Βασιλική Νευροκοπλή
Ένας άνθρωπος, είχε δεν είχε τρίχες στο κεφάλι του, καθόταν σ’ ένα τρίστρατο ατενίζοντας το πουθενά.
Ένας διαβάτης τον ρώτησε ποιος είναι ο εύκολος δρόμος, ο άνθρωπος κούνησε το κεφάλι κατά κει, πορεύτηκε κατά κει ο ξένος.
Άλλος διαβάτης πέρασε, τον ρώτησε ποιος είναι ο δύσκολος δρόμος, ο άνθρωπος κούνησε το κεφάλι κατά δω, πήγε κατά δω ο ξένος.
Τρίτο διαβάτη δεν απάντησε.
Άραγε ο τρίτος δρόμος πού να οδηγει, αναρωτήθηκε δεν αναρωτήθηκε ο άνθρωπος.
Η πρώτη νύχτα πέρασε. Η πρώτη μέρα ήρθε.
Ο άνθρωπος που είχε δεν είχε τρίχες στο κεφάλι του καθότανε στο τρίστρατο ατενίζοντας το πουθενά.
Ήθελε δεν ήθελε, τι άλλο να κάνει, άρχισε ν’ ανασκαλίζει τα παλιά. Όλη του τη ζωή τη βρήκε ίδια με τις τριχες της κεφαλής του. Κι αυτή όπως κι αυτές, ήταν δεν ήταν.
Υπήρξε δεν υπήρξε παιδί. Είχε δεν είχε γονείς. Είχε δεν είχε γυναίκα. Απέκτησε δεν απέκτησε παιδιά. Είχε δεν είχε συγγενείς. Είχε δεν ειχε φίλους. Παρόμοια κι η δουλειά, η επιτυχιά, τα λεφτά, η περιουσία του όλη.
Ξυπνούσε δε ξυπνούσε τις μέρες. Κοιμόταν δε κοιμόταν τις νύχτες. Δούλευε δε δούλευε. Και για όλα αυτά, ήταν δεν ήταν σίγουρος.
Ξάφνου πετάχτηκε όρθιος σα κεραυνοβολημένος. Πρώτη φορά γεννήθηκε μέσα του το θανατηφόρο ερώτημα.
Πέρασε η δεύτερη νύχτα. Η δεύτερη μέρα ξημέρωσε. Ο άνθρωπος που είχε δεν είχε τρίχες στο κεφάλι του καθότανε στο τρίστρατο ανασκαλίζοντας θέλοντας και μη τα περασμένα.
Από τούτο το τρίστρατο κάποτε ξεκίνησε διαλέγοντας τον εύκολο δρόμο. Ήταν δεν ήταν αποφασισμένος να τον περπατήσει μέχρι τέλους. Μα ήθελε δεν ήθελε στο τέλος τον περπάτησε. Παραδόθηκε σε μεθυσμένα μερόνυχτα, κοιμήθηκε σε πλάνες αγκαλιές, ήπιε γλυκόπιοτα κρασιά, κατράμια τα κορμιά των ευνούχων που ερωτεύτηκε πλάι σε πάλευκα τσερκέζων παλακίδων. Χαυνώθηκε από αρώματα που ξελογιάζουν, τρύγησε δάση από νάρκισσους και ορχιδέες, στολίστηκε ασήκωτα βελούδα, μετάξια με υπόσταση το τίποτα, δαντέλες που έπλεξαν μέσα στο σώμα του δεύτερο σώμα. Ξεφάντωσε σε μουσικές, παραλήρησε με ψιθύρους, γλύστρισε σε βασιλικές κάμαρες, σε μαρμάρινα δάπεδα κυλίστηκε, κάτω από σκάλες ξενύχτησε, μέσα σε κιόσκια ονειρεύτηκε, πίσω από καφασωτά τρύπωσε κρυφά αγγίζοντας τα απαραβίαστα.
Όσο περπατούσε το δρόμο του πλήθαιναν πάνω του τα μαχαίρια, τα σπαθιά και τα τόξα, σαν τους εχθρούς του. Πρόθυμα και μ’ ευκολία ολοένα μεγαλύτερη αφαιρούσε τα εμπόδια που συναντούσε. Στην αρχή μικροπράγματα, ύστερα αισθήματα, μετά χέρια, πόδια, μάτια, στο τέλος σώματα και ζωές.
Ώσπου, έφτασε κάποτε μπροστά σε μια χαράδρα κι εκεί αποκοιμήθηκε. Θυμόταν δε θυμόταν τι όνειρο είδε. Μα πρέπει να είδε κάποιο σπουδαίο όνειρο, γιατί την άλλη μέρα βρέθηκε στην απέναντι μεριά που έμοιαζε δεν έμοιαζε με την προηγούμενη. Και μιας και πίσω δε μπορούσε να κάνει, άρχισε να περπατά το δρόμο που βρέθηκε μπροστά του ήθελε δεν ήθελε.
Κανένας δεν τον πρόσεχε, κανείς δεν του μιλούσε. Καμιά απειλή, βάρος τα όπλα, βήμα βήμα τα πετούσε ένα ένα με τη σειρά. Λίγο λίγο απαρνήθηκε τον εαυτό του, τα πάθη, τις επιθυμίες του, μέχρι τις πιο μύχιες σκέψεις του. Συνέχισε να περπατά αρνούμενος τα ρούχα, τα υποδήματα και την τροφή. Άπλυτος και θεονήστικος πορεύτηκε. Ανέβηκε και κατέβηκε απόκρημνα όρη, έμεινε σε ανήλιαγες σπηλιές, θυμόταν δε θυμόταν πόσα μερόνυχτα πέρασε γονατιστός πάνω στις πέτρες στραμμένος προς τον ουρανό. Συγχώρεσε τους εχθρούς, τους φίλους, τον εαυτό του και τα πάθη του, όλη την προηγούμενη ζωή του. Ελεύθερος απ’ όλα συνέχιζε το δρόμο του μέχρι το τέλος. Να πώς βρέθηκε πάλι μπροστά σ’ αυτό το τρίστρατο ατενίζοντας το πουθενά.
Πού να οδηγεί άραγε ο τρίτος δρόμος, αναρωτήθηκε ξανά.
Άξαφνα ο άνθρωπος που είχε δεν είχε τρίχες στο κεφάλι του σωριάστηκε χάμω κεραυνοβολημένος. Δεύτερη φορά ξεπρόβαλλε μέσα του το θανατηφόρο ερώτημα.
Πέρασε η τρίτη νύχτα. Η τρίτη μέρα ξεπρόβαλλε. Ήθελε δεν ήθελε, δεν είχε άλλα περασμένα για να θυμηθεί. Μπορούσε δε μπορούσε μόνο ένας δρόμος του έμενε να περπατήσει. Ήταν ο τρίτος.
Τι άλλο να κάνει, ξεκίνησε. Περπάτησε, περπάτησε, περπάτησε. Άνθρωπο δε απάντησε, δέντρο δεν είδε. Μήτε θεριό, μήτε πουλί, μήτε νερό, μήτε φαϊ. Ξάφνου ο δρόμος χάθηκε από μπρος του. Κοίταξε από δω, κοίταξε από κει, πουθενά ο δρόμος. Ούτε μπρος, ούτε πίσω. Μήτε δεξιά, μητε ζερβά. Κι ο ήλιος να τον βαράει κατακούτελα στο δόλιο το κεφάλι που είχε δεν είχε τρίχες πάνω του.
Τρίτη φορά το θανατηφόρο ερώτημα πρόβαλλε εντός του απειλητικότερο από ποτέ. Έπεσε στα γόνατα κι άρχισε να κλαίει σα μωρό παιδί. Έκλαψε, έκλαψε, έκλαψε τόσο που τα δάκρυά του έφτιαξαν λίμνη κάτω απ’ τα μάτια του. Έσκυψε κι ήπιε απ’ το νερό. Μπήκε μέσα και πλύθηκε. Βγήκε αλαφρωμένος να στεγνώσει.
Αυτό που αντίκρυσε του φάνηκε σαν όνειρο, σαν οπτασία. Ήταν δεν ήταν σίγουρος. Ένα μικρό παιδί μπροστά του τον κοιτούσε κατάματα. Κρατούσε στα χέρια ένα κλουβί που μέσα είχε ένα κάτασπρο μικρό πουλί. Κοιτάζονταν ώρα πολλή. Κανείς δεν έλεγε την πρώτη λέξη.
Ήταν η ώρα να ειπωθεί το ερώτημα.
“Αυτή είναι η ψυχή μου;” ρώτησε στο τέλος ο άνθρωπος και κάθε λέξη του έβγαινε με τον ίδιο κόπο που βγάζουν οι ανθρακωρύχοι πέτρες απ’ τα έγκατα της γης. Το παιδι δεν απάντησε. Μόνο τον κοίταζε κατάματα.
“Θυμόμουν δε θυμόμουν πως έχω μια ψυχή”, είπε εξουθενωμένος. Το παιδί πάλι δεν είπε τίποτα. Μόνο τον κοίταζε βαθιά στα μάτια.
Ο άνθρωπος σηκώθηκε και το πλησίασε. “Θα σου δώσω ό, τι μου ζητήσεις αν μου δώσεις πίσω την ψυχή μου”, είπε.
“Πάρε με στην αγκαλιά σου”, του απάντησε το παιδί.
Ο άνθρωπος για μια στιγμή δίστασε δε δίστασε, μα στο τέλος το αποφάσισε. Γονάτισε κι άνοιξε τα δυο του χέρια. Έκλεισε σφιχτά στην αγκαλιά του το παιδί με το κλουβί.
Μέσα στην απροσδόκητη ευτυχία που ένιωσε έκλεισε τα μάτια. Έτσι δεν είδε την πορτα του κλουβιού ν’ ανοίγει. Ούτε είδε το πουλί να βγαίνει απ’ το κλουβί και να μαπίνει στο στέρνο του. Δεν είδε ούτε τον άγγελο που ήρθε να πάρει την ψυχή του. Μόνο ένιωσε σα νεογέννητο βρέφος που το πήρε ο πιο γλυκός ύπνος του κόσμου μέσα στην αγκαλιά της μάνας του.
Άνθρωποι και ζώα τότε απ’ τον έναν δρόμο κι απ’ τον άλλο, είδαν να ορθώνεται στον ουρανό ένα κατακόρυφο μονοπάτι που δεν έμοιζε ούτε με τον έναν δρόμο ούτε με τον άλλον. Ήταν χρυσό σα βέλος. Κι ακόμα είδαν έναν άγγελο μέσα σε φως εκτυφλωτικό σαν απόκοσμο, να κρατά ένα χρυσό πουλί στα χέρια που όσο ψηλότερα ανέβαινε τόσο περισσότερο χρύσιζε μέσα στη νύχτα του κόσμου…
πηγή: Αντίφωνο