Δημήτρης Μαυρίδης
Η µουσουλµανική µειονότητα στην ελληνική Θράκη συγκροτείται από τουρκογενή στοιχεία, απογόνους των Τουρκοµάνων εποίκων που εγκαταστάθηκαν στη Θράκη τον 15ο αιώνα, τουρκοφανείς πρόσφυγες του Ρωσοτουρκικού Πολέµου του 1877-1878 από τα Βαλκάνια, γηγενείς σλαβόφωνους Ποµάκους που εξισλαµίσθηκαν τον 16ο αιώνα και Τσιγγάνους Ροµά, που εγκαταστάθηκαν µόνιµα στην ελληνική Θράκη τον 19ο και τον 20ό αιώνα. Οι Ποµάκοι και οι Ροµά αποτελούν στόχους της τουρκικής πολιτικής, η οποία επιδιώκει τον εκτουρκισµό τους, παρά το γεγονός ότι, εκτός από τη θρησκεία, οι µειονοτικές αυτές οµάδες δεν έχουν καµία σχέση µε την Τουρκία.
Η δεκαετία του 1950 φαίνεται σήµερα να είναι η περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας έγιναν οι κρίσιµες επιλογές και διαµορφώθηκαν οι συνθήκες, που καθόρισαν τη σηµερινή πραγµατικότητα της µουσουλµανικής µειονότητας στην ελληνική Θράκη. Η δεκαετία του 1950 ακολούθησε τον καταστρεπτικό ελληνικό εµφύλιο πόλεµο. Κατά τη διάρκειά της άρχισε µία µακρά περίοδος διακυβέρνησης της Ελλάδας από κυβερνήσεις του συντηρητικού πολιτικού χώρου, νικητή της εµφύλιας διαµάχης της περιόδου 1946-1949. Την ίδια εποχή σχηµατοποιήθηκε η παγκόσµια αναµέτρηση µεταξύ των δυτικών δηµοκρατιών και της χώρας που θέλησε να επιβάλει τον µαρξιστικό σοσιαλισµό σε παγκόσµιο επίπεδο.
Τη δεκαετία του 1950 η Ελλάδα συνέχισε να βρίσκεται στο επίκεντρο του Ψυχρού Πολέµου. Αποτέλεσε µάλιστα µια χώρα στην πρώτη γραµµή της αντιπαράθεσης µε εκτεταµένα σύνορα προς τις βαλκανικές σλαβικές χώρες, που ήλεγχε η ΕΣΣΔ. Αµυντική επιλογή της χώρας υπήρξε η ένταξη στο δυτικό στρατόπεδο και η προσέγγιση προς την Τουρκία. Οι διαθέσεις και οι πολιτικές των όµορων σλαβικών χωρών κατά τον πρόσφατο εµφύλιο πόλεµο συνηγορούσαν σε µια τέτοια επιλογή. Παράλληλα, τµήµα της µειονότητας, οι µουσουλµάνοι Έλληνες Ποµάκοι, θεωρήθηκαν πιθανός µοχλός αποσταθεροποίησης της ελληνικής κυριαρχίας στη Θράκη από τη Βουλγαρία. Την ίδια εποχή, και καθυστερηµένα λόγω του εµφυλίου πολέµου, η Ελλάδα έθεσε την αυτοδιάθεση και ένωση της Κύπρου µε την Ελλάδα ως δίκαια απαίτηση µετά τη στάση της κατά τον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο και ως ανάγκη που επέβαλλε η παραίτηση της Μεγάλης Βρετανίας από την αποικιακή της αυτοκρατορία.
Η ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ (1952) υποχρέωσε τη χώρα να υιοθέτησει το ιδεολόγηµα της ελληνοτουρκικής φιλίας, προς χάριν του οποίου έγιναν σηµαντικές παραχωρήσεις στη σύµµαχο και φίλη τότε Τουρκία. Ωστόσο, η ελληνοτουρκική φιλία και η επιδίωξη της ένωσης αποτελούσαν στόχους αντιφατικούς. Η έναρξη του ένοπλου αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου, την 1η Απριλίου 1955, και η εφαρµογή του τουρκικού σχεδίου για τον αφανισµό των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, στις 6 Σεπτεµβρίου του 1955, επηρέασαν άµεσα την ασκούµενη από την Ελλάδα µειονοτική πολιτική. Αλλά, η ανατροπή της ισορροπίας στο επίπεδο των µειονοτήτων µεταξύ Ελλάδας–Τουρκίας, δεν εµπόδισε το ελληνικό πολιτικό κατεστηµένο να επιχειρήσει ένα τρίτο πείραµα ελληνοτουρκικής φιλίας που οδήγησε, λίγο µετά το 1960, στην υπογραφή των συµφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου και την ίδρυση του κυπριακού κράτους. Ιδιαίτερη σηµασία έχουν οι εξελίξεις στο πολιτικό και το διπλωµατικό πεδίο κατά την περίοδο αυτή, όπως και οι ρυθµίσεις που έγιναν, οι σχετικές µε την εκπαιδευτική πολιτική προς τη µουσουλµανική µειονότητα. Ή, µε άλλα λόγια, το πώς η Τουρκία πέτυχε σε µεγάλο βαθµό τον εκτουρκισµό µιας µειονότητας που βρισκόταν έξω από τα σύνορά της.
Αµέσως µετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, την ηγεσία της µουσουλµανικής µειονότητας στην ελληνική Θράκη ανέλαβε οµάδα µουσουλµάνων που συντάχθηκαν µε τον ελληνικό στρατό κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεµο του 1919-1922. Ηγέτης της οµάδας αυτής ήταν ο πρώην σεϊχουλισλάµης του χαλιφάτου που κατήργησε το κοσµικό κράτος των κεµαλιστών. Μέχρι την ελληνοτουρκική προσέγγιση του 1930, οι νεωτεριστές κεµαλικοί της Άγκυρας είχαν πολύ µικρή επιρροή στους κύκλους της µουσουλµανικής µειονότητας στην ελληνική Θράκη. Οι παλαιοµουσουλµάνοι µάλιστα είχαν αναπτύξει, µε κέντρο τη Θράκη, αντικεµαλική δράση σε ολόκληρο τον αραβικό κόσµο. Μετά από απαίτηση της Άγκυρας, η παλαιοµουσουλµανική ηγεσία της µειονότητας αποµακρύνθηκε το 1931 από την ελληνική Θράκη και απελάθηκε στην Ιορδανία χωρίς τα όποια ανταλλάγµατα, εκτός από µια αόριστη υπόσχεση εξουδετέρωσης του τουρκοορθόδοξου Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη, η οποία δεν τηρήθηκε. Κύριος λόγος για την αποκοπή της παλαιοµουσουλµανικής ηγεσίας από τη µουσουλµανική µειονότητα ήταν η σηµασία που αποδόθηκε στην ελληνοτουρκική φιλία.
Από την εποχή εκείνη αρχίζουν οι διαδικασίες, οι οποίες καταλήγουν στην εµφάνιση της ετερογενούς µουσουλµανικής µειονότητας ως ενιαίου συνόλου, ώστε να φθάσουµε το 1952 στην παράδοση του εκπαιδευτικού συστήµατος σε διαδικασίες εναρµονισµού προς την τουρκική πραγµατικότητα. Στη συνέχεια, η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπάγου προχώρησε σε πλήρη αποδοχή της αντίληψης ότι η µουσουλµανική µειονότητα είναι τουρκική, και στην εφαρµογή της διδασκαλίας της τουρκικής γλώσσας σε όλα τα σχολεία, για ολόκληρη τη µειονότητα. Οι Έλληνες Ποµάκοι, οι οποίοι δεν έχουν καµία σχέση µε την Τουρκία, υποχρεώθηκαν να µάθουν τουρκικά. Η µορφωτική συµφωνία του 1954 βασίστηκε στην ελληνική αποδοχή της τουρκοποίησης της µειονότητας και την ανοχή της ελληνικής διοίκησης στις δραστηριότητες του τουρκικού προξενείου της Κοµοτηνής. Η επιβολή της τουρκικής εθνικής συνείδησης έγινε λοιπόν µέσω της εκπαίδευσης για χάρη του ιδεολογήµατος της ελληνοτουρκικής φιλίας, όπως υπαγορευόταν από τις γεωπολιτικές ανάγκες της εποχής εκείνης.
Τα πράγµατα έγιναν περίπλοκα µε την εξέλιξη του Κυπριακού, την ελληνική προσφυγή στον ΟΗΕ το 1954, την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ και την εκδήλωση του ενδιαφέροντος της Τουρκίας για την Κύπρο. Οι επιπτώσεις των εξελίξεων αυτών έγιναν αµέσως αισθητές στη Θράκη, όπου παρατηρήθηκε κύµα φυγής του µουσουλµανικού πληθυσµού, το οποίο µάλιστα θα ενταθεί µετά τα γεγονότα του Σεπτεµβρίου του 1955 στην Κωνσταντινούπολη, ως αποτέλεσµα µάλλον της αβεβαιότητας που αισθάνονταν οι µουσουλµάνοι της µειονότητας, παρά ως αποτέλεσµα διοικητικών µέτρων. Παράλληλα, η εκπαιδευτική πολιτική του ελληνικού κράτους σχετικά µε τη µειονότητα τίθεται υπό αµφισβήτηση. Είχαν δικαιωθεί οι επιφυλάξεις των καχύποπτων και έγινε κατανοητό ότι η ελληνική πλευρά είχε προχωρήσει σε αδικαιολόγητες υποχωρήσεις στη Θράκη. Η ελληνική κυβέρνηση επανήλθε σε µια πολιτική υποστήριξης των παλαιοτουρκικών τάσεων της µειονότητας, χωρίς όµως να επιδιώξει την ένταξή της στην ελληνική κοινωνία. Ωστόσο, το 1958 εκδηλώθηκε η διάθεση της ελληνικής κυβέρνησης για επαναπροσέγγιση µε την Τουρκία. Το νέο πρόγραµµα των µουσουλµανικών σχολείων έδωσε έµφαση στις θρησκευτικές αρχές, αλλά δεν αµφισβήτησε την τουρκική ως τη µόνη γλώσσα των τριών τµηµάτων της µειονότητας. Η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στην Τουρκία το 1959 οδήγησε στη συγκρότηση επιτροπής για τη µελέτη της κατάστασης των δύο µειονοτήτων εκατέρωθεν του Έβρου. Στις συζητήσεις µεταξύ των µελών της επιτροπής διατυπώθηκαν από τουρκικής πλευράς αξιώσεις, όπως: η αναγνώριση της µουσουλµανικής µειονότητας της Θράκης ως τουρκικής µε τροποποίηση των διατάξεων της Συνθήκης της Λωζάννης, η στενή επικοινωνία µε τη µητέρα–πατρίδα Τουρκία, οργάνωση της µειονότητας σε σωµατεία, αναγνώριση των Ποµάκων ως Τούρκων…
Η µελέτη εκείνης της περιόδου δίνει καθαρά την εικόνα του αµήχανου ελληνικού κράτους, το οποίο διαχειρίζεται τη Θράκη ως µία χώρα των συνόρων και του οποίου τα υπεύθυνα όργανα αγνοούν τις ιδιαιτερότητες της περιοχής και διαπράττουν σωρεία σφαλµάτων. Η µουσουλµανική µειονότητα της Θράκης αντιµετωπίζεται µε άγνοια και θεωρείται ξένο σώµα. Οι Έλληνες µουσουλµάνοι θεωρούνται a priori Τούρκοι. Δεν έγινε καµία προσπάθεια προσεταιρισµού των, παρά το γεγονός ότι η στάση των ελληνικών αρχών δεν απέχει πολύ από το να είναι άψογη. Ωστόσο, η ελληνική στάση ερµηνεύτηκε ως αποτέλεσµα αδυναµίας και φόβου. Επετράπη έτσι στην Τουρκία να ασκήσει µία πολιτική µε στόχο τη γλωσσική και πολιτισµική ενοποίηση του µουσουλµανικού πληθυσµού της ελληνικής Θράκης. Οι διαθέσεις και οι τακτικές της τουρκικής πολιτικής ήταν καθαρές, αλλά οι Έλληνες δεν ήθελαν να αποδεχθούν τη δυσάρεστη πραγµατικότητα. Προτιµούσαν να συγχέουν την πραγµατικότητα µε τις επιθυµίες τους. Πρόθεση της Τουρκίας, εκτός από τη δηµιουργία κλίµατος έντασης για να αποτραπεί η ένωση της Κύπρου µε την Ελλάδα, ήταν και είναι η εθνική οµογενοποίηση της µειονότητας και η χειραγώγησή της. Η ελληνοτουρκική φιλία δεν είναι ικανή να αποµακρύνει την προσήλωση της Τουρκίας στο Εθνικό Συµβόλαιο του κεµαλισµού, το οποίο περιλαµβάνει στις τουρκικές διεκδικήσεις και τη Θράκη. Πάγια είναι η διεκδικητική πολιτική του τουρκικού κράτους, που λειτουργεί παράλληλα µε την άσκηση κάθε µορφής πιέσεων εις βάρος των Ελλήνων µουσουλµάνων µέσα στην ελληνική επικράτεια.
Εν τέλει, η όλη στάση της ελληνικής κοινωνίας και της ελληνικής πολιτείας δεν άφησαν την Ελλάδα να ακολουθήσει την κλιµακούµενη τουρκική πολιτική εθνοκάθαρσης, που κορυφώθηκε µε τον αφανισµό των µειονοτήτων στην Κωνσταντινούπολη, την Ίµβρο και την Τένεδο. Παρά τη δυσµενή επίδραση των γεγονότων του 1955, δεν δόθηκε από την ελληνική πλευρά ανάλογη απάντηση και δεν εφαρµόσθηκαν µορφές αµοιβαιότητας. Το γεγονός αυτό, που τιµά την ελληνική κοινωνία και την ελληνική πολιτεία, δεν είναι ευρύτερα κατανοητό και κυρίως δεν προβάλλεται.
Κατά τη γνώµη µας, πολλοί συµπολίτες µας αρνούνται να αντιληφθούν την αυταρχική φύση της τουρκικής πολιτικής, της οποίας η επεκτατική διάθεση αποτελεί δοµικό στοιχείο. Σε πολλές από τις υπάρχουσες µελέτες δεν διευκρινίζεται η δοµική επιθετικότητα και κατακτητική διάθεση του τουρκικού πολιτειακού µορφώµατος και συνήθως, στο όνοµα της επιστηµονικής αντικειµενικότητας και µέσα στην αντίληψη του πολιτικώς ορθού, τα πράγµατα παρουσιάζονται έτσι ώστε να εξισώνεται το θύµα µε τον θύτη.
πηγή: Αντίφωνο, από το Άρδην τ. 87 που κυκλοφορεί.
Κατά βάσιν είναι σωστή η έκθεση του αρθρογράφου, ωστόσο οι ανακρίβειες και η μεροληψία δεν απουσιάζουν.
1. Οι εν λόγω συμπολίτες μας είναι Έλληνες πολίτες, όχι Έλληνες μουσουλμάνοι, όπως αναφέρεται στον τίτλο, διότι αφενός μεν, παραδοσιακά το Έλληνας μουσουλμάνος εμπεριέχει μιαν αντίφαση, αφετέρου δε, δεν μπορούν να είναι Έλληνες εφόσον οι ίδιοι δεν έχουν αυτή τη συνείδηση. Και ως γνωστόν, η εθνικότητα είναι θέμα πολιτισμού και αυτοσυνειδησίας. Δεν μπορούμε από τη μια να κατηγορούμε την Τουρκία για “[i]εκτουρκισµό µιας µειονότητας που βρισκόταν έξω από τα σύνορά της[/i]” και από την άλλη να φοράμε στους μειονοτικούς το καπέλο του “Έλληνα”, όταν οι ίδιοι δεν θέλουν να αφομοιωθούν με εμάς.
2. Το 1952 “[i]η ελληνοτουρκική φιλία και η επιδίωξη της ένωσης[/i]” δεν “[i]αποτελούσαν στόχους αντιφατικούς[/i]”. Στο δημοψήφισμα του 1951 στην Κύπρο οι περισσότεροι μουσουλμάνοι είχαν ψηφίσει υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα. Η ανάμειξη της Τουρκίας στην Κύπρο, τη υποκινήσει της Μ. Βρετανίας, αρχίζει μετά το 1954, δηλαδή μετά την ελληνική προσφυγή στον ΟΗΕ και την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ. Επομένως, τη συγκεκριμένη περίοδο ο στόχος της ελληνοτουρκικής φιλίας ήταν και σωστός και εφικτός.
3. Το λάθος της Ελλάδας είναι ότι δεν επιδίωξε την ένταξή της μειονότητας στην ελληνική κοινωνία, όπως παραδέχεται ο αρθρογράφος. Όμως, [i]η στάση των ελληνικών αρχών απέχει πολύ από το να είναι άψογη[/i]. Επί δεκαετίες οι μουσουλμάνοι της Θράκης στερούνταν πολλά πολιτικά δικαιώματα, όπως το να χτίσουν ή να επισκευάσουν τα σπίτια τους, να λάβουν άδεια εξάσκησης πολλών επαγγελμάτων, κλπ. και η πρόσβαση σε πολλά από τα χωριά τους ήταν δυνατή για τους υπόλοιπους Έλληνες πολίτες μόνο με ειδική άδεια. Γίνονταν και κάποιες εξαιρέσεις, αλλ’ αυτές εξαρτώνταν από τρεις τέσσερις υπαλλήλους του Υπουργείου Εξωτερικών (λες και η Δ. Θράκη είναι μια ξένη χώρα) που τις επέτρεπαν όταν χρηματίζονταν, όπως γνωρίζουν “οἱ παροικοῦντες την Ἰουδαίαν”.
Σωστά ο αρθρογράφος επαινεί τη στάση της ελληνικής πολιτείας που δεν εφάρμοσε πλήρως την “αµοιβαιότητα”, μετά το πογκρόμ του 1955 στην Πόλη και των δεκαετιών του ’60, ’70 και ’80 στην Ίμβρο και στην Τένεδο. Όμως, όπως φαίνεται από τα παραπάνω, κάποιες µορφές “αµοιβαιότητας” εφαρµόσθηκαν. Κι είναι απάνθρωπο να αναφερόμαστε σε “αµοιβαιότητα”, λησμονώντας ότι μιλάμε για έμψυχα όντα. Λες και οι μουσουλμάνοι (που υπέστησαν λιγότερα από τους ομογενείς μας στην Τουρκία) είναι πιόνια σε μια σκακιέρα. Δεν παύουν κι αυτοί να είναι συνάνθρωποί μας και [u]θύματα [/u]κάποιας πολιτικής.
Δεν μ’ ενδιαφέρει το “πολιτικώς ορθό”, αλλά η συνείδησή μας ως Ελλήνων και ορθοδόξων χριστιανών. Επιτρέπει τέτοια μεταχείριση;
Μήπως κάποτε κι εμείς, ως κοινωνία, οφείλουμε να μετανοήσουμε για κάποιες ρατσιστικές πρακτικές και να μην επικαλούμαστε μόνο τα σφάλματα της πολιτείας;
Ο σχολιαστής που στην αμέσως προηγούμενη – δυο-τρεις, μόλις, ημέρες πριν – ανάρτηση στην οποία συμμετείχε ([i]«Κατά Νίτσε Με αφορμή την έκδοση του Αντίχριστου»[/i]) εισήλθε στον διάλογο περιπαίζοντας ακόμα και τα… ονόματα των “αντιφρονούντων”, επανέρχεται αίφνης για να κατακεραυνώσει την «ελληνορθόδοξη ψυχή» επί… «ρατσισμώ».
Οφείλω να παραδεχτώ, βέβαια, ότι αποδεικνύεται – σε κάθε περίπτωση – σωστός ερμηνευτής τών… διδασκόντων του. Συνάμα ωστόσο εκθέτει, αφτιασίδωτο, το αυθεντικό περιεχόμενο και των δικών τους «καταγγελτικών» Αντιστροφών.
Έγιναν Τούρκοι για να μη γίνουν Βούλγαροι, γιατί τότε μεγαλύτερος κίνδυνος ήταν η Βουλγαρία. Η Βουλγαρία είχε καταλάβει Αν.Μακεδονία-Θράκη στον B’ΠΠ, όχι η Τουρκία. Αλλά μήπως από πριν δηλαδή δεν ήταν Τούρκοι(πλην των Πομάκων); Μουσουλμάνοι ήταν, τούρκικα μιλούσαν τι άλλο να ‘ταν;
Βέβαια μετά τα Σεπτεμβριανά έπρεπε να βρουν τρόπο να τους διώξουν, δεν μπορεί η Συνθήκη της Λωζάνης και οι εξαυτής υποχρεώσεις να ισχύουν μονομερώς για την Ελλάδα που κράτησε τη μειονότητα κι όχι για την Τουρκία που την έδιωξε. Τι σόι κατάστασή είναι αυτή; Υποτίθεται ότι αυτές οι 2 εξαιρέθηκαν η μία ως αντίβαρο της άλλης, όταν λοιπόν εκλίπει η μία πως παραμένει η άλλη;
Εν ανάγκη ας φύγει και το Πατριαρχείο από κει κι ας πάει στη Θεσ/νίκη, μήπως και που μένει τι καταλαβαίνουμε; Ένα φάντασμα είναι χωρίς ποίμνιο ουσιαστικά που δέχεται μονίμως πιέσεις κι εξευτελισμούς. Εκτός κι αν κάποιοι ονειρεύονται ότι θα πάρουμε την Πόλη οσονούπω…
@Berlin-3:
Χαίρομαι που συμφωνούμε σε πολλά. Όμως, στο “[i]η ελληνορθόδοξη ψυχή επειδή είναι παλαιάς κοπιάς για τις σύγχρονες ανάγκες που έχουμε, για την αλήθεια που βιώνουμε, δεν μπορεί να αγκαλιάσει καθολικά[/i]” διαφωνώ κάθετα. Αυθεντικοί εκφραστές αυτής της «ψυχής» είναι οι Άγιοι κάθε εποχής. Κατ’ εμέ, ο μεγαλύτερος Άγιος του 20ου αιώνα είναι ο π. Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης, του Μηλεσίου. Ο Ράμφος τον έχει γνωρίσει αρκετά καλά. Ας μας πει, αν έχει το θάρρος και τη διάθεση, αν ο Γέροντας είχε την «ψυχή» που περιγράφει. Διότι όσοι τον γνώρισαν συνάντησαν μιαν αγαπώσα ύπαρξη που τους αγκάλιαζε όλους, μελετούσε, αντιλαμβανόταν και επικροτούσε όλες σχεδόν τις εξελίξεις της επιστήμης και της τεχνικής, απάλυνε όλων τους καημούς και έδινε λύσεις σε προβλήματα ανθρώπων με ποικίλες καταβολές μόρφωσης, περιβάλλοντος, χαρακτήρα, κλπ. Καλό θα είναι ο στοχαστής να δει τη σαρκωμένη πραγματικότητα που είναι μπροστά στα μάτια του και ν’ αφήσει τις ποικίλες στοχαστικές προσαρμογές και τις εξωπραγματικές ιδεατές κατασκευές κι επινοήσεις που εγκεφαλικά απολαμβάνει.
Η Παράδοσή μας, αυτή που ενσαρκώνει ο π. Πορφύριος, πρεσβεύει την ισότητα, την ενότητα, την αδελφοσύνη. Πώς λοιπόν, «[i]απλώς ανέχεται ένα δημοκρατικό πολίτευμα, δεν το λειτουργεί[/i]»;
Τώρα γίνεται μια προσπάθεια οι Πομάκοι να μάθουν ελληνικά (έχει ξεκινήσει από συνειδητούς Ορθοδόξους), χωρίς να πιέζονται στο θέμα της πίστης τους.
@insider:
Νομίζω πως η Παράδοσή της Ρωμιοσύνης (ελληνική γλώσσα και πολιτισμός, ρωμαϊκοί θεσμοί και διοίκηση κι Ορθόδοξη πίστη) διαχρονικά έχει τη δυναμική ν’ αφομοιώνει πολλούς από τους συνοικούντες αλλοφύλους, αλλογλώσσους, κλπ. Η κοντόθωρη εθνοκεντρική πολιτική που προτείνεις δεν την έχει.
Πολλοί από τους λεγόμενους «τουρκογενείς» δεν ήταν Τούρκοι φυλετικά. Όπως και οι Πομάκοι και οι Ρομά, εξισλαμίσθηκαν σχετικά πρόσφατα (τον 17ο και 18ο αιώνα, υπάρχει και σχετική μελέτη του πανεπιστημιακού κ. Ζεγκίνη). Αρκετοί αναζητούν ακόμα τις ρίζες τους. (Έχω συναντήσει κάποιους που μετεστράφησαν στην Ορθοδοξία ή το σκέφτονται.) Η ελλαδική πολιτική που τόσες δεκαετίες τους μεταχειριζόταν σαν β΄ κατηγορίας πολίτες τους έριξε στην αγκαλιά της Τουρκίας. Νομίζω πως αν εμείς ζούμε ως πραγματικοί ορθόδοξοι χριστιανοί, κατά το υπόδειγμα του π. Πορφυρίου, θα μπορέσουμε να προσελκύσουμε αρκετούς από αυτούς να επιτρέψουν στις ρίζες τους. Αντί για Τούρκους ή Βουλγάρους, δεν θα μπορούσαν να γίνουν ρωμιοί;
Γράφοντας «[i]έπρεπε να βρουν τρόπο να τους διώξου[/i]ν», συνειδητοποιείς πως αυτό σημαίνει ξερίζωμα από τα πατρογονικά τους χώματα, όπου ζουν επί χιλιετίες; Για, έλα στη θέση τους.
Τέλος, το Πατριαρχείο δεν είναι ένα «[i]φάντασμα[/i]», εφόσον υπάρχει και το λίγο ποίμνιο που ανάβει τα καντήλια, λειτουργεί στις εκκλησιές και συντηρεί στη ζωή τα υπερχιλιετή προσκυνήματα της Παραδόσεώς μας που μεταδίδουν τον αγιασμό και τη Χάρη στους εγγύς και τους μακράν. Αν αυτό μετακινηθεί στη Θεσσαλονίκη, όλα αυτά θα καταντήσουν μουσεία στα χέρια ξένων προς αυτήν την Παράδοση.
Υπήρξε ένα – απαντητικό προς εμένα – σχόλιο, εδώ, του Berlin-3 το οποίο, επειδή ήταν κάτι περισσότερο από [i]υβριστικό[/i], διαγράφηκε… αυτεπάγγελτα από τον διαχειριστή του ιστολογίου.
Λυπάμαι. (Εχοντας τη γνώμη ότι αξίζει, ορισμένες φορές, να κάνουμε εξαιρέσεις στους όρους χρήσης του “Αντίφωνου”.) Διευκρινίζω λοιπόν δεν έχω καμμιά αντίρρηση, αν θέλει, ο Berlin-3 να το ξανα-αναρτήσει.
Έχετε να πείτε ποτέ κάτι για το κείμενο που παραθέτει το αντίφωνο κυρ.Καστρινάκη ή μόνο χωροφύλακας σας αρέσει να το παίζεται. Δεν έχεται να αχολειθείται με κάτι άλλο από το να κόβεται βόλτες στους διαδρόμους του αντίφωνου για να αντιμειλάτε σε όσους -κατά την άποψη σας χαλάνε την τάξη. Είναι ελεύθερο το μέσο αυτό για τον κάθε ένα ή όχι; Υβρης είναι πολλά πράγματα όχι μόνο τα επιφαινόμενα. Ασχοληθείτε και με κάτι άλλο. Έχετε φλερτάρει ποτέ γυναίκα ; Έχετε κοινωνήσει ποτέ με τα τρυφερά μπούτια καμιάς όμορφης νεανίδος; …ή μήπως είστε πνευματικά αγκυλωμένος;
Αγαπητέ μου, δεν συνεννοούμαστε, γιατί έχεις κλειστεί στις εγκεφαλικές κατασκευές του φίλου μου, του Ράμφου, και αναμασάς πράγματα τελείως αυθαίρετα, εκτός πραγματικότητας και χωρίς ιστορική βάση, για τα οποία αρκετή συζήτηση έχει γίνει σε άλλα άρθρα του “Αντίφωνου” (πχ. η ζωή εν Χριστώ είναι “μια προσπάθεια να σωθεί η ψυχή αφού ο υλικός κόσμος είναι αμαρτωλός και θα καταστραφεί”, ο Ορθόδοξος δεν “ζει με την ευθύνη της ζωής που διαχειρίζεται και την ευθύνη της ζωής του άλλου, δεν ζει δηλαδή με τον εαυτό του και τον αναπτύσσει, αλλά τον διώχνει ως αμαρτωλό”, “η εκκλησία … ακολουθεί το θέλημα του θεού που μάλιστα στη σήμερον ημέρα είναι ενός θεού παλαιάς αντίληψης”, “η ορθόδοξη πίστη δεν δέχεται την απειρότητα του σύμπαντος”, “Η Δημοκρατία επανήλθε στον κόσμο μετά από την είσοδο της Αριστοτελικής ερμηνευτικής των γραφών”, “Η ορθόδοξη κουλτούρα … δεν εμπιστεύεται τη κρίση του ανθρώπου και τους λογισμούς του κάτι το οποίο χριάζεται μια δημοκρατεία για να λειτουργίσει. Δεν είναι τυχαίο ότι σε καμιά ορθόδοξη χώρα δεν συναντά κανείς κάποιον υπεύθηνο”, κα. ηχηρά παρόμοια).
Όλα αυτά είναι μια καρικατούρα της Ορθόδοξης κουλτούρας, την οποία χρειάζεται ο Ράμφος, για να μπορεί να στήνει τα θεωρητικά συστήματά του. Στο παρελθόν έχουν γίνει πολλές συζητήσεις περί αυτών στο “Αντίφωνο” και συνήθως οι υποστηρικτές αυτής της καρικατούρας δεν έχουν τα ιστορικά ή άλλα δεδομένα για να τη στηρίξουν. Δεν έχω τον χρόνο να ξαναζητώ τεκμηρίωση, για ν’ αποδειχθεί ότι στερείται βάσεως. Ούτε να ξαναπροβάλλω κείμενα της Παραδόσεώς μας που διδάσκουν τα αντίθετα από τις παραπάνω διαστρεβλώσεις.
Μόνο σημειώνω ότι ο συνειδητός χριστιανός ζει με πνευματική αρχοντιά, ελευθερία και αγάπη προς όλους και μ’ αυτή τη στάση του βοηθά και τις κοινωνίες να λειτουργούν αρμονικά. Δεν τον ενδιαφέρει το εκάστοτε πολίτευμα αλλά η σχέση του με τον Θεό και τους άλλους. Κι έτσι, σε κάθε πολίτευμα είναι ο καλύτερος πολίτης. Κι ο π. Πορφύριος βοήθησε και βοηθά πολλούς να ζήσουν έτσι. Αυτός ο Γέροντας είναι η μικρά ζύμη που “ζυμοῖ” το φύραμα (ένα μεγάλο μέρος) της ελληνικής κοινωνίας, έστω κι αυτό δεν το καταλαβαίνει.
Επαναλαμβάνω το της προς Διόγνητον επιστολής: “[Οι χριστιανοί] “πατρίδας οικούσιν ιδίας, αλλ’ ως πάροικοι· μετέχουσι πάντων ως πολίται και πανθ’ υπομένουσιν ως ξένοι· πάσα ξένη πατρίς εστιν αυτών και πάσα πατρίς ξένη”. Αν αυτό εσύ το θεωρείς μη δημοκρατική νοοτροπία, δεν πειράζει. Το θέμα είναι πως βοηθά πολύ τη δημοκρατία να λειτουργήσει.
Τέλος, για τις πολιτικές πεποιθήσεις των Αγιορειτών (που δεν είναι όλοι το ίδιο, αλλά μεγάλη ποικιλία απόψεων επικρατεί ανάμεσά τους) και το ευτράπελο “δημοκρατία=οχλοκρατία” έχω διαφορετική εμπειρία.
Ελαφρώς συμπληρωμένη, βέβαια, η «επανάληψη». Το [b]φλερτ[/b] και τα [b]μέλη[/b] της [b]νεανιδος[/b], βέβαια, προϋπήρχαν. Παρεμβλήθηκε τώρα και το ενδιάμεσο, απαιτητικών θεωρητικών προδιαγραφών, περιεχόμενο.
[quote name=”Berlin-3″]Έχετε να πείτε ποτέ κάτι για το κείμενο που παραθέτει το αντίφωνο κυρ.Καστρινάκη ή μόνο χωροφύλακας σας αρέσει να το παίζεται. [ …] Ασχοληθείτε και με κάτι άλλο. Έχετε φλερτάρει ποτέ γυναίκα ; Έχετε κοινωνήσει ποτέ με τα τρυφερά μπούτια καμιάς όμορφης νεανίδος; [/quote]
Για μια ακόμα φορά, απέναντι στην… εκφραστική και στην… εκφραστικότητα του Berlin-3, δεν βρίσκω να αντι-μιλήσω ο,τιδήποτε: Περιορίζομαι μόνο να υπογραμμίσω.
Κυρ. Berlin-3 απο τις εκαστοτε απαντησεις-θεσεις σας καταλαβαινω οτι πρεπει να περνατε ασχημα στο Βερολινο.Ενιοτε δεν φταιει μονο ο καιρος αλλα και εμεις οι ιδιοι…..
Αν ήταν ξερίζωμα γι’αυτούς επειδή έκατσαν 5 αιώνες στα Βαλκάνια, τότε τι ήταν για τους Έλληνες που ήταν 25 αιώνες στη Μ.Ασία; Κι όμως έγινε. Ε, έτσι θα γινόταν και μ’αυτούς ως άμεση συνέπεια άλλωστε των τουρκικών ενεργειών απέναντι στην μειονότητα της Κων/πολης.
Τώρα το αν είναι εξισλαμισμένοι πληθυσμοί, αυτό είναι ιστοριολογική παρατήρηση που δεν αφορά την πολιτική αντιμετώπιση του θέματος. Μήπως και οι περισσότεροι από τους Τούρκους της Τουρκίας τι είναι, εξισλαμισμένοι πληθυσμοί της Μ.Ασίας και των Βαλκανίων. Αλλά είναι Τούρκοι τουρκότατοι στη συνείδηση. Γι’αυτό παλιά όταν άλλαζε κάποιος την πίστη του ο λαός έλεγε οτι “τούρκεψε”.
Αφομοίωση για να γίνεται πρέπει οι άλλοι τουλάχιστον να έχουν ίδιο θρήσκευμα. Αλλόθρησκοι και ίδιως μουσουλμανοι είναι εξ ορισμού ελάχιστα αφομοιώσιμοι. Κι όταν ακριβώς δίπλα βρίσκεται χωρα μουσουλμανική και επεκτατική, ουσιαστική εθνική αφομοίωση τους στο χριστιανικό κράτος είναι όνειρο θερινής νυκτός.
Υπάρχει στα σοβαρά πιθανότητα μήπως και μεταστραφούν μαζικά στον χριστιανισμό; Ας είμαστε ρεαλιστές.
Ούτως ή άλλως στην Τουρκία πάνε για τα πάντα από σπουδές μέχρι αγορές, τουρκικά κανάλια βλέπουν (εδώ βέβαια πλέον κοντεύουμε να βλέπουμε κι εμείς με τόσο σήριαλ).
Και με τις πληθυσμιακές ισορροπίες τι γίνεται; Είναι σίγουρο άραγε το σε ποια χώρα θα ανήκει η Δυτ.Θράκη σε 50 χρόνια από τώρα;
Εγώ πάντως στη δική μου θητεία λίγα χρόνια πριν είχα τελείως διαφορετική εικόνα από μουσουλμάνους.
Οι “τουρκογενείς” μίλαγαν ελάχιστα ελληνικά κι αυτά σπαστά, ένας μάλιστα δε μίλαγε γρι και είχε συνεχώς από δίπλα του έναν άλλο να του μεταφράζει. Και φυσικά έκαναν παρέα σχεδόν αποκλειστικά μεταξύ τους.
Αυτοί που μίλαγαν ελληνικά σχεδόν κανονικά κι εκαναν παρέα και με μας ήταν Πομάκοι, αυτό κάτι δείχνει κατά τη γνώμη μου.
Καμία κακομεταχείριση από ανωτέρους δεν είδα, ίσα-ίσα που ήταν από ευνοϊκή έως και συγκαταβατική. Άδειες για τα Χριστούγεννα εμείς, άδειες για το Μπαϊράμ αυτοί κλπ.
Μα, όταν η μεγάλη πλειονότητά τους είναι εξισλαμισμένοι, σημαίνει ότι βρίσκονται στην περιοχή επί χιλιετίες.
Όπως καταλαβαίνεις, για μένα η πολιτική αντιμετώπιση του θέματος δεν είναι το κύριο. Το βλέπω από ανθρώπινη και πνευματική σκοπιά. Και πολλές φορές στην Ιστορία λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι και τα έθνη, αργά ή γρήγορα, λαμβάνουν τα επίχειρα της απανθρωπιάς τους.
Οι εξισλαμισμένοι Πομάκοι και Ρομά δεν είναι “τουρκότατοι” στη συνείδηση. Οι πρώτοι διατηρούν πολλά χριστιανικά έθιμα κι είναι πιο εφικτό να επιστρέψουν στην πίστη των προγόνων τους απ’ όσο οι άλλοι. Αλλά και πολλοί “Τούρκοι” της Θράκης, που οι περισσότεροι είναι εξισλαμισμένοι, αμφιταλαντεύονται για την ταυτότητά τους, όταν και το ελληνικό και το τουρκικό κράτος τους αντιμετωπίζουν ως πολίτες β΄κατηγορίες (τα ξέρω από πρώτο χέρι). Όταν μεγαλώνουν με Έλληνες και δέχονται ελληνική παιδεία είναι εφικτή η αφομοίωσή τους.
Αυτός είναι ο μόνος τρόπος ν’ αντιμετωπιστεί και η μελλοντική πληθυσμιακή ανισορροπία στο μέλλον. Άλλωστε, ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οφείλουμε να σεβαστούμε τ’ ανθρώπινα διακιώματά τους, εκόντες άκοντες. Πέρασαν οι καιροί των διωγμών ή των ανταλλαγών πληθυσμού, κλπ.
Έχεις δίκιο. Η μεταχείριση των μουσουλμάνων από την πολιτεία έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Αυτό που παραμένει είναι ο ρατσισμός της τοπικής κοινωνίας.
Με την προ δεκαετιών μεταχείρισή τους ως πολιτών β΄κατηγορίας, την υποχρεωτική διδασκαλία της τουρκικής και την προπαγάνδα του τουρκικού προξενείου, οι “τουρκογενείς” τώρα βρίσκονται πιο κοντά στην Τουρκία απ’ ό,τι το 1950. Πάντα όμως υπάρχουν ελπίδες αλλαγής, καθώς οι πιο μορφωμένοι στις τάξεις τους είναι πιο ανοιχτοί απέναντι στην Ελλάδα και την Ορθοδοξία.
Αυτό που γράφεις για τους Πομάκους νομίζω πως επιβεβαιώνει όσα σχετικά γράφω στο προηγούμενο σχόλιό μου.
Γιατί κάθεστε τώρα και ασχολείστε με τον κάθε τυχάρπαστο πικραμένο κύριε Καστρινάκη; Εδώ ο άνθρωπος αυτός (Berlin-3) ούτε με υποφερτή ορθογραφία δεν μπορεί να γράψει στην ελληνική γλώσσα. Μου βγήκανε τα μάτια να καταλάβω πότε χρησιμοποιεί τρίτο ενικό και πότε δεύτερο πληθυντικό αριθμό. Βέβαια η αγραμματοσύνη είναι χαρακτηριστικό των “νέων” Ελλήνων εξ’ αιτίας -βέβαια- των επιλογών του μεταπολιτευτικού “Ελληνικού” κράτους Αλλά, μήπως όμως ο εν λόγω, δεν είναι καν Έλληνας;