Τις μέρες αυτές προβάλλεται σε κινηματογραφικές αίθουσες η ταινία του Βασίλη Λουλέ «Φιλιά εις τα παιδιά». Είναι ένα ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους για πέντε μικρά ελληνοεβραιόπουλα που σώθηκαν στη γερμανική κατοχή με τη βοήθεια χριστιανών συμπατριωτών τους.
Μιλώντας για τις ιστορίες των Εβραίων που σώθηκαν στην κατοχή, η προσοχή μας συγκεντρώνεται συνήθως στο ήθος αυτών που βοήθησαν. Συγκινούμαστε βέβαια με την Οδύσσεια και τον βαθύ πόνο αυτών που σώθηκαν, αλλά, έστω κι αν δεν το ομολογούμε ρητά, δεν βρίσκουμε στην αγωνία και στην προσπάθειά τους κάποια ιδιαίτερη ηθική αξία πέρα απ’ τον φυσικό αγώνα για επιβίωση. Από την άποψη αυτή η ταινία του Λουλέ έχει, νομίζω, κάτι καινούργιο να προσθέσει στη ματιά μας. Εστιάζοντας περισσότερο στις βιωματικές αφηγήσεις των ανθρώπων που σώθηκαν κι όχι τόσο σ’ αυτό καθαυτό το γεγονός της σωτηρίας τους αναδύεται ένα πολύ σημαντικό στοιχείο. Ότι και τα πέντε παιδιά σώθηκαν χάρη στην αποκοτιά των γονιών τους.
Οι επιλογές που οδήγησαν τα παιδιά στη σωτηρία ήταν ακραίες. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι οικογένειές τους αποφάσισαν να τα αποχωριστούν και να τα εμπιστευτούν σε ξένους, με τον κίνδυνο να μην τα ξαναδούν ποτέ. Ειδικά δε στη Θεσσαλονίκη δεν ακολούθησαν την επίσημη γραμμή της εβραϊκής ηγεσίας, που ήταν η υπομονετική συμμόρφωση με τις διαταγές του κατακτητή. Τα λέει όλα αυτά η ταινία, αλλά με ιδιαίτερη διακριτικότητα, αφήνοντας στο θεατή μια αδιόρατη απορία· στην οποία, εγώ τουλάχιστον, δεν θα στεκόμουνα αν δεν είχα την τύχη να ακούσω την ιστορικό Οντέτ Βαρών-Βασάρ που είχε προλογίσει την ταινία πριν δύο περίπου μήνες στο Μουσείο Μπενάκη. Οι γονείς, είχε πει στην ομιλία της, ακολούθησαν μια αξιοπρόσεκτη “στρατηγική επιβίωσης” που συντίθεται (α) από την αντισυμβατική στάση προς την κοινότητα και (β) από τη βαρύνουσα σημασία της φιλίας. Πράγματι, η τόλμη των γονιών να κινηθούν πέρα απ’ τα όρια που έθεταν οι δικοί τους άνθρωποι (η ηγεσία της κοινότητας, αλλά και οι στενοί συγγενείς), καθώς και η εμπιστοσύνη προς τους εκτός της κοινότητας χριστιανούς φίλους, ήταν τα κρίσιμα στοιχεία που συνέθεσαν τον καμβά της σωτηρίας των πέντε παιδιών. Είναι ένα συμπέρασμα φοβερό, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς τα χιλιάδες παιδιά και τους ανθρώπους που δεν σώθηκαν γιατί ακολούθησαν την άλλη στάση.
Θα μπορούσε να μείνει κανείς στη διαπίστωση αυτή. Να πει πως τα παιδιά που σώθηκαν ήταν η ευτυχής εξαίρεση· πως οι γονείς τους ήταν οι “αιρετικοί” της υπόθεσης, που δεν εγκλωβίστηκαν στην αγελαία ασφάλεια, σκέφτηκαν ορθολογικά και έπραξαν θαρραλέα, αναλαμβάνοντας προσωπικά την ευθύνη. Και τελικώς στάθηκαν τυχεροί. Νομίζω όμως ότι στη ρηξικέλευθη αυτή στάση υπάρχει κάτι περισσότερο από το προσωπικό στοιχείο· κάτι που παραπέμπει στο πνευματικό κέντρο της ιουδαϊκής παράδοσης· όπου η κοινότητα σώζεται διαρκώς μέσα απ’ τις προσωπικές υπερβάσεις κάποιων εξαιρετικών ανθρώπων, κι όπου σωφροσύνη και διακινδύνευση είναι στην περίπτωση αυτή οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. «Σου είπα να είσαι θαρραλέος και δυνατός. Μη φοβάσαι και μη δειλιάζεις, γιατί ο Κύριος ο Θεός σου θα είναι μαζί σου όπου κι αν πας.» (Ιησ 1,9).
Έχω κατά νου την Έξοδο· τη γενέθλια αφήγηση του ιουδαϊσμού, όπου οι Εβραίοι συγκροτούνται ως λαός κατά την απελευθέρωσή τους απ’ τους Αιγύπτιους. Το βιβλικό κείμενο δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας. Η ελευθερία δεν προϋποθέτει τη ρήξη μόνο με την έξωθεν εξουσία του Φαραώ, αλλά και με τις δομές της ίδιας της κοινότητας που αναπαράγουν στο εσωτερικό της την απελπισία και την υποταγή· την απιστία στον Θεό ελευθερωτή. Αποκορύφωμα αυτής της εσωτερικής ρήξης είναι η πολύ σκληρή περιγραφή της εμφύλιας σφαγής στο Όρος Σινά (Εξ 32,25-29), όπου οι ενδοκοινοτικοί δεσμοί (αδελφοί, φίλοι και συγγενείς) γίνονται θυσία για χάρη της θείας εντολής. Κι όπως στη Βίβλο, έτσι και για τους ήρωες της ταινίας, η απόφαση της υπέρβασης δεν βασίζεται μόνο στον ορθολογικό υπολογισμό των πιθανοτήτων από τη μια ή την άλλη επιλογή. Προϋποθέτει τη θεία έμπνευση, που πολλές φορές έρχεται με τη μορφή ενός «ξένου». Στην περίπτωση αυτή ο χριστιανός φίλος έρχεται ως «άγγελος Θεού». Το λέει στην ταινία η μικρή Ροζίνα Πάδρο (Ασσέρ) όταν μιλά για τον σωτήρα τους, τον γιατρό Γιώργο Καρακώτσο, που η μητέρα της τον αποκαλούσε «Μαλλάχ» (Άγγελο Θεού). «Μόλις μπήκε μες στο σπίτι νομίζαμε πως έμπαινε ένας άγγελος για να μας σώσει», γράφει η μικρή Ροζίνα στο ημερολόγιό της. Είναι η ίδια αίσθηση του άγνωστου οδηγού, όπως τον περιγράφει ο Μάριος Σούσηςνα ηγείται της δικής τους οικογενειακής «εξόδου» στη σωτήρια πορεία τους προς την Αττική γη.
Πριν τον πόλεμο ζούσαν στην Ελλάδα 77.000 Εβραίοι. Απ’ αυτούς σώθηκαν μόνο 10.000. Είναι ειρωνικό παράδοξο, τραγικό όσο κι αισιόδοξο μαζί, ότι η διακινδύνευση της ρήξης με την κοινότητα κι η εμπιστοσύνη στον ξένο ήταν στην περίπτωση αυτή ο δρόμος όχι μόνο για την ατομική σωτηρία, αλλά και για την ιστορική επιβίωση της ίδιας της κοινότητας.
«Όλων των ειδών τα λουλούδια είναι εδώ», λέει στο φινάλε της ταινίας ο ώριμος πλέον Μάριος Σούσης στη μικρή εγγονή του, κρατώντας μια χούφτα χαμομήλια, όπως η ταινία μας προσφέρει τις ιστορίες των πέντε παιδιών. «Και τα πιο μικρά απ’ τα λουλούδια αυτά – συνεχίζει ο Μάριος – είναι τα χαμομήλια. Τα χαμομήλια είναι φάρμακο.» Νιώθω πως οι ιστορίες των παιδιών της ταινίας, πέρα απ’ το ότι ζωντανεύουν την πρόσφατη ιστορική μνήμη, φέρουν ένα βαθύ άρωμα που βγαίνει απ’ τον πνευματικό πυρήνα του εβραϊκού λαού. Πολύτιμο όχι μόνο για τους ίδιους τους Εβραίους, αλλά για όσους μοιράζονται τη βιβλική παράδοση.
πηγή: tvxs.gr/news/έγραψαν-είπαν/τα-χαμομήλια-είναι-φάρμακο-του-βασίλη-ξυδιά
Θεωρούσα πάντα ότι ένα κείμενο για μια ταινία – όπως και για μια θεατρική, πχ, ή χορευτική παράσταση – τότε μόνο αποδεικνύεται άξιο ανάγνωσης όταν καθηλώνει το ενδιαφέρον ακόμα και εκείνου ο οποίος, το εν λόγω καλλιτεχνικό γεγονός, δεν έχει συμβεί να το παρακολουθήσει.
Υπ’ αυτή την απαίτηση, η παρουσίαση ετούτη συγκροτεί ένα υποδειγματικά αξιανάγνωστο κείμενο.
Μια σαφήνιση μόνο, αγαπητέ Βασίλη, επί του βασικού – εν προκειμένω – συμπεράσματος, την οποία πιστεύω ότι και θα συμμερίζεσαι:
[i]«[…] η διακινδύνευση της ρήξης με την κοινότητα κι η εμπιστοσύνη στον ξένο ήταν στην περίπτωση αυτή ο δρόμος όχι μόνο για την ατομική σωτηρία, αλλά και για την ιστορική επιβίωση της ίδιας της κοινότητας.»[/i]
Η υιοθέτηση μιας επιλογής διαφορετικής από αυτή της λοιπής κοινότητας, ας παρατηρήσουμε, αναλαμβάνεται εδώ ως μια διακινδύνευση η οποία, στην περίπτωση που αποτύγχανε, θα συνεπέφερε ένα [i]αποκλειστικά[/i] προσωπικό – όχι ένα συλλογικό – κόστος. Η «ρήξη» ετούτη, οπότε, επ’ ουδενί ισοδυναμούσε και με αντιστράτευση.
Η υπόδειξη του Γιώργου Καστρινάκη με βοήθησε να δω την σταδιακή ολίσθηση αυτού του άρθρου, από την (παραδόξως γιά τον Βασίλη Ξυδιά) ανυπαρξία πολιτικής συνείδησης της αρχής [i](“…δεν βρίσκουμε στην αγωνία και στην προσπάθειά τους κάποια ιδιαίτερη ηθική αξία πέρα απ’ τον φυσικό αγώνα για επιβίωση…”)[/i] στο λανθασμένο συμπέρασμα του τέλους[i] (“… η διακινδύνευση της ρήξης με την κοινότητα κι η εμπιστοσύνη στον ξένο ήταν στην περίπτωση αυτή ο δρόμος όχι μόνο για την ατομική σωτηρία, αλλά και για την ιστορική επιβίωση της ίδιας της κοινότητας…”)[/i].
“… στον ξένο”;;;!!! Δεν ήταν Έλληνες πολίτες οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης;
Τα παιδιά σώθηκαν επειδή οι γονείς τους εμπιστεύτηκαν [b]όχι τον ξένο, αλλά τον φίλο[/b]. Αυτή η τακτική πέτυχε για τα πέντε παιδιά, ακριβώς επειδή [b]δεν ακολουθήθηκε[/b] από την υπόλοιπη “κοινότητα”, η οποία αποτέλεσε το προκάλυμμα ή παραλλαγή ή καμουφλάζ. Αλλιώς θα αποτύγχανε για όλους. Ήταν η κοινωνία της Θεσσαλονίκης τόσο φιλική και οι άρχοντές της τόσο αποφασισμένοι να σώσουν τους Έλληνες Εβραίους, όσο αποδείχτηκε εκείνη της Αθήνας και της Χαλκίδας; Γιατί δεν ήταν; Αυτά είναι πολιτικά ερωτήματα μεγάλης σημασίας, που δεν μπορούν να απαντηθούν χωρίς προσωπική ταύτιση με τον τρόμο του διωκόμενου και το αίσχος του γείτονά του, ο οποίος αφήνει να τον συλλάβουν. Οι λιγοστές εξαιρέσεις διάσωσης απομακρύνουν την προσοχή από την πραγματική μάθηση που προσφέρει ο κανόνας. Συγκαλύπτουν το μόνο διδακτικό συμπέρασμα με το οποίο οφείλαμε να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας (εμείς που ακούσαμε την αφόρητη ιστορία περί ανθρώπινων σαπουνιών, “όταν ήμασταν μικρά, πολύ μικρά παιδιά”) την εξής απόλυτη αλήθεια:
[b]Όταν επιχειρήσουν να με μετακινήσουν χωρίς την συναίνεσή μου, όταν μου στερούν το σπίτι μου με οποιαδήποτε πρόφαση, όταν διαμελίζουν την οικογένειά μου, σκοπεύουν να με θανατώσουν, αργά ή γρήγορα.[/b]
Ας μην ξεχνούμε ότι, μετά τους Εβραίους, είμαστε ο καταλληλότερος λαός για γενοκτονία. Και την έχουμε υποστεί δύο φορές τον 20ο αι., χωρίς να έχει αναγνωριστεί μέχρις σήμερα. [Κουίζ: Ποιές είναι αυτές οι γενοκτονίες; Ποιοί τις εκτέλεσαν και ποιοί τις υποκίνησαν; Όσο πιό πολύ αργώ να απαντήσω, τόσο μεγαλύτερη αναισχυντία με χαρακτηρίζει, αλλά και πιθανότητα να γίνω το επόμενο θύμα.]