Αρίστος Δοξιάδης
Στην Ελλάδα ζούμε έναν νέο Διχασμό. Μνημονιακοί και αντι-μνημονιακοί, ευρωπαϊστές και εθνoλαϊκιστές ανταλλάσσουν βαριές κατηγορίες, σε ένα πλαίσιο οργής, καχυποψίας, απογοήτευσης. Και όμως, θα μπορούσαμε να χτίσουμε μια νέα συναίνεση, όπως έκαναν οι Αγγλοι την εποχή του δικού τους διχασμού, για πολιτικές που θα βάλουν την οικονομία σε αναπτυξιακή τροχιά.
Οι κοινωνίες πάντα στηρίζονται σε μια σιωπηρή συναίνεση στη βάση, δηλαδή σε ορισμένες σταθερές που τις αποδέχονται όλοι χωρίς συζήτηση – αλλιώς καταρρέουν. Στην Ελλάδα καταφέραμε επί δεκαετίες να αυξάνονται τα εισοδήματα, να βρισκόμαστε μέσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση, να σπουδάζουμε παιδιά και να χτίζουμε σπίτια. Δεν ήταν όλα απόρροια του υπερδανεισμού και της απάτης. Είχαμε την έφεση για μόρφωση, την εμπορικότητα και την ευρηματικότητα, τις πολλές μικρές περιουσίες, τη σκληρή δουλειά υπό πίεση, την αλληλεγγύη στους κοντινούς μας, την προσωρινή μετανάστευση, τη διασπορά και τη ναυτιλία. Μαζί βέβαια με καιροσκοπισμό, απειθαρχία, ατομισμό. Με αυτό το μείγμα μπορούμε πάλι να πορευτούμε, αν συμφωνήσουμε σε κατάλληλες πολιτικές για να το αξιοποιήσουμε.
Αυτό που λείπει είναι η ειλικρίνεια: να τεθούν σοβαρά στον δημόσιο λόγο οι άτυπες παραδοχές μιας συναίνεσης. Ποιες πολιτικές ταιριάζουν στις πραγματικές μας αξίες; Για παράδειγμα, θέλουμε ειλικρινά ένα δίκαιο ασφαλιστικό σύστημα; Αν ναι, γιατί δεν εξοργιζόμασταν όταν η γειτόνισσά μας έπαιρνε σύνταξη από τα πενήντα της; Ισως δεν μας ένοιαζε επειδή ο καθένας νόμιζε ότι έχει βρει λύση για τον εαυτό του. Εναλλακτικά, μπορεί να μην καταλαβαίναμε πόσο άδικο ήταν το σύστημα, γιατί δεν έχουμε μάθει να κάνουμε τους υπολογισμούς.
Στις πιο επιτυχημένες οικονομίες η σιωπηρή συναίνεση είναι συνειδητή, συζητιέται, κρίνεται, μεταφράζεται σε πολιτικά προγράμματα και σε δημόσιες πολιτικές που συμβαδίζουν με τις αξίες της κοινωνίας. Οι επίσημοι και οι άτυποι θεσμοί αλληλοσυμπληρώνονται, και πάνω σε αυτήν τη θεσμική βάση χτίζεται αίσθημα κοινού συμφέροντος, παραγωγικές μονάδες και εθνικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα.
Σε προβληματικές όμως οικονομίες, όπως η δική μας, η σιωπηρή συναίνεση στη βάση δεν μεταφράζεται σε αντίστοιχη δημόσια πολιτική. Αλλα θέλουμε και άλλα δηλώνουμε. Νόμοι ψηφίζονται, δημόσιες πολιτικές εξαγγέλλονται, και την ίδια στιγμή όλοι ξέρουμε ότι οι πολιτικοί δεν τις εννοούν και οι πολιτικές δεν θα εφαρμοστούν. Τούτη η υποκρισία διαπερνά τόσο το πολιτικό σύστημα όσο και τους ψηφοφόρους. Και καθιστά εξαιρετικά δύσκολο να χαραχθούν πολιτικές που θα αναδείξουν τα πραγματικά ισχυρά στοιχεία της κοινωνίας.
Παράδειγμα υποκρισίας, η στάση του κράτους και της κοινωνίας απέναντι στις «παραγωγικές επενδύσεις». Συρρικνώνονται συνεχώς επί τριάντα χρόνια, αλλά έχουν πάντα την τιμητική τους στον πολιτικό λόγο. Ολοι λέμε ότι τις θέλουμε. Αν όμως πρόκειται για μεγάλες μονάδες δεν τους δίνουμε άδεια να εγκατασταθούν πουθενά. Αν πρόκειται για μικρές, τις φορτώνουμε με τέτοιο βάρος γραφειοκρατίας, που δεν μπορούν ποτέ να βγάλουν κέρδη. Αν πράγματι θέλουμε επενδύσεις, αυτά πρέπει να αλλάξουν. Αλλιώς, ας αποδεχθούμε ότι θα ζήσουμε πιο φτωχά.
Οι στερεότυπες συνταγές, είτε των πολιτικών παρατάξεων είτε των ξένων εμπειρογνωμόνων, αντί να αξιοποιούν τα στοιχεία της σιωπηρής συναίνεσης στη βάση της κοινωνίας, τα αγνοούν και τα απαξιώνουν. Σήμερα όμως δεν έχουμε την πολυτέλεια ούτε για ανεφάρμοστες φανφάρες ούτε για σπατάλες πόρων. Ας συζητήσουμε για δημόσιες πολιτικές που ταιριάζουν με τις δικές μας αξίες και τις δικές μας συμπεριφορές.
πηγή: http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_07/10/2012_497936
Υποθέτω ότι ο αρθρογράφος δεν θα ξεκινούσε το άρθρο του αυτό με το συγκεκριμένο παράδειγμα από την ιστορία της Μ. Βρεταννίας εάν είχε υποψιαστεί τη [b]στενότατη σχέση[/b]η ανάμεσα στην “συσπείρωση των Αγγλων γύρω από ένα κοινό συμφέρον” και τον αποκεφαλισμό του Καρόλου του Α΄, το 1649, δια του οποίου επισφραγίστηκε η λήξη ενός πολυετούς (1642-1649) [b]εμφυλίου πολέμου[/b]…
Ίσως μια γρήγορη ματιά στο έργο του Ρενέ Ζιράρ, και ειδικότερα στα σημεία περί “ιδρυτικού φόνου”, θα τον βοηθούσε να αποφύγει αυτό το παράδειγμα και να αναζητήσει κάποιο άλλο – εάν θα εύρισκε -, σχετικότερο με την καλότατων προθέσεων κινητήρια ιδέα του άρθρου του, δηλαδή με την ιδέα ότι αρκεί η ειλικρίνεια και η αυτογνωσία για να επιτευχθεί κοινωνική συναίνεση.