Ἀπὸ ὁρισμένη ἄποψη ἡ ἐπικοινωνία μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων πυκνώνει, στὶς μέρες μας. Ὑπὸ εὐρύτερη θέαση, ὅμως, ἡ λέξη «ἐπικοινωνία» κινδυνεύει νὰ χάνει τὸ κατ’ ἐξοχὴν νόημά της.
Κινδυνεύει δηλαδὴ νὰ συστέλλεται σὲ ἀνταλλαγὴ πληροφοριῶν – ἀφήνοντας ἔτσι ἔξω ἀπ’ αὐτὲς τὸ αὐθεντικὰ βιωματικό της φορτίο.
Θὰ μποροῦσε βέβαια νὰ ὑποστηριχθεῖ ὅτι, κάτω ἀπ’ τὸν οὐρανὸ τῶν νέων δικτύων, εἶναι πρωτίστως ὁ (δι)ἀνθρώπινος λόγος – καὶ δὴ ὁ γραπτός – αὐτὸς ποὺ ἀναβαπτίζεται.
Καὶ θά ’τανε πράγματι μιὰ ὡραία ἐλπίδα ἐτούτη.
Πρὶν ὅμως σπεύσουμε νὰ εὐπιστήσουμε, ἂς παρατηρήσουμε πόσο οἱ λέξεις μειώνονται, ὁ ρυθμός τους ἐκπίπτει, οἱ ἐκφράσεις τραχύνονται.
Θά ’τανε – ναί – μιὰ ὡραία ἐλπίδα ν’ ἀρκοῦσε μιὰ ἐπιστημονικὴ ἐπιτυχία προκειμένου, μαζί της, ὁ καιρὸς νὰ ἀνεβαίνει. Ἡ Τεχνικὴ ὡστόσο οὐδέποτε προσκομίζει Ἀξία, ἀπὸ μόνη της: Τὴν ἀξία τὴν εἰσφέρει τὸ ἡγούμενο Νόημα. Κι ἂν τυχὸν αὐτὸ ἀτροφεῖ, τότε κανένα ἐπιστημονικὸ κεκτημένο δὲν κατορθώνει νὰ πληρώσει τῆς ζωῆς τὴν ἀπόρηση.
Ἡ ἐπιστημονικὴ πρόοδος, τότε, ἀπομένει ἕνα πουκάμισο ἀδειανὸ ἐντελῶς ἀπὸ σάρκα κι ἀπὸ αἷμα.
Γιὰ νὰ τὸ ποῦμε διαφορετικά: Ἕνα «ραβδάκι» «μαγικὸ» ἀκουμπάει τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ τρέπει σέ… κάρβουνα.
(Τούτη εἶναι ἄλλωστε ἡ εἰκόνα ποὺ ἀφηγεῖται, πέρα ὣς πέρα, τὰ ἐπίκαιρα γύρω μας δρώμενα.)
Ἀποτελεῖ ἕνα χαρακτηριστικό, περὶ αὐτοῦ, παράδειγμα ἡ ἐξέλιξη ἐπὶ διαδικτύου τοῦ ἐν γένει δημοσίου διαλόγου.
Ἡ δυνητικὴ συμμετοχὴ ὅλων ἄνοιγε, ὑπετίθετο, τὸ πλαίσιο τῶν εὐκαιριῶν στό… ἄπειρο, κι ὑποσχόταν μιὰ πολλαπλότητα μὲ ἐνδιαφέρον ἀκαταπαύστως ἀνανεούμενο.
Στὴν πράξη ὡστόσο δὲν ἄργησε διόλου νὰ διαπιστωθεῖ ὅτι ἡ καθολική, αὐτή, συμμετοχὴ δὲν ἦταν τὸ θριαμβικὸ πλεονέκτημα, ἦταν ἴσα ἴσα τὸ συντριπτικὸ μειονέκτημα τοῦ καινοτόμου συστήματος: Στὰ πλαίσιά της, ἀπέβαινε ἀναπόφευκτο ὁ διάλογος νὰ κατακρημνίζεται στὸν «κατώτερο κοινὸ παρονομαστή» – ἡ ὅλη ἀνταλλαγή, δηλαδή, νὰ ὑποστρέφεται ἀστραπιαῖα σὲ μιὰ ἀρένα ὁλοένα (ποιά πρόοδος;) πρωτογονέστερων ἀντεγκλήσεων.
Θὰ μποροῦσαν μήπως τὰ γεγονότα νὰ ἐξελίσσονταν διαφορετικά; Θὰ μποροῦσαν. Ὑπὸ τὴν προϋπόθεση ὅμως ὅτι ἡ ἠθικὴ πρόοδος δὲν θὰ ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑπολείπεται τῆς τεχνικῆς.
Θὰ μποροῦσαν δηλαδή, ἀλλὰ μόνο κάτω ἀπ’ τὸν ὁρίζοντα ἑνὸς ὅλως ἄλλου Πολιτισμοῦ.
Ἐπὶ τῆς παρούσης συγκυρίας, ὁπότε, τὰ «μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης» συνεχίζουν νὰ ἀποτελοῦν τὸν ἐνδεικτικώτερο, ἁπλῶς, καθρέφτη τῶν ἐν ἰσχύει πολιτιστικῶν δεδομένων.
Μὲ μόνη ἰδιαίτερη λειτουργία τὴν ἐπίταση τῶν ἴδιων, ἐκείνων, γνωρισμάτων τὰ ὁποῖα πιστοποιοῦμε καὶ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ.
Βασικώτερο ἀνάμεσά τους, ἡ ἀπόσυρση τοῦ λόγου ἀπὸ τὸ πεδίο τῆς δημόσιας ζωῆς: Ἡ βάναυση ἔκφραση ἄποψης, ἡ ὑποστροφὴ τῆς ἀντίρρησης σὲ βρυχηθμό, ἡ κατάπτωση τῆς συνομιλίας σὲ συμπλοκή.
Ἡ διαστρέρβλωση, ἐν τέλει, τῆς ἀντάμωσης στὴν ἀνθρωποφαγία.
«Γιατί τόση βία στὸ διαδίκτυο;» θ’ ἀναρωτηθεῖ ὁ καθένας ποὺ θὰ κοιτάξει τὰ δρώμενα νηφάλια. Ἡ ἀπάντηση ἀσφαλῶς κρύβεται κάτω ἀπ’ τὴν ἐπιμελέστατη διακόσμηση («design») τῶν ἐπιφαινομένων τῆς παρούσας συνθήκης: Φυλάσσεται στὰ χαίνοντα χάσματα τῆς ἐνεστῶσας κατανοήσεως τοῦ βίου. Μόνο πού, τὰ χάσματα αὐτά, δὲν μπορεῖ νὰ πληρώσει ὁποιοδήποτε (ἰδυοφυῶς ἐπινοημένο, ἔστω) Μέσον: Θὰ ἀξιωνόταν νὰ λύσει τὸ πρόβλημα μόνο ἕνας ἄλλος Σκοπός.
Στὸ πεδίο τῶν σκοπῶν, ὡστόσο, ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ὁποιασδήποτε ἐποχῆς βρίσκεται ἀποτεθειμένη στὰ χέρια τῶν διανοουμένων της. Δὲν ἔχουμε, ἀτυχῶς, νὰ περιμένουμε καμμιὰ ἀπολύτως ἀλλαγὴ τῶν ὅρων χρήσης αὐτοῦ τοῦ πολύτιμου ἀγαθοῦ, ποὺ θὰ γινόταν νὰ εἶναι τὰ Σύγχρονα Μέσα, ἐνόσῳ ὁ βαθύτερος πνευματικὸς πυρήνας τοῦ πολιτισμοῦ ποὺ τὰ μορφοποιεῖ παραμένει τὸ κενό. Δηλαδή, παραμένει ἡ ἄρνηση. Κατὰ βάθος, παραμένει ὁ δαιμονισμός.
(Ἀξίζει νὰ θυμόμαστε, συναφῶς πρὸς τὰ προηγούμενα, τὴν ἀπόφανση τοῦ «κορυφαίου», κατὰ τὴν πρὸ Χάντιγκτον ἐποχή, ἀμερινανο-πολωνοῦ στρατηγικοῦ ἀναλυτῆ Σμπίγκνιουφ Μπρεζίνσκυ, καταγεγραμμένη στὸ βιβλίο του «Ἡ μεγάλη Σκακιέρα»: Τὸ δυτικό – ἐννοοῦσε, τὸ μεταχριστιανικό – πρότυπο ζωῆς θὰ ἐπικρατήσει, χωρὶς ἀμφιβολία, ἀπ’ ἄκρου σ’ ἄκρο της γῆς ἐπειδὴ ἔχει στὴν ὑπηρεσία του δύο ἀκαταμάχητα ὅπλα. Τὸ ἕνα, ἀπ’ τὰ δύο αὐτά, εἶναι ἡ διάδοση τῶν ΜΜΕ!
Ἦταν σίγουρος ἄραγε, ὁ Μπρεζίνσκυ, ὅτι σύσσωμα τὰ μέσα ἐτοῦτα θὰ ὑποστήριζαν τὸ συγκεκριμένο πρότυπο; Ναί! Κι αὐτὸ ἐπειδὴ ἦταν, πρώτιστα, σίγουρος γιὰ κάτι εἰσέτι βασικώτερο: Ὅτι ἡ ἡγουμένη φιλοσοφία ὁρίζει τὸ πνεῦμα τῆς κάθε ἐποχῆς – κι ὅτι ἡ ἐπιδότηση ἑνὸς ἀπονοηματοδοτημένου «νοήματος» θὰ παρέμενε, ἕως περάτων τοῦ χρόνου, ἡ ἀμετανόητη ἐπιλογὴ τῶν ἀλκίμων φιλοσόφων τῶν Νέων τούτων Καιρῶν. Ἄρα, καὶ τῶν σύνολων λαῶν.)
Κι εἶναι βέβαια κρῖμα. Καμμιὰ προηγούμενη ἐποχὴ δὲν εἶχε τόσο πλεονεκτικὰ ἐργαλεῖα, στὴ διάθεσή της, προκειμένου νὰ καλύψει τὶς πραγματικές της ἀνάγκες. Ἀλλὰ καὶ καμμιὰ προηγούμενη ἐποχὴ δὲν ἀπέβαινε τόσο αὐτοκαταστροφικὴ ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἀξιοποίηση τῶν κρισίμων εὐκαιριῶν της.
Δὲν ὑπάρχει μάλιστα ἐνδεικτικώτερη περιοχή, γιὰ τὴν ὁριστικοποίηση ἑνὸς τέτοιου πορίσματος, ἀπὸ ὅσο τὸ πεδίο τῆς Τέχνης: Οὐδέποτε παλαιότερα οἱ ἔνοικοι αὐτοῦ τοῦ πλανήτη εἴχαμε εὐκολώτερη πρόσβαση στὰ κορυφαῖα ἐπιτεύγματα, π.χ., τῆς ζωγραφικῆς ἢ τῆς μουσικῆς μας ἐποποιίας. Πρόκειται – καὶ ὅμως – γιὰ τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἐποχὴ στὴν ὁποία κάθε αἴσθηση ὡραιότητας (δὲν χάνεται, ἁπλῶς) ἰσοπεδώνεται: Στὴν «καλύτερη» μάλιστα περίπτωση, ἐν ὀνόματι – ὅλης κι ὅλης – μιᾶς «ἀβάσταχτης ἐλαφρότητος» ὡραιοπάθειας.
Πῶς ἀλλιῶς, ἐν τέλει, ὅταν τὸ πρῶτο-πρῶτο φαινόμενο ποὺ διαπιστώνουμε μέσα στὴ νέα επικράτεια εἶναι ἡ ἀντικατάσταση κάθε θαυμασμοῦ ἀπὸ τὸν αὐτοθαυμασμό…
Στὸν πυρήνα τοῦ θέματος: Τὸ ἀληθινὸ μήνυμα τῶν νέων τεχνολογιῶν εἶναι τὸ ἀπολύτως ἀντίθετο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ οἱ χρῆστες τους (ἐκπαιδευτήκαμε νά) καταλαβαίνουμε: Ἕνα νέο παιδὶ ποὺ καρφώνει τὴ σκέψη του στὴν ὀθόνη π.χ. τῆς κινητῆς συσκευῆς του, κατὰ βάθος, ἐπαληθεύει θεαματικὰ τὴν πανάρχαια βεβαιότητα ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν πνευματικῶν παραδόσεων ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει δυνατότητα νὰ συγκεντρωθεῖ ὁλόκληρος σὲ ἕνα μόνο σημεῖο τοῦ ἑαυτοῦ του (καθώς, στὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ ἑαυτοῦ του συγκεντρώνεται κατ’ οὐσίαν κι ὁ χειριστὴς ψηφιακῶν ἐργαλείων) καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ ἔχει, ἐν τέλει, συγκεφαλαιώσει τὸ πᾶν.
Μᾶς περιστοιχίζει, λοιπόν, μιὰ ἐξέλιξη ποὺ δικαιώνει, ἴσα ἴσα, τὴν ἀναγωγὴ τοῦ νοήματος τῆς φύσης πολὺ πέρα ἀπό, τούτη, τὴ φύση. Τὰ ἴδια (!) αὐτὰ μέσα – καὶ ὅμως – ἰδοὺ ποὺ χρησιμοποιοῦνται ἔτσι ὥστε νὰ ἐκκενώνουν ἀπὸ κάθε ζητούμενο τὶς ζωὲς τῶν ἀνθρώπων τοὺς ὁποίους… ἐξυπηρετοῦν.
Γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ μέσα στὴν Ἱστορία – ἴσως κιόλας τὴν ἔσχατη – οἱ κάτοικοι τῆς παρούσης Ἱερουσαλὴμ ἐπαληθεύουμε ὅτι ὅποτε «τυχὸν» ἐρχόμαστε στὸν ἑαυτό μας, ἀπὸ τότε μόνο καὶ μετὰ ἀρχίζουμε νὰ ἐννοοῦμε ὅ,τι κάνουμε…
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Πειραϊκή Εκκλησία”, τχ 306 (Σεπτέμβριος 2018) με αφιέρωμα στα «Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης».
Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας έργο του Kωνσταντίνου Ξενάκη.
πηγή ψηφιακού κειμένου: Aντίφωνο
Οσάκις συναπαντώ, αραιά καί πού, συνήθως σέ άρθρα ή σχόλια τού “Αντίφωνου”, τό όνομα Γεώργιος Καστρινάκης, σχεδόν αυτόματα τό συναρτώ (μιά που δέν τόν γνωρίζω, ή, ενδεχομένως μόνο κατ’ όψιν – μήπως από συμμετοχή σέ κάποιες διαλέξεις/συζητήσεις που διοργάνωνε παλαιότερα τό “Αντίφωνο” στήν Αίθουσα τών ΟΧΕ; μπορεί όμως καί νά κάνω λάθος) μ’ έναν βαθειά στελεχωμένο, αλλά χαμηλών τόνων, ευγενικό καί μέ λεπτές “αποχρώσεις” καλλιεργημένο άνθρωπο, μέ διακριτό, ρέοντα, καλλιεπή αλλά καί δωρικά επακριβή ανατέμνοντα λόγο, μακρυά από φωνασκίες, ιδεοληψίες καί δογματισμούς. Καί τοποθετώ τό “στίγμα” του κάπου μέσα στίς φιλοσοφικο-κοινωνιοκεντρικο-θεολογικές “συντεταγμένες”, μέ έντονο καί τό εικαστικό στοιχείο στήν περίπτωσή του.
Καί τό θέμα που πραγματεύεται τό συγκεκριμένο άρθρο του, καί ο “τρόπος” που τό αναλύει, καί τά όσα υποστηρίζει, “εμπίπτουν” καί εντάσσονται πλήρως στίς ως άνω προδιαγραφές του, τής προσωπικής μου, έστω, αντίληψης, που ενισχύεται απόλυτα μέ τά γραφόμενά του.
Θά μπορέσω, άραγε, ν’ ανταποκριθώ στό πειστικό καί μειλήχια ευθύβολο “ύφος” του, διατυπώνοντας κάποιες αποκλίνουσες στήν ουσία τους εκτιμήσεις, χωρίς αυτό νά θεωρηθεί αντίρρηση ή αντιπαλότητα πρός όσα καταθέτει, θέλοντας, απλά, νά δώ τά ίδια πράγματα – που γίνανε προβλήματα – από άλλη οπτική γωνία ; Θά τό αποτολμήσω, μέ τά πενιχρά εκφραστικά μου μέσα, καί συγχωρείστε με άν κριθώ ανεπαρκής.
Γιατί, λοιπον, νά είμαστε τόσο έντονα απαισιόδοξοι ως πρός τήν νεωτερικότητα τής “επικοινωνιακότητας” – που φτάνει στό νά προλέγεται (ή νά φοβείται ως επερχόμενη) ακόμα καί η εσχατιά τής Ιστορίας ; Καί γιατί νά βλέπουμε έντονα κριτικά, τά καινοφανή καί διαρκώς εξελισσόμενα τεχνολογικά “εργαλεία” σάν προκαλούντα – ή, έστω, επί τό ακριβέστερον, ευνοούντα – τήν στροφή πρός τήν ατομοκεντρικότητα, που καταλύει τήν επικοινωνία ;
Θέλοντας νά μήν υπερβάλω στήν κρίση μου, θά παραδεχθώ οτι ο αρθρογράφος είναι πολύ προσεκτικός καί μετρημένος, μή θέλοντας νά “δαιμονοποιήσει” τήν πρόοδο τών μέσων, καί “ισορροπών” μεταξύ τών “καλών” δυνατοτήτων καί τών “κακών” αποτελεσμάτων, τού εκπεσμού καί τής ατροφίας τού ηγούμενου Νοήματος.
Όμως, όχι “πουκάμισο αδειανό εντελώς από σάρκα κι’ από αίμα”. Ίδια όπως κρίνουμε ένα μισο-άδειο ή μισο-γεμάτο ποτήρι, εδώ έχουμε νά κάνουμε μ’ ένα εν δυνάμει μετάξινο ενδύτη, που μπορεί νά “χωρέσει” καί νά περιβάλει ό, τι τά φωτισμένα πνεύματα τών καιρών μας – εξέλιπαν ( ; ) – θά μάς χαρίσουν, μέσα απ’ τόν σάρκινο κάματο καί τό αιμάτινο στάλαγμα τής ικμάδας τους, σέ μιά οιονεί αναβίωση τού έργου τών πρώτων “διδαξάντων” Αποστόλων (δέν φαντάζομαι νά πιστεύετε οτι οι τότε “καιροί” δέν ήταν τό ίδιο ή καί χειρότερα “ού μενετοί’ από τούς σύγχρονους), στό άκοπο, πλέον, καί οικουμενικό βεληνεκές τους, μιά νεο-τροφία Νοήματος ικανού ν’ αποσοβήσει τήν “εσχατιά τής Ιστορίας”. Καί γιατί νά μήν παραλληλίσουμε – πώ, πώ, τί φοβερή ασέβεια θά μού καταλογίσετε τώρα – τήν τότε επισυμβάσα “επιφοίτηση” πνεύματος, που ήταν καί Χάρις αλλά καί Γνώση, γνώση που δέν τήν είχαν μέχρι τότε, ακόμα καί τών γλωσσών τών ανθρώπων, σάν μιά προέκταση (extrapolation) σέ παρόντα χρόνο – καί στά πλαίσια μιάς εντεταλμένης καί σοβούσας “συν-Δημιουργίας” ημών τών Κτιστών “καθ’ ομοίωσιν” πρός καί μαζί μέ τόν Άκτιστο Κτίστη μας -, γιατί νά μή δούμε “έτσι” τήν ακατάληπτα εκρηκτική (ακριβώς όπως καί τότε) εξάπλωσή της ; Καί γιατί νά “δαιμονοποιήσουμε” τούς κινούντες τά νήματα αυτής τής νεωτερικότητας, γιατί νά τούς στερήσουμε A PRIORI τήν έστω πολύ μικρή πιθανότητα, ή ακόμα καί τήν υποψία, οτι, ενδεχομένως, καί ασυνειδήτως ίσως, μπορεί καί νά “εντάσσονται” στό σχέδιο μιάς Άκτιστης Λογικής, που, από τά λίγα που κατανοούμε, μάλλον δέν “συντάσσεται” μ’ ένα τέλος τής Ιστορίας, τουλάχιστον σέ χρόνο ανθρώπινο ; “Χάσαμε τόν πόλεμο” χωρίς κάν νά προσπαθήσουμε, παραδοθήκαμε χωρίς νά “πολεμήσουμε”, δεχθήκαμε τό Κακό αυτο-παραιτούμενοι από τίς αντιστάσεις μας ; – ή μήπως δέν τίς είχαμε ποτέ, καί ήταν, άραγε, οι χιλιετίες τού “Χριστιανισμού” μας (είτε σάν Θρησκεία, είτε σάν Εκκλησία, κατά τόν φίλτατο κ. Γιανναρά) αυτό τούτο τό “άδειο πουκάμισο” που βιαστήκαμε νά τό αδειάσουμε, χωρίς μάλιστα νά ψάξουμε νά βρούμε μέ τί τό νεωτερικό, αλλά πάλι πανανθρώπινο, θά μπορούσαμε νά τό γεμίσουμε ;
Θυμάμαι τόν αξέχαστο Μέντορά μας + Νίκο Νησιώτη νά μιλάει – στήν ίδια αυτή Αίθουσα που ανέφερα στήν εισαγωγή – σέ μάς τούς μικρότερους φίλους του, θετικών, ως επί τό πλείστον, σπουδαστικών κατευθύνσεων, καί νά συντάσσεται θετικά, υπερθεματίζοντας μάλιστα, στίς τότε (πρίν από πενήντα τόσα χρόνια) καλπάζουσες Ιατρικές καί Βιολογικές εξελίξεις καί “αποκρυπτογραφήσεις”, αντίστοιχες, ίσως, καί προδρομικές τής προόδου καί τών Τεχνολογικών Επιστημών αργότερα, τονίζοντας περισσότερο τίς θετικές γιά τόν άνθρωπο προοπτικές εκ τής “συν-Δημιουργίας” καί τής “κατακυρίευσης” διά τών ευκαιριών τού Καλού, ώστε νά μήν “κάνουν πίσω” οι ευκαιρίες αυτές λόγω τής εγγενούς
( ; ) δράσης τού κακού.
Καί έρχομαι τώρα στό “πρακτέον” – καί συγχωρείστε μου τό παιδαριώδες τής πρότασης εν προκειμένω. Επιτρέψτε μου νά τό θεωρήσω μέσα στήν μικρή, ατομική μου σφαίρα, ίδια όπως καί ο καθένας μπορεί νά τό κάνει στήν δικιά του.
Τήν άλλη φορά λοιπόν, που θά συναντήσω τίς εγγονούλες μου, αντί νά τούς “γκρινιάσω” γιά τήν υπερβολική προσήλωσή τους στό tablet τους, θά τίς καθίσω στόν “παραμυθοκαναπέ” μας, θά τραβήξω τό tablet στά γόνατά μου, καί θ’ ασχοληθώ μαζί τους όλην τήν ημέρα – ούτε σχολείο δέν θά τίς αφήσω νά πάνε, έτσι σπάνια που τίς βλέπω -, “μαθαίνοντάς” τες, όσο χωράει τό κεφαλάκι τους, πώς νά χωρίζουν τήν ήρα από τό στάρι, πώς ν’ απαντάνε στά γραπτά bullying, όταν τά δέχονται, πώς νά ψάχνουν καί νά βρίσκουν μέσα απ’ αυτό τά ωραία αυτού τού κόσμου, πώς ν’ ακούνε μουσικές, ψαλμούς, τραγούδια στίς χώρες καί στίς γλώσσες τών θείων τους καί τών ξαδελφιών τους, μακρυά σέ Δύση κι’ Ανατολή, πώς ν’ ανακαλύπτουν τίς τέχνες, τήν Τέχνη καί τίς Επιστήμες, κι’ άς μήν τά καταλαβαίνουν ακόμα, τουλάχιστον νά σπείρει κανείς – θέλει αφοσίωση καί χρόνο, όσο τότε που οι άνθρωποι δέν είχαν νά “μάθουν” τόσο πολλά, αλλά τώρα δέν έχουν χρόνο ούτε γιά νά μάθουν νά ζούν.
Αλλ’ επειδή δέν θά’ χω τήν υπομονή καί τήν επιλογή τής θέλησης νά τά κάνω όλ’ αυτά μέ τήν επανάληψη καί τήν επιμονή που χρειάζεται, κι’ επειδή κι’ οι γονείς τους θά’ χουν όλο καί λιγότερο χρόνο γιά νά κάνουν κι’ αυτοί τ’ ανάλογα, κι’ επειδή άλλες άπειρες χιλιάδες παππούδες, γιαγιάδες καί γονείς, απανταχού τού “όπου Γής Πατρίς” θά έχουν τά ίδια ελλείμματα, φτάνουμε νά βλέπουμε, συλλογικά πλέον, τούς εν δυνάμει μετάξινους ενδύτες τής οικουμενικής πιά διάχυσης τής Γνώσης (τού Θείου Σχεδίου ; ) σάν “άδεια πουκάμισα” τής ατροφίας τού ηγούμενου Νοήματος, που αυτό μάς μένει νά κάνουμε, νά τό θρέψουμε καί νά τό μεταλαμπαδεύσουμε.
Μέ συγχωρείτε γιά τήν πολυλογία μου – γι’ αυτό εκτιμώ πολύ τό δωρικό, κοφτερό “ύφος” τού αρθρογράφου, που τόν ευχαριστώ ιδιαίτερα γιά τό θέμα που πραγματεύτηκε.
Put the blame on me, άν δέν συμφωνήσετε !