Με το άγγελμα εκδημίας του Μίκη (Μιχαήλ) Θεοδωράκη, τα βήματά μου παράδοξα με οδήγησαν όχι στη δισκοθήκη και σε κάποιο από τα μουσικά του επιτεύγματα, μα στη βιβλιοθήκη για να ξανα-συγχρωτισθώ με το «Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη. Περιδιάβαινα τις σελίδες μηχανικά ίσως κι αμήχανα, ώσπου ένα σημείο, ίδιο τράνταγμα, εφέλκυσε την ενδελεχή παραμονή μου. Ήταν το «Άσμα δ΄» από τα «Πάθη», το οποίο είναι ευρύτερα γνωστό, ότι χιλιοτραγουδισμένο, ως «ένα το χελιδόνι…». Απολογούμαι εάν σφάλω ή αν παραδομένος στο μεγαλείο νοήματος οιστρηλατώ, αλλά αυτή τη στιγμή μου διαφεύγει η ύπαρξη κάποιου άλλου λογοτεχνικού ή μη κείμενου, στο οποίο να απεικονίζονται, με τόσο διαυγή και περιεκτικό τρόπο, τα πέντε χιλιάδες χρόνια ύπαρξής μας.
Ο Έλληνας και ο τόπος του -που ως γνωστό κάτι πλατύτερο σημαίνει από μιαν απλή συναρμογή δασών και υδάτων-, τα Πάθη που είτε ως ορμητικότητα είτε ως πάθημα άσμα γεννούν να τραγουδιούνται, το άθλημα της Ελευθερίας κι ο τρόπος πραγμάτωσής του, η μνήμη του Λαού με τις μακραίωνες πορείες, ο ευλογημένος κάματος –θριαμβευτών και στρατευόμενων- για τα ιδανικά του Έθνους που εμπερικλείονται στην Ανθρωπότητα και την εμπερικλείουν, το κοινόν της εμπειρίας και της δράσης, η απελπισία κι η σκλαβοσύνη όπως μεταμορφωτικά πλήττονται απ’ τον Μάη, ο δρών Θεός με την εκστατική του αγάπη, η Ανάσταση στο δοτικό των πασχαλιών ευώδες… Στο υπόψη, λοιπόν, μικρό απόσπασμα βλέπω μέγα να δίνουν «παρών», σύσσωμα τ’ αγκωνάρια της διαχρονικότητάς μας. Ως ενιαίο οικοδόμημα, ως αδιάσπαστο όλον. Ως στέρξιμο, ως υπονοούμενο, ως μύχια αντιφώνηση.
Πραγματικά είναι άξιο θαυμασμού το πώς τεράστια αξιακά μεγέθη όπως της Ελληνικότητας, τα οποία ενώ κατόρθωσαν να επιτύχουν το μέγιστο (άραγε;) της διαστολής τους, παράλληλα δύνανται να συσταλούν προκειμένου να χωρέσουν σε μία σελίδα, δίχως παράλληλα να εκπέσουν της αυθεντικότητας και της ουσίας τους. Αναφανδόν η μαεστρία του ποιητή πιστώνεται τον άθλο αρπαγής της παραχώρησης. Όμως, ταυτόχρονα, εκείνο που δεν αμφισβητείται, είναι η ανεξάντλητη αγαπητική διάθεση για κοινωνία και για μοίρασμα από την πλευρά του παραχωρούμενου. Η Παράδοσή μας διδάσκει επαρκώς τη δυνατότητα ετούτη.
Δράττοντας την ευκαιρία, μιας κι αναφέρθηκα σε μεγέθη, νομίζω ότι αξίζει ο προβληματισμός πάνω στον εξής στοχασμό: Λίγο πολύ είναι γνωστό, ότι του ανθρώπου το ύψος αφορά στην καλυπτόμενη επιφάνεια από τα πέλματα μέχρι την κορυφή της κεφαλής του. Από εκεί και πάνω, όμως, εκτείνεται το ανάστημά του, το οποίο είναι αναφορικό του ήθους, των κατορθωμάτων και του πολιτισμού του. Ανατρέχοντας στη στατιστική έμαθα πως το μέσο ύψος του Έλληνα υπολογίζεται στα 1,76 μέτρα. Παρ’ όλα αυτά το ανάστημά του στο διάβα των αιώνων ξεπέρασε κατά πολύ το συγκεκριμένο ύψος. Η ιστορική αλήθεια διδάσκει, ότι εξακοντίστηκε μέχρι τα αχαρτογράφητα μήκη και πλάτη του σύμπαντος. Ιδιαιτέρως δε κατά τις περιόδους όπου πορεύτηκε βάσει των αξιών και των αρετών που απαντώνται στο ποίημα.
Η σημερινή κατάσταση, θα αντιτείνει κάποιος, μαρτυράει κάτι διαφορετικό, κάτι εκ διαμέτρου αντίθετο από τα προαναφερόμενα. Κάτι θλιβερό και παρακμιακό. Προφανώς κανένας σώφρονας νους δε θα διαφωνήσει με τούτη τη σπαραξικάρδια διαπίστωση. Όμως, από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι το συγκεκριμένο ποίημα –συνολικά και αποσπασματικά- συγκινεί μέχρι τις μέρες μας επαναφέροντας στο προσκήνιο ευγενή συναισθήματα, εδραιώνει συνθήκες αισιοδοξίας κι ελπίδας, εφόσον η συν-κίνηση αποτελεί μία πρωτόλεια εκκίνηση.
Αλήθεια είναι γενεές πως στην ολιγωρία τους, συνεπαρμένες από ξενόσπαρτα ονείρατα που λέει κι ο Κ. Παλαμάς, από αμφιλεγόμενες επιρροές -εξωγενείς, ενδογενείς ή και τα δύο, υποκινούμενες, υποτιμημένες ή υπερεκτιμημένες- και με την οφειλόμενη «πονηριά» κλυδωνισμένη, εκπίπτουν των ιδανικών της καταγωγής τους. Παρ’ όλα αυτά, όσο ο ιδιαίτερος πολιτισμός τους διασώζεται μέσω της εμπειρικής διαιώνισης πολιτιστικών επιτευγμάτων όπως το «Άξιον Εστί» -είτε γυμνό είτε ενδεδυμένο τον έκπαγλου ωραιότητας μουσικό χιτώνα ενός Θεοδωράκη-, τότε η έστω με κάποιες τυπικές αξιώσεις προοπτική επανόδου στην Ιστορία δεν μπορεί να λογίζεται ως ολοσχερώς χαμένη. Παραμένει ζωντανή άχρι καιρού. Εωσότου πληρωθεί η στιγμή όπου, έχοντάς τα ως μπούσουλα, κάποιος ή κάποιοι αρθούν φιλότιμα στο ύψος των περιστάσεων, σηκώνοντας και την ταυτοτική ολότητα κάπως ψηλότερα. Ανέκαθεν άλλωστε από μια δράκα ανθρώπων πρωτογραπωνόταν ο τόπος ώστε να πάει λίγο μακρύτερα. Ή κατ’ αντιστροφή μια δράκα ανθρώπων πρωτογράπωνε τον τόπο ώστε να τον πάει λίγο πιο πέρα. Δεν εκφράζω αόριστη ευχή, αλλά βαθύτατη πίστη.
Γι’ αυτό στην τωρινή συγκυρία, όπου τουλάχιστον δύο γενιές Ελλήνων απειλούνται με πολιτιστική κι όχι μόνο απονέκρωση –με όποιες συνέπειες αυτό θα επιφέρει ή έχει ήδη επιφέρει στο συλλογικό μέλλον-, όλα τα ανώτερα πολιτιστικά - ταυτοτικά σημεία αναφοράς μας οφείλουμε πάση θυσία να τα διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού, ώστε να μην στραγγίσει κάθε ρανίδα ελπίδας, για τα επιστητά και τα εσχατολογικά ως προοπτική. Γι’ αυτόν τον λόγο, η συγκεκριμένη σελίδα από το «Άξιον Εστί» -αυτή τουλάχιστον- οφείλει να διασωθεί στη συνείδηση και στην καρδιά του μέσου Έλληνα που ξέρει να εκτιμάει και να μετράει αλλιώς τα πράγματα∙ όχι όμως, ως πολιτιστικό απολίθωμα, αλλά ως ζώσα αφορμή, ως σπίθα, επανεύρεσης κι αναζωπύρωσης του είναι μας.
Οι ψηφίδες τρόπου υπάρξεως που περιλαμβάνει το υπόψη απόσπασμα, αρκούν προκειμένου μια ψυχή ευαίσθητη και «αλλοιωμένη» από την Ελληνικότητα να τις στύψει και να στραγγίξει Ελλάδα∙ με ό,τι ευγενικό την χαρακτηρίζει. Κι έπειτα, σαν χρειαστεί, με τούτα τα συστατικά να τη φτιάξει από την αρχή, όπως και πάλι ο Ο. Ελύτης καταμαρτυρεί σε έτερο έργο του.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα ("Καφενείο Μαυροκέφαλου", 1966) είναι έργο του Γιάννης Τσαρούχη.
“Βλέπεις” είπε “είναι οι Άλλοι
και δε γίνεται Αυτοί χωρίς Εσένα
και δε γίνεται μ’ Αυτούς χωρίς, Εσύ
Βλέπεις” είπε “είναι οι Άλλοι
και ανάγκη πάσα να τους αντικρίσεις
η μορφή σου αν θέλεις ανεξάλειπτη να ‘ναι
και να μείνει αυτή.
(Το Άξιον εστί, Η Γένεσις)
…παρά δύναμιν τολμηταί και παρά γνώμην κινδυνευταί και εν τοις δεινοίς ευέλπιδες. (Θουκυδίδου Ιστορίη, Α 70)
Ε να, να η Ιστορία μας, η Ουσία μας, ο Τρόπος μας ο Έλλην. Ειπωμένη εν έλληνι λόγω σε τρεις αράδες. Γιατί ; Διότι, “Πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου και γαρ ουκ ηδυνήθησάν μοι. (Ψαλμός ΡΚΗ’. προμετωπίς στο Άξιον Εστί του Ποιητή μας Οδυσσέα Ελύτη).
Και να γιατί ο Έλλην αγάπησε τόσο πολύ τον Μίκη. Διότι ΕΙΝΑΙ Έλλην τω τρόπω.
Κύριε Τασούδη, ευχαριστώ. Όχι για την ανάλυση. (Ανάλυση = θάνατος. Λεξικό Ι. Σταματάκου). Για την σύνθεση-προσφορά σου.