Ο καιρός της μαθητείας είναι πάντα καιρός μακρόχρονου “εγκλεισμού”.
Έτσι είναι, για πολύν καιρό, κι ο έρωτας: Μοναξιά, ολοένα και πιο έντονη και πιο βαθιά μόνωση. Έρωτας δεν θα πει ν’ ανοίγεσαι ευθύς, να δίνεσαι, να ενώνεσαι με κάποιον Άλλον (τι θα ήταν, άλλωστε, η ένωση δύο όντων ακαθόριστων ακόμα, ατέλειωτων, ανοργάνωτων;)· είναι μια σπάνια, ευκαιρία γιά να ωριμάσεις, ν’ αποχτήσεις μιαν υπόσταση δική σου, να γίνεις εσύ ένας ολόκληρος Κόσμος, γιά χάρη κάποιου άλλου, αγαπημένου προσώπου· είναι μια υψηλή, ακράτητη αξίωση, που σε χρίζει εκλεκτό της και σε σπρώχνει προς τ’ απέραντα πλάτη.
Μόνο έτσι θα ’πρεπε νά μεταχειρίζονται οι νέοι τον έρωτά τους: Σάν ένα καθήκον που τους υποχρεώνει νά εργάζονται αδιάκοπα στό μέσα τους κόσμο. Δεν είναι ακόμα ώριμοι, για το δόσιμο του εαυτού τους, για την εγκατάλειψη και το σβήσιμό τους μέσα σ’ ένα άλλο άτομο, για οποιοδήποτε τρόπο Ένωσης. (Πρέπει, πρώτα, και για πολύ πολύν καιρό, να μαζεύουν και νά θησαυρίζουν ολοένα.) Η Ένωση αυτή, το δόσιμο αυτό, είναι το στερνό σκαλοπάτι· ίσως η ανθρώπινη ζωή νά μή μπορεί ακόμα νά το χωρέσει.
«Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή», εκδ. Ίκαρος, σ. 76-77