Όταν οι σκέψεις πολεμούν τις λέξεις τους και αντιστρόφως: «Εργαλειοποίηση» και «αναθεωρητισμός»

3
1476

«Πόλεμος πάντων μεν πατήρ έστι, πάντων δε βασιλεύς, και τους μεν θεούς έδειξε τους δε ανθρώπους, τους μεν δούλους εποίησε τους δε ελευθέρους» (Ηράκλειτος, απ. 53). Αν και ο Χάϊντεγκερ θα μας θυμίσει ότι «αυτό που εδώ ονομάζεται πόλεμος είναι μια κυριαρχούσα μάχη πριν από κάθε τι το θείο και το ανθρώπινο, δεν είναι πόλεμος κατά τον ανθρώπινο τρόπο», στη βαθιά αυτή ηρακλείτεια επίγνωση μπορούμε να δούμε τη διαχρονικά δεινή, δηλαδή διαρκώς ανοίκεια, κατάσταση των ανθρώπινων πραγμάτων (εφόσον ακριβώς συναρτάται με «το δεινότατον» των όντων, κατά τον Σοφοκλή, που είναι ο άνθρωπος). Αυτή η εκκρεμής κατάσταση άλλοτε εμφανίζεται ως αδυσώπητη και αμετάβλητη, συνεπώς εκλαμβάνεται ως «αναγκαίο κακό», και άλλοτε ως δυνητικά επιρρεπής σε οπτιμιστικές, πνευματικές ή υλικές, θεραπείες. Οι τελευταίες ειδικά πρεσβεύουν ότι αυτή η πανανθρώπινη δεινότητα είναι ικανή να ξεπεραστεί είτε στο πεδίο της μικρο-ιστορίας, με την απάλυνση των πολεμικών εντάσεων στην οικογένεια, τη γειτονιά, τους εργασιακούς χώρους ή εν γένει σε κάθε συλλογικό μόρφωμα, είτε σε εκείνο της Μεγα-ιστορίας, ως προσδοκία μιας οικουμενικής ειρήνης. Πέρα όμως από τα ειρηνοφόρα διαλλείματα, τα οποία, στο επίπεδο κυρίως της μικρο-ιστορίας, κάποιες ιδιάζουσες προσωπικότητες αποδεικνύονται ικανές να τα θέσουν σε εφαρμογή, ίσως μόνο δυο περιπτώσεις υπάρχουν, στις οποίες αυτός ο «πόλεμος» ενδέχεται να ανασταλεί ή και να παύσει. Η πρώτη είναι πέρα για πέρα τελεσίδικη, είναι με τον θάνατο, εφόσον για κάθε άνθρωπο «εν εκείνη τη ημέρα απολούνται πάντες οι διαλογισμοί αυτού», διαλογισμοί πολεμικοί, ειρηνικοί ή αδιάφοροι. Η δεύτερη είναι η κατάσταση της ακηδίας, όταν εξωτερικά αλλά κυρίως εσωτερικά κατασιγάζεται λίγο ή πολύ, πρόσκαιρα βεβαίως, η πολεμική διάθεση και πρόθεση του ανθρώπου.

Ο πολεμικός αυτός χαρακτήρας της ίδιας της ζωής αντανακλάται όμως ευθέως στον πολεμικό χαρακτήρα της σκέψης και κατ’ ακολουθία στον πολεμικό χαρακτήρα των λέξεων που η σκέψη χρησιμοποιεί και διασπείρει. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτής της γραμμικής διαδικασίας από τη ζωή στη σκέψη και μετά στις λέξεις ή/και αντίστροφα, από τη σκέψη στις λέξεις και κατόπιν στη ζωή, είναι οι σύγχρονες, πολυχρησιμοποιημένες λέξεις «εργαλειοποίηση», «λαϊκισμός», «ριζοσπαστισμός» και «αναθεωρητισμός». Είναι λέξεις, χρωματισμένες ανάλαφρα και παραπλανητικά από μια πολεμική πάντοτε ιδεολογία, που κατ’ εξοχήν εκτοξεύονται εκατέρωθεν εν είδει ρουκετών από πολιτικούς, ιδεολογικούς και λοιπούς αντιπάλους με την ίδια κάθε φορά ένταση και με τον ίδιο πάντα σκοπό: να εξουδετερώσουν την άμυνα των αντιπάλων ή να αχρηστεύουν τα παρόμοια πολεμικά τους όπλα. Ο «λαϊκισμός» της Δεξιάς ή της Αριστεράς (γιατί όχι και του Κέντρου;), η «ριζοσπαστικοποίηση», λ.χ. με τον τζιχαντισμό, η «εργαλειοποίηση» εννοιών και λέξεων που μετακινούνται ελεύθερα σε ολόκληρο το πολιτικό και ιδεολογικό φάσμα και ο «αναθεωρητισμός» συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων ή καταστάσεων, αποτελούν γλωσσικές σημαίες που ξεδιπλώνονται προς κάθε κατεύθυνση, υπερβαίνουν τα όρια κάθε ιδιοποίησης και γι’ αυτό ακριβώς το λόγο θα έπρεπε (θεωρητικά…) να  είναι αχρηστευμένες.

Τι υπονοείται όμως με τη χρήση, την αναπεπταμένη μάλιστα χρήση, αυτών των λέξεων; Υπονοείται ακριβώς ότι ο αντίπαλος στερείται εξάπαντος και αμετάκλητα αυθεντικότητας, αυθεντίας, αλήθειας, ορθότητας, συνέπειας, ακρίβειας, ηθικής, πιστότητας, ορθολογισμού κλπ., ιδιότητες τις οποίες αυτο-διατείνεται βεβαίως ότι κατέχει στον υπέρτατο βαθμό μόνο ο, με τον τρόπο αυτό, επιτιθέμενος. Επιπλέον, η διάσταση μεταξύ τους πρέπει να κρατιέται αρραγής και ασυμφιλίωτη. Όπως θα επισημάνει και ο Π. Κονδύλης, «η αδυναμία ή άρνηση διαπίστωσης κοινών στοιχείων με τον αντίπαλο είναι απαραίτητη ψυχική προϋπόθεση για την ενθουσιαστική διεξαγωγή του αγώνα εναντίον του. […] Σκοπός μιας μαχόμενης κοσμοθεωρίας δεν είναι επομένως η επιστημονική κατανόηση του αντιπάλου, παρά η υπεραπλουστευτική του παρουσίαση με τρόπο που να δικαιώνεται η αμείλικτη καταπολέμησή του». Δεν πρόκειται λοιπόν για ζήτημα μιας επιστημολογικής διαφοράς, που θα μπορούσε να επιλυθεί μέσω μιας διαλογικής ορθολογικότητας, αλλά για την υπόθεση μιας αδυσώπητης ισχυο-θηρίας, έντεχνα ή άτεχνα υποκρυπτόμενης, η οποία, ακόμη και όταν χρησιμοποιεί τον διάλογο, αποσιωπά ότι τον εκλαμβάνει ουσιαστικά ως υπονομευμένο, εφόσον ακόμη και το win-win της είναι ανοίκειο…

Κάθε λόγος λοιπόν θα πρέπει να νοηθεί εξάπαντος ως ισχυο-θήρας, είτε μοιάζει να σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με μια εξουσία είτε όχι. Είναι επίσης ιερ-αποστολικός, ακόμη και όταν δεν έχει θρησκευτικό πρόσημο, εφόσον προ(σ)δίδει μια απόλυτη, αμείλικτη, «ιερή» σημασιολογική αντίληψη σε αυτό που ο ίδιος εκφέρει. Ας κάνουμε όμως μια μικρή περιήγηση στις σημασίες και τις χρήσεις δυο μόνο από αυτές τις λέξεις: την «εργαλειοποίηση» και τον «αναθεωρητισμό».

Με την πρώτη καταγγέλλεται η ακινητοποίηση του λόγου στο επίπεδο ενός εργαλείου άμεσης δράσης (πολιτικής ή οποιασδήποτε άλλης), της ευθείας δηλαδή πολεμικής αντιπαράθεσης, που ενδημεί και πάλι ιδιαζόντως και σε δημοκρατικές κοινωνίες, κυρίως σε αυτές που προβάλλονται ως μη-βίαιες. Πότε όμως εργαλειοποιείται ο λόγος; Όταν αφαιρούνται από αυτόν οι πολλαπλές του σημασίες, υποβαθμίζεται η διαλογική του υπόσταση, καθαρίζεται από τις αμφισημίες και τις αμφιλογίες, και, κατά συνέπεια, προβάλλεται ως βέβαιος για την αποτελεσματικότητά του, τόσο οξύς ώστε να διατρυπήσει τη χαοτική ή ασαφή δυναμική των αντιπάλων και να φέρει τη νίκη στους επιτιθέμενους. Ο λόγος γίνεται τότε όπλο και το όπλο έχει μόνο μια προοπτική χρήσης, είναι μόνο για χρήση: να προσβάλει, να νικήσει, να καθηλώσει και να εξουδετερώσει, προσπορίζοντας ισχύ στον κάτοχό του. Βλέπει τον κόσμο μανιχαϊστικά, χωρίς αποχρώσεις, μονοκόμματο, ρεαλιστικό και συμμετρικό, χωρίς σκιές και παρασκιές, διαυγή μέσα σε ένα άπλετο φως, όπου όλα είναι υπερβέβαια ότι κατέχουν και θα κατέχουν εσαεί μάλιστα την αλήθεια ή τη δικαιοσύνη, δηλαδή τη βεβαιότητα του υποκειμένου ότι ανταποκρίνεται πλήρως στο νόημα του κόσμου, κατέχει τον προσανατολισμό του, υιοθετεί αυτοδικαίως την αλήθεια του. Βρίσκεται «στη σωστή μεριά της ιστορίας», κατά την κοινόχρηστη, αυτο-επιβεβαιωτική εξαγγελία των ημερών μας, η οποία, επιπλέον, υποκριτικά ή ασύνετα εξανίσταται: «Μα πώς συνέβη αυτός ο πόλεμος μέσα στον 21ο αιώνα;» (παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι κάθε αιώνας είναι πάντοτε ευεπίφορος στις πολεμικές συγκρούσεις, που γεννιόνται σαν ιδρώτας από την ίδια τη ζωή, από την ίδια την ουσία της εγκόσμιας ύπαρξης). Ο αντίπαλος λοιπόν είναι ακριβώς στο στόχαστρο και καμιά αμφιβολία ή δισταγμός δεν πρέπει να υπεισέλθει στο μυαλό και την ψυχή του σκοπευτή: είναι εκεί ακριβώς για να θανατώσει και να νεκρώσει, χωρίς να δίνει καμιά σημασία στον ψυχισμό του αντιπάλου, την οικογενειακή του κατάσταση, τους πόνους, τους φόβους και τους πόθους του. Όλα αυτά αφαιρούνται και οφείλουν να αφαιρεθούν αυτόματα, βιαίως, αμείλικτα και αμετάκλητα, για χάρη μόνο του σκοπού και του στόχου.

Μπρος σε αυτό λοιπόν το απέραντα διαυγές σύμπαν του προγραμματισθέντος σκοπού και του προαναγγελθέντος θανάτου, ο λόγος ως εργαλείο και όπλο έχει την απόλυτη προτεραιότητα. Αλλά γύρω από αυτόν τον λόγο, που κάποτε προβάλλεται/επιβάλλεται ως ολοσχερώς πολεμικός, γυροφέρνει κριτικά όχι μόνο η εν γένει φιλοσοφική σκέψη (ειδικά εκείνη που έχει βάλει δυναμικά στην ατζέντα της τα ζητήματα της γλώσσας και της σημειολογίας), αλλά και η ίδια η λαϊκή θυμοσοφία. Σύμφωνα λοιπόν με την τελευταία, με τον λόγο «χτίζεις ανώγεια και κατώγεια», «ένας λόγος φτιάχνει κόσμο κι ένας λόγος τον χαλάει», «ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο», «της καρδιάς το κλειδί, ο λόγος το κρατεί», «από ’να χείλι, βγαίνει ο λόγος κ’ εις χίλια καταλήγει», «ο λόγος είναι άλογο, που μέρα νύχτα τρέχει», «όπου δεν πέφτει λόγος πέφτει ράβδος», η γλώσσα «κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει», κλπ. κλπ. Όλη αυτή η λαϊκότροπη πολυλογία υποδεικνύει, σε ένα στοιχειώδες ακόμη επίπεδο, κατεργασμένο μέσα από τη διαχρονική καθημερινότητα της εμπειρίας, τη διηνεκή παλιλλογία την οποία μετέρχεται ο λόγος για να ασκήσει εντέλει την ισχύ του. Όχι λοιπόν μόνο ένας μονοκόμματος, καταναγκαστικά ρεαλιστικός λόγος, αλλά και ένας λόγος πολυμερής και πολυειδής, αμφίσημος και εκκρεμής, επιχειρεί να επιτελέσει το ίδιο έργο με τον μονοκόμματο λόγο, δηλαδή να κερδίσει ισχύ. Διότι ο λόγος της κάθε εξουσίας, ακόμη και στο επίπεδο της «μικροφυσικής της εξουσίας», δεν μπορεί να μην είναι ή να μην γίνει εργαλειακός.

Μια ομόλογα παραπλανητική λέξη είναι και ο συνεχώς σήμερα εκφερόμενος και καταγγελλόμενος «αναθεωρητισμός». Με αυτόν μοιάζει να αμφισβητείται ή και να απαγορεύεται η διασάλευση του πολιτικού συνήθως status quo (αλλά και του συνοριακού, ιδεολογικού, κοινωνικού, οικονομικού, ιστοριογραφικού κλπ.). Η εν γένει όμως καταγγελία του «αναθεωρητισμού» υποκρύπτει απλώς την αγέρωχη βεβαιότητα των καταγγελλόντων ότι η ιστορία έφθασε πλέον σε ένα στάδιο ολοκλήρωσης και ωριμότητας, από το οποίο δεν επιτρέπεται, επί ποινή μάλιστα συμβολικής ή/και ρεαλιστικής απαγόρευσης, να μετακινηθεί και να μετασχηματιστεί. Μια ακινητοποιημένη ιστορία, χωρίς πισωγυρίσματα, μια ιστορία χωρίς μυστήριο και αίνιγμα, η οποία προσανατολίζεται αποκλειστικά προς την κατεύθυνση μιας όλο και περισσότερης δημοκρατίας, ειρήνης, δικαιοσύνης, ευημερίας, αέναης προόδου κλπ., είναι, καταπώς λένε, το βαθύ όραμά τους. Ως ένα είδος νεόκοπης «Ιεράς Συμμαχίας» ποθούν έναν «παράδεισο στη γη», μια εργαλειοποιημένη γείωση της εσχατολογίας, μια κλειστή ιστορικότητα, αυτοαναφορική και αναμηρυκαστική (πρβλ. π. Νικόλαου Λουδοβίκου, «Η ανοικτή ιστορία και οι εχθροί της. Η άνοδος του βελούδινου ολοκληρωτισμού»). Φλερτάρουν έτσι δυναμικά με το «τέλος της ιστορίας», αν και, λ.χ., μετά την κατάρρευση του ανατολικού συνασπισμού, όπου θριαμβευτικά εξαγγέλθηκε αυτό το σύνθημα, αποδείχθηκε ότι αυτή η προοπτική ήταν απλώς μια φενάκη και εξακολουθεί μέχρι σήμερα να αποδεικνύεται με εξαιρετικά τραγικό, αιματοβαμμένο τρόπο. Το «τέλος της ιστορίας» προβάλλεται όμως ακριβώς από εκείνους που θεωρούν δικαίωμα και  υποχρέωσή τους να την κατευθύνουν και να τη ρυθμίζουν, δεσμεύοντας έτσι το παρόν αλλά και το μέλλον της, έχοντας ήδη δεσμεύσει το παρελθόν της.

Αλλά ολόκληρη η ιστορία, ως το κατ’ εξοχήν βασίλειο της ελευθερίας, της διαρκούς και αινιγματικής ενδεχομενικότητας, ήταν, είναι και θα είναι αναθεωρητική, είτε το θέλουμε είτε όχι, όσο και αν αυτό ξεβολεύει και θλίβει τους κυρίαρχους αλλά και κάποιους από τους κυριαρχούμενους κάθε τόπου και κάθε εποχής. Οι τελευταίοι μάλιστα, μέσω της εκάστοτε προπαγάνδας, υποκύπτουν περισσότερο ή λιγότερο εύκολα στις ρητορικές επικλήσεις για σταθερότητα, για ειρήνη, για δημοκρατία, για δικαιοσύνη κλπ., συνθήματα όμως που έχουν μάλλον μεταπλαστεί και ενσωματωθεί μέσα στο άρρητο ή/και ρητό πρόταγμα για ανεμπόδιστο καταναλωτισμό. Αφήνεται έτσι ανεπεξέργαστη η ίδια η ηφαιστειώδης δυναμική της ιστορίας, η αέναη, μυστηριώδης ριζοσπαστικότητά της, η οποία ακατάπαυστα τροποποιεί και ανα-τροποποιεί τον εαυτό της, τους θιασώτες και τους υφισταμένους της, τον χώρο και τον χρόνο της, αν και σχεδόν πάντοτε έγκοπα και έμπονα, σε βραχυπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη προοπτική.

Η ίδια εξάλλου η ζωή αλλά και η ελευθερία, για την οποία όλοι ανεξαιρέτως κόπτονται, ως εγγενές συστατικό της ιστορίας, είναι πλήρως αναθεωρητική, όπως δείχνει η ίδια η πανανθρώπινη εμπειρία. Ο λόγος είναι ότι κινείται πάντοτε στην κόψη του ξυραφιού, είναι προϊόν μιας διελκυστίνδας, επιτελώντας συνεχώς το «ευγενές» αλλά και ριψοκίνδυνο άθλημα της σχοινοβασίας. Οι πόλεμοι, οι επαναστάσεις, η εν γένει βία, ως «μαμή της ιστορίας» αλλά και ως ομιλία που της αφαιρέθηκαν απροσδόκητα οι λέξεις, η επιστήμη, η τεχνολογία, η ίδια εντέλει η ποικίλη πρόοδος των ανθρώπινων κοινωνιών, είναι κατ’ εξοχήν κόμβοι αναπροσαρμογής και εμπεριέχουν δυναμικότατα κίνητρα αναθεώρησης.

Υπάρχουν επίσης όχι μόνο εμφανείς, αλλά και αφανείς αναθεωρήσεις, που έρπουν αόρατα κάτω από την καθημερινή, δημοσιογραφική ή αστόχαστη εικόνα της πραγματικότητας, που κατεργάζονται σιωπηλά τον μετασχηματισμό του αισθητού και του νοητού, προσμένοντας την κατάλληλη στιγμή να φανερώσουν άξαφνα και βίαια την ύπαρξή τους, δυναμιτίζοντας και τροποποιώντας απροσδόκητα το ιστορικό γίγνεσθαι. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε λοιπόν ότι, πέρα από ρομαντικές φαντασιώσεις γραμμικότητας, η «θεότητα» της ιστορίας (και κατ’ επέκταση της ιστοριογραφίας), η πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα παντεπόπτριά της, είναι ακριβώς η αναθεώρηση. Θα ήταν μήπως τολμηρό να ισχυριστούμε ότι αυτή η αναθεώρηση είναι και η ελπίδα της ιστορίας, η ακατάβλητη ελπίδα των ανθρώπων της και η καταισχύνη των ηγεμόνων της, μια ιστορία, η οποία «πάντα ρει», παρόλο που πολλοί συντρίβονται και θα συνθλιβούν κάτω από τις ερπύστριές της;

Η «εργαλειοποίηση» λοιπόν και ο «αναθεωρητισμός», καθώς και πολλές άλλες υπερ-μαχητικές λέξεις, ως απόλυτοι, καταγγελτικοί λόγοι πορισμού της ισχύος, δεν έχουν στρατόπεδο και ιδεολογία, είναι, σαν δίστομα μαχαίρια, έννοιες αμφίπλευρες. Χρησιμοποιούνται από όλους τους αντιμαχομένους εναλλακτικά και διαδοχικά, ανήκουν στο οπλοστάσιο κάθε δημοσιολογούντος, εκφράζοντας πάντοτε συμμετρικές, συμμετρικότατες σκοπιμότητες. Κατά συνέπεια, η προσοχή πρέπει να στραφεί από τις λέξεις και την ευφημιστική και εκμαυλιστική εικόνα τους, στη χρήση τους και, πέρα από αυτήν, κυρίως στους χρήστες τους. Οι τελευταίοι έχουν την εγγενή ανθρώπινη ιδιότητα να χρησιμοποιούν, απαράλλακτα πολλές φορές, τις ίδιες λέξεις-ρουκέτες για να πολεμήσουν τους αντιπάλους τους, μια ιδιότητα που, όπως είπαμε, ουσιαστικά θα έπρεπε να αχρηστεύει την εμβέλεια και την αποτελεσματικότητα κάθε επιχειρηματολογίας, αλλ’ όμως εξακολουθεί να παραμένει απροσπέλαστη…

Ένα εγχείρημα υπονόμευσης λοιπόν αυτής της συμπεριφοράς, μια συστηματική κι ακαταπόνητη άσκηση καχυποψίας και δυσπιστίας, είναι η αδιάλειπτη ερωτηματοθεσία προς τους χρήστες της με μερικές από τις θεμελιώδεις ενστάσεις, οι οποίες πρέπει οπωσδήποτε να απευθύνονται σε κάθε λόγο:

Ποιος μιλά, από ποια θέση, σε ποιο χρόνο και χώρο, τι μπορώ να γνωρίσω γι’ αυτόν, προς ποιους αποδέκτες απευθύνεται, τι μπορώ να μάθω γι’ αυτούς, με ποιον βραχυπρόθεσμο, μεσοπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο σκοπό εκφέρεται ο λόγος, ποιους συμβιβασμούς έχει κάνει, ποια προσχήματα και στρατηγικές χρησιμοποιεί, ποιους υπερασπίζεται και ποιους πολεμά, ποια είναι η κρυφή του ατζέντα κλπ., κλπ.

Στο πεδίο ειδικά της ιστοριογραφίας, κρίσιμη παραμένει εδώ και αρκετές δεκαετίες η γνωστή συμβουλή του E. H. Carr: «Μελετήστε τον ιστορικό, πριν μελετήσετε το έργο του… Και πριν μελετήσετε τον ιστορικό, μελετήστε το ιστορικό και κοινωνικό του περιβάλλον».

Τέτοιου είδους ερωτήματα, που διαβάζουν πίσω από τις γραμμές των ηγεμονικών λόγων και όχι καθρεπτικά και «τοις μετρητοίς», είναι δυνατόν να υποκειμενικοποιήσουν την απολυτότητά τους, να σχετικοποιήσουν, ως ένα βαθμό, την αλαζονική ισχυο-θηρία τους, η οποία «κρύπτεσθαι φιλεί» χειραγωγώντας ταυτόχρονα. Εξάλλου, δεν είναι εμφανές ότι κάθε εξουσία χειραγωγεί, αλλιώς δεν είναι εξουσία, δεν μπορεί να σταθεί ως εξουσία, δεν είναι αλήθεια ότι κάθε εξ-ουσία είναι ουσιο-λογική και ουσιο-κρατική, παρά τις περί του αντιθέτου απατηλές διακηρύξεις; Στόχος λοιπόν αυτών των ερωτημάτων είναι η εντατική ιχνηλασία της πειθούς, η συνεχής επεξεργασία της αποδιδόμενης εμπιστοσύνης και η αποκάλυψη της ηθοποιίας των προσώπων εκείνων που προσανατολίζουν και ποδηγετούν, συχνά στανικά, τον κόσμο με τους λόγους μιας προσδοκώμενης ηγεμονίας. Σε κάθε περίπτωση, αποτελούν μια εκγύμναση, τουλάχιστον, στην αγωνιώδη, τραγική επίγνωση μιας πανανθρώπινα διαχρονικής, αναπόδραστης σταθεράς: «Πόλεμος πάντων μεν πατήρ έστι, πάντων δε βασιλεύς…».

 

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα ("Παραμονές της Συνθηκολόγησης", 2019) είναι έργο του Αλέκου Λεβίδη. 

3 Σχόλια

  1. Διεγερτικό κείμενο, ως συνήθως!
    Επί του θέματος:

    Έστω και όταν οι εκατέρωθεν λόγοι πλέκονται γύρω από ομοειδή λεκτικά σχήματα (την επίκληση της Λογικής – συχνότερα βέβαια απ’ όλα τα άλλα) έχω τη γνώμη πως τίθεται στη διάθεσή μας, ανά πάσα περίπτωση, η Λυδία Λίθος διά της οποίας γίνεται ευχερές να διακρίνουμε τη γνησιότητα απ’ την προσποίηση:
    # Είναι διατείνομαι, η αντίστιξη του Πάθους προς την Εμπάθεια.
    Οι διαφορά της μίας εκδοχής απ’ την άλλη ξεχωρίζει, νομίζω, διά γυμνού οφθαλμού. Αν τυχόν έχω δίκιο, τα ζητούμενα εκάστοτε συμπεράσματα (υπό τις αντίστοιχες φωτοσκιάσεις) προβαίνουν ίσως α-μέσως προσβάσιμα.

  2. Ευχαριστώ πολύ Γιώργο. Νομίζω ότι η διαφορά είναι ζήτημα εμπιστοσύνης, παράγεται υπό το φως της εκάστοτε εμπιστοσύνης…

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ