Πέρασε ἕνας μῆνας μετὰ τὴν πολυαναμενόμενη Μεγάλη Σύνοδο, μὲ τὴν συμμετοχὴ τῶν δέκα ἀπὸ τὶς δεκατέσσερις αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες ἐκκλησίες (ἀπεῖχαν τὴν τελευταία στιγμὴ παρὰ τὴν συμφωνία σὲ προσυνοδικὸ ἐπίπεδο οἱ ἐκκλησίες τῆς Ἀντιόχειας, Ρωσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας). Διαβάζοντας τὸ Μήνυμα τῆς Μεγάλης καὶ Ἱερᾶς Συνόδου «πρὸς τὸν ὀρθόδοξο κόσμο καὶ κάθε ἄνθρωπο καλῆς θελήσεως», αἰσθάνθηκα πὼς ὁ προσδιορισμὸς «πρὸς κάθε ἄνθρωπο καλῆς θελήσεως» εἶναι ἐξαιρετικὰ ἐπιτυχής, καθὼς δημιουργικὰ ἀνοίγει τὸν διάλογο πρὸς ὅλους. Σὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα, θὰ ἦταν ἐνδιαφέρον νὰ ἀκολουθήσουμε τοὺς στοχασμοὺς «ἑνὸς ἀνθρώπου καλῆς θελήσεως» (ποὺ τυγχάνει καὶ ὀρθόδοξος), μὲ ἔμφαση οἱ στοχασμοὶ αὐτοὶ νὰ ἐκφρασθοῦν ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ ξεκάθαρα, ἐπιστημονικὰ καὶ ἀμερόληπτα.
Ἔχοντας, κατ᾽ ἀρχήν, ὑπ᾽ ὄψιν τὶς πολύχρονες προσπάθειες προετοιμασίας αὐτῆς τῆς πολυπόθητης Σύναξης τῶν ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν, καὶ τὸν πολυετή, ἀκάματο καὶ ἐπιτυχὴ συντονισμὸ ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, μόνον δοξολογία ὀφείλουμε στὸν Θεὸ καὶ εὐχαριστία στοὺς συμμετέχοντας στὴν Σύνοδο αὐτή, ποὺ ἔλαβε χώρα κατόπιν ἑξήντα τεσσάρων ἐτῶν προετοιμασίας. Παρὰ τὶς ἀποχὲς τῆς τελευταίας στιγμῆς, οἱ προκαθήμενοι τῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν συναντήθηκαν, συνομίλησαν ἐν Πνεύματι καὶ ἀπηύθυναν μὲ μία φωνὴ ἀποστολικῆς ἐνότητος τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ὀρθόδοξο κόσμο, ὁ ὁποῖος ἀπὸ δεκαετίες ἀνέμενε μία διακήρυξη τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὴ πολυπολιτισμικὴ καὶ πολυεπίπεδη οἰκουμένη. Τὰ θετικὰ αὐτῆς τῆς πνευματικῆς Σύναξης, ὡς αὐτοτελοῦς ἀλλὰ καὶ ὡς ἀπαρχή, εὐχῆς ἔργον, μιᾶς νέας σειρᾶς μεγάλων Συνόδων, ἔχουν ἤδη συζητηθεῖ καὶ θὰ ἀποτιμηθοῦν περισσότερο στὸ μέλλον. Εἶναι πολὺ σημαντικό, γιὰ παράδειγμα, νὰ ὑπενθυμίζεται στὸν καταρρέοντα περιβαλλοντικὰ κόσμο ἡ παλαιοδιαθηκικὴ κλήση πρὸς μία κατανόηση ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι «οἰκονόμος», καί ὄχι «κάτοχος» τῆς δημιουργίας. Μία σιωπηλὴ πρόκληση στὸν ὑπερκαταναλωτισμὸ γιὰ μία ἄλλου εἴδους ἀσκητική, σεβόμενη τὴν «ἔλλογη», γεμάτη πνευματικὰ νοήματα δημιουργία γιὰ τὴν ὑπέρβαση μιᾶς ἀτομικῆς-χρηστικῆς θεώρησης. Μία ἀκόμη ἐξαιρετικὰ ἐλπιδοφόρα διαπίστωση τοῦ μηνύματος, ποὺ καθιερώνει ἐποικοδομητικὴ ἀνάγνωση τῆς πραγματικότητος, εἶναι ὅτι ὁ δυτικός πολιτισμός φέρει ἀνεξίτηλη τή σφραγίδα τῆς διαχρονικῆς συμβολῆς τοῦ Χριστιανισμοῦ. Σὲ ἐποχὲς ποὺ βρίθουν οἱ φοβικὲς καὶ φονταμενταλιστικὲς τάσεις, ἡ πολωμένη ἀντιμετώπιση τῆς «δύσης», σὲ χῶρο καὶ χρόνο ὅπου πλέον ὁ διαχωρισμὸς δύση καὶ ἀνατολὴ ἐν πολλοῖς δὲν ἰσχύει, εἶναι ἐλπιδοφόρο νὰ ἀκοῦμε ἀπὸ τὴν φωνὴ τῆς ὀρθόδοξης Συνόδου αὐτὸ τὸ κάλεσμα τῆς ἑνοποιημένης θεώρησης τῶν πραγμάτων καὶ τοῦ κόσμου, στὸν ὁποῖο ἀνήκουμε ὅλοι ἐμεῖς, πέρα ἀπὸ ψευδαισθήσεις μιᾶς «ἀποτυχημένης δύσης» καὶ μιᾶς «ἐπιτυχημένης καθ᾽ ἡμᾶς ἀνατολῆς» (μήπως ἡ τελευταῖες πνευματικὲς καὶ ὑλικὲς κρίσεις δὲν μᾶς δίδαξαν τίποτε;)...
Πολλὰ τὰ θετικὰ τοῦ μηνύματος. Ἀλλὰ φυσικὰ κάθε κείμενο εἶναι ἀξιόλογο ὄχι μόνον ἀπὸ τὰ θετικά του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ ἐρωτήματα ποὺ προκαλεῖ. Λίγο παρακάτω διαβάζουμε: Ὡς πρός τό θέμα τῶν σχέσεων τῆς χριστιανικῆς πίστεως καί τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποφεύγει τήν κηδεμονία τῆς ἐπιστημονικῆς ἀναζητήσεως καί δέν λαμβάνει θέση πάνω σέ κάθε ἐπιστημονικό ἐρώτημα... Ἡ σύγχρονη ἀνάπτυξη τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν καί τῆς τεχνολογίας ἐπιφέρει ριζικές ἀλλαγές στή ζωή μας… Παρ᾽ ὅλα αὐτά, ἔχει καί ποικίλες ἀρνητικές ἐπιπτώσεις… Ἡ ἐπιστημονική γνώση, ὅσο κι ἄν ἐξελίσσεται μέ ταχύτατους ρυθμούς, δέν κινητοποιεῖ τήν βούληση τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε δίνει απάντηση στά σοβαρά ἠθικά καί ὑπαρξιακά προβλήματα, στήν ἀναζήτηση γιά τό νόημα τῆς ζωῆς καί τοῦ κόσμου. Αὐτά ἀπαιτοῦν πνευματική προσέγγιση, τήν ὁποία ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐπιχειρεῖ μέ τήν Βιοηθική πού βασίζεται στήν χριστιανική ἠθική καί στήν πατερική διδασκαλία.
Δὲν γνωρίζω πῶς ἀκριβῶς σκέφθηκαν οἱ συντάξαντες τὸ κείμενο, ποιὰ ἀκριβῶς προοπτικὴ πρόβαλαν ὡς πλέον ἀπαραίτητη. Σίγουρα ἀποτιμᾶται θετικὰ ἡ ἀναφορὰ στὶς θετικὲς ἐπιστῆμες (φυσική, βιολογία, γενετική, νευροφυσιολογία), οἱ ἐξελίξεις τῶν ὁποίων εἶναι τέτοιες ὥστε νὰ διαπερνοῦν ἠθικὲς ἀξίες καὶ νὰ χρειάζεται ἡ ρυθμιστικὴ ἐπέμβαση τῆς βιοηθικῆς σὲ θέματα ποὺ ἅπτονται τῆς ἀξίας τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς (εὐθανασία, ἐκτρώσεις, κ.λπ.), ὅπως καὶ γιὰ ὅλες ἐκεῖνες τὶς παρεμβατικὲς μεθόδους ποὺ ἐγείρουν θέματα ἠθικῆς. Συζητώντας, ὡστόσο, σὲ ἀκαδημαϊκοὺς κύκλους μὲ ἀρκετοὺς «ἀνθρώπους καλῆς θελήσεως» κατέστη προφανὲς τὸ ἐρώτημα ὅλων, γιὰ ποιὸν ἀκριβῶς λόγο οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου δὲν ἀναφέρθηκαν καθόλου στὶς ἀνθρωπιστικὲς (humanities) καὶ στὶς κοινωνικὲς ἐπιστῆμες (social sciences), ποὺ ὁπωσδήποτε διαχωρίζονται ἀπὸ τὶς θετικές. Γιὰ τὶς θετικὲς ἐπιστῆμες βεβαίως κατατέθηκε ὅτι δὲν ὀφείλει ἡ ὀρθόδοξη θεολογία νὰ λαμβάνει θέση γιὰ κάθε ἐξέλιξη, ἀλλὰ ὑπαινίσσεται σαφῶς τὴν ἐπέμβαση τῆς βιοηθικῆς, ὅπως εἴδαμε. Γιατὶ λοιπὸν ἕνας τεράστιος χῶρος τοῦ φάσματος τῶν ἐπιστημῶν (φιλοσοφία, ψυχολογία, κοινωνιολογία, πολιτικὲς ἐπιστῆμες κ.ἄ.) δὲν ἀναφέρθησαν καθόλου; Ἄραγε, γιὰ ποιὸν ἀκριβῶς λόγο οἱ διανοητὲς τῶν ἐπιστημῶν τοῦ ἀνθρώπου θὰ πρέπει νὰ αἰσθάνονται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν ἔχει κάποιον συγκεκριμένο λόγο γι᾽ αὐτούς;
Τὸ ἐρώτημα παραμένει μᾶλλον ἀμείλικτο, καὶ εἶναι τέτοιο, διότι γνωρίζουμε πὼς μὲ τὴν νεωτερικὴ στροφὴ οἱ ἐπιστῆμες ἔχασαν τὸν ἑνοποιητικό τους προσανατολισμὸ (θυμίζουμε πὼς ὁ προνεωτερικὸς ὅρος «φιλοσοφία» ἐμπεριεῖχε τὸ σύνολο τῶν ἐπιστημῶν), ἐνῶ κατόπιν ἀναδύεται ἕνα ὁλόκληρο φάσμα ἐπιστημῶν, θετικῶν, ἀνθρωπιστικῶν, κοινωνικῶν, καὶ ἐνδιάμεσων κλάδων. Τὸ ἀνθρωπολογικὸ μοντέλο, ἐπίσης, στὴν νεωτερικότητα ἀλλάζει καὶ ἀπὸ τὸ γνωσιοκεντρικὸ παράδειγμα (ποὺ ἀναζητεῖ τὶς αἰώνιες ἀρχὲς πέραν τοῦ ἀτόμου) μεταπίπτει στὸ ἀνθρωποκεντρικὸ σύστημα, ὅπου προτεραιότητα πλέον λαμβάνει ἡ προσωπικὴ συνειδητὴ ἐμπειρία, ἡ λογικὴ κατανόηση καὶ ἡ ἐπιθυμία. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἔρχεται ἀντιμέτωπος μὲ τὴν συλλογικὴ προοπτικὴ τῆς ψυχολογικῆς ἐξέλιξης, τὴν ἐξατομίκευση, μία διεργασία κατὰ τὴν ὁποία ἡ ὅποια πνευματικὴ ἐξέλιξη τῆς προνεωτερικότητας ἀρχίζει καὶ ἀναζητᾶ ἐπιπλέον τόπους καὶ τρόπους ἀνάπτυξης μέσα στὶς νεωτερικὲς κοινωνικές, πολιτικὲς καὶ οἰκονομικὲς δομές. Τὸ ἄτομο, πέραν ἀπὸ τὰ βιολογικὰ καὶ ἰατρικὰ θέματα, ἔρχεται κατεξοχὴν ἀντιμέτωπο μὲ προβλήματα ψυχικῆς ὑγείας (κατάθλιψη, νευρώσεις), κοινωνικῆς καὶ πολιτικῆς ταυτότητος (κρίση ἐθνικῆς ταυτότητος συνυφασμένη μὲ τὸ πολιτικοοικονομικὸ σύστημα), πολιτισμικὲς προκλήσεις τῆς παγκοσμιοποίησης καὶ μύρια ἄλλα. Γιὰ ποιὸ λόγο λοιπὸν ἡ Σύνοδος δὲν κάνει οὔτε μία ἀναφορὰ γιὰ τὰ τόσο σημαντικὰ θέματα ποὺ ἐγείρουν καὶ ἀντιμετωπίζουν οἱ σημερινὲς ἀνθρωπιστικὲς καὶ κοινωνικὲς ἐπιστῆμες; Κι ἀκόμη, τί ἀκριβῶς ἐννοεῖται μὲ τό: ἡ ἐπιστημονική γνώση, ὅσο κι ἄν ἐξελίσσεται μέ ταχύτατους ρυθμούς, δέν κινητοποιεῖ τήν βούληση τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε δίνει απάντηση ... γιά τό νόημα τῆς ζωῆς καί τοῦ κόσμου. Μήπως ἐδῶ, ἐννοεῖται ὅτι ἡ βούληση-θέληση ὡς ἀνθρωπολογικὸ χαρακτηριστικὸ κινητοποιεῖται μόνον μὲ τὴν πνευματικὴ ζωή, ἐνῶ ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι παραμένουν ἄβουλα ὄντα; Μήπως τὸ κείμενο ἀγνοεῖ τοὺς χιλιάδες ἐπιστήμονες, οἱ ὁποῖοι μέσα ἀπὸ τὶς ἀνακαλύψεις τους ὁδηγήθηκαν στὴν πίστη στὸν Θεό, κρατώντας ὡστόσο ἐπιφυλακτικὴ στάση ἀπέναντι στὴν ἐκκλησία ὡς θεσμό, ἀκριβῶς γιὰ λόγους ἔλλειψης ἐπιστημονικῆς ἐγκυρότητος τῆς τελευταίας, τουλάχιστον σὲ θέματα ποὺ ἅπονται ἄλλων ἐπιστημονικῶν πεδίων;
Μία πιθανὴ ἀπάντηση στὸ βασικὸ ἐρώτημα μπορεῖ νὰ δοθεῖ μέσα ἀπὸ τὰ ὅσα ἀναφέρονται στὴν ἐκτενέστερη Ἐγκύκλιο τῆς Συνόδου (τὸ μήνυμα μᾶλλον εἶναι μία περίληψίς του). Αὐτὴ ἀναφέρεται σαφῶς στὴν βιβλικὴ ἀνθρωπολογία (ὅρος κάπως ἀσαφής, χωρὶς διευκρίνηση). Παρὰ τὶς κάποιες ἀναφορὲς στὶς παραδοσιακὲς ἀρχὲς τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς καὶ ἀνθρωπολογίας, ἡ ἐγκύκλιος ἀναφέρει πὼς «εἰς μίαν ἐποχήν ἀλληλοσυγκρουομένων εἰκόνων περί τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὀρθόδοξος Βιοηθική προβάλλει ἀπέναντι εἰς θύραθεν αὐτονόμους καί συρρικνωτικάς ἀνθρωπολογικάς θεωρήσεις τήν κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ δημιουργίαν τοῦ ἀνθρώπου καί τόν αἰώνιον προορισμόν αὐτοῦ. Συμβάλλει οὕτως εἰς τόν ἐμπλουτισμόν τῆς φιλοσοφικῆς καί ἐπιστημονικῆς συζητήσεως τῶν βιοηθικῶν θεμάτων διά τῆς βιβλικῆς ἀνθρωπολογίας καί τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας τῆς Ὀρθοδοξίας».
Δὲν γίνεται πάλι κατανοητὸ μὲ ποιὸν τρόπο ἡ Βιοηθικὴ μπορεῖ νὰ καταπιαστεῖ μὲ ὅλα τὰ προβλήματα ποὺ ἀναδύονται ἀπὸ τὸ σύγχρονο ἀνθρωπολογικὸ πλαίσιο, δηλαδὴ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν ψυχολογική, κοινωνικὴ, πολιτικοοικονομικὴ διάσταση καὶ σὲ χώρους ὅπου οἱ ἰδιαιτερότητες τοῦ ἀτόμου δὲν ὁδηγοῦν πάντοτε στὴν ταπεινωτικὴν καταρράκωσιν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Τὸ μήνυμα, καὶ σὲ μεγάλο βαθμὸ ἡ ἐγκύκλιος, φαίνεται νὰ σιωποῦν γιὰ τὸ φάσμα ἐκεῖνο τῶν ἀνθρωπίνων δραστηριοτήτων, τὸ ὁποῖο τοὺς τελευταίους αἰῶνες διαμορφώνει τὴν ἀνθρώπινη ταυτότητα στὸ θεσμικὸ κοινωνικὸ κράτος, τουλάχιστον στὸν δυτικὸ κόσμο. Ἐκεῖ, ὅπου συγκεκριμένες ἀρχὲς φιλοσοφίας, ψυχολογίας, κοινωνιολογίας ἔχουν ὁδηγήσει τὸν εὐρωπαῖο ἄνθρωπο σὲ μία σειρὰ στάσεων ποὺ διαμορφώνουν τὴν ἐθνική καὶ κοινωνική του ταυτότητα. Αὐτὲς οἱ ἀρχὲς εἶναι πολὺ διαφορετικὲς ἀπὸ τὶς βιβλικὲς ἀνθρωπολογικὲς ἀρχές, καθ᾽ ὅσον, ἂν καὶ μπορεῖ νὰ ἐμπερικλείουν μερικὲς ἀπὸ τὶς τελευταῖες, οὐσιαστικὰ ὁμιλοῦμε γιὰ αὐτὸ τὸ τρέχον ἀνθρωπολογικὸ πλαίσιο (δυστυχῶς, δὲν μπορεῖ νὰ ἀναλυθεῖ στὸ πλαίσιο τοῦ παρόντος κειμένου), τὸ ὁποῖο λίγο βοηθᾶ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο στὴν κατανόηση τῆς «γλώσσας» τῆς ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα ὅσον ἀφορᾶ τὶς σωματικές, ψυχικὲς καὶ κοινωνικοπολιτιστικές του ἐπιλογές.
Καὶ κάποιος, βεβαίως, θὰ ἀντέλεγε τί ἐνδιαφέρει τὴν Ἐκκλησία σήμερα ἡ ἀλλαγὴ τοῦ ἀνθρωπολογικοῦ μοντέλου; Τὴν στιγμή, μάλιστα, ποὺ σὲ κάθε περίπτωση ἡ πνευματικὴ προοπτικὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἔχει ἀλλάξει καὶ ὁ στόχος παραμένει τὸ καθ᾽ ὁμοίωσιν. Ναί, πράγματι, ὁ προορισμός δὲν ἔχει ἀλλάξει, ἀλλὰ «δυστυχῶς» τὰ δομικὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου οὐσιαστικὰ ἐμπεριέχουν διαφορετικὲς κατανοήσεις τῆς ψυχῆς, τοῦ σώματος, τῆς ἐπιθυμίας, τῆς ἀνάγκης γιὰ συλλογικὴ ταυτότητα. Πρόκειται γιὰ μία σειρὰ ἀλλαγῶν, οἱ ὁποῖες ἀναγκαστικὰ τροποποιοῦν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ποιμαντικὴ σὲ καθημερινὴ βάση. Ἀλλὰ πέραν τούτου, πρέπει νὰ ὑπενθυμίσουμε, πὼς κατὰ γενικὴ ὁμολογία, τὸ πρώιμο χριστιανικὸ ἀνθρωπολογικὸ παράδειγμα βασίστηκε ἐν πολλοῖς στὴν τότε «φιλοσοφικὴ» παράδοση (βιβλικὴ «καρδία», πλατωνικὴ «τριμερὴς» ψυχή, νεοπλατωνικὸς «λόγος καὶ νοῦς» κ.ἄ.). Δὲν ἦταν μία ex nihilo δημιουργία, ἀλλὰ ἕνα δάνειο. Δόθηκε μὲν ἡ πνευματικὴ προοπτική, ἀλλὰ ἡ γλῶσσα ἀνάλυσης τοῦ ψυχοσωματικοῦ ἀνθρώπου ἦταν ἡ τρέχουσα γλῶσσα τῶν πεπαιδευμένων λογίων. Ὁ Γρηγόριος Θεολόγος ὁμολογεῖ, στὸν Ἐπιτάφιο πρὸς τὸν Μ. Βασίλειο, ὅτι: « ἔχει γίνει παραδεκτὸ ἀπ’ ὅλους τοὺς συνετοὺς ἀνθρώπους ὅτι ἡ παιδεία εἶναι τὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ πού ἔχουμε. Καί ὄχι μόνον ἡ χριστιανική... ἀλλὰ καὶ ἡ ἐξωχριστιανικὴ παιδεία... Ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μᾶς προσφέρει ἡ ἐξωχριστιανική παιδεία παραδεχθήκαμε ὅ,τι εἶναι χρήσιμο στὴν ἔρευνα καὶ στὶς θεωρητικὲς ἀναζητήσεις...» (PG 36, 508-9). Ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνὸς (7ος αἰ. μΧ) στὸ ἔργο Ἔκδοσις ἀκριβὴς ὀρθοδόξου πίστεως ἀναπαράγει ὅλο τὸ τότε σύγχρονο μοντέλο τῆς ἀστρονομίας, ἀνθρώπινης φυσιολογίας καὶ ψυχικῆς λειτουργίας, δάνειο τῶν τότε ἐπιστημῶν. Ὅμως, καθὼς σήμερα τὸ ἀνθρωπολογικὸ παράδειγμα ἔχει μετακινηθεῖ, σὲ ποιὸν βαθμὸ ὁ ἐκκλησιαστικὸς λόγος ἀντλεῖ ἀπὸ τὰ «ὅσα χρήσιμα» συμπεράσματα τῶν συγχρόνων «ἐξωχριστιανικῶν» ἐπιστημῶν τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε, ὅπως τότε, νὰ γίνεται ἀντιληπτὸς ἀπὸ τὸν μέσο ἄνθρωπο; Εἶναι ὁρατὴ στὸ μήνυμα τῆς Συνόδου ἡ διαλεκτικὴ συνάντηση τῶν δύο χώρων καὶ ἡ ἀφομοίωση τῆς ἐξωχριστιανικῆς ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ παιδεία, τὴν ὁποία, σὲ ἄλλο σημεῖο, ὁ Γρηγόριος Θεολόγος θέτει σὲ ὕψιστη ἀξία, ἀμέσως μετὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη στὸν Θεό; (Κατὰ Ἰουλιανοῦ στηλιτευτικός Α´, PG 35, 636).
Ἀλλὰ γιὰ ἕναν ἀκόμη σημαντικότερο λόγο θὰ ἦταν ἀπαραίτητη ἡ ἀναφορὰ στὸν ἀναγκαῖο διάλογο τῆς θεολογίας μὲ τὶς ἀνθρωπιστικὲς - κοινωνικὲς ἐπιστῆμες. Ὁ λόγος εἶναι ὅτι ὁ διάλογος αὐτὸς θὰ μποροῦσε νὰ διαφωτίσει βαθύτερα τὸ ζήτημα τῆς ἑνότητος τῶν ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν. Καθώς, μὲ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ γνωσιοκεντρικοῦ πρὸς τὸ ἀνθρωπολογικὸ μοντέλο, ἀνεξαρτήτως θρησκευτικῶν πεποιθήσεων, ἔχουμε ἕναν διαφορετικὸ σύγχρονο ἄνθρωπο (καὶ κληρικό), μὲ ἔντονη ἐθνικὴ ταυτότητα, κάτι ποὺ ὑπῆρχε σὲ πολὺ μικρότερο βαθμὸ στὸν κληρικὸ τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας καὶ τῆς ἐποχῆς τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων. Σήμερα, αὐτὸ ποὺ δομεῖ τὸν ὀρθόδοξο χριστιανὸ δὲν εἶναι μόνον ἡ κοινὴ ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἡ ἀποδοχὴ τῆς σωστῆς ἐκκλησιολογίας, ἀλλὰ ταυτοχρόνως καὶ οἱ ψυχολογικὲς ἀρχετυπικὲς δομὲς ποὺ μεταφέρονται ἀπὸ τὸ συλλογικὸ στὸ ἀτομικὸ ἀσυνείδητο (ἀρχέτυπα, ἀσύνειδη ἐπιθυμία, κ.ἄ.)⋅ τὸν συγκροτοῦν ἐπίσης οἱ κοινωνιολογικὲς διαστάσεις τῆς ἀτομικῆς του ταυτότητος, ποὺ συνιστοῦν μία καινούργια «ὀντολογία». Ἂς θυμηθοῦμε ἐδῶ τὸν σημαντικὸ ὅρο ontological security τοῦ Giddens (The Constitution of Society, 1993), ἀναφερόμενο στὴν ἀσφάλεια ποὺ ἀναζητεῖ τὸ ἄτομο στὶς ὀργανωμένες κοινωνίες καὶ στὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ διέπει τὴν καθημερινότητά του – γιὰ νὰ μὴν ἀναφέρουμε ἄλλους ὅρους ποὺ χαρακτηρίζουν τὶς πολιτικές, οἰκονομικές, γεωπολιτικές καὶ ἄλλες τωρινὲς πραγματικότητες. Ὅλα αὐτὰ ἐμπίπτουν σαφῶς στὶς ἀνθρωπιστικὲς καὶ κοινωνικὲς ἐπιστῆμες. Ἄραγε, γιατὶ σιωποῦμε στὶς προσεγγίσεις τῶν κοινωνικῶν ἐπιστημῶν καὶ προβάλλουμε τόσο ἔντονα τὸ ἀνθρωπιστικὸ πρότυπο τῆς βίβλου καὶ τῆς πατερικῆς ἐποχῆς, τὴν στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ὅλοι μας εἴμαστε ἄτομα, τὰ ὁποῖα ἔχουμε διαμορφωθεῖ μὲ τρόπο ποὺ μόνον ἡ σημερινὴ ἐπιστήμη μπορεῖ νὰ περιγράψει πληρέστερα; Ἔχουμε σκεφθεῖ σὲ ποιὸ βαθμὸ μία ἐλλειματικὴ ἀνάγνωση τοῦ σημερινοῦ ἀνθρωπολογικοῦ πλαισίου μπορεῖ νὰ βλάψει καίρια τὴν ἀμεσότητά τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ λόγου, τόσο ὡς πρὸς τὴν κατανόηση ἀπὸ τὸν μέσο ἄνθρωπο, ὅσο καὶ ὡς πρὸς τὸν βαθμὸ πειθοῦς αὐτοῦ τοῦ λόγου στὴν ἐπιστημονικὴ κοινότητα τοῦ αἰῶνος μας;
Ὁ 21ος αἰῶνας ἔχει, βεβαίως, ἀνακηρυχθεῖ (μᾶλλον μόνον σὲ ἀκαδημαϊκὸ ἐπίπεδο) αἰώνας τῆς ἀνθρωπολογίας (Kallistos Ware, Orthodox Anthropology in the twenty–first century). Πῶς ὅμως ἀκριβῶς ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησία πρόκειται νὰ καταπιαστεῖ μὲ τὴν ἀνθρωπολογία τοῦ σήμερα, ὅταν ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος διαμορφώνεται κυρίως ἀπὸ ἐξω-ψυχικοὺς παράγοντες (οἰκογένεια, κοινωνία, πολιτισμό, πολιτικοοικονομικὸ σύστημα) καὶ ὄχι ἀπὸ αὐστηρὰ θεολογικὲς ἔννοιες; Οἱ χιλιάδες τῶν ξενιτευομένων Ἑλλήνων ποὺ ἀναζητοῦν μία καινούργια προοπτικὴ ἢ ὅσοι ἐμμένουν στὴν δική μας παλαίουσα καὶ ταλαιπωρημένη – ἀπὸ τόσες παραθεωρήσεις – πατρίδα, ἔχουν κάτι νὰ εἰποῦν στὴν μᾶλλον κλασικὰ θεολογικὴ γλῶσσα τοῦ μηνύματος; Ἔχει τὸ μήνυμα νὰ προσφέρει κάτι πιὸ συγκεκριμένο στὸν ἀνθρώπινο πόνο, ὄχι μόνον τῆς ἐσωτερικῆς μοναξιᾶς, ἀλλὰ καὶ τὸν πόνο ἐμπρὸς στην κατάρρευση τῆς περιρρέουσας δομῆς, ἀσφάλειας, ἐμπιστοσύνης καὶ τῆς κάθε κοινωνικῆς πρόνοιας (δὲν εἶναι, ἄραγε, αὐτὰ μία ἄλλη μορφὴ πολέμου);
Στὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη τὸ σωστὸ ἱστορικὸ τοῦ ἀσθενοῦς καὶ ἡ κατανόηση τῶν παθολογικῶν μηχανισμῶν ἐγγυῶνται τὴν σαφὴ διάγνωση. Τὸ ἱστορικὸ τοῦ ὀργανισμοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετὰ τὸ σχίσμα, συνίσταται, σὲ μεγάλο βαθμό, στὴν διαφορετικὴ ὀπτικὴ τῶν λεγομένων «ἐθνικῶν Ἐκκλησιῶν», ἐξαιτίας τῆς ραγδαίας ἐξατομικευμένης πορείας τόσο τῶν ἀτόμων ὅσο καὶ τῶν κοινωνιῶν-κρατῶν. Παρὰ τὶς σαφεῖς ἀποστάσεις τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ αὐτὴν τὴν «διαίρεση», προφανῶς, δὲν ἀρκεῖ μόνον ἡ καταδίκη τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ σὲ συνοδικὸ ἐπίπεδο (Σύνοδος 1872). Δὲν πρόκειται μόνον γιὰ τὰ λεπτὰ πάθη τῆς κενοδοξίας, τῆς φιλαρέσκειας, τῆς φιλαρχίας, τῆς αὐτάρκειας, τὰ ὁποῖα ἡ πατερικὴ-φιλοκαλικὴ γραμματεία ἀνέλυσε διεξοδικῶς (καὶ αὐτά, βεβαίως, συνιστοῦν σοβαρὰ αἴτια τῆς μὴ–ἑνότητος). Πρόκειται ἐπιπλέον γιὰ τὶς ἀρχετυπικὲς ἐπιλογὲς τῆς ἐπιβολῆς τῶν «ἐθνικῶν χαρακτηριστικῶν» στὴν κατανόηση τῶν συλλογικῶν δυναμικῶν καὶ τῶν προβλημάτων τὰ ὁποῖα διέπουν τὶς διαφορετικὲς κοινωνίες ποὺ ζοῦμε, δηλαδή, ἐν τέλει, τῶν πόνων καὶ τῶν στεναγμῶν ποὺ ἀκόμη (πράγματι ταξιδεύουν παντοῦ) ἀντηχοῦν στὸν καθένα μέσα μας ἀπὸ τὸ παρελθόν. Ἐὰν θέλουμε νὰ κατανοήσουμε πραγματικὰ τί κρύβεται στὶς ἀρχετυπικὲς ἐπιλογὲς τῶν ἐθνικῶν ἐκκλησιῶν, ὀφείλουμε νὰ διαγνώσουμε τὰ ὅσα συμβαίνουν στὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο, ἐκεῖ ὅπου ἀντηχοῦν δυνατὲς οἱ ἀρχετυπικὲς δονήσεις τῶν ἄμεσων προγόνων μας, στὸν καθένα μας μὲ διαφορετικὸ τρόπο, διαμορφώνοντας σὲ μεγάλο βαθμὸ τὶς ἐπιλογές μας, ἀκόμη καὶ τὶς θρησκευτικές. Δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ πνευματικὴ ἑνότητα, ὅταν ὑποβόσκουν τόσες ἀνθρωπολογικὲς διαφορές μεταξὺ τῶν κοινωνιῶν. Κι αὐτὸ ἀναπόφευκτα θὰ εἶναι τὸ πρόβλημα τοῦ μέλλοντος, καθὼς οἱ κοινωνίες ὅσο παγκοσμιοποιοῦνται τόσο καὶ ἀπομακρύονται μεταξύ τους, λόγω τῆς ἐξατομίκευσης τῶν κυττάρων-ἀτόμων τους.
Ἡ Μεγάλη Σύνοδος ἦταν ἕνα πολὺ σημαντικὸ βῆμα πρὸς τὴν πολυπόθητη ἑνότητα τῶν ὀρθοδόξων, ἀλλά, καθὼς ὅλοι μας ὑποκείμεθα στὸ παροντικὸ καὶ ὄχι στὸ παρελθοντικὸ ἀνθρωπολογικὸ μοντέλο, αὐτὴ ἡ ἑνότητα πρέπει πρῶτα νὰ διέλθει ἀπὸ τὴν μᾶλλον ἐπώδυνη ψυχολογική, κοινωνικὴ καὶ πολιτιστικὴ ἐπίγνωση τῶν διαφορῶν μας. Ἔτσι, ὁ διάλογος μὲ τὶς ἐπιστῆμες τοῦ ἀνθρωπίνου ψυχισμοῦ εἶναι κάτι περισσότερο ἀπὸ ζωτικῆς σημασίας αὐτὴν τὴν στιγμὴ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. ῍Ας ἐλπίσουμε ὅτι ἕνα μελλοντικὸ ἀνάλογο μήνυμα θὰ ἀπευθύνεται καὶ στοὺς «ἀνθρώπους καλῆς θελήσεως» ποὺ ἐξιδικεύονται στὶς ἀνθρωπιστικὲς - κοινωνικὲς ἐπιστῆμες. Δὲν διαφαίνεται διαφορετικὸς δρόμος στὸ μέλλον, παρὰ ἀπὸ τὸ νὰ καταπιαστοῦμε μὲ τὸ πραγματικὸ πρόβλημα ποὺ ὑφέρπει: τὶς παραμέτρους ἐκεῖνες στὸ ψυχολογικό, κοινωνικό, πολιτικό, καὶ πολιτισμικὸ ἐπίπεδο ποὺ διαμορφώνουν τὴν «διαφορετικὴ» ὀρθόδοξη ταυτότητα, αὐτὴ ποὺ μπορεῖ σήμερα νὰ ὑπόσχεται καὶ αὔριο νὰ ἀναιρεῖται μὲ διάφορες προφάσεις. Αὐτὲς οἱ παλινωδίες πάντοτε θὰ συμβαίνουν ὅσο μέσα μας θὰ ἀντηχοῦν οἱ εἰρηνικὲς-ἑνοποιητικὲς μαζὶ μὲ τὶς πολεμικὲς-συγκρουσιακὲς ἰαχὲς μιᾶς ἄλλης ἀσύνειδης πραγματικότητος, τὴν ὁποία πρέπει ἐπιτέλους νὰ δοῦμε κατάματα.
* Ἰατρός, Δρ Ψυχαναλυτικῶν θεωριῶν
Η ζωγραφική παράσταση που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Κωστή Μουδάτσου.