Θεόδωρος Παντούλας
Στην άρρωστη χώρα μας η παιδεία θα μπορούσε να είναι η νέα μεγάλη ιδέα του νέου Ελληνισμού (Χρ. Γιανναράς) αλλά, τελικώς, είναι ο μεγάλος του ασθενής, αφού, όπως γνωρίζουμε οι περισσότεροι, βολευτήκαμε με τις μικρές ιδέες της Μυκόνου και τις μεγάλες ύβρεις μιας κυρα-Γιάννας, που, αφού έκανε το βλαχομπαρόκ εθνική υπόθεση, μας ζητάει και τα πανάκριβα ρέστα.
Πανθομολογείται κατ’ επανάληψιν ωστόσο η κεφαλαιώδης σημασία της παιδείας στις ζωές μας, γίνονται μεταρρυθμίσεις επί μεταρρυθμίσεων, γεμίσαμε εκπαιδευτικούς κι εκπαιδευτήρια το πανελλήνιο αλλά οι πανέλληνες παραμένουμε απαίδευτοι, ή τουλάχιστον στερημένοι σε μεγάλο βαθμό ενός αγαθού την έγνοια του οποίου υποτίθεται ότι έχουν οι πάντες.
Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι αδυνατούμε να συνομιλήσουμε με κείμενα της πρόσφατης γραμματείας μας –για την παλαιότερη ούτε λόγος– αλλά αδυνατούμε να συγκεφαλαιώσουμε λ.χ. το θέμα μια διάλεξης, ενός δοκιμίου, ακόμη κι ενός κάπως απαιτητικού άρθρου εφημερίδας. Κι αντί να θεραπεύσουμε αυτή την καινοφανή μας ανημπόρια, καινοτομώντας σε παγκόσμιο μάλλον επίπεδο, εισάγουμε την εκμάθηση ξένων γλωσσών στην πρωτοσχολική ηλικία, πριν καν διδάξουμε την αλφαβήτα στα εξάχρονα βλαστάρια μας!
Ακόμη και η δημοφιλής αλλά παντελώς χυδαία σύνδεση της παιδείας με την αγορά και την εξειδίκευση παράγει κι αναπαράγει αμορφωσιά. Πόσοι από τους αποφοίτους των γεωπονικών σχολών μας λ.χ. έχουν πάει σε χωράφι;
Κοιτάξτε γύρω σας. Γέμισε η χώρα αγράμματους πτυχιούχους που φιλοδοξούν να εξαργυρώσουν τις σπουδές τους και να σπαταλήσουν τα νιάτα τους στο άσυλο του «Δημοσίου» με μοναδικό εφόδιο τις λαμπρές επιδόσεις τους στην απομνημόνευση!
Κατά τα λοιπά όλοι γνωρίζουμε νέους και νέες με έκτακτα χαρίσματα, με σοβαρές –υποτίθεται– σπουδές, με μεταπτυχιακούς τίτλους και με γλωσσομάθεια που φιλούν κατουρημένες ποδιές για δουλειές κι όχι για εργασίες παντελώς άσχετες και με τα προσόντα τους και με τις καθ’ όλα θεμιτές φιλοδοξίες τους.
Επιπλέον, μεταπολιτευτικά κυρίως, υπήρξε μια απαξίωση κάθε χειρωνακτικής δεξιότητας. Θεωρήθηκαν παρακατιανές όλες οι εργασίες που απαιτούν ιδρώτα. Δυο εκατομμύρια μετανάστες στην χώρα μας εδώ και δυο δεκαετίες κάνουν τις δουλειές που κάποτε κάναμε εμείς. Εμείς ιδρώνουμε στα γυμναστήρια –όχι στις σκαλωσιές, όχι στους αγρούς, όχι στην θάλασσα.
Και, ως συνήθως, τυρβάζουμε στους τηλεοπτικούς καφενέδες μας περί άλλων. Με πτυχία χωρίς αντίκρισμα κουβεντιάζουμε εάν θα υπάρχουν ιδιωτικά πανεπιστήμια! Διόλου δεν μας ενοχλεί όμως η υπάρχουσα αστοχία των προγραμμάτων σπουδών ή τα αγορασμένα πτυχία του εξωτερικού –αυτά αναγνωρίζονται– μας ενοχλεί όμως να υπάρχουν ιδιωτικά Α.Ε.Ι.! Κι όσο δεν μιλάμε με ειλικρίνεια για την κατάντια της εκπαίδευσής μας και την πραγματική αναβάθμισή της, τόσο θα παίρνουν μερίδιο στην αγορά και την εξαγορά πτυχίων τα ιδιωτικά, τα οποία η υποκρισία μας θα τα ονομάσει «μη κερδοσκοπικά» ή κάπως αλλιώς και θα ξενοιάσει, ανακατεύοντας με σπουδή φραπέδες στις ανά την επικράτεια καφετέριες, όπου σπουδάζουν οι νέοι μας.
Το πρόβλημα βεβαίως δεν ξεκινά από την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Εκεί κορυφώνεται και καινοτομώντας εκ νέου δεξιώνεται ακόμη και μαθητές που οι επιδόσεις τους δεν κατάφεραν να φτάσουν ούτε στην «βάση»! Το πρόβλημα ξεκινά από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Από τα πολύ-πολύ βασικά κι απλά. Τι εκπαίδευση θέλουμε; Ποιος είναι ο προσανατολισμός της; Ποιες είναι οι προτεραιότητές της; Και ποια είναι τ’ αποτελέσματά της;
Για όλα αυτά έχουμε μετρήσιμα δεδομένα. Κι όποιος έχει μπει σε σχολική τάξη μπορεί να τα επιβεβαιώσει, χωρίς καν να επικαλεστεί τις σχετικές έρευνες που πιστοποιούν ότι οι νέοι μας –ακόμα και οι πτυχιούχοι– εδώ και καιρό είναι λειτουργικώς αναλφάβητοι.
Η γενικευμένη μάλιστα παιδοκολακεία των τελευταίων δεκαετιών έβλαψε έτι περισσότερο και την παιδεία και τα παιδιά. Κι αυτή πρωτίστως είναι ευθύνη των εκπαιδευτικών. Πώς αλλιώς να το κάνουμε; Οι επιδόσεις των μαθητών κρίνουν τους δασκάλους. Έρχονται και παρέρχονται οι εθνικές επέτειοι κι εμείς χαζογελάγαμε κατ’ εξακολούθηση που οι μαθητές δεν γνωρίζουν τι τιμούμε εκείνες τις ημέρες.
Δεν ντρέπεται κανείς γι’ αυτό; Δεν ευθύνεται κανείς γι’ αυτό; Οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων είναι ικανοποιημένοι από τις επιδόσεις τους; Πιστεύουν ότι πρέπει να συνταξιοδοτηθούν χωρίς ούτε μια φορά να αξιολογηθεί το έργο τους; Τους αρκεί να προσφέρουν υπηρεσίες παρκαδόρου ή παιδονόμου; Δεν τους προσβάλλει το γεγονός ότι δίπλα σε όλα –μα σε όλα, ακόμη κι αυτά της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης!– τα δημόσια σχολειά γιγαντώνεται μια παραπαιδεία που τους υποκαθιστά;
Φοβάμαι ν’ απαντήσω. Και δεν θέλω να γίνομαι άδικος. Υπάρχουν και καλοί εκπαιδευτικοί. Μνημονεύω με ευγνωμοσύνη και νοσταλγία τους λίγους δασκάλους που μου έτυχαν και είμαι ισοβίως υπόχρεος για όσα μου έμαθαν, αλλά δεν μπορώ να καταπιώ με τίποτε, ότι κάθε φορά που απεργούν οι εκπαιδευτικοί τα αιτήματά τους είναι απροσχημάτιστα οικονομικά. Έλεος! Δεν υπάρχουν εκπαιδευτικά ζητούμενα; Μόνο ο μπεζαχτάς μας ενδιαφέρει;
Κι όμως στην χώρα μας στο πρόσφατο παρελθόν υπήρξαν υπεράριθμα σχολειά με σοβαρές υλικοτεχνικές ελλείψεις και με λιγοστούς εκπαιδευτικούς αλλά τα παιδιά που φοίτησαν σε αυτά, έμαθαν γράμματα. Τα σημερινά δεν μαθαίνουν ή τα μαθαίνουν –καθ’ ομοίωση της «Δημοκρατίας» μας– κολοβά και κολοβωμένα.
Χώρια που τον ανεπίγνωστο ακρωτηριασμό μας τον εκλαμβάνουμε, χαπακωμένοι με τα «προοδευτικά» παραισθησιογόνα, ως περίσσευμα υγείας. Γι’ αυτό και δεν καλοκαταλαβαίνουμε την διαφορά μεταξύ του πανεπιστημιακού ασύλου και του θεσμοθετημένου τραμπουκισμού.
Δεν ευθύνονται βεβαίως τα παιδιά γι’ αυτή την έκπτωση. Αυτά υφίστανται την δική μας ακηδία. Στου κασίδη το κεφάλι πειραματιζόμαστε, νομοθετούμε και μεταρρυθμίζουμε αλλά στο τέλος μένει ακέφαλος ο κασίδης.
Κι αυτό γίνεται διότι, παρά την φλυαρία μας, η παιδεία παραμένει κοινωνικό –και όχι συντεχνιακό– κατόρθωμα, ενώ εμείς δεν κοινωνούμε. Άθροισμα ιδιωτών είμαστε κι όσο παραμένουμε τέτοιο η παιδεία μας ούτε θα παιδεύει ούτε θα εκπαιδεύει. Θα μας εθίζει απλώς στην ανοησία που θέλει ένα σχολείο έξω από την πόρτα της, αδιαφορώντας παντελώς για το τι σχολείο είναι αυτό.
Επιπροσθέτως νομίζω ότι θα είναι, εκτός από οφειλόμενη πράξη εντιμότητας, και χρήσιμη και σοφή η διάκριση μεταξύ παιδείας κι εκπαίδευσης. Διότι υπήρξαν εποχές πολύ πρόσφατες, πριν μισήσουμε δηλαδή τον πραγματικό εαυτό μας, παριστάνοντας πότε με χλαμύδα και πότε με ημίψηλο κάποιον άλλον, που δεν είχαμε καθόλου εκπαίδευση αλλά διαθέταμε μια σπουδαία παιδεία. Μια παιδεία, που δεν ταυτιζόταν με την γραφή και την ανάγνωση αλλά που ωστόσο καλλιεργούσε τους κοντινούς προγόνους μας πολύ περισσότερο από ό,τι τα δικά μας διαφωτισμένα εκπαιδευτικά προγράμματα. Πρόκειται για εκείνη την περίοδο που είχαμε επιλέξει «τή σημασία τῶν λαῶν νά τή μετρᾶνε ὄχι ἀπό τό πόσα κεφάλια διαθέτουνε γιά μακέλεμα, ὅπως συμβαίνει στίς ἡμέρες μας, ἀλλά ἀπ’ τό πόση εὐγένεια παράγουν, ἀκόμη καί κάτω ἀπό τίς πιό δυσμενεῖς καί βάναυσες συνθῆκες, ὅπως ὁ δικός μας ὁ λαός στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, ὅπου τό παραμικρό κεντητό πουκάμισο, τό πιό φτηνό βαρκάκι, τό πιό ταπεινό ἐκκλησάκι, τό τέμπλο, τό κιούπι, τό χράμι, ὅλα τους ἀποπνέανε μιάν ἀρχοντιά κατά τι ἀνώτερη τῶν Λουδοβίκων» όπως μας θυμίζει ο Οδυσσέας Ελύτης (Τα Δημόσια και τα Ιδιωτικά), που νομίζω ότι ήξερε να σκύβει στην κεφαλή του και στην ευγένεια και στην αρχοντιά.
Μετά μας πήρε και μας σήκωσε η «εξέλιξη», που θεωρήθηκε ελιξίριο δια πάσαν νεοελληνικήν νόσον και μαλακίαν ομού. Η ελληνικότητα (ακόμη και η γλωσσική) ήταν χρήσιμη –και γι’ αυτό ανεκτή– ως τουριστική ατραξιόν αλλά αποσυνάγωγη από την έφοδό μας στο λαμπρό –όπως πιστεύαμε– ευρωπαϊκό μας μέλλον. O περίφημος «συνωστισμός» ήταν απλώς οψιφανές σύμπτωμα της προχωρημένης πάθησής μας. Πάθησή μας είναι ότι αυτές τις νεόκοπες απρέπειες τις υπερασπίζονται εγγόνια του προσφυγικού ελληνισμού, που αντιλαμβάνονται τον γενιτσαρισμό σαν «εκσυγχρονιστικό» καθήκον! Πού μας οδήγησαν αυτά τα νεοπλουτικά φερσίματα είναι λίγο – πολύ γνωστό. Κοιτάξτε έξω από το παράθυρό σας. Αν το τοπίο δεν είναι παρά «η προβολή της ψυχής ενός λαού πάνω στη ύλη» (Ελύτης και πάλι) έχουμε κάθε λόγο να ντρεπόμαστε για την βεβήλωση στην οποία συνεργήσαμε. Τα επίχειρα συγκεκριμένα: καθισμένοι στα τσιμέντα μετράμε ποσοστά ανεργίας και φτώχειας, όταν κι ο πλέον φτωχός στον τόπο και στον κάποτε τρόπο μας είχε ένα κεραμίδι στο κεφάλι του κι ένα κρεμμύδι στο περιβόλι του, πριν οι «φωτισμένοι» τον ορμηνεύσουν να τα δώσει όλα αντιπαροχή για ν’ αξιωθεί ένα τριάρι με θέα στον ακάλυπτο κι έναν ψυγειοκαταψύκτη με δόσεις.
Σας βεβαιώ, δεν εξωραΐζω τίποτε και δεν αγνοώ τις δυσκολίες που αναμφίλεκτα υπήρξαν. Υπενθυμίζω όμως ότι υπήρχε μια παιδεία που μοιραζόταν την φτώχεια της (ενώ εμείς δεν μπορούμε να μοιράσουμε τον –δανεικό– πλούτο μας), χωρίς να παράγει, ανεργία, εξαθλίωση και μοναξιά.
«Να μάθεις γράμματα, να προκόψεις, να γίνεις άνθρωπος σωστός για την κοινωνία» με συμβούλευε η ολιγογράμματη γιαγιά μου. Μόνο που εμείς την κοινωνία την έχουμε γραμμένη στα τούμπερλαντ παπούτσια μας. Στο τρύπιο όνομά της μάλιστα ακόμη παλεύουμε ν’ αποκτήσουμε «κτηματολόγιο» σε μια χώρα που υπήρχε κτηματολόγιο, αιώνες πριν οι νεοπροσύλητοι της τεχνολογίας (ή μήπως του τεχνοφασισμού;) ανακαλύψουν την Αμερική στις χάι τεκ οθόνες τους.
Υπήρχαν λοιπόν άλλοι τρόποι καλλιέργειας ενός προφορικού, κυρίως, πολιτισμού παντελώς άσχετου με τα σημερινά μοντέλα μαζικής κουλτούρας, που εντέλει κι αυτά τα πήρε φαλάγγι όλα τους, όχι τόσο το σχολειό όσο ο δούρειος ίππος της διαφήμισης διά του τύπου εχθές και διά της τηλεοράσεως και του διαδικτύου σήμερα.
Κοντολογίς, μπορούμε ν’ αναπαυόμαστε στην ψευδαίσθηση ότι η τεχνολογία κι ο καταιγισμός πληροφοριών είναι παιδεία, μόνο που είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι αυτή η «παιδεία» που δεν έχει θετικό αντίκρισμα στις άρριζες ζωές μας, έχει μεγαλώσει κατά πολύ, εκτός από την ξιπασιά μας, και την απόσταση μεταξύ των ανθρώπων και των μέσων που αυτοί χρησιμοποιούν για να ζήσουν. Στην πραγματικότητα η επηρμένη κι αποσπασματική ημιμάθεια προσφέρει πολύ λιγότερες γνώσεις στον ανύποπτα εξαρτημένο άνθρωπο του καιρού μας για τον κόσμο του απ’ ότι στον αναλφάβητο της προηγούμενης γενιάς, που τουλάχιστον είχε τον έλεγχο των εργαλείων που χρησιμοποιούσε ο ίδιος κι όσοι προηγήθηκαν αυτού για πάρα πολλούς αιώνες. Σήμερα, στην ψηφιακή εποχή μας, έχουμε απολέσει όχι μόνο την ιστορική μας μνήμη αλλά και την ιστορική μας πείρα. Για σκεφθείτε πόσοι σπουδαγμένοι θα μπορούσαν να επιβιώσουν μιας μακροχρόνιας διακοπής ρεύματος; Σκεφθείτε το. Τρώγονται άραγε τα μεταπτυχιακά;
Ρωτάω πολύ καλοπροαίρετα. Δεν έχω συνταγές. Απλώς, αν δεν ξεχωρίσουμε την ήρα του μοντερνισμού από το στάρι της παράδοσης, στο τέλος θα μείνουμε όλοι νηστικοί.
Ή θα σκάσουμε από τα ψηφιακά υποκατάστατα με τα οποία ξεγελάμε την πανάρχαια πείνα μας για ψωμί και ουρανό.
πηγή: Aντίφωνο, προδημοσίευση από το περιοδικό manifesto τ.36 που κυκλοφορεί μεθαύριο
Αν θέλαμε να παραθέσουμε ένα κατανοητό παράδειγμα για το τι ακριβώς σημαίνει η φράση “λέω τα πράγματα με το όνομά τους”, θα μπορούσαμε κάλλιστα να χρησιμοποιήσουμε το εύστοχο άρθρο του κ. Παντούλα. Τα λέει όλα για το θέμα του, ούτε περισσότερα, ούτε λιγότερα. Ακούει άραγε κανείς; Δυστυχώς σιγή βαθεία…