Σύγχρονη μεταφυσική θεωρία και πατερικός στοχασμός

2
1905

Η αναβίωση της Μεταφυσικής στον χώρο της Αναλυτικής Φιλοσοφίας είναι ένα εντυπωσιακό γεγονός, αν σκεφθούμε ότι είναι τελείως διαφορετικές οι ρίζες αυτής της σχολής σκέψης. Το βιβλίο του Β. Λιβάνιου «Μια περιήγηση στη σύγχρονη Μεταφυσική – Ιδιότητες και Αντικείμενα» (Εκδ. «Οκτώ», Αθήνα 2019) είναι μια λαμπρή παρουσίαση της εν λόγω εξέλιξης, που προξενεί μεγάλο ενδιαφέρον. Θα ήθελα εδώ να σταθώ μόνο σε ένα από τα θέματα που θίγονται στο βιβλίο, και συγκεκριμένα αυτό της σύστασης των αντικειμένων, τα οποία κατά μια θεωρία («bundle theory») αποτελούν σύνθετες οντότητες, που συνίστανται αποκλειστικά από ιδιότητες («properties»).

Η θεωρία αυτή, όσο και αν φαίνεται περίεργο, πρωτοδιατυπώνεται για τους γνώστες της πατερικής θεολογίας όχι στον 20ο αιώνα, αλλά στον τέταρτο, από τους Καππαδόκες. Αρχικά οφείλουμε να πούμε ότι σύμφωνα με τον Μέγα Βασίλειο (Εξαήμερος 1,6) η δημιουργία του κόσμου έχει μια εξωχρονική αρχή. Κάποιος ειδικός γράφει ότι «(κατά τον  Βασίλειο) η δημιουργία δεν συνέβη κάποια στιγμή στο χρόνο. Με βάση τη Γένεση 1.1 ο Βασίλειος υποστηρίζει ότι η αρχή του Χ δεν ειναι ακόμη Χ. Ούτε δείχνει κάποιο μικροσκοπικό μέρος του χρόνου, αλλά μια άχρονη στιγμή στην οποία η δημιουργία λαμβάνει χώρα διαμιάς στο σύνολό της …Ο Βασίλειος απορρίπτει έτσι μια χρονική ερμηνεία της δημιουργίας, υποστηρίζοντας ότι η δημιουργία έλαβε χώρα έξω από τον χρόνο. Ο χρόνος άρχισε να υπάρχει μαζί με τον κόσμο και ιδίως με την κίνηση των πλανητών, όπως ήδη είχε υποστηριχθεί στον Τίμαιο» (Γ. Καραμανώλης, Η Φιλοσοφία του πρώιμου Χριστιανισμού, Αθήνα 2017, σελ. 135). Ερμηνεύοντας αυτή τη διδασκαλία, ο π. Φλορόφσκι λέγει ότι «κατά τον Μέγαν Βασίλειον, η ‘‘αρχή’’ (του κόσμου) δεν είναι ούτε χρόνος ούτε έστω ένα μόριον του χρόνου, όπως ακριβως και η αρχή μιας πορείας δεν είναι ακόμη ‘‘πορεία’’. Η ‘‘αρχή’’ ειναι απλή, ασύνθετος» (π. Φλορόφσκι, Ανατομία Προβλημάτων της Πίστεως, Εκδ. Ρηγοπούλου, Θες/κη 1977, σελ. 8). Στην αρχή δηλαδή υποκρύπτεται ο δυναμισμός ενός ξεκινήματος, που το καθιστά μυστηριώδες το γεγονός ότι έξω από τον χρόνο δεν υπάρχει χρόνος, αλλά η θεία αιωνιότητα. Περαιτέρω, οι Πατέρες άρχισαν να υποστηρίζουν τη θεωρία ότι τα αντικείμενα είναι δέσμες ιδιοτήτων («bundle theory») και όχι προϊόντα ενός υλικού υποστρώματος στο οποίο αποδίδονται κατηγορήματα, στην προσπάθειά τους να αποκοπούν από την αρχαιοελληνική παράδοση, κατά την οποία ένας Θεός Δημιουργός δημιούργησε τον κόσμο από προϋπάρχουσα ύλη (η οποία είναι αιώνια). Ο Βασίλειος  απορρίπτει ακόμη και την αριστοτελική θεωρία ότι υπάρχει κάποιο άφθαρτο κοσμικό στοιχείο, ο αιθέρας, που συγκροτεί τους ουρανούς – ο Αριστοτέλης πίστευε ότι οι ουρανοί ειναι άχρονοι και αδημιούργητοι. Για τον χριστιανισμό όμως, ακόμη και οι ουρανοί (δηλ. τα άστρα) είναι και αυτά κτιστά. Γι’ αυτό ο Μέγας Βασίλειος τονίζει ότι δεν υπάρχει κανένα υλικό υπόστρωμα των  ενδοκοσμικών όντων ή εν γένει μια υλική ουσία στερημένη στην απαρχή της από οποιαδήποτε ιδιώματα. Τα ιδιώματα, είναι το αξίωμά του, συγκροτούν την ύλη- ολόκληρος ο κόσμος δημιουργήθηκε «εκ του μηδενός». Γράφει συγκεκριμένα, μιλώντας για το στοιχείο της «γης», που μερικοί θεωρούσαν ως προϋπάρχον της δημιουργίας, ότι «αν αφαιρέσουμε το μαύρο, το κρύο, το βαρύ, το πυκνό, τις ποιότητες που αφορούν τη γεύση ή όποιες άλλες ποιότητες βλέπουμε, δεν πρόκειται να βρούμε κανένα υπόστρωμα» (Εξαήμερος 1, 8, βλ. Καραμανώλης σελ. 136).

Ο Βασίλειος πιστεύει ότι για κάθε αισθητό υπάρχει μια ξεχωριστή ποιότητα που το διαχωρίζει απο τα άλλα υπαρκτά και χαρακτηρίζει τη φύση του. Για το νερό η εν λόγω ποιότητα είναι το ψυχρό, για τη φωτιά το θερμό, για τη γη το  ξηρό, και για τον άνθρωπο ο λόγος, λέγει στην Εξαήμερο (4,5). Αυτό ισχύει ακόμη και για το Θεό, του οποίου η «ιδιότης» έγκειται στο να είναι ζωή, φως και αγαθότητα. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να συμπεράνουμε ότι είναι οι νοητές ποιότητες που συγκροτούν τον κόσμο, καθώς αυτός είναι, επειδή το θέλησε ο Δημιουργός του, «καλός λίαν». Και μπορεί το κτιστό με το άκτιστο να μην έχει καμιά απολύτως σχέση, ωστόσο τα όντα μετέχουν του Θεού: το φως του ήλιου αντανακλά τη θείο φως, η γήινη ζωή μιλά για τη θεία και η κτιστή αγαθότητα που διαπερνά τα όντα είναι εικόνα της θείας αγαθότητας.

Έχει μάλιστα ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι ο Μέγας Βασίλειος θέτει το ίδιο ερώτημα με αυτό που θέτουν οι θεωρητικοί της «bundle theory» σήμερα: τι κρατά αυτές τις ποιότητες ενωμένες; Ο Βασίλειος απαντά ότι οι ποιότητες μένουν σε συνοχή με τα πράγματα στα οποία ανήκουν και τα οποία χαρακτηρίζουν λόγω της δύναμης του Θεού, η οποία συνίσταται στο να τα ενοποιεί («ήνωται», δες Καραμανώλης, σελ. 137). Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει τίποτε απολύτως στα πράγματα καθαυτά, που τα κάνει να υπάρχουν με τις ποιότητές τους ενωμένες, δεν υπάρχει δηλαδή, όπως επανειλημμένως είπαμε, κανένα υπόστρωμα  που να λειτουργεί ως ο συνδετικός αρμός. Το μόνο ενοποιητικό στοιχείο είναι η δύναμη του Θεού: θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο Θεός ενέβαλε και κάποιους νόμους στη φύση, οι οποίοι  κρατούν ενωμένες τις διάφορες νοητές ποιότητες ενός αντικειμένου, νόμους που εξηγούν και τη μεγάλη συνοχή που έχουν τα όντα. Ήδη, για τον σοφό Καππαδόκη πατέρα, από την κιόλας πρώτη στιγμή της δημιουργίας, οι ποιότητες δημιουργήθηκαν έτσι ώστε να συναρμόζονται μεταξύ τους.

Αν έτσι έχουν τα πραγματα με τους Πατέρες, στη σύγχρονη φιλοσοφία οι θεωρητικοί της θεωρίας δέσμης υποστηρίζουν ακριβώς αυτό το πράγμα: «σύμφωνα με τη θεωρία δέσμης, ένα αντικείμενο είναι μια οντολογικά σύνθετη οντότητα, που συνίσταται αποκλειστικά από ιδιότητες» (Λιβάνιος,  σελ. 189), ενώ η αντίπαλη θεωρία («bare substrata theory») υποστηρίζει ότι «υπάρχουν οντότητες που ανήκουν σε διαφορετική κατηγορία από τις ιδιότητες και οι οποίες μαζί με αυτές συγκροτούν τα αντικείμενα» (Λιβάνιος, σελ. 227).

Θα προσπαθήσουμε εδώ να υποστηρίξουμε την καππαδοκική θέση,  παίρνοντας  αφορμή από τους προβληματισμούς που αναπτύσσονται στο  προαναφερθέν βιβλίο του Β. Λιβάνιου, με απώτερο σκοπό να καταδειχτεί απλώς το γεγονός  ότι οι Πατέρες της Εκκλησιας  μπορούν να μας δώσουν αφορμή για σπουδαίο φιλοσοφικό στοχασμό, ενώ εμείς σήμερα τους αγνοούμε. Μια αντίρρηση ορισμένων ενάντια στη θεωρία δέσμης αποτελεί το γεγονός ότι «αν ένα αντικείμενο δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια δέσμη ιδιοτήτων, τότε φαίνεται ότι δεν έχει τη δυνατότητα αλλαγής. Τα μέλη μιας δέσμης δεν μπορούν να  αλλάξουν και η δέσμη να παραμείνει η ίδια. Αν έστω και μια ιδιότητα της δέσμης που συνιστά ένα αντικείμενο αλλάξει, τότε αλλάζει και η δέσμη. Το αντικείμενο λοιπόν παύει να υπάρχει και αντικαθίσταται από ένα άλλο» (Λιβάνιος, σελ. 190). Ας λάβουμε λοιπόν το παράδειγμα μιας πέτρας, η οποία αποτελεί έναν συνδυασμό ποιοτήτων όπως το βάρος αυτής, το χρώμα, το σχήμα, η έκταση κ.λπ., η οποία κείται σε έναν αγρό της εξοχής. Αν αλλάξει ο όγκος της, κοπεί δηλαδή σε δύο κομμάτια, τότε πράγματι έχουμε τη μεταβολή της πέτρας σε δύο αντικείμενα – και γενικά, είναι ιδιότητα όλων των υλικών πραγμάτων ότι μπορούν να διαιρεθούν σε διάφορα μέρη, εφόσον είναι εκτατά, απλώνονται δηλαδή στο χώρο. Ο χωρόχρονος, και οι διάφορες διαστάσεις του, χωρικές (μπροστά, πίσω, πάνω, κάτω κ.λπ.) και χρονικές (παρελθόν, παρόν, μέλλον) πρέπει να αποτέλεσαν πρωτο-νοερές συλλήψεις της θείας δημιουργίας, οι οποίες και έχουν υπαρξιακό μέγεθος (μια άλλη αρχή της πατερικής θεολογίας, που δεν συλλαμβάνει βέβαια η σύγχρονη Μεταφυσική, είναι ότι τα πάντα έγιναν για τον άνθρωπο). Πιο συγκεκριμένα, και ο χώρος αλλά και ο χρόνος αποτελούν τις κατάλληλες διαστάσεις για να λάβει χώρα μία ακόμη πιο σημαντική από αυτά πρωτο-νοερή σύλληψη, με υπαρξιακό περιεχόμενο, η «κίνησις», η οποία, κατά τον άγιο Μάξιμο, ωθεί τα όντα προς τον Θεό. «Ουδέν των γενομένων το παράπαν τω καθ’ αυτό λόγω ακίνητον εστίν, ουδ’ αυτών των αψύχων και αισθητών», γράφει ο όσιος (Περί διαφόρων αποριών Θ). Πράγματι, η «κίνησις» σημαίνει τη δυνατότητα των όντων για ανάπτυξη, μεταβολή και μεταμόρφωση. Όλα κινούνται προς το Θεό, την απειρία του Οποίου «συμ-βολίζουν» η απειρία του χώρου και του χρόνου. Μαζί με τις πρωτο-έννοιες αυτές και επειδή το σύμπαν ήταν εξαρχής ανθρωποκεντρικό -στον άνθρωπο κυρίαρχη είναι η έννοια του εαυτού και της αυτοπραγμάτωσης διά της μετανοίας και του πνευματικού αγώνα- θα πρέπει να δημιουργήθηκε και η έννοια (χρησιμοποιώ μια αδόκιμη λέξη εδώ) της «αυτότητας», της ιδιότητας δηλαδή κάτι να είναι ο εαυτός του. Επειδή μάλιστα είναι κυρίαρχη αυτή η αρχή στον άνθρωπο, προβάλλεται και στον αντικειμενικό κόσμο εκεί-έξω. Βλέπουμε π.χ. ένα θρανίο που αποτελείται από εντελώς διακριτά μέρη –ένα ξύλινο και ένα μεταλλικό- και το αντιμετωπίζουμε ως ένα και μοναδικό αντικείμενο. Τοποθετούμε μια ξύλινη επιφάνεια δίχως αρμούς σε τέσσερα ξύλινα πόδια και έχουμε «ένα» τραπέζι, μολονότι από μια άλλη άποψη πρόκειται για ένα συνονθύλευμα πέντε αντικειμένων. Το ακρότατο «όριο» αυτής της διαδικασίας αυτότητας είναι αντικείμενα όπως μια πέτρα, με την ίδια περίπου παντού σύσταση, στην οποία επιδρούν ενοποιητικά και διάφορες αρχές ή νόμοι της φυσικής (π.χ. ο νόμος της βαρύτητας, που δίνει και στα μεγάλα ουράνια σώματα το σφαιρικό σχήμα). Αν η πέτρα αλλάξει χρώμα, γιατί εμείς την βάψαμε, τότε στην πραγματικότητα έχουμε το παλαιό αντικείμενο μεγεθυμένο κατά μία στρώση χρώματος, άρα στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με κάτι καινούργιο, το παλιό αντικείμενο συν λίγη ύλη ακόμη. Ωστόσο, επειδή η ικανότητα μεταβολής και μεταμόρφωσης χαρακτηρίζει τον άνθρωπο, προβάλλουμε και στα αντικείμενα τη δυνατότητα αυτή, θεωρώντας ότι η πέτρα παραμένει το ίδιο ακριβώς αντικείμενο, εφόσον μάλιστα, λόγω της βαρύτητας και των λοιπών φυσικών νόμων συμπεριφέρεται ακόμη σαν κάτι ενιαίο. Αν ωστόσο θερμάνουμε αυτή την πέτρα σε πολύ υψηλή θερμοκρασία και πάρουμε ασβέστη, ας πρόκειται για την ίδια περίπου ποσότητα ύλης, οι διάφορες φυσικοχημικές μεταβολές εντός του αντικειμένου το μεταμορφώνουν σε κάτι άλλο.

Κατά συνέπεια, και δεδομένου του ανθρωπολογικού προσανατολισμού όλης της κτίσεως, ένα αντικείμενο αλλάζει ενώ μένει ταυτόχρονα το ίδιο: επιδιορθώνοντας ένα κτήριο λίγο – λίγο, στο τέλος φτάνει να αποτελείται από τελείως διαφορετική ύλη, από μια άλλη άποψη όμως είναι το ίδιο πάντα κτήριο (υποθέσουμε ότι η εκτενώς αποτεφρωθείσα Νοτρ Νταμ των Παρισίων μετά την ανοικοδόμησή της θα παραμείνει το ίδιο κτήριο). Αν δεν υπήρχε η ανθρωπολογική αρχή, θα επρόκειτο για κάτι άλλο- είναι αξιοσημείωτο ότι στο κτήρια, από την άποψη αυτή, κυρίαρχη ειναι η μορφή τους και η αρχιτεκτονική τους σύλληψη (ως «μαστοριά» επίσης της πέτρας) παρά αυτό καθαυτό το υλικό.

Σύμφωνα με μια άλλη ένσταση, «αν υιοθετήσουμε τη θεωρία δέσμης θα πρέπει να δεχθούμε ότι όλες οι ιδιότητες ενός αντικειμένου ειναι αναγκαίες… Όπως μια δέσμη δεν μπορεί να αλλάξει μέλη κατά τη διάρκεια του χρόνου και να παραμείνει η ίδια, παρομοίως δεν θα μπορούσε να έχει διαφορετικά μέλη και να ειναι η ίδια. (Κατ’ αυτόν τον τρόπο…) καμιά ιδιότητα ενός αντικειμένου δεν μπορεί να ειναι ενδεχομενική )» (Λιβάνιος, σελ. 191). Παρά την σύστασή τους, ως αποτελούμενα από  ιδιότητες, πρέπει να υποθέσουμε ότι τα αντικείμενα λειτουργούν ως «όντα» με την πλέον θεμελιώδη έννοια, αυτή που μας υπέδειξε ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής, ο οποίος δεν κάνει τόσο λόγο για «κόσμο» όσο για όντα. Το χωροχρονικό συνεχές και οι νόμοι της ύλης, το καθαρά κοσμολογικό δηλαδή στοιχείο, μπορεί να είναι ένα αναγκαίο υπόστρωμα για να αναφανούν στο «φως» τα διάφορα απτά αντικείμενα, στην πραγματικότητα όμως αυτά αποκτούν μια οντολογική προτεραιότητα έναντι των κοσμολογικών προϋποθέσεών τους. Αυτά είναι που κινούνται πρωτίστως προς τον Θεό, ενώ ο χωροχρόνος και οι νόμοι της φύσης στην εσχατολογία θα υπερβαθούν. Αυτός ο δυναμισμός των όντων πρέπει να πιστέψουμε ότι επιγίγνεται στο κοσμολογικό και νοερό τους υπόβαθρο, οπότε αυτά μπορούν να μεταμορφώνονται ή και απλώς να αλλάζουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Υπάρχει ένα είδος τελεολογίας, όπως μας διδάσκει ο άγιος Μάξιμος με τους «λόγους των όντων». Μια πέτρα μπορεί να διαλυθεί και να μεταβληθεί σε ασβέστη, που θα λαμπρύνει το εξωτερικό ενός αιγαιοπελαγίτικου ναΐσκου. Τα όντα μετέχουν του Θεού και μπορούν έτσι να μεταμορφώνεται. Τα φυτά μπορούν να μεταβάλλονται σε άνθη που στολίζουν την εικόνα του Χριστού και της Παναγίας, ενώ για τα αηδόνια έλεγε ο άγιος Πορφύριος ότι δεν αποκλείεται να ειναι άγγελοι του Θεού που Τον υμνούν με αυτή την εξωτερική μορφή. Η δημιουργία έλαβε χώρα σε πολλά στάδια και η «Γένεσις» κάνει λόγο (1.3) για πρωταρχική δημιουργία του φωτός -το νοερό στοιχείο- και κατόπιν την γένεση όντων προικισμένων με δυναμισμό. Και είναι ο κόσμος η ολότητα των όντων που μετέχει στο θείο κάλλος και πορεύεται στην κατά μέθεξη σχέση με τον Θεό.

Μια άλλη αντίρρηση έχει να κάνει με το ότι «η θεωρία δέσμης δεν θέτει κάποιους περιορισμούς όσον αφορά τις συλλογές ιδιοτήτων, με αποτέλεσμα οποιοδήποτε σύνολο ή μερολογικό άθροισμα ιδιοτήτων να μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά ένα αντικείμενο. Το πρόβλημα είναι ότι υπάρχουν πολλά σύνολα ασυμβίβαστων ιδιοτήτων στα οποία αναγκαία δεν μπορούν να αντιστοιχούν αντικείμενα» (Λιβάνιος, σελ. 191-2). Για την ορθόδοξη θεολογία, ο Θεός ενέβαλε νόμους στην «ύλη» – σε αυτή την αθροιστική ποιότητα των νοερών ιδιωμάτων-, οι οποίοι δεν πρέπει να θεωρηθούν απαυγάσματα της ίδιας της ύλης, καθώς ειναι μη νοητό να πει κανείς ότι η ύλη υπακούει στον εαυτό της. Ειναι περίεργο ίσως για τη φυσική επιστήμη, που αγωνίζεται να θεμελιώσει τους νόμους στην ίδια της σύσταση της ύλης, να ακούει από την πατερική θεολογία ότι οι φυσικοί νόμοι δεν είναι αναγώγιμοι στα στοιχειώδη σωματίδια, αλλά υπάρχουν ξεχωριστά από αυτά. Πάντως, μέχρι στιγμής οι φυσικοί επιστήμονες ανακαλύπτουν ολοένα και πιο «λεπτεπίλεπτους» φυσικούς νόμους, καθώς οι παλαιότεροι –πχ οι νευτώνειοι- εξηγούνται και αντικαθίστανται από τους νόμους της σχετικότητας ή της κβαντικής μηχανικής. Ωστόσο, δεν έχει υπάρξει απολύτως κανένα επιστημονικό πρόγραμμα προσπάθειας εξάλειψης της έννοιας «νόμος» από τη φυσική και αντικατάστασής της από αυτό τούτο το πρωτογενές υλικό, τα οιοδήποτε μικροσωματίδια. Οι νόμοι αυτοί, εμφυτευθέντες από τον Θεό εντός του κόσμου, είναι ίσως υπεύθυνοι και για τον σχηματισμό των όντων από τις νοερές ποιότητες – αυτό είναι το πνεύμα της πατερικής κοσμολογίας του 4ου αιώνα, καθώς ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε απλώς από τον Θεό αλλά συντηρείται διαρκώς από Αυτόν. Ο Δημιουργός προνοεί διαρκώς υπέρ της κτίσεως.

Ο δυναμισμός των όντων, για τον οποίο περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον μίλησε, όπως είπαμε, ο άγιος Μάξιμος, απαντά και στην επόμενη ένσταση, που θέτει η ερώτηση «γιατί οι δέσμες ιδιοτήτων ειναι αντικείμενα και όχι σύνθετες ιδιότητες;» (Λιβάνιος, σελ. 192). Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν σύνθετες ιδιότητες, αποτελούμενες από απλούστερες, αλλά μένει στην επιστήμη να μας διαφωτίσει πώς ακριβως από την συνδρομή ορισμένων νοερών ποιοτήτων προκύπτει ένα αντικείμενο και όχι κάποια σύνθετη ποιότητα ή ιδιότητα.

Είδαμε μερικές από τις ενστάσεις της αναλυτικής φιλοσοφίας στην πατερική κοσμολογία – πατερική θεολογία και σύγχρονη επιστήμη μπορούν να μπουν σε μεταξύ τους διάλογο. Εδώ θα  τελειώσουμε με την ακόμη πιο προχωρημένη κοσμολογία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, για τον οποίο «η ύλη καθαυτήν δεν υπάρχει πραγματικά∙  εκείνο που υπάρχει είναι ποιότητες όπως το ψυχρό και το θερμό, το ξηρό και το υγρό, το ελαφρύ και το βαρύ, το χρώμα και το σχήμα, (ενώ) η σύγκλιση αυτών των ποιοτήτων συνιστά αυτό που αποκαλούμε ύλη» (Καραμανώλης, σελ. 139-140). Μην περιμένουμε πλήρη αντιστοιχία μεταξύ των ποιοτήτων που μπορεί να θέσει η σύγχρονη φυσική και αυτών που κατονομάζουν οι Καππαδόκες, ακολουθώντας την τότε κοσμολογία. Φυσικά σήμερα θα γίνει λόγος για άλλες ποιότητες, το σημαντικό όμως είναι ότι αποκλείεται να υπάρχει ένα αυτοθεμελιωνόμενο υλικό υπόστρωμα, που εξηγεί τον εαυτό του. Ο Θεός δεν δημιούργησε πραγματικά ύλη, αλλά με μια πράξη της βούλησής του δημιούργησε όλα τα όντα από σκέψεις του νου του, υποστηρίζει ο Γρηγόριος, λέγοντας το εξής: «όντας ικανός για τα πάντα, με τη σοφή και ισχυρή του βούληση, ο Θεός, προκειμένου να δημιουργήσει όλα τα όντα, συνέστησε όλα τα πράγματα μέσω των οποίων συγκροτείται η ύλη: το ελαφρύ, το βαρύ, το πυκνό, το αραιό, το μαλακό… Όλα αυτά είναι καθαυτά έννοιες και απλές σκέψεις. Κανένα τους δεν είναι ύλη από μόνο του, αλλά γίνονται ύλη όταν συνδυάζονται το ένα με το άλλο (Απολογία εις Εξαήμερον, 69C, βλ. Καραμανώλης σελ. 140). Ο Γρηγόριος μιλά σε ένα πλαίσιο όπου προσπαθεί να υποστηρίξει την ανάσταση των σωμάτων έναντι των ειδωλολατρών που έλεγαν ότι ειναι αδύνατον να συμβεί: «αφού αυτές οι ποιότητες, γράφει, που συστήνουν το σώμα συλλαμβάνονται από τον νου και όχι από τη αισθητηριακή αντίληψη, και αφού το θείο είναι φύση νοερή, ποιο ειναι το πρόβλημα για εκείνον (τον Θεό) να δημιουργήσει τις σκέψεις των νοητών οντοτήτων, ο συνδυασμός των οποίων δημιουργεί για χάρη μας την υλική φύση;» (Περι Ψυχής και Αναστάσεως, 124CD ). Σημειωτέον ότι το πρόβλημα τού πώς μπορούν να αναστηθούν τα σώματα έχει αναβιώσει σήμερα στα πλαίσια της αναλυτικής φιλοσοφίας (δες στη συλλογή δοκιμίων «Επιχειρήματα για την ύπαρξη του Θεού», Άρτος Ζωής, Αθήνα 2019, το δοκίμιο της Μ. Βενιέρη, «Η  ανάσταση των σωμάτων και η προσωπική ταυτότητα», σελ. 415-445). Κατά τον Γρηγόριο, μάλιστα, τα συστατικά της ύλης έχουν τα πρότυπά τους στον θεϊκό νου, αντίθετα από την ίδια την ύλη. Δεν θα επιμείνω άλλο στην παρουσίαση της πατερικής θεωρίας, θα παρουσιάσω μόνο ένα κείμενο του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, που συνιστά την απαρχή του προβληματισμού του (ολόκληρη η θεωρία ειναι  αδύνατον να παρουσιαστεί εδώ): «Βλέπουμε ότι η ύλη συγκροτείται από συστατικές ποιότητες. Αν η ύλη στερηθεί αυτές τις ποιότητες, δεν θα μπορεί να τη γνωρίσει ο λόγος. Και ο λόγος σχετίζεται με τον νου, όχι  με το σώμα. Ας υποθέσουμε ότι καλούμαστε να εξετάσουμε ένα ζώο, ένα κομμάτι ξύλο ή οτιδήποτε άλλο έχει υλική σύσταση. Μέσω μιας διαδικασίας νοητικής διαίρεσης, αναγνωρίζουμε πολλά πράγματα  που σχετίζονται με το υλικό υπόστρωμα, και ο λόγος του καθενός από αυτά δεν είναι αναμεμειγμένος με τα άλλα πραγματα που εξετάζουμε ταυτόχρονα.  Γιατί ο λόγος του χρώματος και του βάρους ειναι διαφορετικός, το ίδιο και εκείνος της ποσότητας και της απτής ποιότητας. Γιατί το μαλακό και το δυο πήχες μάκρος και άλλα πράγματα που αποδίδονται ως κατηγορήματα δεν συγχωνεύονται το ένα με το άλλο, ούτε με το σώμα στο λόγο μας γι’ αυτά» (Περί κατασκευής του ανθρώπου 212 D -213A, βλ. Καραμανώλης σελ. 141). Ο Γ. Καραμανώλης σχολιάζει ότι «η κύρια θέση του Γρηγορίου είναι ότι αντιλαμβανόμαστε τον κάθε λόγο ως διακριτό από τον άλλο. Ο επιστημικά διακριτός χαρακτήρας των λόγων δεν ειναι ψευδαίσθηση, άλλα συνέπεια του γεγονότος ότι είναι διακριτοί στην πραγματικότητα… Αυτό, κατά τη γνώμη του (Γρηγορίου), σημαίνει ότι ειναι διακριτοί και στον θεϊκό νου. Κατά την άποψη του Γρηγορίου, ο Θεός δεν δημιουργεί συνδυάζοντας τις σκέψεις του∙ αντιθέτως, οι σκέψεις του Θεού συνδυάζονται ως ποιότητες όταν βρίσκονται έξω από τον θεϊκό νου. Υπό αυτή την έννοια τα συστατικά της ύλης έχουν τα πρότυπά τους στον θεϊκό νου, αλλά η ύλη ως τέτοια όχι. Για τον Γρηγόριο την κύρια ευθύνη της σύστασης των λόγων την έχει μια πράξη της θείας βούλησης… Αυτό δεν σημαίνει φυσικά  ότι ο Θεός δεν είναι υπεύθυνος για τον συνδυασμό των λόγων. Αντιθέτως, η ιδέα του Γρηγορίου φαίνεται να είναι ότι μόλις ή εφόσον συσταθούν οι λόγοι στο νου του Θεού, προβάλλονται έξω από αυτόν, και αυτό ισοδυναμεί με την δημιουργία του κόσμου» (Καραμανώλης, σελ. 141-2). Και τέλος, ο Γρηγόριος δεν αρνείται ότι υπάρχουν υλικά αντικείμενα, αυτό που αρνείται ειναι η ανεξάρτητη ύπαρξη της ύλης.

                                                ***************

Σταματώ εδώ την ανάλυση της πατερικής κοσμολογίας. Ελπίζω να έγινε αντιληπτή στον αναγνώστη η επικαιρότητά της για την φιλοσοφία, η οποία και αγνοεί ότι κάποια από τα βασικά θέματά της συζητήθηκαν στους Έλληνες  Πατέρες.  Ο πλούτος της παράδοσής μας μας επιβάλλει να την μελετήσουμε όσο το δυνατόν καλύτερα. 

πηγήΑντίφωνο

2 Σχόλια

  1. Αγαπητέ Δημήτρη σε ευχαριστούμε για τον γόνιμο στοχασμό που φανερώνει πως οι Πατερικές ρίζες διαφυλάττουν οντολογικές ποιότητες. Το κρίσιμο σημείο είναι να συνειδητοποιήσουμε πώς λειτουργεί αυτός ο στοχασμός στην πράξη του καθημερινού βίου. Την αναπνοή ως πνευματικότητα- καθώς έλεγε ο Ν.Γ. Πεντζίκης- έτσι ώστε ο λόγος της ύπαρξής μας, κάθε πόρος και κίνησή μας, καθημερινά να μετουσιώνεται σε επιούσιο άρτο του σύμπαντος.

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ