Ντίνου Χριστιανόπουλου μνήμη αλησμόνητη

2
2808

Αναφερόμενος στην πολύτιμη συνέντευξη του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου που δημοσιεύτηκε το 1999 στο περιοδικό «Σύναξη» (τ. 70 , σσ. 80-82) και παρατίθεται πιο κάτω με το εισαγωγικό σημείωμα του Αρχισυντάκτη του περιοδικού, θα ήθελα να επισημάνω τα ακόλουθα:

Το ωραίο με τον Χριστιανόπουλο είναι ότι όσα εξομολογητικά είπε στη συνέντευξή του αυτή, δεν τα είπε -έχω την αίσθηση- για να ταιριάξουν σε ένα χριστιανικό σχήμα ή στην πιο «ανοικτόμυαλη» νοοτροπία μιας συντακτικής ομάδας θεολογικού περιοδικού, έστω μη «ορθοδοξολάγνας και φονταμενταλιστικής». Τα είπε γιατί έτσι αισθανόταν, γιατί μιλούσε εμπειρικά για πράγματα κολλημένα πάνω στο δέρμα του, που ήταν η ίδια η ζωή του. Η ομοφυλοφιλία του παρουσιάζεται με τέτοιο τρόπο που ενδεχομένως αναπαύει ορισμένους χριστιανούς και θεολόγους (συντριβή...επίγνωση αμαρτίας...  ακραία ταπείνωση...παραδοχή ότι ο Χριστός αγαπούσε τις πόρνες και τους εξουθενωμένους και τους περιθωριακούς...όχι τους φαρισαίους κτλ). Προκαλεί πάντως, καλώς ή κακώς, αντίδραση σε πολλούς ομοφυλόφιλους: χαρακτηριστικό είναι ότι ο ίδιος ο Χριστιανόπουλος δήλωσε κάποτε, σε μια άλλη συνέντευξή του, πως αντιμετώπισε πολύ οργισμένες επιθέσεις από συλλόγους ομοφυλοφίλων για τις δηλώσεις του αναφορικά με την ομοφυλοφιλία. Θα επαναλάβω εδώ ωστόσο ότι αυτά που έλεγε τα έλεγε εμπειρικά, γιατί μιλούσε εξομολογούμενος πράγματα που ήταν η ίδια η ζωή του και δεν ταίριαζαν σε κανενός το σχήμα. Η πραγματικότητα για να καταστεί υποφερτή, πρέπει να ενταχθεί σε ένα σχήμα: στην περίπτωσή αυτή χριστιανικό - και όταν ενταχθεί σε ένα σχήμα παίρνει την εκδίκησή της και γίνεται ακόμα πιο ανυπόφορη.

Έχω επίσης την αίσθηση ότι ήταν δύσκολος χαρακτήρας και ότι πλήγωνε πολλούς με τον τρόπο του -φαντάζομαι- και πληγωνόταν. Ίσως λιγότερο πλήγωνε και περισσότερο πληγωνόταν. Το έργο του είναι μια κατάθεση ψυχής και γλυκαίνει την καρδιά. Η τέχνη του δεν είχε κανένα μυστικό, ήταν άτεχνη -με την έννοια ότι δεν υπηρετούσε «τηχυδαία φιλοδοξία να ξεχωρίσει» και να εντυπωσιάσει- και απέριττη και επίπονη και ακριβής στη λεπτομέρεια. Ποτισμένη από το μυστήριο της εξομολόγησης μιας ψυχής και μιας ζωής που πρέπει να λυτρωθεί. Την κράτησε με πείσμα στο ύψος μιας ακατανόητης για πολλόύς φτώχειας, πόνου, στέρησης. Και μας πλούτισε. Γιατί μας πλουτίζουν αυτοί που μπορούν να μας δώσουν το υστέρημά τους. Το τίποτά τους. Οι υπόλοιποι λιμοκτονούν στα υπάρχοντά τους. Ο ποιητής έχοντας ελάχιστα, έφθασε στο σημείο να ομολογεί ότι δεν του λείπει και δεν του έλειψε τίποτα.  Αυτός ο μικρός και ασήμαντος και δύστροπος χαρακτήρας έγινε μια πόλη, η Θεσσαλονίκη. Και μια χώρα, η Ελλάδα. Και πέθανε σαν πόλη και χώρα. Είμαι βέβαιος ότι όσοι τον γνώρισαν από κοντά θα διαπίστωσαν την τρυφερότητα και την ευαισθησία ενός πονεμένου ανθρώπου, και ας γινόταν ενίοτε βασανιστικός και ανυπόφορος με την τραχύτητα των λόγων του. Μάλωσε με πολλούς και μάλλον αγαπήθηκε και από αυτούς με τους οποίους μάλωσε. Δεν διεκδικούσε ηθική αναγνώριση και χριστιανικού τύπου εξιλέωση, ούτε λογοτεχνικά βραβεία. Βρήκε μια θέση σε καρδιές ανθρώπων και στάλαξε εκεί άφατα μέλι και παρηγοριά: για τούτο κάποιοι δεν λένε να τον ξεχάσουν και εύχονται από καρδιάς -προγευόμενοι- το αιωνία η μνήμη! Δεν είναι μικρή παρηγοριά -ειδικά στον μικρό μας τόπο- η μνήμη του.

ΥΓ: Ακολουθεί το κείμενο στο οποίο αναφέρομαι.

.................................................................................................

Σκασμός οι Φαρισαίοι! Μιλά ο Ντίνος Χριστιανόπουλος!

Δίνω παρακάτω ένα πολύτιμο κείμενο του Χριστιανόπουλου. Νιώθω πως είναι ένα κείμενο που μας το χάρισε ανοίγοντας το στέρνο του και βγάζοντας στα χέρια την καρδιά του, για να την δούμε να πάλλεται γυμνή κι αιμάσσουσα – μπας και πάρουμε χαμπάρι κάτι!

Τον Μάιο του 1999 η «Σύναξη» έκανε αφιέρωμα στη Λογοτεχνία. Ανάμεσα σε άλλα, ζήτησε από έξι λογοτέχνες να απαντήσουν σε ερωτήματά της για την τέχνη της γραφής και τη σχέση της με την πίστη. Ο ένας ήταν ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Όπως είπα, θα παραθέσω το κείμενό του, αλλά πριν απ’ αυτό ζητώ την υπομονή σας, για να αναφέρω ένα ιδιαίτερο περιστατικό που συνδέεται με το κείμενο αυτό.

Ήταν 8 Μαΐου 2005, σε συνέδριο της Θεολογικής Ακαδημίας του Βόλου, όταν η συζήτηση πήγε στα διακυβεύματα των συνεργασιών, των προσκλήσεων κλπ. Τοποθετήθηκα εκ μέρους της «Σύναξης» και, μαζί με άλλα, είπα το εξής: 

«Όταν προσωπικά είχα την εμπειρία μόλις ενός έτους αρχισυνταξίας, με όλο το φοβερό βάρος φονταμενταλιστών και ορθοδοξολάγνων που απειλούν και μας περιστοιχίζουν, προγραμματίσαμε ένα αφιέρωμα στη λογοτεχνία. Ζητήσαμε ένα κείμενο από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Θυμόσαστε, κύριε Λάππα; Του ζητήσαμε την άποψή του για διάφορα ζητήματα. Με το γνωστό άμεσο ύφος του έγραψε ένα κείμενο όπου συν τοις άλλοις έλεγε ρητά ότι κάποια στιγμή αποφάσισε να φανερώσει την επιλεγμένη του ομοφυλοφιλία. Στον άνθρωπο στον οποίο παρέδωσε το κείμενό του, για να διαβαστεί στη ‘Σύναξη’, […] του είπε: “Αν έχετε αρχίδια, δημοσιεύστε το”. 

Είναι δημοσιευμένο στο τεύχος 70».

[Η παρέμβασή μου αυτή βρίσκεται στον τόμο «Αναταράξεις στη μεταπολεμική θεολογία. Η θεολογία του ‘60», εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2009, σσ. 731-2. Ο κ. Λάππας, ο οποίος επικοινώνησε με τον Χριστιανόπουλο και παρέλαβε το κείμενό του, είναι ο σεβάσμιος θεολόγος κ. Γιάννης Λάππας, μέλος της συντακτικής επιτροπής της «Σύναξης»]. 

Παραθέτω τώρα το εν λόγω διαμάντι του Ντίνου Χριστιανόπουλου (μαζί με παράκληση για το αυτονόητο: Όσοι θα το αναπαράγουν, να μην παραλείπουν τα βιβλιογραφικά στοιχεία της δημοσίευσής του, τα οποία βρίσκονται στο τέλος του).

Θ.Ν.Π. / 11-8-2020.

*

«Ντίνος Χριστιανόπουλος: 

Αγαπητοί φίλοι της Σύναξης, 

Σας ευχαριστώ που μου στείλατε το ερωτηματολόγιό σας θεωρώντας με χριστιανό. Είναι αλήθεια ότι παλαιότερα δεν πίστευα ότι μπορούσα να λέγομαι χριστιανός, εφόσον «πίστις άνευ έργων νεκρά εστί». Για να μην σκανδαλίζω όμως τους φίλους με τέτοιες ακρότητες, δέχτηκα να λέω ότι κινούμαι στα περίχωρα του χριστιανισμού. Το πιο σωστό θα ήταν να παραδεχτώ ότι οι χριστιανικές εμπειρίες της νεότητός μου με στηρίζουν ακόμη και σήμερα και με ανανεώνουν πνευματικά.

Αυτά σαν πρόλογος σε μια σημαντική διαπίστωση: Φαίνεται ότι είμαι από τους παλαιότερους ποιητές, που επιμένουν να βλέπουν την ποίηση σαν εξομολόγηση. Είναι κι αυτό ένα κατάλοιπο από τη θητεία μου στα κατηχητικά. Από πολύ νωρίς κατάλαβα και εφάρμοσα το ότι η εξομολόγηση μας ελαφρώνει από αυτό που μας βαραίνει και ότι αυτό ακριβώς ισχύει (ή θα έπρεπε να ισχύει)και στην ποίηση.

Φυσικά, τα πράγματα δεν είναι και τόσο απλά, τουλάχιστον για μένα. Πρώτα – πρώτα, η σωστή εξομολόγηση προϋποθέτει τη μετάνοια και συνακόλουθα την αλλαγή του τρόπου ζωής, ενώ εγώ δυστυχώς νομίζω ότι παραμένω αμετανόητος. Και όπως λέω σε ένα ποίημά μου, «ούτε να πεθάνω θέλω, ούτε και να γιατρευτώ, / θέλω απλώς να βολευτώ στην καταστροφή μου». Έτσι λοιπόν η εξομολόγησή μου μοιάζει με την πρόκληση. Ξέρω βέβαια το γιατί: η στέρηση εύκολα μετατρέπεται σε επιθετικότητα. Ίσως γι’ αυτό μερικοί με θεωρούν αιρετικό.

Πάντως, παρά τα αρνητικά μου στοιχεία, νομίζω ότι μ’ αυτά και μ’ αυτά βγαίνω αρκετά ωφελημένος. Πρώτα-πρώτα, έχοντας εξομολογηθεί δημοσία τα πάντα, και μάλιστα από 19 χρονώ, (στην πρώτη μου ποιητική συλλογή Εποχή των ισχνών αγελάδων, πού εξαιτίας της διώχτηκα από τη χριστιανική κίνηση), ανακουφίστηκα. Έβραζε τόσο πολύ το καζάνι μέσα μου, που αν δεν άνοιγα το καπάκι, σίγουρα δεν θα απέφευγα την έκρηξη.

Κι ενώ όλοι μου έλεγαν «με τέτοια μυαλά, φουκαρά μου, θα φας το κεφάλι σου», εγώ ένιωθα ήρεμος: τα είπα όλα και γλύτωσα απ’ το βάρος την ψυχή μου, τα ξέρασα όλα και γλύτωσα τουλάχιστον το χαλασμένο μου στομάχι.

Και σε κάτι άλλο με ωφέλησε η εξομολόγησή μου: με βοήθησε να μην κρύψω τις ομοφυλικές μου τάσεις. Όσο και αν την ομοφυλοφιλία μας την παρουσίαζαν σαν πανούκλα, καταλάβαινα πως κάτι έπρεπε να κάνω για να στηρίξω τον εαυτό μου. Δεν ήταν δυνατό να παίζω το κρυφτούλι, ούτε μπορούσα να δεχτώ την αδικαιολόγητα άτεγκτη καταδίκη της εκκλησίας. Με παρηγορούσε πολύ η αγάπη του Χριστού για τους τελώνες και τις πόρνες, αλλά και η ιδέα πως όσο λιγότερο έκρυβα τη διαστροφή μου, τόσο πιο τίμια θα μπορούσα να την αντιμετωπίσω. Προπάντων, έπρεπε να παραδεχτώ το πάθος μου – την άκρα ταπείνωσή μου. Νομίζω λοιπόν ότι σ’ αυτό η χριστιανική μου παιδεία και το ένστικτό μου με βοήθησαν.

Τέλος, μέσα στο ίδιο κλίμα διαμορφώθηκε και η θεματική μου. Δε χρειάστηκε να αναζητήσω θέματα: τα είχα μέσα μου, βασίζονταν στον αγώνα και στην αγωνία μου. Όχι λοιπόν ηλιοβασιλέματα και τριαντάφυλλα, ούτε εμπνεύσεις επάνω σε λύσεις δοσμένες από τη θρησκεία και την ηθική, αλλά μια ταμπέλα με μεγάλα γράμματα: Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΜΟΥ ΕΝΩΠΙΟΝ ΜΟΥ ΕΣΤΙ ΔΙΑ ΠΑΝΤΟΣ. Γι’ αυτό λοιπόν, όλα μου τα ποιήματα, μετά το 1952, αποτελούν μια συνεχόμενη εξομολόγηση παθών και παθημάτων, που όσο ατελής και να είναι, είναι τουλάχιστον τίμια και ντόμπρα. Και όσοι βιάζονται να σκανδαλιστούν, ας μην ξεχνούν ποιοι είναι εκείνο που «προάγουσιν υμάς εις την βασιλείαν του Θεού».

Με αγάπη.

Θεσσαλονίκη, 16.4.99».

[Περιοδικό «Σύναξη» 70 (1999), σσ. 80-82].

Το ζωγραφικό έργο που πλαισιώνει τη σελίδα ("Πορτραίτο του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου") είναι δημιουργία του Ανδρέα Πιπερίδη.
Το αντλούμε από την σελίδα «Έλληνες Ζωγράφοι».

2 Σχόλια

  1. Φθάσανε, αισίως (24/8, ώρα 11.30 πμ.), καί ξεπερνάνε ήδη τίς 2.840 οι “αναγνώσεις” στά τέσσερα (νέα) άρθρα τών (κοσμικών) αρθρογράφων τής τελευταίας ανάρτησης τού “Αντίφωνου”.

    ΧΩΡΙΣ ούτε ένα σχόλιο (τό ένα, σύντομο, που κατατέθηκε, λογίζεται απλά ως “LIKE”, κατά τήν νεωτερική ονομασία).

    Ακόμα καί τό “σιτεμένο” Γυμνόφιλον, αεί επίκαιρο ΚΑΙ λόγω καλοκαιριού, δέν “κατάφερε” νά νεο-σχολιαστεί, παρά τό “λαλίστατο” σχετικό παρελθόν του.

    Μά ούτε καί τό άρθρο γιά τόν + Κ. Χριστιανόπουλο, τόσο “ασύνηθες”, καί καθόλου “ειδικού ενδιαφέροντος”, μέ τίς υπερχίλιες αναγνώσεις του, δέν τά πήγε καλύτερα.

    Συμπέρασμα (γνώμη μου, μακάρι λανθασμένη) : Ο κορονοϊός επέδρασε καταλυτικά στήν αυτο-απομόνωσή μας, στό κλείσιμο στόν εαυτό μας. “Βαρεθήκαμε” τήν επικοινωνία – που, προφανώς, ΔΕΝ μάς οδηγεί πουθενά, πιά. Μάς κούρασε ο βομβαρδισμός μέ αντικρουόμενες απόψεις, πού καιρός καί διάθεση γιά σχολιαστική ανταλλαγή θέσεων καί αντιθέσεων, γιά διατύπωση γνώμης …

    Τό τέλος – ή τό λυκόφως – τού “τέλους”, μάς αποτέλειωσε. Η βιοτική, απειλητική πλέον, στήν επίμοχθη διεκδίκησή της. Καί τό “κοινωνικόν” (αποδώστε σ’ αυτό όποιο περιεχόμενο επιλέξετε, ή κι’ όλα μαζί σέ συνδυασμό) σχίσμα, ναί σχίσμα, μεταξύ “ζηλωτών” καί “χλιαρών”, επήλθε ακάθεκτο, αλλ’ “ανεπαισθήτως” (;)

    Ιδού η “περιχωρητικότητά” μας (άν υποτεθεί οτι τήν είχαμε κάν) , που οδηγεί στήν αποξένωση. Άς τήν “αποθαυμάσουμε” …

  2. Έχοντας την ιδιαίτερη καβαφική «εποχή των ισχνών αγελάδων» ως αφορμή για την προσωπική ενασχόληση μου με την ποίηση (εν γένει) και ξεχωρίζοντας έκτοτε μερικά συμπαθή ποιήματα και άλλους τόσους συμπαθείς μάλλον στοχασμούς του Κου Ντίνου Χριστιανόπουλου θα ήθελα να καταθέσω να εξής λίγα:
    – Ο Χριστιανόπουλος στον τομέα «εξομολόγηση» και κυρίως ιδιοτύπως ερωτική ακολουθεί κατά πόδας τον Καβάφη. Ίσως και ενσυνείδητα να θέλει να παρουσιάζεται ως αληθινός διάδοχος του. Γνώμη μου είναι πως δεν είναι. Ο Χρόνος δείχνει και θα δείξει.
    – Σε όλους εμάς τους Χριστιανούς που αγαπούμε την ποίηση και που μπορεί να νοιώσαμε κάποιου είδους πρόκληση είτε από την ίδια την θεματολογία είτε από τις… αχρείαστες «προστυχιές» (για να χρησιμοποιήσουμε μία λέξη που θα του άρεσε) των γραπτών του, το άνωθεν εξομολογητικό κείμενο θα μπορούσε να αποτελέσει ένα έναυσμα ενασχόλησης με εκείνα που συμβαίνουν πίσω από τις εικόνες των στίχων που άλλωστε δεν είναι λυρικοί (για αυτό ακριβώς, νομίζω, τα «τραγούδια της αμαρτίας» με τον Χατζιδάκι δεν περπάτησαν): Στον τομέα της συντριβής εκείνου που μέσα στην καταστροφή διατηρεί ταυτόχρονα την διαύγεια να αντικρύσει κατά πρόσωπον το μάταιο. Δίχως σημαίες υπερηφάνειας αλλά και δίχως «εύπλαστες μεταστροφές» όπως θα έλεγε ένας έτερος σημαντικός Καβαφικός που έφυγε σιωπηλά, ο Βαρβέρης.
    – Ο Χριστιανόπουλος, αγγίζει, όπου αγγίζει, γιατί είναι ο λυγμός του πάθους. Είναι το βαθύ ανεκπλήρωτο που πάντα κρύβει η «χύμα» ηδονική περιγραφή του εκπληρωμένου. Εν τέλει, όλοι μας αγαπάμε πολύ και μισούμε πολύ την καταστροφή μας. Επειδή έχουμε χαθεί ο καθένας και σε κάποιο προσωπικό ημίφως. Απομένει να το αντιληφθούμε και να αγαπήσουμε από την αρχή σωστά. Φυσικά, για τούτο το τελευταίο δεν θα αναδέψουμε τα χαρτιά του θεσσαλονικιού ιδιόρρυθμου ποιητή που δυσκολεύεσαι να τον πείς μεγάλο αλλά δυσκολεύεσαι και να τον αγνοήσεις… Όμως, σε αυτά τα μυστήρια χαρτιά του, θα βρούμε έστω μία ειλικρίνεια που και αυτή «είναι κάτι» μίας και δεν αποκλείεται να μας λείπει…

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ