἀλλά μόνο μορφολογικά καί συμβολικά) σέ νόρμες καί σχήματα τοῦ παρελθόντος (βλ. Παραδοσιαρχία), οὔτε γνωρίζει a priori ἐθνικά, φυλετικά, πολιτικά ἤ πολιτισμικά στερεότυπα· μπορεῖ νά μεγαλουργήσει τόσο σέ ἕνα καπιταλιστικό, ὅσο καί σέ ἕνα σοσιαλιστικό πολιτικο-οικονομικό καθεστώς. Κατά τήν Ἁγία Γραφή, ἡ ὅλη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ συνιστᾶ «ἔθνος ἅγιο» καί ὄχι ἕνα φυλετικό ἔθνος [βλ. V. Kesich, “1 Peter and the Doctrines of Primitive Christianity”, in: J. J. Allen (Ed.), ὅπ. π., p. 136]. Περισσότερα γιά τοῦ “Christian Universalism” βλ. G. Ostrogorsky, History of the Byzantine State, New Brunswick, N.J.: Rutgers Byzantine Series, 1969, p. 77 ἑξ.
Βλ. Ἰσοκράτους, Πανηγυρικός, ΙΓ’, 50, π. Γ. Μεταλληνοῦ, Ἑλληνισμός καί Ὀρθοδοξία, Ἀθήνα 2000, σ. 18, 21. Πρβλ. Κ. Ι. Βουρβέρη, Τό οἰκουμενικόν πνεῦμα τοῦ ἐθνισμοῦ τῶν Ἑλλήνων, Ἀθῆναι 1955, Ν. Α. Ματσούκα, Ἑλληνορθόδοξη παράδοση καί δυτικός πολιτισμός στά πλαίσια τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ, Θεσσαλονίκη 1985, π. Θ. Ζήση, Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνισμός – Νέα αἰχμαλωσία καί ἀντίσταση, Θεσσαλονίκη 1995, Σ. Γ. Παπαδόπουλου, Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνισμός – πορεία στήν Τρίτη χιλιετία, Ἀθήνα 1996, Κ. Χολέβα, «Παιδεία καί ἐθνική ταυτότητα στήν ἐποχή τοῦ ΕΥΡΩ», Πειραϊκη Εκκλησια 91 (Φεβρουάριος 1999) 28-31. Πρβλ. Μητρ. Μ. Γ. Φούγια, Τό Ἑλληνικό Ὑπόβαθρο τοῦ Χριστιανισμοῦ, Ἀθῆναι 1992.
G. Florovsky, “The Christian Hellenism”, Ὁ Ὀρθόδοξος Παρατηρητής, ἔτος ΚΓ’, ἀριθμ. 442 (1957) 9-10.
Συνοδικόν τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀπό: Μ. Ι. Σαλίβερου, Τριώδιον, Ἀθῆναι 1905, ἐπιστασία Γ. Σ. ΓΕΓΛΕ.
Βλ. Π. Ι. Μπρατσιώτου, Περί τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν καί γνωρισμάτων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1937, Ἰ. Ν. Καρμίρη, «Χαρακτηριστικά τινα γνωρίσματα τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας» (ἀνάτυπο ἀπό περιοδ. Εκκλησια), Ἀθῆναι 1982.
J. J. Allen, “The Meaning of Synthesis: An Introduction to the Term”, in: J. J. Allen (Ed.), ὅπ. π., p. 14.
π. Γ. Μεταλληνοῦ, Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνικότητα, Ἀθήνα 1987, σ. 7. Ἡ Ἐκκλησία προσλαμβάνει συνεχῶς σύμπαν τό κτιστό, ἀκόμα καί αὐτή τήν περίφημη παγκοσμιοποίηση καί τόν λεγόμενο δυτικό τρόπο ζωῆς, δηλ. τήν τρέχουσα κοσμική πραγματικότητα ὅλης τῆς οἰκουμένης, καί τή μεταμορφώνει σέ ἱερή.
Ἀ. Θεοδώρου, Ἡ Ὀρθοδοξία Χθές καί Σήμερον, Ἀθῆναι 1973, σ. 5, 8. Πρβλ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, «Περί Θεολογίας», ἑκατ. γ’, ξη’, Φιλοκαλια των Ιερων Νηπτικων, Ἀθῆναι 19754, τ. Β’, σ. 103: «Οἱ γάρ τέλειοι τῆς θεωρητικῆς ἤδη μυστικῶς ἀξιωθέντες θεολογίας καί πάσης φαντασίας ὑλικῆς τόν νοῦν καθαρόν καταστήσαντες καί εἰκόνος τῆς θείας ὡραιότητος ὅλην ἀνελλιπῶς φέρουσαν τήν ἐκμίμησιν, τήν θείαν ἀγάπην ἐν ἑαυτοῖς ἐνστερνισάμενοι φαίνονται».
Τήν ὀρθόδοξη σύνθεση εἰκονίζει σημειωτικά ὁ τύπος τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μέ τό σύμπλεγμα τῶν τεσσάρων κεράτων του [Th. Hopko, “The Tree of the Cross”, J. J. Allen (Ed.), ὅπ. π., p. 156 ἑξ].
Βλ. J. J. Allen (Ed.), Orthodox Synthesis, St. Vladimir’s Seminary Press, Crestwood, New York 1981, Ε. Δ. Θεοδώρου, Ἑνότης καί ποικιλομορφία στήν Ὀρθοδοξία (ἀνάτυπο ἀπό περιοδ. Εκκλησια), Ἀθῆναι 1983.
D. Constantelos, “Varying Encounters with God in the Christian Life”, in: J. J. Allen (Ed.), ὅπ. π., p. 125.
Π. Ι. Μπρατσιώτου, Περί τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν καί γνωρισμάτων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1937, σ. 8, τοῦ ἰδίου, «Αὐθεντία καί Ἐλευθερία ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Θεολογίᾳ» (ἀνάτυπο ἀπό περιοδ. Εκκλησια), Ἀθῆναι 1931.
Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, Λόγος Ζ’, MPG 88, 801 C. Πρβλ. Ἀ. Θεοδώρου, Τό χαροποιόν πένθος τῆς Ἐκκλησίας ― Σχόλιον εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Ἑβδομάδα, Ἀθῆναι 1974, I. Hausherr, Penthos: The doctrine of compunction in the Christian East (Cisterian Studies Series 53), Kalamazoo, Michigan 1982.
Εὐ. Δ. Θεοδώρου, «Φαινομενολογία τοῦ γνησίου Ὀρθοδόξου πνεύματος καί τῶν ἐξ αὐτοῦ ἀποκλίσεων», Εκκλησια 7-8 (1/15 Ἀπριλίου 1972) 141.
Ν. Π. Μπρατσιώτου, «Ἡ ὀνομαστική ἑορτή τῆς Ὀρθοδοξίας ― ἑορτή τῆς βαθυτέρας αὐτοσυνειδησίας αὐτῆς», Εκκλησια 11 (1/15 Αὐγούστου 1989) 448.
Ἰω. 14, 62, Πράξ. 9, 2. Βλ. Ἀριστοτέλη, Μετά τά φυσικά 1088a, ἐκδ. W.D. Ross, Oxford: Clarendon Press, 1924 (repr. 1970), Γρηγόριου Θεολόγου, Περί δόγματος, MPG 35, 1072 BC, Εἰς τήν Πεντηκοστήν, MPG 36, 436 D. Πρβλ. J. Plagnieux, Saint Grégoire de Nazianze, Theologien (Études de Science Religieuse 7), Paris 1951, pp. 213-214, Δ. Γ. Τσάμη, «Ἡ περί μεσότητος διδασκαλία Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου», Κληρονομια 1 (1969) 275-283, Π. Ι. Μπρατσιώτου, «Ἐπί τῇ ἑορτῇ τῆς Ὀρθοδοξίας», Εκκλησια 5 (1 Μαρτίου 1968) 106, Δ. Ἀ. Λιάλιου, Γρηγοριανά, τ. Β’, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 54, 177, Ἀ. Β. Νικολαΐδη, Ἄκρα καί μεσότητες, Ἀθήνα 2003.
Μητρ. Φιλαδελφείας Βαρθολομαίου, «Ἡ καταξίωση τοῦ παραδόξου», Γρηγοριοσ ο Παλαμασ 62 (1979) 89-90.
J. J. Allen, “The ‛Being in Act’ of Theology”, in: J. J. Allen (Ed.), ὅπ. π., pp. 97-113, Ἀρχιεπ. Αὐστραλίας Στυλιανοῦ, ὅπ. π. Ὁποιοσδήποτε μονισμός ὡς πρός τή θεωρία, θά μᾶς ὁδηγοῦσε στίς αἱρέσεις τῶν Γνωστικῶν, Μεσσαλιανῶν, Εὐνομιανῶν καί Ἀνομοίων· ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ὁποιοσδήποτε μονισμός ὡς πρός τήν πράξη, θά μᾶς ὁδηγοῦσε στίς αἱρέσεις τῶν Γνωσιμάχων καί Ὁμοίων ἤ τοῦ Fideismi καί Modalismi.
Ν. Π. Μπρατσιώτου, «Ἡ ὀνομαστική ἑορτή τῆς Ὀρθοδοξίας ― ἑορτή τῆς βαθυτέρας αὐτοσυνειδησίας αὐτῆς», Εκκλησια 8 (1 Ἰουνίου 1989) 321.
Γ. Π. Πατρώνου, Ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, Ἀθήνα 1981, σ. 62, 67, 80, 97, 104, 119, 121, 129, 150, 165, 176, 186, 188, 212, 222, 229, 230, 232, 243, 281, 282, 287.
Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ἐγκώμιον εἰς τόν ἅγιον μάρτυρα Βαρλαάμ, MPG 50, 682, Εἰς Ματθαῖον 1, 5, MPG 58, 700. 713, Εἰς Ἰωάννην 18, 2, MPG 59, 115, Εἰς Ρωμαίους 24, 1, MPG 60, 623, Εἰς Ἑβραίους 28, 7, MPG 63, 202.
Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, Λόγος Ζ’, MPG 88, 804 Β. Πρβλ. Metropolitan Philip, in: Allen (Ed.), ὅπ. π., p. 211: “...If you study the life of Christ, you will discover moments of sadness and moments of joy”.
E. Benz, Geist und Leben der Ostkirche, Hamburg 1957, S. 173, Εὐ. Δ. Θεοδώρου, Ἡ μορφωτική ἀξία τοῦ ἰσχύοντος Τριῳδίου, Ἀθῆναι 1958, σ. 49, Κ. Ρ. Ἀθανασιάδη, «Ἡ ἀξία τῆς Ὀρθοδοξίας», Εκκλησια 5 (1 Μαρτίου 1977) 125, Ν. Π. Μπρατσιώτου, «Ἡ ὀνομαστική ἑορτή τῆς Ὀρθοδοξίας ― ἑορτή τῆς βαθυτέρας αὐτοσυνειδησίας αὐτῆς», Εκκλησια 8 (1 Ἰουνίου 1989) 320. Πρβλ. Th. Hopko, “The Tree of the Cross”, in: J. J. Allen (Ed.), ὅπ. π., p. 161.
O. Rousseau, “Incarnation et Anthropologie en Orient et en Occident”, Irenikon 26 (1953) 373-374, Ἀρχιεπ. Ἀ. Γ. Γιαννουλάτου, Ἀδιαφορία γιά τήν Ἱεραποστολή σημαίνει ἄρνησι τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀθῆναι 1972, σ. 12.
Π. Ι. Μπρατσιώτου, « La Résurrection du Christ dans i’Êglise Orthodoxe », Irénikon 26 (1953) 3-16, E. Benz, Geist und Leben der Ostkirche, Hamburg 1957, S. 173, Εὐ. Δ. Θεοδώρου, «Μνημόνιο Ὀρθοδοξίας», Εκκλησια 9-10 (1/15 Μαΐου 1986) 310-311.
Γ. Ν. Λαιμόπουλου, «Γενηθήτω τό θέλημά σου: Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδοξίας σήμερα», Συνέδριο Ἱεραποστολῆς καί Εὐαγγελισμοῦ Ὀρθοδόξων καί Ἀνατολικῶν Ὀρθοδόξων μή – Χαλκηδονίων Ἐκκλησιῶν (Νεάπολις Θεσσαλονίκης 15-24 Ἀπριλίου 1988), Εκκλησια 17 (1/15 Δεκεμβρίου 1988) 688.
Ν. Π. Μπρατσιώτου, «Ἡ ὀνομαστική ἑορτή τῆς Ὀρθοδοξίας ― ἑορτή τῆς βαθυτέρας αὐτοσυνειδησίας αὐτῆς», Εκκλησια 10 (1/15 Ἰουλίου 1989) 403.
Πρβλ. P. Evdokimov, Τό Ἅγιον Πνεῦμα στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, μτφρ. Σ. Πλευράκη, Θεσσαλονίκη 1964, Ἰ. Ε. Ἀναστασίου (ἐκδ.), Τό Ἅγιον Πνεῦμα, Θεσσαλονίκη 1971, Σ. Ἀγουρίδη (ἐκδ.), Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐκδ. Συνάξεως Ορθοδόξων Θεολόγων, Ἀθῆναι 1971.
Ν. Α. Νησιώτου, “Die Theologie der Ostkirche im ökumenischen Dialog”, Kirche und Welt in Orthodoxer Sicht, Stuttgart 1968, ἰδίως τό κεφ. Ι, 2 “Die pneumatologische Christologie als Voraussetzung der Ekklesiologie”, S. 64 ἑξ, Ν. Π. Μπρατσιώτου, «Ἡ ὀνομαστική ἑορτή τῆς Ὀρθοδοξίας ― ἑορτή τῆς βαθυτέρας αὐτοσυνειδησίας αὐτῆς», Εκκλησια 10 (1/15 Ἰουλίου 1989) 405.
Π. Ι. Μπρατσιώτου, Περί τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν καί γνωρισμάτων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1937, σ. 12-13, Ι. Ν. Καρμίρη, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία, σ. 518 ἑξ. Πρβλ. Σ. Σ. Χαρκιανάκη, Περί τό Ἀλάθητον τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Θεολογίᾳ, Ἀθῆναι 1965, Π. Ι. Μπούμη, «Τό ἀλάθητο κριτήριο τῆς Ὀρθοδοξίας», Κοινωνια 1 (1989) 36-50.
Ν. Π. Μπρατσιώτου, «Ἡ ὀνομαστική ἑορτή τῆς Ὀρθοδοξίας ― ἑορτή τῆς βαθυτέρας αὐτοσυνειδησίας αὐτῆς», Εκκλησια 10 (1/15 Ἰουλίου 1989) 403. Πρβλ. Κ. Δυοβουνιώτου, «Οἱ Λαϊκοί ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», Εκκλησια 8 (1930) 385-386, 401-404, Π. Τρεμπέλα, «Οἱ Λαϊκοί ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ» (ἀνάτυπο ἀπό περιοδ. Εκκλησια), Ἀθῆναι 1931, τοῦ ἰδίου, Τό Βασίλειον Ἱεράτευμα κατά τήν σύγχρονον διδασκαλίαν τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας (ἀνάτυπο), Ἀθῆναι 1953, τοῦ ἰδίου, Οἱ Λαϊκοί ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ― Τό Βασίλειον Ἱεράτευμα, Ἀθῆναι 1957, Ἱ. Κοτσώνη, Ἡ θέσις τῶν Λαϊκῶν ἐντός τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ὀργανισμοῦ, Ἀθῆναι 1955, Ἰ. Ν. Καρμίρη, Πληρεστέρα συμμετοχή τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου ἐν τῇ λατρευτικῇ καί τῇ ἄλλῃ ζωῇ τῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1973, τοῦ ἰδίου, «Ἡ θέσις καί ἡ διακονία τῶν λαϊκῶν ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησία», ἀνάτυπο ἀπό περιοδ. Θεολογια, Ἀθῆναι 1976, Π. Μπρατσιώτου, «Περί τό Βασίλειον Ἱεράτευμα», Γρηγοριοσ ο Παλαμασ 38 (1955) 5-15, τοῦ ἰδίου, «Ἡ θέσις τοῦ Λαϊκοῦ στοιχείου ἐν τῇ ἐκλογῇ τῶν Ποιμένων του», Αναμορφωσισ (ἀνάτυπο) 1957, σ. 8-10, Ἰ. Καρμίρη, Πληρεστέρα συμμετοχή τοῦ λαϊκοῦ στοιχείου ἐν τῇ λατρευτικῇ καί τῇ ἄλλῃ ζωῇ τῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1973. Πρβλ. π. Θ. Ν. Ζήση, Οἱ λαϊκοί στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, Θεσσαλονίκη 1989. Συναφές μέ τό θέμα αὐτό εἶναι καί τό ζήτημα τῆς ἐκλογῆς τῶν Κληρικῶν «ψήφῳ κλήρου καί λαοῦ» (βλ. Π. Ι. Μπρατσιώτου, Περί τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν καί γνωρισμάτων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1937, σ. 13). Πρβλ. Π. Ν. Τρεμπέλα, Ἡ συμμετοχή τοῦ Λαοῦ ἐν τῇ Ἐκλογῇ τῶν Ἐπισκόπων (ἀνάτυπο), Ἀθῆναι 1955. Σύμφωνα μέ τόν ὅρο αὐτῆς τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, «ἡ ἔνθεος παράδοσις τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας κοινῇ ψήφῳ ἀπολάβῃ τό κῦρος» (Ἰ. Ν. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Α’, Ἀθῆναι 19602, σ. 239).
Βλ. Ἐγκύκλιο τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς (1848), ἀπό: Ι. Ν. Καρμίρη, Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 19602, τ. ΙΙ, Ἑνότης ΧΧ, § 17, σ. 920: «Ἔπειτα παρ’ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι, ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστής τῆς θρησκείας ἐστίν αὐτό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτός ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τό θρήσκευμα αὑτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καί ὁμοειδές τῷ τῶν Πατέρων αὑτοῦ».
Π. Ι. Μπρατσιώτου, Περί τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν καί γνωρισμάτων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σ. 12. Στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν εἶναι τό Ἐγώ τοῦ ἐπισκόπου, πού τελεῖ τή Θεία Εὐχαριστία, ὅπως συμβαίνει στόν Ρωμαιοκαθολικισμό, ἀλλ’ ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία διά τοῦ ἐπισκόπου καί τῶν λοιπῶν Κληρικῶν (βλ. Μ. Φαράντου, Ὀρθοδοξία καί Θεολογία, Ἀθήνα 2000, σ. 140).
Εὐ. Δ. Θεοδώρου, «Μνημόνιο Ὀρθοδοξίας», Εκκλησια 7 (1 Ἀπριλίου 1986) 241-242: «Γιά τήν κατανόησι τῆς Ὀρθοδοξίας δέν ἀρκοῦν ἡ νόησις καί ἡ λογική. Στήν κατανόησι αὐτή λαμβάνει μέρος ὁλόκληρη ἡ προσωπικότης. Ἡ Ὀρθοδοξία γίνεται μεθεκτή καί πλήρως κατανοητή, ὅταν ἐκείνη ἀκτινοβολῆ μέσα μας».
Μητρ. Δημητριάδος Χριστοδούλου, «Ἡ Ἐκκλησία καθυστέρησε στά Βαλκάνια», Η Καθημερινη 15 Μαρτίου 1992, σ. 10, Μητρ. Κερκύρας Τιμοθέου, «Ὁ εἰδικός ρόλος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἰς τήν Βαλκανική Χερσόνησο, εἰς τήν Ἀνατολική Εὐρώπη καί εἰς τήν Ὑπερκαυκασία ὑπό τήν προοπτική τῶν σημερινῶν ἐξελίξεων», Εκκλησια 11 (1-15 Ἰουλίου 1995) 444-446.
“The Orthodox world facing a world in transformation”, in: Jesus Christ in a Changing World, Rattvik 68, 7th General Assembly, pp. 25-33. Πρβλ. Ι. Πεσμαζόγλου, «Ἡ Ὀρθοδοξία στό σύγχρονο κόσμο», ἐφημ. Το Βημα, 24 Σεπτεμβρίου 1995.
Πρβλ. «Ἡμέρα χαρμόσυνος, καί εὐφροσύνης ἀνάπλεως, πεφανέρωται σήμερον, φαιδρότης δογμάτων γάρ, τῶν ἀληθεστάτων, ἀστράπτει καί λάμπει, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, κεκοσμημένη ἀναστηλώσεσιν, Εἰκόνων τῶν ἁγίων νῦν, ἐκτυπωμάτων καί λάμψεσι, καί ὁμόνοια γίνεται, τῶν Πιστῶν θεοβράβευτος» (Στιχηρό τῶν Αἴνων τῆς ἑορτῆς).
Πρβλ. «Τάδε λέγει Κύριος, τῇ δέ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐπιλάμψει ὁ Θεός ἐν βουλῇ μετά δόξης ἐπί τῆς γῆς, τοῦ ὑψῶσαι καί δοξάσαι τό καταλειφθέν τοῦ Ἰσραήλ» (Ἀνάγνωσμα ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς, Ἡσ. 4, 2).
Περισσότερα βλ. Μητρ. Μύρων Χρυσοστόμου, Ἡ θέση τῆς Ὀρθοδοξίας στόν σύγχρονο χριστιανικό κόσμο, Ἀθῆναι 1985, Ἀρχιεπ. Θυατείρων καί Μ. Βρεταννίας Μεθοδίου, Θεολογικαί καί Ἱστορικαί Μελέται (συλλογή δημοσιευμάτων), τ. 8, Ἀθῆναι 1985. Πρβλ. Texts and Studies, vols V-VI (1987) 17-27, 29-31, 33-34, 171-180.
Βλ. Γ. Λυμούρη, «Ἡ ἐκκλησιολογική ἑνοποιός διάστασις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐν τῇ Ὀρθοδοξίᾳ σήμερον», Εκκλησια 17 (15 Νοεμβρίου 1995) 715 ἑξ. Πρβλ. «Γενηθήτω τό θέλημά Σου ― Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδοξίας σήμερα» (Συνέδριο Ἱεραποστολῆς καί εὐαγγελισμοῦ Ὀρθοδόξων καί Ἀνατολικῶν Ὀρθοδόξων μή Χαλκηδονίων Ἐκκλησιῶν), Νεάπολις (Θεσσαλονίκη), 15-24 Ἀπριλίου 1988.
Ἀ. Θεοδώρου, Ἡ οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀθήνα 1998, σ. 323 ἑξ. Οἰκουμενικότητα δέν σημαίνει καί (ἀνθρωπιστικοῦ τύπου) Οἰκουμενισμό (βλ. π. Ἰ. Ρωμανίδου, “The unitate movement and the popular Ecumenism”, The Orthodox Witness, Φεβρουάριος 1966, Ἀ. Θεοδώρου, Ἡ Ὀρθοδοξία χθές καί σήμερον, Ἀθῆναι 1973, σ. 17). Πρβλ. I. Popovits, Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ὁ Οἰκουμενισμός, Θεσσαλονίκη 1974). Σήμερα ἡ Ὀρθοδοξία ἀπειλεῖται ὑπό τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος δέν εἶναι κἄν παναίρεση, ἀλλ’ ἀκύρωση κάθε διακρίσεως μεταξύ ὀρθοδοξίας καί ἑτεροδοξίας στό ὄνομα τῆς χριστιανικῆς ἑνότητας καί ἕνωσης τῶν ἐκκλησιῶν καί, κατά συνέπεια, ἀμνήστευση τῆς ὁποιασδήποτε ὑφιστάμενης διαφορετικῆς δογματικά πίστεως (βλ. Ἀ. Θεοδώρου, Ἡ Ὀρθοδοξία Χθές καί Σήμερον, Ἀθῆναι 1973, σ. 21). Περισσότερα γιά τό πρόβλημα τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί «ἐκκλησιῶν» βλ. Γ. Α. Γαλίτη, «Ἡ Ἐκκλησία καί οἱ Ἐκκλησίες», Γρηγοριοσ ο Παλαμασ 755 (1994) 529-550.
Ἀ. Πεπελάση, «Κοινωνική ἀναταραχή – οἰκονομική ἀνατροπή», ἐφημ. Το Βημα 11/2/1990, Μητρ. Ἀθηναγόρα, «Ὁ ρόλος τῆς Ὀρθοδοξίας στήν ἑνωμένη Εὐρώπη καί στήν Ἑλλάδα», Εκκλησια 6 (1/15 Ἀπριλίου 1990) 191.
F. Heiler, Altkirchliche Anatomie und Päpstlicher Zentralismus, 1941. Πρβλ. Π. Ι. Μπρατσιώτου, «Ἐπί τῇ ἑορτῇ τῆς Ὀρθοδοξίας», Εκκλησια 5 (1 Μαρτίου 1968) 107.
Γενικότερα γιά τίς ἀντιλήψεις τῶν ρωμαιοκαθολικῶν ὅσο ἀφορᾶ στήν Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία βλ. Ἰ. Ο. Καλογήρου, Αἱ περί τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας Ἀντιλήψεις νεωτέρων Ρωμαιοκαθολικῶν Θεολόγων, Ἀθῆναι 1951.
J. Tyciak, Μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσης, 1949. Πρβλ. Ἀρχιμ. Ἠ. Μαστρογιαννόπουλου, Ἡ νοσταλγία τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀθῆναι 1956, σ. 78-79, Εὐ. Δ. Θεοδώρου, «Μνημόνιο Ὀρθοδοξίας», Εκκλησια 7 (1 Ἀπριλίου 1986) 242: «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ‛ἡ Ἐκκλησία τῆς Παραδόσεως, ἡ Ἐκλησία τῶν ἀρχαίων χρόνων’».
F. Schaeffer, Keeping Faith, A Father-Son Story About Love and The United States Marine Corps, 1999.
F. Heiler, Urkirche und Ostkirche, München 1937, S. 334, 545-559, Εκκλησια ΛΘ’ (1962) 257, 304-305. Πρβλ. G. Florovsky, “The Ethos of the Orthodox Church”, The Ecumenical Review 2 (1960) 186, Ἀρχιμ. Σ. Σ. Μπιλάλη, Ἡ Οἰκουμενική Ἀποστολή τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀθῆναι 1970, σ. 25-26, Εὐ. Δ. Θεοδώρου, «Μνημόνιο Ὀρθοδοξίας», Εκκλησια 7 (1 Ἀπριλίου 1986) 242, τοῦ ἰδίου, «Γνωρίσματα τῆς Ὀρθοδοξίας», Ο Εφημεριοσ 4 (1 Μαρτίου 1993) 65.
Βλ. Ἀρχιμ. Ἠ. Μαστρογιαννόπουλου, «Ὀρθοδοξία, πόλος ἕλξεως», Αναπλασισ 339 (Ὀκτ.-Δεκ. 1991) 160-165. Πρβλ. Γ. Μαντζαρίδου, Ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον, Θεσσαλονίκη 1973, Ἀ. Παπαδόπουλου, Μαρτυρία καί διακονία τῆς Ὀρθοδοξίας σήμερα, Θεσσαλονίκη 1983, Μητρ. Ἀ. Bloom, «Ἀποστολή καί μέλλον τῆς Ὀρθοδοξίας στή Δύση», Texts and Studies, vols V-VI (1987) 47-51, Ἐφημ. Ορθοδοξια 1 (1999) 57 ἑξ. Πρβλ. Ἀρχιμ. Ἠ. Μαστρογιαννόπουλου, Ἡ νοσταλγία τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀθῆναι 1956, Ἀ. Ι. Φυτράκη, Ἡ θέσις καί ἡ ἀποστολή τῆς ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τήν σημερινήν Δυτικήν Εὐρώπην, ἐν Ἀθήναις 1984.
Ὁ γνωστός ἀγγλικανός θεολόγος, Peter Hammond, εἶχε τόν Νοέμβριο τοῦ 1957 δώσει στό Λονδῖνο δύο ἐξόχως ἐνδιαφέρουσες ὁμιλίες μέ θέμα τήν ἐκ νέου ἀνακάλυψη τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ [βλ. Ἁ. Σ. Ἀλιβιζάτου, «Ἡ ἐκ νέου ἀνακάλυψις τοῦ Ἀνατολικοῦ Χριστιανισμοῦ», Ορθοδοξοσ Σκεψισ 4 (1 Μαρτίου 1958) 57].
Μητρ. Χίου Χρυσοστόμου, «Τό μέλλον τῆς Ὀρθοδοξίας», Εκκλησια 6 (15 Μαρτίου 1972) 145-150, Ἀ. Δ. Δελήμπαση, Φοβερά καί θαυμαστά έρχόμενα γεγονότα ― Ἡ καταστροφή τῆς Βαβυλῶνος καί ἡ ἀναλαμπή τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀθῆναι 1986.
Περισσότερα μέ ἀναφορά στό μέλλον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου βλ. Μητρ. Μύρων Χρυσοστόμου, «Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον καί αἱ προοπτικαί τῆς Μελλοντολογίας», Επισκεψισ 122 (8/4/1975) 12 ἑξ.
Ἀπό: Κ. Δ. Μουρατίδου, «Ἡ ἐπάνοδος τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τό προσκήνιον τῆς Ἱστορίας», Ορθόδοξος Τύπος, Ἀπρίλιος 1992.
Μητρ. Χριστόδουλου, «Ἡ Ὀρθοδοξία καί ἡ Νέα Τάξη», Το Βημα 16 Μαρτίου 1997, σ. Α18. Πρβλ. ἐφημ. Η Καθημερινη 5/11/2000.
Ρωσία, Λετονία, Οὐκρανία, Ρουμανία, Τσεχοσλοβακία, Οὐγγαρία, Ἀνατολική Γερμανία κ.λπ.
Παλαιοημερολογῖτες [βλ. Archb. Chrysostomos, "Orthodoxy and the Cults", Greek Orthodox Theological Review 25/1 (1980) 37-47], Ἀντιχαλκηδόνιοι, «Εὐαγγελική Ὀρθόδοξος Ἱεραποστολή», Ρωσική Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς κ.λπ.
A. Harnack, ὅπ. π., σ. 11. Πρβλ. Χ. Γιανναρᾶ, «Αἱρετική Ὀρθοδοξία;», Τίμιοι μέ τήν Ὀρθοδοξία, 1968, σ. 59- 73, Μ. Φαράντου, Ὀρθοδοξία καί Θεολογία, Ἀθήνα 2000, σ. 139.
Ἐφημ. Το Παρον 26/11/2006. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός μᾶς θεωρεῖ πεπλανημένους (βλ. Ἀ. Θεοδώρου, Ἡ Ὀρθοδοξία Χθές καί Σήμερον, Ἀθῆναι 1973, σ. 18).
A. Harnack, ὅπ. π., σ. 7. Πρβλ. Μ. Φαράντου, Ὀρθοδοξία καί Θεολογία, Ἀθήνα 2000, σ. 29. Ὡς γνωστό, ἀπό τό 1872 ἤδη ἔχει ἐπίσημα διακηρυχθεῖ στή Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὅτι ὁ ἐθνοφυλετισμός εἶναι αἵρεση (Ἰ. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ΙΙ, Graz 1968, σ. 1015). Πρβλ. Ἀρχιεπ. Χριστόδουλου, «Ὀρθοδοξία 2000. Παρελθόν – παρόν – μέλλον», Εκκλησια 5 (Μάϊος 2000) 401, Ἀ. Β. Νικολαΐδη, Ἑτερόδοξοι καί Ὀρθόδοξοι ― Κοινωνιολογική ἔρευνα, Ἀθήνα 2004, σ. 129 ἑξ. Ὁμοίως, ἡ διδασκαλία ὅτι ὁ Θεός ἀγαπᾶ «φύσει» κάποια ἐκλεκτά ἔθνη εἶναι ρατσιστικῆς προελεύσεως (βλ. Μ. Φαράντου, Ὀρθοδοξία καί Θεολογία, Ἀθήνα 2000, σ. 118). Ἄν κάποιες φορές στήν Ἱστορία (βλ. Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Δαμασκηνό καί Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου Μακάριο) ἔτυχε νά λάβει χώρα κάποια «σύμπτωση» πολιτικῆς καί θρησκευτικῆς (ἐκκλησιαστικῆς) ἐξουσίας, πρᾶγμα πού ρητῶς ἀπαγορεύουν οἱ Ἱεροί Κανόνες (83ος Ἁγίων Ἀποστόλων, 7ος Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου κ.ἄ.), τοῦτο ἔγινε γιά καθαρά ἐθνικούς καί ἱστορικούς λόγους, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τήν ἀναγνώριση ἀπό τόν Σουλτᾶνο τοῦ τίτλου τοῦ Ἐθνάρχη (Μιλλέτ-Μπασί) στόν Πατριάρχη Γεννάδιο. Καί ναί μέν μέσω τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος ἀφενός διεσώθη καί διασώζεται ἐν πολλοῖς τό ἑλληνικό ἔθνος [βλ. Κ. Α. Βοβολίνη, Ἡ Ἐκκλησία εἰς τόν ἀγῶνα τῆς Ἐλευθερίας, Ἀθῆναι 1952, σ. 11, Μητρ. Δημητριάδος Χριστόδουλου, «Ὁ ρόλος τῆς Ὀρθοδοξίας στή σύγχρονη πορεία τοῦ ἔθνους», Εκκλησια 6 (15 Μαρτίου 1980) 105], ὅπως, ἄλλωστε, ἡ Ρωσία (ὅταν ἀπελευθερώθηκε ἀπό τούς Μογγόλους), τά Βαλκάνια καί ὁ Καύκασος, ὅταν ἀντίστοιχα ἐλευθερώθησαν ἀπό τήν ὀθωμανική κατοχή (βλ. A. Harnack, «Ἡ Ἀνατολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», μτφρ. Σ. Ἀγουρίδη, ἀπό: Das Wesen des Christentums, ἐκδ. Αρτοσ Ζωησ, Ἀθήνα 1978, σ. 6), καί ἀφετέρου μέσω τῆς Ὀρθοδοξίας ἀναμορφώνονται κοινωνικο-οικονομικοί θεσμοί, διαμορφώνονται ἐθνικές ταυτότητες καί καλλιεργοῦνται πολιτιστικά οἱ λαοί, ἀλλ’ ὅλα αὐτά εἶναι παρεπόμενα, καί ὄχι ἡ πρώτιστη καί αἰώνια ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἁγιαστική καί σωτηριολογική (ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο) «εἰς πάντα τά ἔθνη» καί ὄχι πολιτική καί ἐθνοφυλετική: «οὐ γάρ ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καί πόσις» (Ρωμ. 14, 17. Πρβλ. Λουκ. 10, 42. 12, 31). Ἄλλο νεομάρτυς καί ἄλλο ἐθνομάρτυς (βλ. Σ. Γ. Παπαδόπουλου, Οἱ Νεομάρτυρες καί τό δοῦλον γένος, Ἀθήνα 1974, σ. 24-32, τοῦ ἰδίου, Διαπίστωση καί διακήρυξη τῆς ἁγιότητας τῶν Ἁγίων, Κατερίνη 1990, σ. 59-61). Ὁ συγκεκριμένος τύπος ἀνθρώπου, πού ἡ Ἐκκλησία «μορφώνει», δέν εἶναι οὔτε ἀνθρωπολογικός, οὔτε πολιτισμικός, ἀλλά πνευματικός. Ἐν πνεύματι καί μόνο οἱ Χριστιανοί ἀποτελοῦν ἕνα «καινόν γένος», κατά τή γνωστή ἐπιστολή πρός Διόγνητο [1, 1, Sources Chrétiennes, 33 (1965) 52-84, ἐκδ. H.-I. Marrou, Paris: Cerf, 1965]: «Ζητεῖτε δέ πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. 6, 33). Ἡ ἀληθής Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν ἀνταλλάσσει, «ἀντί πινακίου φακῆς» (Γεν. 25, 34), τή σωτηρία τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν μέ ὁποιαδήποτε ἄλλη (κοσμική) ἀξία ―«τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Ματθ. 16, 26)―, παραχωρώντας τόν «ἅγιον» καί πολύτιμο μαργαρίτη, τήν «εἰρηνόχυτον» (Θεοδώρου Στουδίτου, Περί τῶν ἁγίων εἰκόνων, MPG 99, 1316) Ὀρθοδοξία, «τοῖς κυσίν» ἤ θέτοντάς τον «ἔμπροσθεν τῶν χοίρων» (Ματθ. 7, 6).
A. Harnack, ὅπ. π., σ. 18. Γιά περισσότερα βλ. M. Rinvolucri, Anatomy of a Church – Greek Orthodoxy today, Fordham University Press, 1966.
A. Harnack, ὅπ. π., σ. 10, π. Γ. Μεταλληνοῦ, «Τί εἶναι Ὀρθοδοξία», Ορθόδοξος Τύπος, 12 Σεπτεμβρίου 1980, ἀρ. ἄρθρου 9, E. Badone, Religious Orthodoxy and popular faith in European Society, Princeton, N.J.: Princeton University Press 1990, L. A. Kirkpatrick, “Fundamentalism, Christian orthodoxy, and intrinsic religious orientation as predictors of discriminatory attitudes”, Journal for the Scientific Study of Religion 32 (1993) 256-268, W. C. Rowatt & L. M. Franklin, “Christian Orthodoxy, Religious Fundamentalism, and Right-Wing Authoritarianism as Predictors of Implicit Racial Prejudice”, The International Journal for the Psychology of Religion 14/2 (2004) 125-138. Ἀπό τή φύση της ἡ Ὀρθοδοξία, ὡς κοινωνία προσώπων, εἶναι σχέση. Ὡστόσο, ἱστορικοί λόγοι (πόλεμοι, ἐχθρικές ἐπιβουλές καί διάφορα ἄλλα ἐθνικά δεινά) «κούμπωσαν» τήν ἑλλαδική Ὀρθοδοξία στόν ἑαυτό της, προσδίδοντάς της, ὑπέρ τό δέον, ἕναν ἐθνικιστικό χαρακτῆρα [βλ. Β. Σταυρίδου, «Ὀρθοδοξία», ΘΗΕ 9 (1966) 950, Χ. Γιανναρᾶ, Ἡ κρίση τῆς προφητείας, Ἀθήνα 1978, σ. 49 ἑξ., 72 ἑξ.]. Πρβλ. A. Harnack, Ἡ Ἀνατολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μτφρ. ἐπιμέλεια Σ. Ἀγουρίδη, Ἀθήνα 1978.
Μητρ. Κερκύρας Τιμοθέου, «Ὁ εἰδικός ρόλος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἰς τήν Βαλκανική Χερσόνησο, εἰς τήν Ἀνατολική Εὐρώπη καί εἰς τήν Ὑπερκαυκασία ὑπό τήν προοπτική τῶν σημερινῶν ἐξελίξεων», Εκκλησια 11 (1-15 Ἰουλίου 1995) 445.
π. Γ. Μεταλληνοῦ, «Τί εἶναι Ὀρθοδοξία», Ὀρθόδοξος Τύπος, 12 Σεπτεμβρίου 1980, ἀρ. ἄρθρου 11.
Πρβλ. Γ. Ν. Λαιμόπουλου, ὅπ. π., σ. 562, Μητρ. Ἀθηναγόρα, «Ὁ ρόλος τῆς Ὀρθοδοξίας στήν ἑνωμένη Εὐρώπη καί στήν Ἑλλάδα», Εκκλησια 6 (1/15 Ἀπριλίου 1990) 191.
π. Γ. Μεταλληνοῦ, «Τί εἶναι Ὀρθοδοξία», Ὀρθόδοξος Τύπος, 12 Σεπτεμβρίου 1980, ἀρ. ἄρθρου 10.
Μητρ. Λέρου, Νεκταρίου, «Ἡ Ὀρθοδοξία στή νέα χιλιετία», Η Καθημερινη 18/2/2001, σ. 38.
Βλ. Μ. Σιώτου, «Ἡ θέσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον» (ἀνάτυπο ἀπό περιοδ. Εκκλησια), Ἀθῆναι 1974, σ. 28-29. Πρβλ. Ἰ. Ο. Καλογήρου, Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τόν σύγχρονον χριστιανικόν κόσμον, Θεσσαλονίκη 1953, π. Γ. Δ. Δράγα, Ὁ χριστιανικός Ἑλληνισμός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ὁ σύγχρονος κόσμος, Γενεύη 1981.