Bιοηθική και ορθόδοξη ηθική

0
659

Γιώργος Κατσιμίγκας*

1  Βασικές αρχές της βιοηθικής θεώρησης των ηθικών ζητημάτων από την εφαρμογή της γενετικής μηχανικής στον άνθρωπο

 Αναμφισβήτητη είναι η σημασία της ηθικής για κάθε επιμέρους επιστημονική δραστηριότητα, διότι «πάσα επιστήμη χωριζόμενη δικαιοσύνης και της άλλης αρετής πανουργία, ου σοφία φαίνεται» (Ιωαννίδης 1998). Όσον αφορά την ιατρική ηθική, αυτή είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον πατέρα της ιατρικής, τον Ιπποκράτη. Στις ηθικές αρχές του ιπποκρατικού όρκου διατυπώνονται οι υποχρεώσεις και οι δεσμεύσεις του γιατρού απέναντι στον ασθενή, όπως επίσης καθορίζονται και τα όρια της ιατρικής παρέμβασης στον άρρωστο. Στον Ιπποκράτη, η ιατρική και η ηθική συνδέονται άρρηκτα  μεταξύ τους και δεν επιδέχονται κανένα διαχωρισμό και διάσπαση. O Ιπποκράτης δεν είναι μόνο μεγάλος ιατρός, με τη σημερινή έννοια του όρου, αλλά στοχαστής και ηθικολόγος. Στα έργα του συνδυάζει την επιστημονική γνώση και την ηθική. Η ηθική γι’ αυτόν είναι αναπόσπαστο στοιχείο της ιατρικής επιστήμης γι' αυτό το λόγο ο ιπποκρατικός όρκος μέχρι και σήμερα θεωρείται το βασικό κείμενο της ιατρικής ηθικής.

Η ραγδαία όμως πρόοδος  της γενετικής τεχνολογίας θέτει νέα δεδομένα στην εξέλιξη της ιατρικής. Για παράδειγμα, στην εποχή του Ιπποκράτη η ιατρική άρχισε να είναι θεραπευτική, αργότερα έγινε προληπτική και τώρα τείνει  να γίνει προγνωστική (Γλυκατζή -Αρβελέρ και συν. 1997). Με τις συγκλονιστικές όμως ανακαλύψεις στο χώρο  της γενετικής αναφύονται ζητήματα όπως η κλωνοποίηση, η εξωσωματική γονιμοποίηση, οι γενετικές εξετάσεις,  ο προγεννητικός έλεγχος, η γονιδιακή θεραπεία, η παροχή γενετικών συμβουλών, οι “πατέντες” σε ανθρώπινα γονίδια και άλλα παρόμοια θέματα , τα οποία δημιουργούν βέβαια νέα διλήμματα. Οι προβληματισμοί αυτοί καθιστούν επιτακτικό το αίτημα για την ύπαρξη ενός ηθικού πλαισίου για την αντιμετώπισή τους. Η παραδοσιακή ιατρική ηθική αδυνατεί να προσφέρει ένα τέτοιο ηθικό  πλαίσιο. Αυτό δε, είχε ως αποτέλεσμα, όπως προαναφέρθηκε, την εμφάνιση ενός νέου επιστημονικού κλάδου της Βιοηθικής, η οποία αναμφισβήτητα είναι ο πιο ενδιαφέρων κλάδος της εφαρμοσμένης ηθικής. Η βιοηθική ασχολείται με την διερεύνηση των ηθικών προβλημάτων που συνδέονται άμεσα με την Βιολογία και την Ιατρική (Μαντζαρίδης 1995). Με  άλλα λόγια, η βιοηθική καλείται να προσδιορίσει τις ενέργειες και τις παρενέργειες της βιοϊατρικής, να θεσπίσει τα όρια ανάμεσα στις θετικές και τις αρνητικές συνέπειες της επιστήμης στη ζωή μας. Στη μελέτη αυτών των θεμάτων που αφορούν  τις επιπτώσεις των εφαρμογών της γενετικής μηχανικής στον άνθρωπο,  συμμετέχουν εκτός από τους γιατρούς, φιλόσοφοι, θεολόγοι και νομικοί. Για το λόγο αυτό η Βιοηθική βρίσκεται σε μία διαλεκτική σχέση με αυτούς τους επιστημονικούς κλάδους. Πρόκειται δηλαδή για μια πολυσύνθετη και πολύπλευρη επιστήμη.

Η χρονική περίοδος  κατά την οποία εμφανίζεται η Βιοηθική, είναι η δεκαετία του 1960 στις Η.Π.Α. Την εποχή εκείνη είχαν λειτουργήσει οι πρώτες μηχανές υποστήριξης των νεφροπαθών, οι οποίες όμως ήταν πολύ λίγες με αποτέλεσμα να έπρεπε να αποφασιστεί ποιοι θα κάνουν την θεραπεία και ποιοι όχι. Αυτή την απόφαση πολλοί την συνέκριναν με το να “υποδύεται κάποιος τον θεό”. Τότε, δημιουργήθηκε μια επιτροπή από γιατρούς και επιστήμονες από διάφορα επιστημονικά πεδία για να αποφανθεί σχετικά με το παραπάνω ζήτημα. Από το χρονικό σημείο αυτό κι έπειτα  άρχισαν να εμφανίζονται επιτροπές βιοηθικής στα νοσοκομεία και τα πανεπιστήμια, να συγγράφονται άρθρα με θέματα που αφορούν την βιοηθική, να ιδρύονται τμήματα σπουδών με περιεχόμενο βιοηθικού προβληματισμού, αρχικά στις ιατρικές σχολές και αργότερα σε άλλες πανεπιστημιακές σχολές που ασχολούνται  με την ηθική και τον άνθρωπο (Jonsen 1993). Το 1969 ιδρύεται στις Η.Π.Α το Hasting Center, το πρώτο ινστιτούτο βιοηθικών μελετών. Στις Η.Π.Α  επίσης ιδρύεται και η πρώτη  Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής με σκοπό την παροχή ενός ηθικού πλαισίου για την έρευνα σε θέματα γενετικής, ενώ ανάλογες επιτροπές ιδρύθηκαν αργότερα  και σε άλλες χώρες, όπως στη Μ. Βρετανία, στη Γαλλία, στην Αυστραλία, στη Γερμανία, στον Καναδά κ..α (Κόιος 2003).

Σήμερα σε πολλές χώρες λειτουργούν επιτροπές βιοηθικής, ενώ στον ελληνικό χώρο δημιουργήθηκε το 1998 η Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής, η οποία λειτουργεί ως συμβουλευτικό όργανο της πολιτείας για τα θέματα αυτά. Αξίζει επίσης για  ιστορικούς λόγους να αναφερθεί ότι ο όρος βιοηθική προτάθηκε από τον Van Rensselaer Potter το 1971 και προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις  “βίος” και “ηθική”.

Είναι γεγονός πάντως ότι η βιοηθική επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο θα διαμορφώνονταν οι ιατρικές αποφάσεις από εδώ και στο εξής (Toulmin 1982). Η βιοηθική είναι συνδεδεμένη με ειδικά και συγκεκριμένα ζητήματα που αφορούν τη γενετική και τις εφαρμογές της. Θα πρέπει ωστόσο να γίνει κατανοητό ότι η αναζήτηση της ηθικής λύσης στα προβλήματα που έχουν σχέση με  θέματα υγείας, είναι μια διαδικασία περίπλοκη και δύσκολη. Ανάμεσα στο ηθικό και στο μη ηθικό υπάρχει μια δυσδιάκριτη κλίμακα αντιθέσεων και συγκρούσεων. Αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχουν πολλές βιοηθικές θέσεις και απόψεις που γέννησε ο ιδεολογικός πλουραλισμός του δυτικού κόσμου. Προγενέστερα και για πολλούς αιώνες, οι ηθικές αξίες πήγαζαν από τη θρησκευτική αυθεντία και γι αυτό το λόγο ακριβώς δεν επιδέχονταν καμία αμφισβήτηση. Στους νεότερους χρόνους, αμφισβητήθηκε η αποκλειστικότητα της θρησκείας ως πηγή ηθικών αξιών και οι αξίες αναζητούνται στα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα και φιλοσοφικές δοξασίες.

Στα πλαίσια αυτά διατυπώθηκαν διάφορες προτάσεις για την αντιμετώπιση των βιοηθικών προβλημάτων, που στην ουσία τους αποτελούν πρακτικές εφαρμογές των φιλοσοφικών συστημάτων στα οποία αυτές  βασίζονται. Η βιοηθική επηρεάστηκε κυρίως από τα φιλοσοφικά ρεύματα  της εμπειριοκρατίας και του φιλελευθερισμού. Για παράδειγμα, μία από τις βασικές αρχές της βιοηθικής, είναι η αυτονομία του ατόμου. Η αρχή αυτή έχει επηρεαστεί από το ρεύμα του φιλελευθερισμού, ο οποίος  προέβαλε και αποθέωσε τα ατομικά δικαιώματα και την ατομική ελευθερία.

Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του George Kieffer για το θέμα αυτό: «Τονίζοντας υπερβολικά την ατομική ελευθερία, ο δυτικός πολιτισμός δημιούργησε μια μεγάλη ποικιλία από ηθικές γνώμες……….Υπάρχει κάποιο όριο, πέρα από το οποίο η ηθική ποικιλομορφία και ελευθερία παύουν να έχουν αξία …..Αν είναι αλήθεια, ότι κάθε ηθική βασίζεται σε μια φιλοσοφία της ανθρώπινης φύσης και κάθε φιλοσοφία της ανθρώπινης φύσης προσανατολίζεται σε μια ηθική συμπεριφορά, τότε η φανερή αδυναμία μας να επιλύσουμε πολλά ηθικά μας διλήμματα οφείλεται στο ότι ο πολιτισμός μας δεν διαθέτει μια πλήρη νοήματος άποψη για την ανθρώπινη φύση» (Kieffer 1979).

Με βάση τα όσα αναφέρθηκαν, τίθεται το ερώτημα ποιες  είναι οι βασικές αρχές που διέπουν την  βιοηθική. Μέσα από την ανασκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας, οι αρχές που αναφέρονται πιο συχνά είναι οι ακόλουθες:

  • H Αρχή της αυτονομίας ή της αυτοδιάθεσης. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, ο κάθε  άνθρωπος θα πρέπει ελεύθερα και ανεξάρτητα να σκέπτεται, να αποφασίζει και να ενεργεί χωρίς την ύπαρξη οποιασδήποτε μορφής εξαναγκασμού. Έτσι, πρέπει να γίνεται σεβαστή οποιαδήποτε επιλογή του σχετικά με την υγεία του και γενικότερα τη ζωή του (Αmerican Academy of Pediatrics 1999).
  • Η Αρχή της  ωφέλειας ή της αγαθοεργίας. Η αρχή αυτή υποστηρίζει την ηθική άποψη της ωφέλειας του άλλου και ταυτόχρονα την αποφυγή βλάβης του  (Engerlhardt  1986).
  • Η Αρχή της δικαιοσύνης. Η αρχή αυτή πηγάζει από τον ιπποκρατικό όρκο. Μεταξύ των άλλων υποχρεώσεων του γιατρού, συμπεριλαμβάνεται και η φροντίδα   της υγείας κάθε ανθρώπου, ανεξάρτητα το φύλο, τη φυλή και την οικονομική κατάσταση (Ιπποκράτης 1991) και (Beauchamp 1993).
  • Η Αρχή της μη πρόκλησης βλάβης και πόνου. Ο γιατρός σύμφωνα με την αρχή αυτή, έχει σαφή υποχρέωση να μη προξενήσει βλάβη και πόνο στον ασθενή.
  • Η Αρχή της ισοτιμίας. Η αρχή αυτή υποστηρίζει ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν ίσα δικαιώματα για ζωή και υγεία (Βελογιάννη 2004) .
  • Η Αρχή της ειλικρίνειας.
  • Η Αρχή της εμπιστοσύνης.

Ως θεμελιώδεις αρχές, από τους περισσότερους ερευνητές, χαρακτηρίζονται: α) η αρχή της αυτονομίας και β) η αρχή της ωφέλειας (Τζαβέλλα 1992).

Θα πρέπει ωστόσο να διευκρινιστεί ότι η επιλογή της  προτεραιότητας  κάποιας αρχής συνάδει με το φιλοσοφικό πλαίσιο που διέπει τον κάθε άνθρωπο, όταν αυτός έρχεται σε  άμεση επαφή με το φαινόμενο της υγείας και της ζωής γενικότερα. Εξ’ αιτίας όμως των διαφορών που υπάρχουν στα διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα, παρατηρείται το γεγονός να βρίσκονται  πολλές φορές σε σύγκρουση δύο βασικές αρχές. Για παράδειγμα, ένας γιατρός προτείνει ένα σχήμα θεραπείας σε ασθενή προκειμένου να τον ωφελήσει από κάποια κακοήθη ασθένεια. Ο ασθενής όμως έχει το δικαίωμα να αρνηθεί πλήρως τη θεραπεία που του προτείνεται. Έτσι όμως, μπορεί να έρθει σε σύγκρουση η αρχή της αυτονομίας του ασθενή με την αρχή της ωφέλειας που θέλει να τηρήσει ο γιατρός (Κατσιμίγκας 2010).

Συμπερασματικά,  επισημαίνεται ότι είναι πολύ δύσκολο να αποφανθεί κάποιος για το σωστό ή το λάθος, το ηθικό ή το ανήθικο σχετικά με τα θέματα της βιοηθικής, γιατί όπως προαναφέρθηκε, η ηθική ως έννοια μπορεί να διαφοροποιηθεί από άνθρωπο σε άνθρωπο, από κοινωνία σε κοινωνία. Εξ’ άλλου τα ζητήματα αυτά είναι πολύπλοκα και με πολύπλευρες εκφάνσεις ιατρικές, ψυχολογικές, νομικές, φιλοσοφικές, θεολογικές ακόμα και οικονομικές. Ο καθένας  όμως μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπος μ` ένα ή περισσότερα από αυτά τα ζητήματα, και τότε θα κληθεί να δώσει τη δική του απάντηση,  τη δική του λύση.

2.2  Βασικές αρχές της Ορθόδοξης θεώρησης των ηθικών ζητημάτων από την εφαρμογή της γενετικής μηχανικής στον άνθρωπο.

Προτού αναλυθεί η Ορθόδοξη χριστιανική θεώρηση των επιμέρους  εφαρμογών της γενετικής μηχανικής στον άνθρωπο, κρίνεται σκόπιμο να δοθεί ένα συνοπτικό περίγραμμα  του χαρακτήρα της Ορθόδοξης ηθικής, καθώς και των βασικών αρχών που τη διέπουν.

Η ηθική ως λέξη απαντάται για πρώτη φορά στην αρχαία Ελληνική γραμματεία (Αριστοτέλης 1975). Στην Πατερική γραμματεία, η ηθική ταυτίζεται με τον τρόπο ζωής των χριστιανών, όπως αυτή βιώνεται μέσα από την εκκλησία. Οι διάφορες  εκφράσεις , όπως “ζήν κατά Χριστώ”, “ζήν  κατά Θεό”, “περιπατείν εν φωτί” κ.ά, χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν την  ηθική που θεμελιώνεται στην εν Χριστώ ζωή (Μαντζαρίδης 1995). Η προσωπική σχέση του χριστιανού με το θεό υποδηλώνει ταυτόχρονα και το ήθος του. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται τα διάφορα ηθικά ζητήματα που ανακύπτουν από την ανθρώπινη δραστηριότητα και ειδικότερα στο χώρο της βιολογίας και της ιατρικής. Στην Ορθόδοξη θεολογία δεν υπάρχει αυτονόμηση των ηθικών προβλημάτων από την  εφαρμογή της γενετικής στον άνθρωπο.  Τα επιμέρους ηθικά ζητήματα που ανακύπτουν, εντάσσονται στη συνολική διδασκαλία της εκκλησίας. Η αυτόνομη ανάπτυξη της ηθικής μακριά από την πνευματική ζωή οδηγεί στον άκρατο ατομοκεντρισμό και στη διάσπαση του ανθρώπινου προσώπου (Μαντζαρίδης 1995). Η αυτόνομη ηθική αναπτύχθηκε κυρίως στον δυτικό κόσμο, έχοντας ως κύριο εκπρόσωπό  της τον Κάντ, ο οποίος αποκήρυξε κάθε έννοια μεταφυσικής και πίστης προς το θεό. Η ηθική που πρεσβεύεται εδώ, δεν στηρίζεται σε καμία υπερβατική αρχή, η ηθική βούληση δεν δεσμεύεται από τη σχέση με το θεό, αλλά κινείται στα πλαίσια της αυτόνομης και ελεύθερης υποκειμενικότητας (Ματσούκας 1996).

Η αξιολόγηση των ηθικών ζητημάτων της βιοτεχνολογίας από την Ορθόδοξη διδασκαλία  έχει ως θεμέλια βάση  την Ορθόδοξη ανθρωπολογία, όπως αυτή διατυπώνεται στην Αγία Γραφή και στα κείμενα των Πατέρων της εκκλησίας. Τα κυρίαρχα στοιχεία της Βιβλικής και Πατερικής ανθρωπολογίας είναι: α) ότι ο άνθρωπος έχει δημιουργηθεί κατ’ εικόνα και ομοίωση του τριαδικού θεού και β) ότι ο άνθρωπος αποτελεί ενιαία ψυχοσωματική οντότητα (Μ. Βασιλείου, Ομ. Εις Ησαΐα). Το σώμα και η ψυχή ενώνονται στον άνθρωπο κατά τρόπο ασύλληπτο και μέσω αυτής της ένωσης δοξολογούν το θεό (Γρ. Νύσσης, Περί Νηπίων). Ο Μέγας Βασίλειος υποστηρίζει, ότι ο άνθρωπος «εκ του σώματος και της ψυχής συνέστηκε» και ότι η ψυχή «λεπτή τις ούσα και νοερά» δεν υπάρχει μόνη της αλλά με το σώμα που ο Θεός της έδωσε, για να χρησιμεύει σαν όχημα για τη ζωή.(Τσάμης Δ. 1992).Μεταξύ σώματος και ψυχής δεν υπάρχει απλά μια χαλαρή εξωτερική σχέση, αλλά ισχυρός εσώτατος οργανικός σύνδεσμος και πλήρης αλληλεπίδραση. Κατά τους Πατέρες της εκκλησίας ούτε η ψυχή είναι ανώτερη από το σώμα ούτε το σώμα από την ψυχή. Για την ορθόδοξη σκέψη δεν υφίσταται τέτοιος διαχωρισμός σε οντολογικό επίπεδο, αφού και τα δυο αυτά στοιχεία κινούνται στα όρια της κτιστής πραγματικότητας. Για την ορθόδοξη διδασκαλία ο μόνος οντολογικός διαχωρισμός που μπορεί να γίνει είναι μεταξύ κτιστού και Άκτιστου. Άκτιστος είναι μόνο ο  Τριαδικός Θεός. Η διάκριση θεότητας και κτίσης, όντος και μη όντος είναι η πρώτη βασική διάκριση που κάνει η πατερική θεολογία. Η θεότητα δεν είναι απλώς μια πραγματικότητα ή μια δύναμη από την οποία εξαρτώνται τα πάντα, πολύ περισσότερο μάλλον δεν αποτελεί μια δύναμη που καταδυναστεύει τους ανθρώπους και τα πράγματα του κόσμου τούτου - γεγονός που επισημαίνεται σε πολλές θρησκευτικές και φιλοσοφικές δοξασίες - αλλά η πηγή του είναι, της ζωής και κάθε εξέλιξης, που μετέχει η κτίση. Με τη μετοχή αυτή η κτίση γίνεται πραγματικότητα. Έτσι λοιπόν δεν πρόκειται απλώς για μια εξάρτηση, αλλά για μια σχέση, όπου το κυρίαρχο στοιχείο είναι η μετοχή και ο πλουτισμός της κτίσης από την αδαπάνητη θεότητα.(Ματσούκας 1999). Όταν οι Πατέρες της εκκλησίας αναφέρονται μερικές φορές στην ανωτερότητα της ψυχής σε σχέση με το σώμα καθοδηγώντας τους χριστιανούς να μην ασχολούνται με τα σωματικά – υλικά πράγματα αλλά να ενδιαφέρονται πρωτίστως για την ψυχή τους και τα πνευματικά επιτεύγματα, δεν εννοούν ότι πρέπει να υποβιβάζεται το σώμα. Αντίθετα, προσπαθούν να το αποδεσμεύσουν από τις συνέπειες της πτώσης και να το θέσουν στην προοπτική της ανάστασης και της θέωσης (Κόϊος Ν. 2003). Όλοι οι άνθρωποι αν μετανοήσουν μπορεί να θεωθούν και όλα τα μέρη του ανθρώπου – σώμα, ψυχή, νους- μετέχουν στη θέωση. Έτσι, ο διαχωρισμός αυτός έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα. Η σπουδαιότητα του ανθρώπου άλλωστε δεν βρίσκεται στην ύλη από την οποία δημιουργήθηκε, αλλά στο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση που αυτός φέρει. Η καθολική αυτή θεώρηση του ανθρώπου, ως ενιαίας ψυχοσωματικής οντότητας,  υπό το πρίσμα της εν Χριστώ σωτηρίας είναι ένα από τα πιο ουσιώδη γνωρίσματα της χριστιανικής ανθρωπολογίας.

Στο βιβλίο της Γένεσις συναντάμε το εξής  χωρίο: «Ποιήσωμεν άνθρωπο κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωση…..» ( Γεν.ά 26-27 ). Μέσω αυτού του στίχου, εκφράζεται με τρόπο μοναδικό και λιτό, ο τίτλος ευγενείας του ανθρώπου, η ουσία του μεγαλείου του, το μυστήριο της ζωής του, ο ύψιστος προορισμός του. Το κατ’ εικόνα είτε αναφέρεται στη νοερή και αυτεξούσια λειτουργία της ψυχής, είτε ο όλος άνθρωπος δείχνει τη στενή και εσωτερική συγγένειά του  με τον τριαδικό θεό (Κορνιτσέσκου 1971). Ο θεός δεν μας έπλασε όπως τα άλλα δημιουργήματα του, με ένα πρόσταγμα μόνο, αλλά με τα ίδια του τα χέρια. Απ` όλη τη Δημιουργία μόνο ο άνθρωπος είναι θεόπλαστος (Μ. Βασιλείου, Εις το Πρόσεχε σεαυτό). Ο άνθρωπος είναι το τελευταίο δημιούργημα και αποτελεί το επισφράγισμα της δημιουργίας. Το κατ’ εικόνα φανερώνει  το αυτεξούσιο του ανθρώπου (Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί Ορθόδοξου Πίστεως), δια μέσω του οποίου ολοκληρώνεται ο άνθρωπος  και οι πράξεις του λαμβάνουν ηθική αξία. Δίνοντας ο θεός το κατ’ εικόνα στο ανώτερο δημιούργημά του, έγραψε στη  συνείδηση του τις ηθικές επιταγές, τον έμφυτο ηθικό νόμο για να πορεύεται στη ζωή (Βασιλειάδης  1992). Το κατ’ εικόνα  και καθ’ ομοίωση, δηλώνει την σταθερή σχέση μεταξύ θεού και ανθρώπου. Σ` αυτή τη σχέση υπάρχει ένας δυναμισμός, μια κίνηση του ανθρώπου για τελείωση, να γίνει κατά χάρη θεός (Ματσούκας  1999). Το χωρίο αυτό της Γένεσις  αποτελεί  τη γέφυρα  ενώσεως του ανθρώπου με το θεό. Οτιδήποτε από την ανθρώπινη δραστηριότητα κατακρημνίζει τη γέφυρα αυτή, ή με άλλα λόγια την κίνηση του ανθρώπου προς το θεό, τον αποπροσανατολίζει  από το σκοπό της δημιουργίας του. Αυτό ισχύει βέβαια και για τις εφαρμογές της γενετικής μηχανικής, οι οποίες όταν αντιλαμβάνονται τον άνθρωπο ως πρόσωπο, δεν τον αποτρέπουν να συναντήσει  τον πλάστη του και έτσι γίνονται αποδεκτές από την Ορθόδοξη ηθική. Όταν όμως αυτές (ενν. οι εφαρμογές) εκλαμβάνουν το ανθρώπινο πρόσωπο μόνο ως βιολογικό άτομο (με τη βιολογική σημασία του όρου), γίνονται μη αποδεκτές από την ηθική που πρεσβεύει η ορθοδοξία. Το «κατ’ εικόνα και ομοίωση» παρόλο που δηλώνει μια αμετακίνητη σχέση Θεού και ανθρώπου συγχρόνως όμως αποκλείει τη φυσική συγγένεια σε τούτη τη σχέση και δέχεται την ετερότητα και συνάμα την ετερουσιότητα του δημιουργήματος σε αναφορά με το δημιουργό (Ματσούκας 1999).

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η Ορθόδοξη ανθρωπολογία αποτελεί τη θεμέλιο λίθο, βάση της οποίας προτείνονται οι αρχές για την ορθόδοξη θεώρηση των ηθικών εφαρμογών που απορρέουν από την εφαρμογή της γενετικής μηχανικής στον άνθρωπο. Οι  αρχές αυτές είναι: (Κοΐος 2003)

  • H αρχή του Προσώπου.
  • Η αρχή της ανιδιοτελούς αγάπης .
  • Η αρχή  του σεβασμού στη ζωή.
  • Η αρχή της δικαιοσύνης.

Οι αρχές αυτές δεν έχουν το χαρακτήρα της επιβολής -το θέλημα του θεού έτσι κι αλλιώς δεν επιβάλλεται-. Ο άνθρωπος όμως κάνοντας χρήση του αυτεξούσιου, ελεύθερα μπορεί να επιλέξει ανάμεσα στο καλό και το κακό.

Θα πρέπει ωστόσο σ’ αυτό το σημείο να οριοθετήσουμε την έννοια του ανθρώπινου προσώπου, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή μέσα από την Ορθόδοξη χριστιανική θεολογία, έτσι ώστε να γίνουν άμεσα πιο κατανοητά όσα προαναφέρθηκαν. Όταν λοιπόν γίνεται στην Ορθόδοξη ανατολή λόγος για πρόσωπο, εννοείται η μοναδική, ξεχωριστή και επώνυμη υπόσταση, σε αντίθεση με το άτομο που είναι η μονάδα ενός είδους στην οποία ανήκει από τη στιγμή της γεννήσεως του ως τη στιγμή του θανάτου. Η νομοτελειακή αυτή εξάρτηση φανερώνει την υποταγή του ατόμου στην απρόσωπη συλλογική αναγκαιότητα, που υπαγορεύεται βασικά από τους νόμους της φύσεως.  (Γιούλτσης 1999).Έτσι, ενώ το άτομο υπόκειται στην βιολογική αναγκαιότητα, το πρόσωπο δεν εντάσσεται σ’ αυτή, αφού φέρει την εικόνα του θεού μέσα του.  Το ανθρώπινο πρόσωπο δεν αρκείται στα στενά όρια της υπάρξεώς του. Νοείται πάντα σε μια κοινωνική διάσταση, γιατί κινείται για να συναντήσει τα άλλα πρόσωπα, τους άλλους ανθρώπους και ιδιαίτερα το κέντρο του, την πηγή του, το πρότυπό του δηλαδή το Θεό, στον οποίο βρίσκει τη μοναδική πληρότητα και ανάπαυσή του. Το ανθρώπινο πρόσωπο κινείται σε δυο επίπεδα, στο οριζόντιο και στο κάθετο. Το οριζόντιο είναι η κίνηση του ανθρώπου να συναντήσει τον συνάνθρωπό του και το κάθετο είναι η κίνηση του ανθρώπου να συναντήσει το θεό. Τα επίπεδα αυτά συνιστούν  και τη διάσταση της πνευματικής ζωής (Kinghorn and Gamlin 2004).

Το πρόσωπο είναι η ζωντανή έκφραση της αρετής, η πηγή της κενωτικής αγάπης προς το θεό και τον πλησίον. Η  κοινωνία αγάπης που υπάρχει στα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας επεκτείνεται και στην ανθρώπινη υπόσταση, αποτελεί το πρότυπο για τη σχέση κοινωνίας των  ανθρώπων.  Κάποιος υπάρχει ως ένα πρόσωπο όταν αυτός δίνει και λαμβάνει αγάπη. Από τη στιγμή που κάποιος σταματά να αγαπά και να δέχεται αγάπη από τους άλλους, παύει να υπάρχει ως πρόσωπο και υποπίπτει στην πεπερασμένη φύση του ατόμου, υπό την έννοια ότι υποπίπτει σε αριθμητική μονάδα ή γίνεται μέλος μια αόριστης ομάδας (Γρινεζάκης 2005).  Ο Χριστιανισμός είναι η θρησκεία της θείας αγάπης. Οι άνθρωποι αγαπούν, ανταποκρινόμενοι στην αγάπη του θεού, «ημείς αγαπώμεν αυτόν, ότι  αυτός πρώτος   ηγάπησεν ημάς» (Ιωάννου, Καθολική επιστολή 1997). Απόδειξη της αγάπης του θεού προς τον άνθρωπο, είναι η  ενανθρώπισή του και η σταυρική  του θυσία. Ο Χριστός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση   για να σώσει το ανθρώπινο γένος και να το οδηγήσει στην αιωνιότητα (Ιωάννου, Καθολική επιστολή 1997). Ο  άνθρωπος που αγαπά τον θεό, αγαπά τον κάθε άνθρωπο, γιατί βλέπει  μέσα σ’ αυτόν την εικόνα του ίδιου του θεού. Η έννοια της αγάπης, κατά τη Χριστιανική διδασκαλία αποτελεί  μίμηση της Αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπο και απευθύνεται προς όλους. Για την ακρίβεια, η χριστιανική αγάπη δεν αποτελεί έννοια αλλά βίωμα, όχι μόνο του ανθρώπου αλλά και του ίδιου του Θεού. Ο Ιωάννης ο ευαγγελιστής της αγάπης, μας δίνει το μοναδικό καταφατικό ορισμό της θεότητας που εμπεριέχεται στην Καινή Διαθήκη «Ο Θεός αγάπης εστί », ορίζοντας έτσι τον υπαρκτό τρόπο του θείου (Πολατίδου  2008).

Επίσης θα πρέπει να τονιστεί, ότι ο Θεός υπάρχει ως γεγονός κοινωνίας και η αγάπη αποτελεί όχι μια ιδιότητά του αλλά οντολογικό γνώρισμά του. Η αγάπη αποτελεί τον ιδιαίτερο τρόπο ύπαρξης του Θεού, η αγάπη δίνει υπόσταση στο Θεό και συνιστά το είναι του. Η ύπαρξη του Θεού χάρη της αγάπης δεν υπόκεινται στην αναγκαιότητα αλλά στην ελευθερία. Σε τελική ανάλυση αγάπη και οντολογική ελευθερία ταυτίζονται (Γιανναράς 2002). Εξάλλου, κατά τη χριστιανική θεολογία η αγάπη δεν είναι μια ηθική έννοια, όπως παρανοείται από πολλούς, αλλ’ έχει οντολογικό βάθος πράγμα που σημαίνει ότι μόνο με την αγάπη, ως πνεύμα και δύναμη θυσίας του εγώ χάριν του συνανθρώπου, είναι δυνατή η τελείωση του ανθρωπίνου προσώπου.

Στο σημείο αυτό πρέπει να δοθεί έμφαση στο εξής: Η Ορθόδοξη θεολογία σε καμιά περίπτωση δεν αντιστρατεύεται την επιστήμη της γενετικής, η οποία προσπαθεί να κατανοήσει το ανεπανάληπτο μυστήριο της ζωής. Η Πατερική γραμματεία, και συγκεκριμένα ο Μ. Βασίλειος κάνει μια ουσιώδη επισήμανση: « άλλο ποιος έκανε τον κόσμο, και άλλο πώς έγινε αυτός» (Παπουτσόπουλος 1998). Το πρώτο, είναι έργο της θεολογίας και το δεύτερο, έργο της επιστήμης. Μέχρι τα τέλη  του 19ου αιώνα στη Δύση δεν είχε γίνει αυτή η διάκριση, με αποτέλεσμα να υφίσταται έντονη αντιπαράθεση μεταξύ επιστήμης και  θρησκείας (Ματσούκας 1996). Τα ηθικά λοιπόν διλήμματα που δημιουργούνται από την εφαρμογή των αποτελεσμάτων της βιοτεχνολογίας, εξετάζονται υπό το πρίσμα των δύο αυτών διαστάσεων της Ορθόδοξης ανθρωπολογίας, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζεται  η  προοπτική του τελικού σκοπού της υπάρξεως του ανθρώπου στη γη. Ο σκοπός αυτός δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ομοίωσή του και η ένωσή του  με το θεό.

Βιβλιογραφία

1. Χατζηνικολάου Ν. Μητροπολίτη Λαυρεωτικής και Μεσογαίας. Βιοηθική Ταλάντωση στο Εκκρεμές της Λογικής και του Τολμήματος. Ομιλία υπό την αιγίδα του Ιατρικού τμήματος του Πανεπιστημίου Κρήτης. Ηράκλειο, 26/11/1998.
2. Βάντσου Μ. Βιοηθική και Θεολογικός προβληματισμός. Εισήγηση στο 31ο Ιερατικό Συνέδριο της Ι. Μ. Γερμανίας. Μόναχο, 30/10 – 2/11/2000.
3. Ιωαννίδης Α. Ιατρική ηθική. Γαληνός 1988, 30(1): 121‐129.
4. Γλυκατζή ‐Αρβελέρ Ε. Dausset J, Haseltine W, Γονιδίωμα‐ Κλωνοποίηση – Ηθική. Eurobank Forum. Αθήνα, 1997.
5. Μαντζαρίδης Γ. Χριστιανική Ηθική. Θεσσαλονίκη, Πουρνάρα, 1995.
6. Jonsen A. R The Birth of Bioethics Special Supplement. Hasting Center Report 1993, 22 (6): 1‐4.
7. Κοϊος Ν. Ηθική θεώρηση των Τεχνικών Παρεμβάσεων στο Ανθρώπινο Γονιδίωμα. Αθήνα, Σταμούλη, 2003.
8. Toulmin S. How Medicine Saved the Life of Ethics. Perspect. Biol. Med. 1982, 25(4):736‐750.
9. Kieffer G. Bioethics. A Textbook of Issues, Reading. Massachusetts, Addison Wesley, 1979.
10. Αmerican Academy of Pediatrics. Sterilization of minors with developmental disabilities, Committee of Bioethics. Pediatrics 1999, 104 (2):337‐ 340.
11. Tristam Engerlhardt H. The foundations of Biothics. New Υork, Oxford University Press, 1986.
12. Ιπποκράτης, Παραγγελίαι‐ Αφορισμοί, Αθήνα, 1991.
13. Beauchamp TL. The Principle Approach, Special Supplement, Hasting Center Report 1993, 23(6): 9
14. Βελογιάννη Λ. Ηθικά και κοινωνικά προβλήματα στη στείρωση των διανοητικά καθυστερημένων ατόμων με σεξουαλική δραστηριότητα. Δελτ. Α ́ Παιδιατρ. Κλιν. Πανεπ. Αθηνών 2004, 51(2): 133‐138.
15. Τζαβέλλα Φ. Βιοηθική και Φαρμακευτική, Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα, 1992.
16. Αριστοτέλη ,Ηθικά Νικομάχεια , 1,1103a 17‐8.
17. Ματσούκα Ν. Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α. Θεσσαλονίκη, Πουρνάρα, 1996.
18. Μπρούσαλης Π. Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευής του ανθρώπου. Κατερίνη, Τέρτιος, 1992.
19.Μ. Βασιλείου, Ομ. Εις Ησαΐα 13, PG 30, 140A.
20. Γρ. Νύσσης , Περί Νηπίων PG 46, 173BC. 21. Κορνιτσέσκου Ι. Ο Ανθρωπισμός κατά τον ιερό Χρυσόστομο. Θεσσαλονίκη, Πουρνάρα, 1971: 48‐49.
22.Μ. Βασιλείου, Εις το Πρόσεχε σε αυτό 6,
23. Ιωάννη Δαμασκηνού, Περί Ορθόδοξου Πίστεως 2,12 PG 94, 920Β.
24. Βασιλειάδη Ν. Χριστιανισμός και Ανθρωπισμός. Αθήνα, Σωτήρ, 1992.
25.Ματσούκα Ν. Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β. Θεσσαλονίκη, Πουρνάρα, 1999.
26.Μ.Βασιλείου, Κανονικαί Επιστολαί 2και 8, PG32, 672‐677.
Φανάρα Β. Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή. Θεσσαλονίκη, Το Παλίμψηστον, 2000.
Γιούλτση Β. Πνευματικότητα και Κοινωνική Ζωή. Θεσσαλονίκη, Πουρνάρα 1999.
Kinghorn S, Gamlin R. Ανακουφιστική Νοσηλευτική. Αθήνα, ΒΗΤΑ, 2004.
30.ΚαθολικήεπιστολήΙωάννου, δ‐19.
31. Παπουτσόπουλος Χ. Δια πονούντας και Θλιβομένους. Αθήνα, Σωτήρ, 2004.
*Νοσηλευτής, Θεολόγος, Δρ Ιατρικής

πηγή: Το Βήμα του Ασκληπιού, τχ 2ο, Απρ. - Ιούν. 2010

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ