Τα κατά δικά μας σφάλματα

26
763
Κάθε κρίσιμη ιστορική περίσταση απευθύνει ένα πλήθος ερωτημάτων προς την κοινωνία, η οποία καλείται να επιλέξει με ποια από αυτά τα απορήματα επιθυμεί να διαλεχθεί. Τούτη ακριβώς η επιλογή αποκαλύπτει σε μεγάλο βαθμό τις προθέσεις της κοινωνίας, ίσως και την ποιότητά της.
Η κρίση που εμφανίστηκε στην Ελλάδα τον τελευταίο καιρό (κρίση που όμως κυοφορείται, όπως όλα μαρτυρούν, εδώ και δεκαετίες) κατέθεσε κι αυτή τα δικά της εγγενή ερωτήματα. Από αυτά εκείνο που διακρίνεται, εκείνο που έχει κατακλύσει τις εφημερίδες, τους τηλεοπτικούς μας δέκτες και τις καθημερινές μας συζητήσεις, δεν είναι άλλο, από το ποιός ευθύνεται για την σημερινή κατάσταση.
Σε τούτη την διερεύνηση, οι θεσμοί, οι πολιτικοί, οι κερδοσκόποι, οι δημόσιοι λειτουργοί (μαζί με αυτούς κι άλλοι πολλοί) προβάλλουν ως ένοχοι, έναντι μιας αθώας «κοινωνίας των πολιτών», η οποία καταγγέλλει τους «φταίχτες», για να διαλαλήσει στους πάντες, πως εκείνη δεν φέρει καμία ευθύνη για την καταστροφή. Οι αβίαστες απαντήσεις δεν μοιάζουν ικανές να αποκρύψουν όμως, τα κοινά μας κρίματα.

Η κατάφαση στον τρόπο της ευκολίας
Στην Ελλάδα η γερμανική κατοχή και τα επακολουθήματά της οδήγησαν καθολικά τους ανθρώπους στην απόλυτη εξαθλίωση. Η πείνα, οι ασθένειες, η ανελευθερία, αποτελούσαν στοιχεία μιας απέλπιδος καθημερινότητας. Η ίδια η ζωή είχε απωλέσει την αξία της μπροστά στα κατοχικά αποσπάσματα, ενώπιον του λιμού και της ανέχειας. Ο τραγικός εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε, αποτέλεσε την άμεση επιβεβαίωση της απαξίωσης της ζωής, που συντελέστηκε στον τόπο αυτό.
Κάτω από αυτές τις νωπές εμπειρίες, δεν μοιάζει παράδοξο, που οι Έλληνες μετά τον Β΄  Παγκόσμιο πόλεμο ξεκινούν την ανασύσταση του κράτους, αλλά και της ατομικής τους ευημερίας, με ένα κοινό όραμα: την επίτευξη μιας καλύτερης ζωής.
Πως κατανοήθηκε όμως η έννοια «καλή» ζωή; Σίγουρα για τους ανθρώπους της κατοχής, καλός ήταν ο βίος εκείνος, που τοποθετείται στους αντίποδες της κατοχικής εμπειρίας, των υπέρμετρων και απάνθρωπων δυσχερειών. Καλή ήταν η ζωή στην οποία ήταν εξασφαλισμένος ο άρτος ο επιούσιος, καλή ήταν η ζωή που σου επέτρεπε να εργάζεσαι, να δημιουργείς και να εκφράζεσαι ελεύθερα, καλή ήταν η ζωή που διευκόλυνε την κοινωνία των προσώπων.
Σταδιακά όμως, από γενιά σε γενιά, η έννοια αυτή χάνει τον αρχικό της προσδιορισμό. Καλή δεν είναι απλώς η ζωή που έχει απεγκλωβιστεί από τα δεσμά της ανέχειας και της χρείας, αλλά εκείνη που έχει καταφέρει να εξοστρακίσει την δυσκολία εγκαθιδρύοντας στην θέση της την ευκολία. Η απόλυτη κατάφαση στην ευχέρεια αρχίζει να διέπει κάθε πτυχή του ατομικού και συλλογικού βίου. Η ευκολία γίνεται το απόλυτο ποιοτικό κριτήριο της ζωής και επιβάλλει τους όρους της στην κοινωνία.
Ψηλαφώντας τις πληγές των επιλογών της ευκολίας, θα άξιζε κανείς να επιμείνει στις παρακάτω επισημάνσεις:
1. Μέσα σε λίγα μόνο χρόνια ένα τεράστιο κύμα εσωτερικής μετανάστευσης παρέσυρε στις μεγαλουπόλεις τους Έλληνες, με την βεβαία πίστη πως εκεί θα μπορούσαν να ζήσουν «ανθρωπινά», εκμεταλλευόμενοι όλα εκείνα τα μέσα που προσφέρουν μία καλύτερη ζωή. Έτσι ερήμωσε η ύπαιθρος, ακριβώς γιατί η ζωή σ’ αυτήν δεν ήταν εύκολη. Εγκαταλείφθηκαν οι γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες, επειδή απαιτούσαν μόχθο πολύ. Αλλά και εκείνοι που έμειναν στα επαγγέλματα αυτά δέχθηκαν τις «ευεργεσίες» των κοινοτικών κονδυλίων, που αν τις χρησιμοποιούσες «σωστά» και «έξυπνα», θα μπορούσες να ζεις χωρίς να καταβάλλεις και πολύ κόπο.
2. Οι «τέχνες» από την άλλη, οι χειρωνακτικές δηλαδή εργασίες, περιφρονήθηκαν, όχι απαραίτητα γιατί δεν ήταν παραγωγικές, ακόμα και προσοδοφόρες, αλλά γιατί δεν μπορούσαν να συγκριθούν με τις καθ’ όλα «ανώτερες» διανοητικές εργασίες. Η εκπαίδευση και η σπουδή μιας επιστήμης έγινε επιτακτική, όχι για να «μορφώσει» τον νέο άνθρωπο, αλλά για να μην «καταντήσει» αυτός εργάτης η τεχνίτης. Κατά τον τρόπο αυτό τα επαγγέλματα «ηθικοποιήθηκαν». Κάποια εμφανίστηκαν ως καλά (για παράδειγμα αυτά του ιατρού, του δικηγόρου, του μηχανικού, τα οποία κάθε γονιός ονειρευόταν για τα παιδιά του), και άλλα έμοιαζαν να μην απέχουν πολύ από την καταισχύνη και την αποτυχία. Τούτης της λογικής γέννημα ήταν και η φρενήρης επιδίωξη πολλών να καταλάβουν μία θέση στο Δημόσιο, αφού εκεί μπορούσε κάποιος να κατοχυρώσει ικανές απολαβές και δικαιώματα, χωρίς να χρειάζεται να «σκοτώνεται» στη δουλειά.
3. Κοντά στα παραπάνω, ο στερημένος Έλληνας αποδέχεται πασιχαρής τα «δώρα» της τεχνολογίας, που κομίζει σ’ αυτόν ο δυτικός πολιτισμός. Αναρίθμητες συσκευές και μέσα έρχονται να μεταμορφώσουν την ζωή του, να την κάνουν πιο άνετη, να την καταστήσουν πιο εύκολη. Αμέτρητες διαφημίσεις είναι ικανές να τον πείσουν για την αξία της νέας αυτής βιοτής. Το μόνο που χρειάζεται είναι να έχει κανείς χρήματα για να αγοράσει την καθημερινή του ευτυχία. Αλλά και αν αυτά του λείπουν, ένα ολόκληρο τραπεζικό σύστημα είναι έτοιμο να «βοηθήσει» όποιον το επιθυμεί, να ικανοποιήσει τις καταναλωτικές του ανάγκες.
Ακολουθώντας την προαναφερθείσα πορεία δεν είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς πώς φτάσαμε στο σημείο η πατρίδα μας να μην παράγει σχεδόν τίποτα, οι άνθρωποί της να έχουν απωλέσει την δημιουργικότητά τους, η ποιότητα της ζωής τους να εξαρτάται όχι από το ποιοι είναι αλλά από το τι έχουν.

Η απώθηση του τρόπου του σταυρού
Οι προαναφερθείσες επισημάνσεις όμως, δεν φαίνονται από μόνες τους ικανές να δώσουν μια πλήρη απάντηση στο ζήτημα της εκτεταμένης διαφθοράς στα δημόσια και στα ιδιωτικά πάγματα του τόπου, αφού δεν απαντούν στο ποια είναι τα αίτια, που κατακερμάτισαν το κοινό όραμα για μία καλύτερη ζωή, σε αναρίθμητες ατομικές ταπεινές επιδιώξεις.
Στην εξέλιξη αυτή καίριο ρόλο έπαιξε μία ακόμα επιλογή της ελληνικής κοινωνίας, η οποία συνοψίστηκε επιγραμματικά στη φράση: «δεν μπορείς να πας μπροστά με το σταυρό στο χέρι». Η απώθηση του τρόπου του σταυρού, του τρόπου της θυσίας του εαυτού μου υπέρ των άλλων, σήμαινε την – άρρητη συνήθως – άρνηση της εκκλησιαστικής βιοτής, από το μεγαλύτερο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας.
Η απόσταση που άρχισε να καλλιεργείται από τους Νεοέλληνες προς το εκκλησιαστικό γεγονός, μπορεί να μην σήμαινε τον «αφορισμό» του Θεού, την ολίσθηση σε κάποιας μορφής αθεΐα, κατέδειξε όμως με σαφήνεια την προθυμία των πολλών να εγκαταλείψουν πίσω τους τα «βαρίδια του παρελθόντος», όσα δηλαδή θα μπορούσαν να σταθούν ως εμπόδια στην επιδίωξή τους «να πιάσουν την καλή». Φανέρωσε πως πλέον ανεμπόδιστα θα μπορούσαν να οικοδομήσουν την ατομική τους «ευτυχία», χωρίς να υπάρχει Θεός να τους κρίνει και αδελφός να τους θυμίζει τα όρια που θέτει η κοινή βιοτή.

Η κατάφαση στο τρόπο της ευκολίας και η απώθηση του τρόπου του σταυρού αποτελούν τις μήτρες εκείνες που γέννησαν στη πατρίδα μας την κρίση, είναι εκείνες που μαρτυρούν ποιοι είναι εκείνοι που κρύβονται πίσω από αυτή την αθλιότητα: είμαστε εμείς οι ίδιοι⋅ εμείς που εγκαταλείψαμε τους ιδιαίτερούς μας τόπους⋅ εμείς που κάναμε την γη μας χέρσα και άκαρπη⋅ εμείς που απαξιώσαμε τον κάματο της μέρας⋅ εμείς που καταστείλαμε κάθε δύναμη δημιουργίας⋅ εμείς που παραδοθήκαμε στην ευμάρεια⋅ εμείς που λατρεύσαμε τα περί της ουσίας⋅ εμείς που «παρά-μορφώσαμε» τα όνειρα των παιδιών μας⋅ εμείς που ποθήσαμε την γυαλιστερή κενότητα του life style⋅ εμείς που ταυτίσαμε την αγαθότητα με την μωρία⋅ εμείς που αρνηθήκαμε να δούμε στα πρόσωπα των γύρω μας τον αδελφό⋅ εμείς που εκτοπίσαμε τον Θεό μόνο στα μέρη εκείνα του βίου στα οποία θα μπορούσε να μας φανεί χρήσιμος, καλύπτοντας τις προσωπικές μας ανασφάλειες⋅ εμείς που αρνηθήκαμε να ψιθυρίσουμε προσευχητικά τη λειτουργική προτροπή: «και πάσαν την ζωήν ημών, Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα».
Η διέξοδος από κάθε κρίση έχει τις απαρχές της στη μετάνοια, στην μεταβολή του νοός, στην αλλαγή του τρόπου που κανείς πολιτεύεται. Της μετανοίας όμως πάντα προηγείται ο αυτοέλεγχος και η αυτομεμψία, η ταπείνωση και η συντριβή. Όσο αρνούμαστε να αναμετρηθούμε με τα κατά δικά μας σφάλματα, τόσο θα βυθιζόμαστε στο απύθμενο έρεβος των καταστροφικών μας επιλογών.

*Από το αφιέρωμα «Οικονομία σε κρίση – Το έχειν και το είναι» (τχ 217, Ιούλιος 2010) του περιοδικού “Πειραϊκή Εκκλησία”

 

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Κώστα Κουτσουρή.

Πρώτη Διαδικτυακή Δημοσίευση: Αντίφωνο

26 Σχόλια

  1. Η πολυτιμότητα αυτού του κειμένου έγκειται στο ότι [i]τεκμηριώνει[/i] πως η Ελλάδα της οικονομικής κρίσης είναι η Ελλάδα της μετα-χριστιανικής κοινωνικής συνείδησης.

  2. Έχω κι εγώ τη γνώμη πως το κείμενο του π. Μιλτιάδη Ζέρβα είναι όντως σημαντικό για την κατανόηση της ιστορικής περιπέτειας του σύγχρονου Ελληνισμού. Και θεωρώ ενδιαφέρουσες και τις δύο ιδέες του: (α) την «κατάφαση στον τρόπο της ευκολίας» ως αντανακλαστική – εν είδη εκκρεμούς – απώθηση της τραυματικής εμπειρίας του πολέμου, και (β) την «απώθηση του τρόπου του σταυρού» ως χαρακτηριστική έκφραση πνευματικού αποπροσανατολισμού. Έχοντας όμως συζητήσει με φίλους διακρίνω ένα πρόβλημα (που δεν έχει να κάνει τόσο με το ίδιο το κείμενο, όσο με την πρόσληψή του). Μπορεί να κάνω και λάθος. Θέτω τις σκέψεις μου στην κρίση των φίλων αναγνωστών του Αντίφωνου.

    Και ξεκινώ από το θεωρητικό επίπεδο: Φοβάμαι πως δεν είναι δυνατόν να συλλάβουμε τον ακριβή χαρακτήρα της σημερινής κρίσης με όρους που ισχύουν για όλη γενικώς τη μεταπολεμική περίοδο. Δεν μπορούμε δηλαδή να αγνοούμε ή να παρακάμπτουμε την ιδιαίτερη τροπή που πήραν τα πράγματα από τη μεταπολίτευση και μετά τόσο στο ιδεολογικό, όσο και στο πολιτικό πεδίο. Για παράδειγμα, η ορθή ιδέα του κειμένου για την «κατάφαση στον τρόπο της ευκολίας», ισχύει τόσο για πριν όσο και για μετά τη μεταπολίτευση. Για την κατανόηση όμως της σημερινής κρίσης έχει μεγάλη σημασία να δει κανείς πώς ήταν οι σοσιαλιστικές και δημοκρατικές ιδέες – όπως ενσαρκώθηκαν στη μεταπολιτευτική αριστερά και κυρίως στο ΠΑΣΟΚ – που έδωσαν το ιδιαίτερο ένδυμα στην απαίτηση του λαού για «ευκολία» όσο και στην «απώθηση του τρόπου του σταυρού».

    Γιατί το λέω αυτό; Όχι από κάποια γενική θεωρητική εμμονή στις λεπτομέρειες, αλλά διότι η αλήθεια είναι πως οι σοσιαλιστικές και δημοκρατικές ιδέες δεν ήρθαν να ικανοποιήσουν μόνο την αντιπνευματική απαίτηση για «ευκολία», αλλά και την εύλογη (θάλεγα «πνευματικώς δικαιολογημένη») απαίτηση μεγάλου μέρους του λαού για κοινωνική και πολιτική δικαιοσύνη. Τη δικαιοσύνη αυτή που είχε προσβληθεί από το παγιωμένο ως τότε «κράτος της Δεξιάς», που είχε θεμελιωθεί πάνω στον εθνικό διχασμό και στον αποκλεισμό ενός μεγάλους μέρους του λαού από τη ζωή του τόπου.[*] Θα έχουμε δει μόνο τη μισή αλήθεια αν δεν δούμε πως ο διάβολος παρέσυρε μεταπολιτευτικώς τους Έλληνες όχι μόνο ως άγγελος της «ευκολίας», αλλά και ως φορέας «δικαιοσύνης». Καλύπτοντας ευφυώς το κενό που είχαν αφήσει όλοι οι άλλοι φορείς και θεσμοί της ελληνικής κοινωνίας. Μεταξύ αυτών και η Ελλαδική Εκκλησία.

    Και εδώ περνάμε σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, όπου βρίσκεται η ουσία του προβλήματος που θέλω να επισημάνω (πέρα από το πόσο ακριβής ή ανακριβής είναι ο τρόπος που εξηγούμε θεωρητικά την κρίση). Θέλω να πω πως αυτές οι γενικευτικές «πνευματικές» ερμηνείες οδηγούν – ή μας αφήνουν να οδηγηθούμε – σ’ ένα είδος αυτιστικής αυτοδικαίωσης της Εκκλησίας (= φταίει ο λαός που εγκατέλειψε την εκκλησία). Στο βαθμό όμως που μιλάμε στο όνομα της Εκκλησίας, μόνο αυτοκριτικά επιτρέπεται να προσεγγίσουμε το πρόβλημα. Διότι όσο κι αν η οδός της «ευκολίας» ανταποκρινόταν στη φυσική κίνηση του λαϊκού ψυχισμού μετά τον πόλεμο, ίσως να μην είχε επιλεγεί ή ίσως να είχαν υπάρξει σοβαρά αναχώματα, αν η εκκλησία είχε ως τότε καταστήσει με τη στάση της ιστορικά ορατό τον «τρόπο του σταυρού» όχι μόνο στο πλαίσιο της ατομικής ηθικής (που φοβάμαι ότι υπονοεί ή επιτρέπει να υπονοηθεί το κείμενο του π. Μιλτιάδη), αλλά και στο συλλογικό πλαίσιο της εθνικής μας περιπέτειας. Αφήνω το ζήτημα της στάσης της εκκλησίας κατά τον εμφύλιο, γιατί δεν θέλω να μπούμε σε δύσκολα και πολύπλοκα ζητήματα. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία – υποθέτω – πως μετά τον εμφύλιο η ποιμαίνουσα (και όχι μόνο) εκκλησία εξελίχθηκε σε μια εκκλησία καθεστωτική. Μην κοροϊδευόμαστε. μετά το φιάσκο του «Ελλάς, Ελλήνων, Χριστιανών» η αριστερά ήταν ο μοναδικός φορέας που μπορούσε να μιλήσει στους Έλληνες στο όνομα της δικαιοσύνης … ακόμα και του «σταυρού» (όπως βέβαια αυτή αντιλαμβανόταν και το ένα και το άλλο).

    Το ότι ο λαός εγκατέλειψε την Εκκλησία είναι η μία όψη του πράγματος. Η άλλη είναι ότι η Εκκλησία είχε εγκαταλείψει τον λαό της. Ή για να μιλήσω με τους όρους του αγαπητού μου Γ. Καστρινάκη: συμφωνώ μαζί του πως «η Ελλάδα της οικονομικής κρίσης είναι η Ελλάδα της μετα-χριστιανικής κοινωνικής συνείδησης». Πρέπει όμως να προσθέσουμε εδώ πως αυτός ο «μετα-χριστιανισμός» ήρθε να αντικαταστήσει έναν ήδη μη-χριστιανικό «χριστιανισμό» που προέβαλλε η Ελλαδική Εκκλησία ερήμην του Ευαγγελίου του Κυρίου της.

    Παρασύρθηκα σε περισσότερα απ’ όσα θα έπρεπε. Θέλω να πω μόνο ένα ακόμα. Πως στην πραγματικότητα δεν με απασχολεί η ερμηνεία του παρελθόντος. Έγραψα όλα τα παραπάνω από τον φόβο ότι η δήθεν «πνευματική» ανάλυση της παρούσας κρίσης οδηγεί και πάλι, όπως και στο παρελθόν, την Εκκλησία και ένα μέρος του πνευματικού κόσμου να αποκοπεί από το αίτημα του λαού για δικαιοσύνη. Συμφωνώ ότι το αίτημα αυτό πρέπει να συνδυαστεί με ουσιαστική μετάνοια/αυτοκριτική εκ μέρους του ελληνικού λαού. Για να είναι όμως αυτή η κλήση σε μετάνοια αποτελεσματική, πρέπει να είναι σαφές ότι δεν γίνεται εξ ονόματος ανθρώπων εργαζομένων την ανομίαν και ότι οι προφήτες της δεν συνδυάζουν μετά των εκλεκτών αυτών.

    [*] [i]Θα μπορούσαν εδώ να προστεθούν και πολλές άλλες πλευρές, εξ ίσου σημαντικές, όπως για παράδειγμα οι ηθικές και πολιτισμικές συνέπειες που είχαν σε παγκόσμια κλίμακα κινήματα όπως το ροκ, οι χίπυς και ο Μάης του 68. Αλλά αυτό θα επεξέτεινε τη συζήτησή μας περισσότερο απ’ όσο απαιτεί ή επιτρέπει το θέμα μας.[/i]

    ΒΞ

  3. Αγαπητέ Βασίλη, φυτρώνοντας χωρίς να με σπύρουνε, σημειώνω τα εξής:

    Σε όλα έχεις δίκιο!
    Το μόνο, ίσως, ζήτημα που τίθεται είναι για τον χρόνο της δικαιοσύνης.

    Δικαιοσύνη ναι!!! αλλά πότε; τώρα; μεσούντος του πολέμου; αδιαφορώντας για το αν οι Μύδοι θα διαβούν ενόσο εμείς δικαιώνουμε και δικαιωνόμαστε; Και το δίκιο της πατρίδας που δεν έχει στόμα να μιλήσει;
    Δικαιοσύνη ναι!!! αλλά σε τί; στη μίζερη, άθλια Ελλάδα του σήμερα; όταν όλοι μας σπρώχνουν να μοιράσουμε “δίκαια” την Ελλάδα του εξαθλιωμένου “Τώρα” δεν μας αδικούν;
    Φοβάμαι ότι επαναλαμβάνουμε το ίδιο λάθος της “μεταπολίτευσης”!
    Η ανυπομονησία για δικαιοσύνη, το αλήστου μνήμης “εδώ και τώρα”, μας οδήγησε στην “πατρίδα” του “δίκιου” μας (=συμφέροντός μας) και όχι στη δίκαιη πατρίδα!

  4. Αγαπητέ Βασίλη,

    Η παρέμβασή σου είναι σημαντική γιατί εκφράζει την αγωνία κάποιων αδελφών μας, αλλά ίσως μπορεί να δημιουργηθεί και μια σύγχυση σχετικά με την Εκκλησία (αν και αλλού γράφεις τον όρο με κεφαλαίο, εννοώντας μάλλον την υπέρχρονο και υπερτοπικό σώμα του ζώντος Χριστού, κι αλλού με μικρό, υπονοώντας μάλλον τη διοικούσα Ελλαδική Εκκλησία).

    Την Εκκλησία την αισθάνομαι πολύ ευρύτερη απ’ όσα αντιλαμβάνεται ο μέσος άνθρωπος. Δεν είναι οι κληρικοί, μοναχοί και κάποιοι “ευσεβείς” και “θρησκευόμενοι” λαϊκοί, αλλά όλοι οι βαφτισμένοι και μυρωμένοι ορθόδοξοι χριστιανοί· πολύ περισσότερο όμως, ο Χριστός, η Παναγία, οι Άγιοι και οι κεκοιμημένοι αδελφοί μας. Απ’ αυτή την Εκκλησία έχει απομακρυνθεί μεγάλο μέρος του λαού μας, αρνούμενο να πορευθεί “με τον Σταυρό στο χέρι”, όπως επισημαίνει ο π. Μιλτιάδης, συμπεριλαμβανομένων και πολλών μελών της διοικούσας Εκκλησίας, και πολλών μοναχών και “ευσεβών”, εκκλησιαζομένων λαϊκών. Και νομίζω πως αυτή η άρνηση του Σταυρού ογκώθηκε μετά τη μεταπολίτευση και τις απογοητεύσεις του λαού από τη στάση της διοικούσας Εκκλησίας κατά τον εμφύλιο και τη δικτατορία, αλλά και με αυτή ως πρόσχημα. Μας βόλευε η καλοπέραση, η ευδαιμονία με κάθε μέσο, και βρήκαμε πώς να το δικαιολογήσουμε στη συνείδησή μας.

    Και η αριστερά της μεταπολίτευσης δεν ήταν η αριστερά του σταυρού αλλά της ευδαιμονίας. Άλλη ήταν η αριστερά των δεκαετιών που προηγήθηκαν.

    Τέλος, συμφωνώ πως οφείλουμε να κοιτάζουμε μπροστά. Όμως η μετάνοια μάς επιβάλλει και τη λύπη (με ελπίδα και όχι απόγνωση) για τις παρελθούσες αστοχίες μας. Γράφει ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος: “Τί δὲ ἐστὶν ἡ μετάνοια; Καταλεῖψαι τὰ πρότερα καὶ λυπεῖσθαι ὑπὲρ αὐτῶν.”

  5. Άρθρα σαν το παραπάνω, υπάρχουν αρκετά.
    Το πρόβλημα όλων αυτών των άρθρων είναι πως ΔΕΝ αναφέρονται σε συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα.
    Την ίδεα ότι στο δημόσιο τα «ξύνουν» την προώθησε άγρια το θέατρο με αμέτρητες σατυρικές παραστάσεις. Ηθοποιοί όπως ο Τσάκονας, Ψάλτης, Λαζόπουλος και ο Χάρυ Κλύν, συνέβαλαν στην τεμπελιά και διαφθορά του δημοσίου, [b]ΔΙΔΑΞΑΝ ΤΟΥΣ ΑΣΧΕΤΟΥΣ[/b]. Απόδειξη είναι φυσικά οι παραστάσεις τους, αλλά ότι την νοοτροπία «δημόσιο=τεμπελιά» την έχουν [i]μόνο δημόσιοι υπάλληλοι κάτω των 35 χρονών[/i], λουφάρουν σε κάθε ευκαιρία, σε αντίθεση με τους μεγαλύτερους τους.

    Η Αθήνα ήταν μια πόλη διεφθαρμένων, που με την βοήθεια των πολιτικών, των ΜΜΕ και της σάτιρας, διέφθειρε την μισή Ελλάδα. Στην Αθήνα τα τελευταία 60+ χρόνια, ήταν συνηθισμένο να κλέβεις. Νομίζω, με το σκάνδαλο του Κοσκωτά ξεκίνησε η ιδέα «πολιτικός=κλέφτης», και εξαπλώθηκε με τα ΜΜΕ και το εβδομαδιαίο σκάνδαλο του Τριανταφυλόπουλου. Θέλεις να ξεφορτωθείς τον πολιτικό σου αντίπαλο, πρόσλαβε έναν δημοσιογράφο να καθαρίσει. Τα ΜΜΕ, με το θέατρο, συνέβαλαν στην εξάπλωση της διαφθοράς στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα, [b]δίδαξαν την διαφθορά[/b], και αύξησαν σημαντικά τα κέρδη των διεφθαρμένων. Τα υψηλά κοινωνικά στρώματα πάντα ήταν διεφθαρμένα.

    Το μόνο σφάλμα στην εκκλησία που βλέπω, είναι ότι δεν φώναξαν δυνατά την διδασκαλεία της εκκλησίας. Δεν έβαλαν πλάκες έξω από την εκκλησία που να γράφουν «όποιος δανείζεται γίνεται σκλάβος», «Όλα στον κόσμο έχουν ένα τέλος, εκτός από τον τόκο. Χρυσόστομος». Ο κόσμος δεν θα τους άκουγε, αλλά μετά από μερικά χρηματιστήρια και κατασχέσεις σπιτιών θα επέστρεφε στην εκκλησία και θα έλεγε «Εσείς πως το γνωρίζατε;».

  6. [i]«Έχει πάντα περισσότερα να μας πει ένα παρθένο μάτι που μόλις επέστρεψε από το γύρο των γνωστών μας πραγμάτων, παρά ένα μάτι κοινό που αξιώθηκε να πλανηθεί σε περιοχές παρθένες.»[/i]
    (Οδυσσέας Ελύτης)

    Η “αντιπαραβολή” του βασικού, εδώ, κειμένου με το σχόλιο του Dimitri D μάς δίνει την ευκαιρία να επαληθεύσουμε, στο ακέραιο, το περιεχόμενο της εκπληκτικής, αυτής, επισήμανσης του ποιητή.

  7. Ας μην εκληφθεί, παρακαλώ, ως αδιαφορία η – εκ μέρους μου – αποφυγή αυτού τού προσδιορισμού. Μια απορία ίσως λυνόταν, ο διάλογος όλος ωστόσο θά ’χε καθηλωθεί σ’ ένα σημείο αστοχίας κάποιου απ’ όλους μας.

    Με μόνο «ουσιώδες» αποτέλεσμα μάλιστα την παραθεώρηση της συνεισφοράς τού βασικού, σ’ αυτή τη σελίδα, κειμένου.

  8. Το εξαίρετο άρθρο του κ.Ζέρβα συμπληρώνεταια απαιραίτητα με το εξαίρετο σχόλιο του κ.Ξυδιά. Και από αυτά που λέει θέλω να κρατήσω το πιό σημαντικό κατ’ εμέ, την κριτική που κάνει στην εκκλησία για την ανεπάρκεια και την παρακμή της. Και για να εξηγηθώ ότι ως εκκλησία δεν εννοώ μόνο την διοικητική δομή αλλά όλους αυτούς που συμμετέχουν με το λόγο και τις πράξεις τους στον προσδιορισμό της ‘φυσιογνωμία’ της (ας μου επιτραπεί να χρησιμοποιήσω αυτό το όρο), εν δυνάμει και όσους από εμάς δηλώνουμε μέλη της. Η θεωρητική ένσταση του theo, (του οποίου τη σκέψη γενικότερα εκτιμώ), για το ποιός είναι ο αυστηρός ορισμός της λέξης ‘εκκλησία’ μικρή σημασία έχει και στην πραγματικόητα με το σχόλιό του επιχειρεί να συγκαλύψει την πραγματικότητα που φοβάμαι ότι είναι πιο σκοτεινή απ ότι αφήνει να εννοηθεί στο σχόλιό του ο κ.Ξυδιάς. Ίσως το χειρότερο που συμβαίνει στην εκκλησία, και μιλώ για την ελλαδική εκκλησία τα οποία γενόμενα έχω σε μεγάλο βαθμό υπ’ όψιν μου, δεν είναι η απόκλιση λόγων και έργων, δεν είναι η ανθρώπινη αμαρτία που βαραίνει το κλήρο και το εκλησίασμα, αλλά ένα ένα ολόκληρο πλέγμα πλανεμένων αντιλήψεων τα οποία έχουν γίνει πια καθεστώς μέσα στον χώρο αυτό, δεν έχουν καμμιά σχέση με την αληθινή πίστη, και απομακρύνουν οποιοδήποτε καλοπροαίρετο άνθρωπο απ’ αυτή προκειμένω αυτος να παραμείνει πιστός στη συνείδησή του αν μη τι άλλο. Και φυσικά με τις ποικίλες ανοησίες που εμφανίζει ως χριστιανικές διδασκαλίες σπρώχνει το πιο ανήσυχο, ευφυές, κριτικό κομμάτι του λαού μας στην αθεϊα, από την εφηβική ακόμη ηλκία. Αντιλαμβάνομαι πως αυτό που λέω θα ακουστεί βαρύ και μακάρι να έχω άδικο. Αλλά έζησα στο πετσί μου πολλά εξ αυτών και τις συνέπειές τους στη ζωή μου, και πολλά απ’ αυτά έτσι κι αλλιώς είναι ορατά στους περισσότερους ανθρώπους οι οποίοι και κράτησαν αποστάσεις από μια άμεση εμπλοκή στο εκκλησιαστική ζωή παρότι μπορεί οι ίδιοι να διατήρησαν την πίστη τους. Φοβάμαι όμως πως είναι τόσο πολλά αυτά που πρέπει να ειπωθούν και ο διάλογος που θα εγείρουν θα είναι ακόμη μεγαλύτερος, ωστε δε ξερω αυτή τη στιγμή απού που ν’ αρχίσω και τι να πρωτοπω. Έτσι επιφύλάσσομαι για την εξιδείκευση και την τεκμηρίωση των όσων λέω εδώ για κάποια καταπινή στιγμή. Βέβαια αν υπάρξει ενδιαφέρον θα επανέρθω το συντομότερο κανοντάς το αυτό ακόμη και πρόχειρα, στα πλαίσια αυτών των σχολίων, προκειμένου να συνεισφέρω την εμπειρία μου σε ένα θέμα που με πονα πολύ.

  9. Αγαπητέ κ. Αναστασίου,

    Κι εγώ εκ πείρας γράφω κάποια πράγματα. Δεν είναι θεωρητική η ένστασή μου ούτε προσπαθώ να συγκαλύψω τίποτα. Αυτό που θέλω να επισημάνω είναι πως η πραγματική Εκκλησία, δηλαδή “ο Χριστός, η Παναγία, οι Άγιοι και οι κεκοιμημένοι αδελφοί μας”, όπως γράφω παραπάνω, δεν πρόκειται ποτέ να μας διαψεύσει, απογοητεύσει ή αποτρέψει να μείνουμε πιστοί στη συνείδησή μας. Αν θέλουμε, τη βρίσκουμε. Και φοβάμαι πως άλλοι είναι οι λόγοι, κι όχι οι αδυναμίες ή οι πλανεμένες αντιλήψεις των εκκλησιαστικών προσώπων που κάνουν κάποιους να κρατούν “αποστάσεις από μια άμεση εμπλοκή στο εκκλησιαστική ζωή”, όπως γράφετε· λόγοι πολύ βαθύτεροι, που κάποιος θα πρέπει να ψάξει βαθιά και ειλικρινώς μέσα του για να τους ανακαλύψει. Τ’ άλλα νομίζω πως είναι παγίδες του πονηρού, για να τον απομακρύνουν από την ενυπόστατη Αλήθεια και Ζωή, που αποκαλύπτεται μέσα στην Εκκλησία, συγχωρέστε με.

    Ο π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ, απευθυνόμενος στον David Balfour, έναν αυτοαποσχηματισμένο ιερομόναχο, γράφει:

    “[i]Σκέφτεσαι λοιπόν ότι εγώ δεν σε καταλαβαίνω. Το πρώτο που οφείλω να καταλάβω είναι, μου φαίνεται, η επιθυμία σου να ελευθερωθείς από εκείνα τα δεσμά που σου επιβάλλουν η ιερωσύνη και ο μοναχισμός. Και αυτό είναι τόσο εύκολο να το καταλάβω. Πόσες φορές εγώ ο ίδιος έζησα και ζω ακόμη τη στενότητα και το βάρος των δεσμών αυτών. Αρκεί και η πιο επιφανειακή γνωριμία με τους κανόνες της Εκκλησίας και τους νόμους του κράτους για τον μοναχισμό και την ιερωσύνη, για να καταλάβεις πως η στενοχώρια μας αγγίζει τα έσχατα όρια, καθώς η συμπεριφορά των έξω απέναντί μας φτάνει να πάρει τη μορφή διωγμού. […]
    Γνωρίζω και περιπτώσεις, κατά τις οποίες ιερείς και μοναχοί, ταραγμένοι από παράλογους σαδιστικούς εμπαιγμούς επισκόπων και άλλων εκκλησιαστικών αρχών, απαρνήθηκαν την ιερωσύνη και τα ράσα, όχι όμως και τον Χριστό. Τα απαρνήθηκαν, για να ζήσουν ελεύθερα εν Χριστώ, να παραμείνουν στην ελευθερία εκείνη, την οποία όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, κέρδισε για μας ο Χριστός.
    Και αν αυτό το αισθάνονται οι Έλληνες και οι Ρώσοι, πόσο μάλλον εσύ, ο Άγγλος, πρέπει να το ζεις με μεγαλύτερη ένταση και οδύνη. Και αν αρχίσω να σου μιλώ για τον εαυτό μου – γιατί ως τώρα τα υπομένω όλα αυτά ή τι μου δίνει τη δύναμη να τα υπομένω ή με ποιόν τρόπο να παλεύω, όπως εσύ, για την εσωτερική μου πνευματική ελευθερία –, τότε θα σου εξομολογηθώ και αυτό.
    Αποτελεί βαθειά πεποίθησή μου (και όχι απλή πίστη) ότι [b]ο χριστιανισμός δεν μπορεί να μην είναι εκκλησιαστικός[/b], αν εξετάσουμε προσεκτικά την Εκκλησία ως σώμα του Χριστού ή ως ιστορικό φαινόμενο, ως κοινότητα χριστιανών.
    […] Η δική μου μέθοδος της πάλης για ελευθερία συνίσταται στην ύψιστη εφικτή για μένα απομάκρυνση και τον αυτοπεριορισμό. Δηλαδή δεσμεύω τον εαυτό μου τόσο πολύ, ώστε να μην αισθάνομαι τα δεσμά που επιβάλλει σε μένα η Εκκλησία και η κοινωνία. Και το θεωρώ αυτό αναγκαίο, για να μη χάσω ό,τι θετικό μου δίνει η Εκκλησία, διαφυλάσσοντας συνάμα όσο είναι δυνατό την ελευθερία μου. Τι είναι λοιπόν αυτό που μου δίνει η Εκκλησία; Τα μυστήρια: το Βάπτισμα, τη μετάνοια, την κοινωνία, την ιερωσύνη κ.λπ.
    Μέσα από την Εκκλησία, σύμφωνα πάντα με το μέτρο των δυνατοτήτων μου, γίνομαι κληρονόμος της πιο μεγαλειώδους παραδόσεως που υπάρχει στην ιστορία της ανθρωπότητος.
    Δια μέσου της Εκκλησίας και μέσα στην Εκκλησία ζω συνεχώς την πιο ζωντανή σχέση με τον Ιωάννη τον Θεολόγο και τον Παύλο και τους Αποστόλους, με τον Αθανάσιο, τον Βασίλειο και τους άλλους Πατέρες, με τον Αντώνιο και τον Σισώη, με τον Μακάριο και τον Ισαάκ, με τον Μάξιμο και τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο, με τον Γρηγόριο Παλαμά, τον Σεραφείμ του Σάρωφ. Αυτοί είναι οι οικείοι μου, οι συγγενείς μου. [b]Τους παρέλαβα όμως στην εκκλησιαστική τάξη. Έξω από την Εκκλησία ο σύνδεσμος μαζί τους εξασθενεί[/b]. Έστω και σε μικρότερο μέτρο, ζω όμως την ίδια ζωή με αυτούς. Δια μέσου της Εκκλησίας διαμορφώνω στη συνείδησή μου την εικόνα του από άπειρη αγάπη Εσταυρωμένου για τις αμαρτίες μας Χριστού· εικόνα, που πάντοτε με πράο, αλλά έντονο τρόπο, ελκύει την ψυχή μου! Και να, όλα αυτά μου δίνουν τη δύναμη να υπομένω πολλά ανόητα διεστραμμένα, που συναντάμε στο εκκλησιαστικό περιβάλλον.
    […]
    Πολλά είναι τα αρνητικά, τα ανόητα που δεσμεύουν, αλλά ωστόσο, ακόμη περισσότερα είναι τα θετικά.
    Μου φαίνεται πως [b]η έξοδος από την Εκκλησία για την ελευθερία τελικά προκαλεί φθορά[/b]. Προσωπικά μπορώ να διαπιστώσω ότι στην έσχατη ορμή μου να αποκτήσω την αγάπη του Χριστού η ψυχή παραμένει ελεύθερη από όλα τα δεσμά που επιβάλλουν στο μοναχό η Εκκλησιά και η κοινωνία – ο κόσμος[/i].” (“Αγώνας θεογνωσίας”, σσ. 291-294)

    Λοιπόν, μέσα στην Εκκλησία γνωρίζουμε τον Χριστό, την Παναγία, τους Αγίους… Έξω από αυτήν είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να τους βρούμε.

  10. Νομίζω πως επικεντρώνετε την προσοχή σας σε διαφορετικό ζήτημα. Χαιρομαι όμως για την παράθεση του αποσπάσματος του Σωφρωνίου που δεν το είχα υπόψη μου, γιατί επιβεβαιώνει την δική μου στάση απέναντι στο ζήτημα (μετά βέβαια από δυο δεκαετίας ταλαιπωρίας), όπου κατέληξα ότι το ουσιώδες στην εκκλησία είναι η διαφύλαξη των μυστηρίων εντός της και περιόρισα τη σχέση μου με αυτή ακριβώς σε αυτό. Δεν διαφωνώ στον τρόπο που βλέπετε την εκκλησία ως κοινωνία με τους αγίους, η ενστασή μου αφορούσε τις αντιλήψεις που υπάρχουν στο χώρος της. Επιγραμματικά μόνο σας αναφέρω: ότι ο πιστός πρέπει να έχει έναν πνευματικό στον οποίο να κάνει ‘υπακοή’, ότι το σεξ αποτελεί κάτι αισχρό που νομιμοποιεί και κάνει ανεκτό ο γαμος ένεκα της παιδοποιίας (για πολλους πνευματικούς μάλιστα είναι το μείζον αμάρτημα), τυπικες αντιληψεις ηθικοκανονιστικού χαρκτήρα που δήθεν πρέπεει να διέπουν την ζωή του χριστιανού,συμφεροντολογική εμπλοκή με την εξουσία ιεροποίησή της και θεωρητική της δικαιολόγηση, αυστηρός έλεγχος όσων δεν πιστεύουν και εξοβελισμός τους στο ‘πυρ το εξώτερο’ και άλλα πολλά υποκινούμενα από την άγνοια και την ψυχοπαθολογία εκάστου ώστε να κάνουν αυτό το χώρο να φαίνεται ως τερατούργημα και παρωδία της ευαγγελικής αλήθειας.
    Το ζήτημα theo είναι ότι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι Σωφρώνιοι, ότι έρχονται σε πρώτη επαφή με την εκκλησία αγνοούντες πολλά πράγματα, έχοντας ακόμη και αμφιβολίες περί πιστεως, Δίκαια περιμένουν μια ώριμη πατρική αντιμετώπιση, αφενός αγάπη και κατανόσηση αφετέρου καθοδήγηση, αλλά αυτό που συναντούν είναι άκρως απογοητευτικό. Μπορεί ο καθένας όπως λέτε να έχει τις δικές του ευθύνες αλλά η παρακμή του εκκλησιαστικού γεγονότος και ως πράξη και ως αντίληψη θέτει την εκκλησία (με την έννοια που προανέφερα) ενώπιον των δικών της. ‘Τυφλοί οδηγοι τυφλών…” ‘…κλείετε και για τους άλλους την πόρτα της βασιλείας…’ σας αναφέρωω (στο περίπου) λόγια του Κυριου για να ελέγξει μια ανάλογη κατάσταση που επικρατούσε την εποχή της ελευσής του στο τότε ιερατείο που υποτίθεται ότι όφειλε να οδηγεί το λαό του Θεού.
    Και θα μου επιτρέψετε μια ακόμη παρατήρηση. Έχω παρακολουθήσει αρκετά σχόλιά σας σε συζητήσεις που γίνονται εδώ και είναι φανερό από τα λόγια σας ότι έχετε μια μαξιμαλιστική αντίληψη για τα πράγματα τελείως ανεδαφική, αγνοείτε την αδυναμία των περισσοτέρων από μας να ακολουθήσων τα πρότυπα των αγίων και εξάγοντας κανόνες από την ζωή εκείνων που ακολούθησαν τον Κύριο με την μέγιστη πιστότητα και αυταπάρνηση. Προφανώς ισχύει το ‘αγαπάτε τους εχθρούς ημών’ αλλά θα σας θυμίσω μια από τις ιστορίες του γεροντικού όπου ρώτησαν οι νεώτεροι ένα γέροντα ασκητή αν αγαπάει τους εχθρούς όπως τον εαυτό του και αυτός τους είπε ότι δεν έχει καταφέρει να αγαπήσει έτσι ακόμη ούτε τους φίλους του. Σε μια εποχή όπου οπιαδήποτε σχέση καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη, όπου ως άνθρωποι οι περισσότεροι έχουμε χάσει την ικανότητα να απτύσσουμε ουσιαστικές σχέσεις, να βγαίνουμε απ’ το στενό περίβλημα του εαυτού μας, να κατανοούμε και να νοιαζόμαστε για τον άλλο, να μένουμε πιστοί και αφοσιωμένοι στην συντήρηση και ανάπτυξη αυτων των σχέσεων κατά το πέρασμα του χρόνου, να επιδιώκουμε την ανιοδιοτέλεια, τα παραπάνω φαίνονται ως ανεδαφικοί βερμπαλισμοί και ιδεολογικές μπροσούρες. Όχι επειδή δεν είναι αλήθεια ότι ο Θεός μας καλέι στο μέγιστο αλλά δείχνει έλλειμα ρεαλισμού και συναίσθησης να καταφεύγομαι σε μια τέτοια επιδίωξη τη στιγμή που δεν είμαστε ικανοί για το ελάχιστο. Σίγουρα έχουμε κληθεί να γίνουμε Θεοί κατά χάριν, αλλά αυτή τη στιγμή στη σημερινή εποχή κοντεύουν να χαθούν και τα πλέον αυτονόητα και ο άνθρωπος να πάψει να είναι έστω και κατα τον φυσικό τρόπο άνθρωπος, πόσο μάλλον κάτι παραπάνω.

  11. Aγαπητέ Αναστασίου πολύ καλά τα λέτε και θα περίμενα και εγώ από τον theo μιά ουσιαστική απάντηση-θέση πάνω στο μείζον που γράψατε:
    “Ίσως το χειρότερο που συμβαίνει στην εκκλησία, και μιλώ για την ελλαδική εκκλησία τα οποία γενόμενα έχω σε μεγάλο βαθμό υπ’ όψιν μου, δεν είναι η απόκλιση λόγων και έργων, δεν είναι η ανθρώπινη αμαρτία που βαραίνει το κλήρο και το εκλησίασμα, αλλά ένα ένα ολόκληρο πλέγμα πλανεμένων αντιλήψεων τα οποία έχουν γίνει πια καθεστώς μέσα στον χώρο αυτό, δεν έχουν καμμιά σχέση με την αληθινή πίστη, και απομακρύνουν οποιοδήποτε καλοπροαίρετο άνθρωπο απ’ αυτή προκειμένω αυτος να παραμείνει πιστός στη συνείδησή του αν μη τι άλλο. Και φυσικά με τις ποικίλες ανοησίες που εμφανίζει ως χριστιανικές διδασκαλίες σπρώχνει το πιο ανήσυχο, ευφυές, κριτικό κομμάτι του λαού μας στην αθεϊα, από την εφηβική ακόμη ηλκία.”

    Aντ αυτού προτιμά να κρίνει εξ ιδίον τα αλλότρια, θεωρώντας μάλλον και τους υπόλοιπους ωσάν να κατέχουν την εμπειρία του πάνω στα της εκκλησίας θέματα, (καθώς και της θεολογίας), αποφεύγοντας να κάνει κριτική στους δεσπότες και στους κληρικούς και στην ζημιά που έχουν οι ίδιοι, (ήδη), προκαλέσει στον Ελληνικό ορθόδοξο χριστιανισμό.
    Μία “από μηχανής” απόδειξη δε γι αυτά που αναφέρατε είναι το σχόλιο του θεοφάνη πάνω στα γραφόμενά σας. Έτσι έχει καταντήσει τους ανθρώπους η εκκλησία σήμερα και είμαι σχεδόν βέβαιος ότι ούτε του theo του αρέσει αυτό.
    Θα πρέπει να προσέξουν λοιπόν πολύ οι πνευματικοί άνθρωποι της ορθοδοξίας και να κάνουν ένα βήμα παραπάνω για να καλύψουν την απόσταση που τους χωρίζει με τον κόσμο, (και κυρίως στον ηθικό τομέα), εάν δεν θέλουν σε 30-40 χρόνια να επιδοτήται από την Ε.Ε η εκκλησία στην Ελλάδα, και αυτοί οι κάποιοι λίγοι που θα έχουν μείνει να την υπηρετούν να μην θεωρούνται γραφικοί.

    Λίγη αυτοκριτική λοιπόν κύριοι της εκκλησίας!! και κυρίως διορθωτικές κινήσεις στα του οίκου σας, αν θέλετε να σας πάρουν στα σοβαρά και κάποια οξύνοα άτομα, εκτός εάν, (για λόγους συμφέροντος), προτιμάτε μ ό ν ο τους πτωχούς τω πνεύματι.

  12. Με συγχωρείτε, αλλά ούτε “ανεδαφικούς βερμπαλισμούς” ούτε “ιδεολογικές μπροσούρες” γράφω. Συνήθως ό,τι γράφω το έχω βιώσει.

    Η “μαξιμαλιστική αντίληψη” που μου προσάπτετε είναι μάλλον η επιμονή μου στην τήρηση των εντολών του Θεού. Οι εντολές οδηγούν στην αγάπη (δηλαδή στην απομάκρυνση από το εγώ και τη μετάβαση στο εμείς) και στην ελευθερία. Όταν κανείς αγαπά, τότε μπορεί να “αναπτύσσει ουσιαστικές σχέσεις, να βγαίνει απ’ το στενό περίβλημα του εαυτού του, να κατανοεί και να νοιἀζεται για τον άλλο”, πράγματα που επιθυμείτε.
    Οι εντολές είναι οι οδοδείκτες προς την κοινωνία με τον Άλλο και τον άλλο, ο δρόμος προς την αληθινή ελευθερία. Είμαι αμαρτωλός κι εγώ, με πολλά πισωγυρίσματα και αντιφάσεις στη ζωή μου, αλλά όταν ακολουθώ τις εντολές του Χριστού, τότε βλέπω φως μέσα μου, τότε μου ανοίγονται χιλιάδες δρόμοι, μέχρι τότε κλειστοί.

    Ο π. Σωφρόνιος πάλι γράφει γι’ αυτές:
    “[i]Δεν είναι μικρός ο κόπος για την τήρηση των εντολών. Αλλά και [b]δεν υπάρχει άλλη οδός, για να ευδοκήσει το Πνεύμα το Άγιο να παραμείνει στον άνθρωπο[/b][/i].” (Το μυστήριο της χριστιανικής ζωής, σ. 48).
    Και:
    “[i]Στην αρχή ζούμε τις εντολές κατά κάποιον τρόπο στα όρια της ατομικότητας μας· τις εκλαμβάνουμε ως ηθικές αρχές για τη ζωή μας. Βαθμηδόν θα γνωρίσουμε την αληθινή φύση τους· [b]προέρχονται από τον Παντοκράτορα Θεό ως αποκάλυψη του Είναι Του[/b]. Αρχίζουμε να διαβλέπουμε την παγκοσμιότητα τους. Οι εντολές μας τοποθετούν πρόσωπο με Πρόσωπο ενώπιον του Απολύτου Θεού, και σε αυτές ακριβώς ενυπάρχει η ίδια απολυτότητα. Με τη δύναμη της προόδου αυτής βγαίνουμε από τα στενά όρια του ατόμου, όπως το πουλί που εκκολάπτεται, και ανοιγόμαστε στις αχανείς διαστάσεις μιας άλλης μορφής του είναι, της Υποστάσεως. Με την τήρηση των εντολών του Χριστού αναβλύζουν μέσα μας ρεύματα άκτιστης ζωής, που χαρακτηρίζει τον Ίδιο τον άναρχο Θεό[/i]”. (ό.π., σ. 56)

    Όσο για το θέμα του πνευματικού και της δυσκολίας σας ν’ ακολουθήσετε τη διδασκαλία της Εκκλησίας, συμφωνώ με τον Θεοφάνη.

  13. Αγαπητέ μου, την “κριτική στους δεσπότες και στους κληρικούς” άφησα τον π. Σωφρόνιο να την κάνει.
    Προσωπικά έχω γνωρίσει πολλούς αγίους κληρικούς, όχι αυτούς που προβάλλουν τα ΜΜΕ, αλλά κάποιους αφανείς που, με τη ζωή και τις προσευχές τους, στηρίζουν την Εκκλησία και τον κόσμο.
    (Για να σωθούν τα Σόδομα και τα Γόμορρα, πόλεις εκατοντάδων χιλιάδων κατοίκων, ο Θεός ήθελε την ύπαρξη μόνο δέκα ενάρετων. Και δεν τους βρήκε. Προσωπικά, έχω γνωρίσει περισσότερους· και εφόσον αυτοί υπάρχουν, εφόσον η Εκκλησία μας συνεχίζει να “παράγει” Αγίους, δεν φοβάμαι τίποτα γι’ αυτήν.)

  14. Δεν αγνοώ ούτε υποτιμώ τις δυσκολίες που έχει ένας έφηβος για να προσεγγίσει την Εκκλησία, ούτε το ότι όλοι δεν είναι Σωφρόνιοι. Ξέρω όμως βαθιά μέσα μου πως ο Θεός κυβερνά την Εκκλησία, ανέχεται κι επιτρέπει τις παρεκτροπές, περιμένοντας τη μετάνοια όλων μας, ότι ποτέ δεν μας ζητά πράγματα μεγαλύτερα από τη δύναμή μας κι ότι Αυτός μας αγαπά περισσότερο απ’ ό,τι θα μπορέσουμε ποτέ ν’ αγαπήσουμε τον εαυτό μας. Αυτός λοιπόν, παρά τις αντιξοότητες, πάντα βρίσκει τους τρόπους να προσεγγίσει όσους ειλικρινά Τον ποθούν. Κανένα δεν θ’ αφήσει να πάει χαμένος, εφόσον αυτός ζητά τη σωτηρία.

  15. Kαλώς αγαπητέ… Εγώ πάντως την εμπειρία μου oφείλω να την πω. Συναναστρέφομαι με πολλούς ανθρώπους οι οποίοι πηγαίνουν τακτικά στην εκκλησία, έχουν εικόνες αγίων και καντήλια άσβηστα στο σπίτι τους, με την πρώτη ευκαιρία είναι διαθετημένοι να σου κάνουν κατήχηση γιά το παραμικρό, αλλά στην πραγματικότητα οι περισότεροι από αυτούς αυτοπροβάλονται θέλοντας στην ουσία να ισσοροπήσουν τις ηθικές κυρίως αδυναμίες τους, δημιουργώντας μία περσόνα,
    υψηλής ηθικής στάθμης.
    Θυμάμαι μιά γυναίκα φίλη αυτής της κατηγορίας, όταν πριν μερικά χρόνια από λάθος του περιπτερά έλαβε ρέστα από πενηντάρικο, (είχε δώσει είκοσάρικο), με πόση χαρά χοροπηδώντας το ανακοίνωσε στην ομήγυρη!
    Αυτό βέβαια είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα που έχω βιώσει ως τώρα και φυσικά ξέρω… θα μου πεις : μα.. αυτοί δέν είναι πραγματικοί χριστιανοί!! και θα συμφωνήσω α π ό λ υ τ α μαζί σου, αλλά ΕΔΩ είναι που θα ήθελα να δεις την ΟΥΣΙΑ όσων ανάφερα προηγουμένως, η οποία είναι πως: εάν το εκκλησίασμα και η κυριακάτικη λειτουργία και η συναναστροφή με τους υπόλοιπους πιστούς ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΙΚΑΝΑ ΝΑ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΟΥΝ, ΜΕΤΟΥΣΙΏΣΟΥΝ, ΕΚΠΑΙΔΕΎΣΟΥΝ βρε αδερφέ,τα άτομα στην αρετή, ποιός ο ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΌΣ λόγος ύπαρξης της εκκλησίας;
    Πως θα μπορούσε ένας θιασώτης του, “ουδέν οίδα”, Σωκράτη να πάρει ποτέ στα σοβαρά μιά εκκλησία η οποία υποστηρίζει ότι κατέχει την Μοναδική και Μία Αλήθεια ενώ συγχρόνως ΔΕΝ μπορεί να διδάξει όχι κάποια υψηλού επιπέδου ηθική, αλλά το α υ τ ο ν ό η τ ο της σωστής συμπεριφοράς στην καθημερινότητα;
    Εάν σας φτάνουν δυό, τρεις, πέντε σωστοί πνευματικοί-κληρικοί γιά να στηρίξουν την εκκλησία με προσευχές… καλώς αγαπητέ…

  16. Καταρχήν να εξηγήσω πως η όποια συμμετοχή μου εδώ στις συζητήσεις στην ανάγνωση ή στο σχολιασμό (αλλά και οπουδήποτε αλλού) έχει ως βασικό κίνητρο να μάθω, μιας και υπάρχουν πραγματικά κάποιοι εξαιρετικοί αρθρογράφοι και κατά δεύτερον να διαλεχθώ κομίζοντας την δική μου εμπειρία σε ζητήματα τα οποία με απασχολούν και απασχολούν και άλλους και τα θεωρώ πολύ σημαντικά. Αλλιώς έχω κι άλλα πράγματα να κάνω που μου είναι ενδεχομένως και πιο ευχάριστα. Δεν έχω την πρόθεση να συγκρουστώ με κανέναν σε προσωπικό επίπεδο (άλλωστε δε σας γνωρίζω) ούτε και κάποια αυτοδικαιωτική διάθεση που μου υπαγορεύει όσα λέω. Αυτό είναι ένα ζήτημα που έλυσα προ πολλού στη ζωή μου αν και βέβαια εσείς δε μπορείτε να το ξέρετε, αφου δε με γνωρίζετε προσωπικά. (Από την άλλη είναι βέβαια άξιον απορίας πως φτάνετε στο αντίθετο συμπέρασμα μιλώντας σα να με γνωρίζετε και να γνωρίζετε και τη ζωή μου.) Οποιαδήποτε σύγκρουση ή αντιπαράθεση αφορά μόνο τα ζητήματα που συζητάμε, και την οποιαδήποτε εγκυρότητα των αντιλήψεων που εκφράζονται σχετικά με την αλήθεια τους. Γι αυτό προσπαθώ να είμαι ήπιος στους χαρακτηρισμούς που κάνω στους συνομιλητές μου για να μη καταλήξει τελικά ο διάλογος μια αντιδικία μεταξύ θιγμένων εγωισμών. Δεν το καταφέρνω βέβαια στην εντέλεια και μια δυο φορές μου ξέφυγαν πιο αιχμηρές εκφράσεις σε προηγούμενα σχόλια προς τον theo ο οποίος δεν είναι τυχαίο ότι άρχισε τα δικά του σχόλια από αυτές, αν και τους απέδωσε άλλο νόημα από αυτό που ήταν η προθεσή μου γραφοντάς τες. Θα αναφερθώ στην δεύτερη περίπτωση που λέω πως κάποια πράγματα φαίνονται σαν ανεδαφικοί βερμπαλισμοί και ιδεολογικές μπροσούρες και ο theo απάντησε (παραλείποντας τη λέξη φαίνονται) ότι δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο αλλά όσα λέει είναι πράγματα που τα έχει βιώσει. Χρησιμοποίησα τη λέξη ‘φαίνεται’ όχι γιατί αυτά που λέγονται είναι ‘λανθασμένα’, αφού άλλωστε είναι λόγια του Κυρίου που θέτει στον άνθρωπο το σκοπό του με τον πιο απόλυτο τρόπο: την ομοίωσή του με το Θεό. Υπήρξαν κάποιοι άνθρωποι στην ιστορία, ελάχιστοι, που ακαταπόνητα αγωνίστηκαν για την εκπλήρωση αυτών των λόγων και κάποιοι το πέτυχαν στο μέγιστο δυνατό βαθμό, οι άγιοι δηλαδή της εκκλησίας μας. Όσοι από αυτούς είχαν την ανάλογη παιδεία μας μίλησαν γι αυτό το δρόμο, και νομίζω πως το ίδιο κάνει και ο γέροντας Σωφρώνιος μέσα από τα γραπτά του, θέλοντας να βοηθήσουν όσο μπορούν τους χριστιανούς που ζητάν να ζήσουν σύμφωνα με την ευαγγελική κλήση. Να υποθέσω λοιπόν theo ότι αφού ισχυρίζεσαι ότι μιλάς εκ πείρας ότι συνομιλώ με έναν άγιο; Σπεύδεις βέβαια στην συνέχεια να εξηγήσεις ότι δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο, αλλά γνωρίζεις εκ πείρας ότι μέσα στην εκκλησία προσπαθώντας ο χριστιανός να ακολουθήσεις τις ευαγγελικές εντολές η ψυχή φωτίζεται και διανοίγονται δρόμοι για την υπέρβαση του εγωϊσμού και την ουσιαστική σχέση με τον άλλο. Ποτέ μου δεν υποστήριξα το αντίθετο. Εκτός αυτού την εμπειρία του φωτίσματος κα της διάνοιξη της ψυχής από τη χαρη την έχουν λίγο πολύ όλοι όσοι πιστεύουν συνειδητά (αλλιώς δε θα πίστευαν ή ίσως η ‘πίστη’ τους αυτή να ήταν κενή’). Αυτό που δεν αντιλαμβάνεσαι είναι τα μεγέθη, τις αναλογίες ανάμεσα στις εμπειρίες των αγίων και τις δικές μας, και έτσι θεωρείς ότι το δικό τους βιωματικό λόγο μπορείς να τον εκφέρεις και εσύ (και εγώ και ο καθένας). Εκτός αυτού κάπου αλλού ο Σωφρώνιος επαναλαμβάνοντας ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την σκληρή ασκητική οδό αν ο χριστιανός θέλει να εκπληρώσει με πληρότητα την κλήση του, συνεχίζει όμως ότι εκείνος που δεν ακολουθεί αυτόν τον δρόμο θα πρέπει να φυλάσσει στην ψυχή του την πίστη στην ευσπλαχνία του Θεού. Αυτό τελικά που προσπάθησα και προσπαθώ να πω είναι ότι για τους περισσότερους ο δρόμος των αγίων στον βαθμό τουλάχιστον που εκείνοι τον διένυσαν θα μείνει άγνωστος, καλώς ή κακώς. Μακάρι εσύ να πορευτείς αυτό το δρόμο και να ομοιάσεις σε όλα στον Κύριο, αλλά κάντο πρώτα. Εκείνοι που το έκαναν ήταν ευσπλαχνικοί προς τους άλλους και συγκαταβατικοί προς την ανθρώπινη αδυναμία (αυτό άλλωστε είναι και το βασικότερο γνώρισμα του Κυρίου). Εσύ δυστυχώς εγκολπώνεσαι τους λόγους του ευαγγελίου και τα βιώματα των αγίων και κατά κάποιον τρόπο ταυτίζεσαι μαζί τους. Άλλο το δέον όμως και άλλο το ον. Και να έρθω πάλι στα ζητήματα που θέτω υποστηρίζοντας ότι βασίζονται στη δική μου πείρα από την εκκλησία και τους ανθρώπους. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι πρόκειται πάντα για κάτι αυστηρά προσωπικό. Πολλές φορές χρησιμοποιώ τη λέξη ‘εμείς’ περιλαμβάνοντας τον εαυτό μου από αγωνία για κάτι που αφορά όλο τον κόσμο. Όταν αναφέρομαι στην αδυναμία σύναψης ουσιαστικών σχέσεων για παράδειγμα δεν αναφέρομαι στον εαυτό μου. Είναι από τα λίγα πράγματα στην ζωή μου που πάλεψα πολύ και πραγματικά νιώθω τυχερός γιατί έχω κάποιες φιλίες δοκιμασμένες από τα χρόνια και έχω γνωρίσει την εμπειρία της ερωτικής αγάπης (σε όποιο βαθμό) στην αυθεντική της μορφή. Αλλά ξέρω ότι ο αγώνας γι αυτά είναι ισόβιος και δύσκολος και πάντα υπάρχουν απώλειες. Οτιδήποτε ολοκληρώνεται (αν ολοκληρωθει) και σφραγίζεται για πάντα με τον θάνατο. Το σχόλιο μου όμως αφορά την πλειονότητα των ανθρώπων οι οποίοι δεν γνωρίζουν και δεν έχουν καν την ικανότητα να συνάψουν μια στενή και ουσιαστική σχέση, και δεν έχουν ούτε την διάθεση να παλέψουν γι αυτή. Αυτή είναι η εξιδίκευση στην εντολή της αγάπης όπως την έχω κάνει στη δική μου ζωή, η προσπάθειά μου δηλαδή μαζί με όλα τα λάθη μου. Ανοίγοντας τέτοια ζητήματα που καίνε σχετικά με τις λάθος αντιλήψεις που επικρατούν στην εκκλησία σκοπός μου δεν είναι να κατακρίνω ανθρώπους παρόλα που οποιαδήποτε κρίση περί αλήθειας κρίνει εμμέσως και τα πρόσωπα. Γνωρίζω επίσης ότι έχουν πάρει θέση δόγματος στις συνειδήσεις και οποιαδήποτε ανακίνηση και μόνο του θέματος προκαλεί άμεσα το θυμικό και εκφράζεται με φανατικές προσωπικές επιθέσεις προς όποιον ανοίγει τέτοια συζήτηση. Χωρίς να εκφέρεται μάλιστα καμια επιχειρηματολογία παρά μόνο μια ολοκληρωτικού τύπου απαγόρευση αυτών των συζητήσεων και οποιασδήποτε κριτικής. Και μόνο αυτή η στάση θα έπρεπε να προβληματίσει κάποιον (πρωτίστως τον ίδιο τον άνθρωπο που την έχει). Από σένα theo όμως περίμενα περισσότερα. Αλλά θα μπω στον κόπο να απαντήσω στο τελευταίο σχόλιό σου. Αν πιστεύεις ότι δεν έχουμε δικαίωμα κρίσης και αμφισβήτησης, πέρα από τα άλλα ερωτήματα που γεννά αυτή η στάση σου, θα ήθελα να σε ρωτήσω γιατί διαλέγεσαι; Για να μας πληροφορήσεις για την απόλυτη αλήθεια που γνωρίζεις μόνο εσύ και όσοι συμφωνούν μαζί σου; Ακόμη κι αυτό όμως δεν το κάνεις σωστά. Την αλήθεια υπάρχουν δύο τρόποι που μπορεί να τη δείξει κανείς, ο ένας, ο ανώτερος, είναι με την ίδια του τη ζωή, και ο άλλος, που είναι και αναγκαστικά αυτός που χρησιμοποιείται σε μια τέτοια είδους συζήτηση όπως αυτή ,είναι τα επιχειρήματα.
    κ. Βαρελίδη δυστυχώς δε γνωρίζω το ζήτημα όπως το παρουσιάζετε και επειδή δε γνωρίζω την έννοια που δίνεται στους όρους που χρησιμοποιείτε θα δυσκολευτώ να σας απαντήσω αυτή τη στιγμή.
    Σας ευχαριστώ όλους, να ξέρετε ότι δεν παίρνω κάτι προσωπικά παρόλο που μπορεί να μου γίνονται προσωπικές επιθέσεις. Προσπαθώ να μαθαίνω από όλα, και θα συνεχίσω τη συζήτηση αυτή στο μέλλον με όποιον ενδιαφέρεται, εφόσον πιστεύω ότι έχει νόημα. Καλό σας βράδυ.

  17. Αν και δεν απευθύνεις σε μένα το σχόλιο, θα ήθελα επ ευκαιρίας να πω κάτι. Έχεις εν πολλοις δίκιο για την ανάλυση που κάνεις σε ένα τύπο ευσέβειας που σχηματίζει μια υποκριτική περσόνα με μια επίδειξη τυπικών ‘καλών πράξεων’ και εναρέτων λόγων, ενω στο βάθος ο άνθρωπος μένει ο ίδιος που ήταν εμπαθής και ασχημάτιστος, και μάλιστα σε χειρότερη μοίρα από πριν, γιατί έχει απολέσει την συναίσθηση. Από την άλλη η εκκλησία έχει λόγο ύπαρξης, όσα βάρη και αμαρτίες αν κουβαλά, η για την ακρίβεια όσα βάρη και αν την φορτώσουμε εμεις που αποκαλούμαστε μέλη της, γιατί διασώζει δυο βασικά πράγματα, το ένα είναι τα μυστήρια, ενα δώρο (το πολυτιμότερο) της θειας χάριτος και δεύτερον μια διδασκαλία που βασίζεται στη εμπειρία των ανθρώπων που βάδιασαν το δρόμο του Χριστού. Μόνο που τη δεύτερη, τη διδασκαλία θα πρέπει να κοπιάσεις αρκετά από μόνος σου ώστε να βρεις κάποια άκρη, καταλληλα βιβλία, ανθρώπους κ.τλ Σου εύχομαι πραγματικά να μην ‘κολλήσεις’ σ’ αυτά που φαίνονται, ώστε να βρεις αυτό που αξίζει.

  18. Προσπάθησα, ως μεγαλύτερος αδελφός, να βοηθήσω, επισημαίνοντας σε σένα ή όποιον έχει προβλήματα στο να δεχθεί τη διδασκαλία της Εκκλησίας για τις εξωσυζυγικές σχέσεις ή/και την εξομολόγηση, που είναι εντολές του Θεού, ότι αν δεν τις αποδεχθεί δεν πρόκειται να βρει την ανάπαυση μέσα του, την ειρήνη, την αγάπη… Έγραψα εξομολογητικά, αλλά δεν κατάφερα να συνεννοηθώ μαζί σου.
    Δεν πειράζει. Έχει ο Θεός.

    Για την Ορθοδοξία, υπάρχουν δύο τρόποι για ν’ ασχολείται κανείς με τη θεολογία: Ή να εμπνέεται από το Άγιο Πνεύμα ή ν’ ακολουθεί τη διδασκαλία των Αγίων, “κατά τας των Αγίων θεοπνεύστους θεολογίας και της Εκκλησίας το ευσεβές φρόνημα”, που γράφει το Συνοδικόν της Ορθοδοξίας.
    Οι ποικίλες στοχαστικές προσαρμογές, η περιπτωσιολογία κι η ηθικολογία με αφήνουν αδιάφορο.

    Να ‘σαι καλά.

  19. φίλε theo, αλλά στο σχόλιό σου δεν απαντάς σε τίποτε από αυτά που προλέχθησαν, παρα μόνο μετατοτοπίζεις τη συζήτηση σε κάποια θέματα στα οπιά αναφέρθηκα επιγραμματικά χωρίς να γίνουν αντικείμενο διαλόγου εως αυτή τη στιγμή. Επιπλέον διαστρεβλώνεις τα λόγια μου. Έγραψα: ‘Επιγραμματικά μόνο σας αναφέρω: ότι ο πιστός πρέπει να έχει έναν πνευματικό στον οποίο να κάνει ‘υπακοή’, ότι το σεξ αποτελεί κάτι αισχρό που νομιμοποιεί και κάνει ανεκτό ο γαμος ένεκα της παιδοποιίας (για πολλους πνευματικούς μάλιστα είναι το μείζον αμάρτημα) … Και μου απέδωσες: ‘…έχει προβλήματα στο να δεχθεί τη διδασκαλία της Εκκλησίας για τις εξωσυζυγικές σχέσεις ή/και την εξομολόγηση, που είναι εντολές του Θεού…
    Πότε μίλησα εγω για τη εξομολόγηση και τις εξωσυζικές σχέσεις; κινέζικα μιλάω; Εγώ μίλησα για την αντίληψη της ‘υπακοής’ σε κάποιον πνευματικό (τί σχέση έχει η εξομολόγηση;) και το πως αντιμετωπίζουντο σεξ (και κατ’ επέκταση τον έρωτα την αγάπη και τη συζυγία) οι άνθρωποι της εκκλησίας σήμερα, εντος ή εκτός του γάμου (είπα τίποτε για εξωσυζικές σχέσεις;). Φυσικά δεν είναι τυχαία η παρανόηση, όπως και το ότι δεν απάντησες σε τίποτε από τα προλεγόμενα. Η παρανόσηση οφείλεται στο ότι σκέπτεσαι τα πάντα σε ένα δοτο ηθικό κανονικό πλαίσιο, και οι απαντήσεις πρέπει να δίνεται πάντα υπο την μορφή ναι-όχι (συμφωνώ-διαφωνώ). Αδυνατείς να αντιληφθεις τα ζητήματα στην ουσία τους και αυτό βέβαια είναι και το πρόβλημα που αντιμετωπίζει βαθύτερα και η σύγχρονη εκκλησία της οποίας προσπαθείς να γίνεις απολογητής. Δυστυχώς για σένα αλλά ευτυχώς για την αλήθεια οι πατέρες δεν είχαν μια τέτοια αντίληψη. Αλλά μάθαμε όλα να τα βλέπουμε μ’ αυτό το τρόπο. Θα μπορούσα κάλλιστα να το αποδείξω αυτό αναφερόμενος σε πάρα πολλά πατερικά κείμενα, αλλά δε νομίζω ότι θα άλλαζε κάτι, για σένα τουλάχιστον. Για να είμαι όμως δίκαιος μαζί σου δεν αμφισβητώ ούτε την ειλικρίνεια ούτε τις καλές σου προθέσεις, και φυσικά δεν εννοώ ότι όλα όσα λες είναι λάθος. Εντοπίζω τις διαφορές μας και η πρόθεσή μου όπως είπα εξαρχής είναι να εστιάσω στα προβληματικά σημεία, σε κείνα που δεν είναι λόγος και εντολή του Χριστού όπως ισχυρίζεται η εκκλησία. Φυσικά όταν κάποιος είναι τόσο σίγουρος(!) δε πρόκειται να μπει σε καμια ουσιαστική συζήτηση, θα προσπαθήσει να νουθετήσει το πλανεμένο πρόβατο, κι αν εκείνο δεν συμμερίζεται την γνώμη του ως απόλυτου αντιπροσώπου της θείας αλήθειας θα τινάξει τον κονιορτό των παπουτσιών του και θα μιλήσει σε κείνους που του κάνουν ‘υπακοή’. Να σαι καλά αδερφέ, εγώ δε σε μηδενίζω ούτε σε ακυρώνω, ακόμη κι αν πιστεύω ότι κάνεις λάθος. Έχω κάνει πολλές φορές λάθος στο παρελθόν, και κάποτε είχα κι εγώ τέτοιες σίγουρες δοξασίες σαν τις δικές σου. Η αμφισβήτηση και η συνεχής επανεξέταση είναι πολυ σκληρό πράγμα και δεν είναι για όλους. Και άλλωστε μεγαλύτερη σημασία έχει τι αγαπά κανεις και τι κάνει γι αυτό που αγαπά (αν και η αγάπη αναφέρεται σε πρόσωπα). Πιθανόν εσύ να αγαπάς περισσοτερο και το Θεο και τον συνάνθρωπο και αυτο είναι το πιο σημαντικό. Και ίσως εγω να αποτύχω να πετύχω το ποθούμενο, και τότε είναι και μάταια όλα αυτα. Σου εύχομαι καλό δρόμο.

  20. Πως θα μπορουσαμε εμεις οι απλοι ανθρωποι να αντισταθουμε σε αυτα που εγιναν πισω απο την πλατη μας?Οταν ειχαμε πολιτικους που μισουσαν και μισουν την ορθοδοξια μας?Πως να αντιληφθει η εκκλησια το μεγεθος της πανουργιας των κρατουντων?Πως καταργηθηκαν αναγραφη θρησκευματος κ.α.,πως να εμπνευσεις τα παιδια να διαβασουν τα απαραδεκτα σχολικα βιβλια,να μην απαλλαγουν απο το μαθημα των θρησκευτικων(απαραδεκτο ),τι να απαντησεις σε ενα παιδι που σου λέει, οτι προσπαθει αλλα συχαινεται να πηγαινει σχολειο και οταν προχωρα “με το σταυρο στο χερι” λοιδωρειται .Ρωτηθηκε ποτε ο απλος λαος για την καταπτυστη παιδεια των δημοσιων σχολειων?Για τη διαστροφη συνειδησεων μεσα απο τα ΜΜΕ, ποιος ευθυνεται, εμεις? Για τη διαστεβρωση της ελληνορθοδοξης ταυτοτητας μεσα απο τα ιδια τα πανεπιστημια απο τα οποια βγαινουν οι εκπαιδευτικο που δεν μορφωνουν, αλλα διαστρεφουν και προπαγανδιζουν άθελα τους πολλοι, την απεχθεια στο μοχθο, την αρετη, την αγαπη στην ιστορια και τη θρησκεια μας?……Οχι δεν τα αποφασισαμε εμεις αυτα. Πολλοι απο μας τα αντιληφθηκαμε αργα αλλα και οταν αντιδρουμε χαρακτηριζομαστε γραφικοι η χωρις διαθεση αυτοκριτικης και τωρα τελευταια και με μεθοδους βιας και καταστολης
    ΝΑΙ, στη μετανοια, στην αυτομεμψια,την ταπεινωση,μακαρι να μας αξιωσει ο Θεος να δουμε εντος μας…..Αλλα δεν αποτελει η σημερινη κατασταση αποτυπωση της συλλογικης υπευθυνοτητας , ουτε ειναι αυτο που θελαμε οι πολλοι….

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ