Ακατανόητο, ρομαντικό, ανίερο μοιάζει να το λέμε αυτό σήμερα. Λησμονούμε ότι χωρίς αγαθά υλικά ο χώρος ο ανθρώπινος ήτανε τόσο αδειανός, που το θαύμα χωρούσε πιο εύκολα. Κι ότι αυτή η «σταματημένη ζωή», οπως την αποκαλούμε σήμερα υποτιμητικά, υπερσκελίζοντας κάθε αίσθημα αστάθειας, βοηθούσε τότε τους ανθρώπους ν΄αντιλαμβάνονται την πρόοδο με τα ποιοτικά και όχι τα ποσοτικά μέτρα΄ που σημαίνει ότι η διάρκεια, σαν χρυσό νήμα σ΄ένα κέντημα, έδενε περασμένα και τωρινά, ευτελή και πολύτιμα, φυσικά και υπερφυσικά, μ΄έναν τρόπο που δε γίνεται να ξαναγνωρίσουμε ποτέ.
Χωρίς λοιπόν να νοσταλγώ, μ΄αυτά που λέω, τους αργαλειούς ή τις πέτρες των ελαιοτριβείων, απλώς μακαρίζω τα χέρια τ΄ανθρώπινα που, με το να φθείρονται εκείνα στην κλίμακα την ατομική, αποκτούσανε τη δύναμη να σταματούνε τη φθορά στην κλίμακα την ομαδική.
πηγή: Αντίφωνο, «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη», εκδόσεις ¨Γνώση¨ 1986, σελ. 25-26
Εδώ ο “υποκριτής” (με την έννοια ότι αποδίδει πολύ καλά την όποια παράδοση και κατάσταση αναλαμβάνει να περιγράψει) Ελύτης, όπως εύστοχα τον χαρακτήρισε ο γέρο Πορφύριος, πιάνει πολύ καλά το νόημα του τρόπου του τόπου μας.