Τέτοιες τέλειες ατέλειες

0
679

[ΣΧΟΛΙΟ ΣΕ ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ]

“Λουλούδια. Τραγούδια. Και τάματα.

Σού φέρνω να στεγνώσεις. Τα κλάματα.” *

 

Αδιάσειστα εχέγγυα. Ξύλα, σίδερα, ρόπτρα. Πολυδαίδαλη απλότητα.  Σ θ ε ν α ρ έ ς   α ρ μ ο γ έ ς .

Πόσα σχήματα τέλεια σ’ ένα μόνο του χρώμα!

Πράα έθη. Προσηνείς! ασφαλίσεις! Χαρακιές για ρυτίδες; Ανεξίκακα! τραύματα! Πράα  ΕΘΗ  π υ ρ ό ς .

 

Κάτι Ξένο και Φίλιο! Δές: Ζητούμενα Ε]υρήματα... Τέτοιες Τέλειες Ατέλειες! Λογισμοί που Νοούν. Χρονικά ΔιαΠλοκών. Τροπικοί της Αντάμωσης. ΑυτοΣχέδια Μνημεία.

Τόσο ατέρμονο Κόκκινο. Και το λίγο. Το μεγάλο κι αδρό: Το Λευκό που τ’ ορίζει.

 

Δυο διαστάσεις απέραντες

που ιστορούν μύριες άλλες.

Τί χυμοί, τί καρποί. Σαν ευθείες γραμμές πόσοι τίτλοι ευγενείας! Τί φωτιές, τί πνοές. Πόσα πλήθη υποστρώματα σ’ ένα επίπεδο σκεύος! Πόσο αίμα! Ποιά θέρμη!

 

Μέσα κάτι κλειστό. Εξω διόλου μαράζι. Ιδού λοιπόν Κάτι Αγνωστο που γελά και μάς γνέφει. Τί λαμπρή ΔιΑγωγή, τί ανάγλυφη Εκφραση, τί πατρίδα Ονομάτων : Ως –κι αυτές– οι οξώπορτες να ΠροσΚαλλούν αντί –καν αυτές!– ν’  ΑποΔιώχνουν.

“Α! Το χέρι ενός φίλου.” **

 

Να μια ύλη που αγαπήθηκε τόσο ώστε ήρθε εις ηλικίαν ακόμα και να τό ανταποδώσει! Φθορά πάνω της, άθικτη, σύμφωνοι.  ΜΑ ΦΘΟΡΑ   π ο υ   λ υ τ ρ ώ ν ε ι .

Δεν ρωτά : Μαρτυρεί. Δεν μιλά : Ανακράζει. Ξέρω κάτι παρήγορο. Διαπλάθεται μόνο του. Δεξιώνεται πλήγματα.  ΚΙ ΑΝ ΠΕΡΝΑ ΑΠΑΡΑΤΗΡΗΤΟ  κ ά θ ε   μ έ ρ α   ο μ ο ρ φ α ί ν ε ι .

 

Δες γενιές στεναγμούς και γιορτές που διαβήκανε! Τόσος χρόνος και χώρος που πληρώνει τη θέα. Ουτ’ ελάχιστη επίδειξη. ΤΙ ΕΙΝ’ ΕΚΕΙΝΟ ΛΟΙΠΟΝ  π ο υ   μ ά ς   κ λ έ β ε ι   τ ο   β λ έ μ μ α ;  Τόσοι (άκου τους) άνθρωποι! Μπαινοβγήκαν και μάθαν...

Τί παιχνίδια παιδιών. Τί φωνές, τί οσμές, τί τραγούδια από μέσα! Πόσα γέλια, πειράγματα, τί γλυκές καλημέρες. Ποιά προσκέφαλα όνειρα. Μυρωδιές της καμέλιας. Πόσες Μνήμες στο Κύμα.

 

Πάνω νέφη που τρέχουνε!

Διακαής ησυχία. Τί ψηφία ακατάληπτα! Αυτονόητα ρήματα. Μια σιωπή βοερή.  Μια ΑΛΗΘΕΙΑ   ε ν ι α ί α .  Πλησμονή προσμονής.  Και μια ΣΤΑΣΗ  ε ν   κ ι ν ή σ ε ι .  Πουθενά (!) κάποια αδράνεια. Κάθε άνεμος ούριος. Κάθε ελπίδα αναμμένη.

 

Το νεκρό υλικό (!) ν’ αναγγέλλει αποφάσεις.

“Μα εγώ θα κάνω ταξίδι τη ζωή μου

αγάπη ακριβή μου για νά ’ρθω να σέ βρω.

Μέσα στ’ αστέρια σαν φως θα ταξιδέψω

σαν άστρο θα φέξω. Για νά ’ρθω να σέ βρω.” *

 

Οι αιθέρες. Χαρές που γνωρίζουν... Οι αιθέρες στο ύψος τους. ΧΑΡΕΣ που ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ  ν ’  α γ ά λ λ ο ν τ α ι.  Γαλανός ουρανός. Γύρω πράσινα σύδεντρα. Θαλασσιές πόσες χάντρες. Λίγα λίθινα λήμματα. Η ζωήΣτις πληγές...  Η ζωή ενεστώσα.  ΣΤΙΣ ΠΛΗΓΕΣ  τ έ τ ο ι ο  λ ά δ ι .

Με πόσο ακέραιη διάκριση. Τούτη η αμίλητη νύξη. Για την τόση ανερεύνητη. Την αέναη. Την εύθραυστη. Τη ΧΑΡΜΟΣΥΝΗ κι ΑΓΝΩΣΤΗ   ο μ ο ρ φ ι ά   των   α ν θ ρ ώ π ω ν .

 

 

……………………………………………………………..................

 

* : Στίχοι του Αλκίνοου Ιωαννίδη

* * :  Γιώργος Σεφέρης

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ