Νόμος κύριος εγένετο βασιλεύς ανθρώπων,
αλλ΄ουκ άνθρωποι
τύραννοι νόμων.
Στις 15 Νοεμβρίου του 1821, στα Σάλωνα της Φωκίδας, συγκροτήθηκε η Συνέλευση της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος. Οι πληρεξούσιοι είχαν ήδη κληθεί από τον Αύγουστο˙ μόλις πέντε μήνες μετά την έναρξη της εθνικής Επαναστάσεως. Τον προοιμιακό λόγο απηύθυνε ο επίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος Μεταξάς, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών.
Η συμμετοχή του Νεοφύτου στα εθνικά πράγματα ήταν εμπεδωμένη από χρόνια : Εκδιώχθηκε από τον Αλή – Πασά, υποχρεώθηκε φορολογικά, αναχαίτιζε διαρκώς την διωκτική μανία των Οθωμανών, έπεισε τον Βελή – Πασά να χρηματοδοτήσει την ίδρυση ελληνικού σχολείου στην Αταλάντη. Ο Νεόφυτος και ο Σαλώνων Ησαΐας, στις 27 Μαρτίου του 1821, ευλόγησαν τα όπλα των ρουμελιωτών αγωνιστών, παρουσία του Αθανασίου Διάκου στο μοναστήρι του οσίου Λουκά στην Λιβαδειά. Μόλις τέσσερις μέρες μετά, την 31η Μαρτίου, ο Νεόφυτος προΐσταται της εξεγέρσεως στην Αταλάντη : Ήταν ένας από αυτούς που διαπραγματεύτηκαν με τους Τούρκους αξιωματικούς τους όρους της παραδόσεώς τους στο επαναστατικό ελληνικό σώμα.
Στο προοίμιο της Νομικής Διατάξεως της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, ο Νεόφυτος υπογράμμιζε την ανάγκη θεσμοθετήσεως μίας κεντρικής Διοίκησης. Όμως απουσίαζαν οι ιδρυμένοι θεσμοί στην ουσιαστική και εκτελεστική τους διάσταση. Η Συνέλευση μοιάζει πως σχεδόν αυτοματικά παρέκαμψε το κενό των ιδρυμένων θεσμών στρεφόμενη στην παράδοση των ιδρυτικών θεσμών : Ο μόνος ορίζοντας ιδιοπροσωπίας που μπορούσε να ατενίσει ήταν αυτός της παραδόσεως του Βυζαντινό – ρωμαϊκού Δικαίου. Τούτο εκφράστηκε ως εξής στο Πρώτο Κεφάλαιο του Τρίτου Τμήματος της Διατάξεως : « β΄. Οι Κοινωνικοί Νόμοι (εννοεί το Αστικό Δίκαιο) των αειμνήστων Χριστιανών Αυτοκρατόρων της Ελλάδος μόνοι ισχύουσι κατά το παρόν εις την Ανατολικήν Χέρσον Ελλάδα. – γ΄. Ο Άρειος Πάγος να φροντίση να μεταφέρη εις την σημερινήν ελληνικήν γλώσσαν τούτο το μέρος των Βασιλικών, προσδιορίζων τας αντιφάσεις κατά το κοινώς συμφερώτερον. (…) ».
Σχεδόν δύο μήνες μετά, στις 27 Δεκεμβρίου 1821 θα ακολουθήσει η ανάλογη διατύπωση του Οργανισμού της Πελοποννησιακής Γερουσίας υπό την προεδρία του Δημητρίου Υψηλάντη. Η 31η§ του Τρίτου Κεφαλαίου έχει ως εξής : « Άχρι του διοργανισμού των τακτικών νόμων θέλουσιν έχειν το κύρος οι σωζόμενοι νόμοι των χριστιανών Βασιλέων της Κωνσταντινουπόλεως ».
Όπως προκύπτει στην 30η§, η Πελοποννησιακή Γερουσία θεωρούσε αυτονόητα αναγκαία την σύνταξη νέων νομικών κωδίκων κατάλληλων για την αναδυόμενη νέα Ελλάδα. Συνεπώς, το Βυζαντινό Δίκαιο κρινόταν ως το πλέον πρόσφορο κατ΄αυτήν την μεταβατική περίοδο. Μόλις την 1η Ιανουαρίου του 1822 η Α΄ Εθνική Εθνοσυνέλευση συνελθούσα στην Επίδαυρο θα ανανεώσει στην 97η§ του Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος την πρόσφατη πρόβλεψη της Πελοποννησιακής Γερουσίας διατυπώνοντας σαφώς εκ νέου στην 98η§: « Άχρη της κοινοποιήσεως των ειρημένων Κωδήκων αι πολιτικαί και εγκληματικαί διαδικασίαι βάσιν έχουσι τους Νόμους των αειμνήστων ημών Αυτοκρατόρων, και τους παρά του Βουλευτικού και Εκτελεστικού Σώματος εκδιδόμενους Νόμους˙ δια δε τα εμπορικά, ο εμπορικός της Γαλλίας Κώδηξ μόνος ισχύει εις την Ελλάδα ».
Το πνεύμα και το γράμμα των παραπάνω προβλέψεων επανέλαβαν η Β΄ (Άστρος, 1823˙ §§80+84) και η Γ΄ (Τροιζήνα, 1827˙ άρθρο 142) Εθνικές Συνελεύσεις.
Είναι, πιστεύω, περιττό να σημειώσω τις αντιδράσεις απέναντι σε αυτές τις πρώιμες προβλέψεις των Εθνοσυνελεύσεων. Πρωτοστάτησε ο Αδαμάντιος Κοραής στο έργο του Σημειώσεις εις το Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος, μίας σειρά λογίων και πολιτικών που έσπευδαν να αποκαλέσουν τις βυζαντινές νομικές συλλογές « χαμερπείς, ανάξιες, ανελεύθερες » και άλλα παρόμοια. Ο Κοραής σημείωνε κιόλας πως το Βυζαντινό Δίκαιο ήταν τόσο ανάξιο λόγου ώστε ακόμη και αυτοί οι Οθωμανοί το απέρριπταν.
Η συνήθης αντιπαράθεση θέσεων και η περιστροφή στον άξονα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού δεν μου μοιάζει πως στην περίπτωσή μας θα ήταν γόνιμη. Οι Εθνοσυνελεύσεις και οι πρώιμες Νομικές Διατάξεις είχαν έναν σαφή αντικειμενικό σκοπό που υπερέβαινε τους ιδεολόγους : την διοργάνωση κεντρικής διοικήσεως και την σύσταση κώδικα εφαρμοστέου Αστικού Δικαίου. Στην αντίθετη περίπτωση, η προσφυγή στην λύση του Βυζαντινού Δικαίου αποδόθηκε σε λόγους ιστορικούς με ανιστορικές προσλήψεις, που κατέληγαν στην ουτοπία του μεγαλοϊδεατισμού αναχαιτίζοντας την ορμητική συγκατάταξη της νέας Ελλάδας ανάμεσα στα φωτισμένα έθνη, ωσάν το βυζαντινό σκότος να σκίαζε το πρωϊό φως της εθνεγερσίας.
Τα πράγματα δεν είχαν έτσι˙ τα πρώιμα ελληνικά συνταγματικά κείμενα προσέφευγαν στο Βυζαντινό Δίκαιο υπό όρους: α. Προείχε η σύνταξη νέων Κωδίκων, β. Κάλυπτε ένα φυσικό κενό, καθότι το πολίτευμα προσωρινό – προσωρινός και ο νόμος, γ. Έπρεπε να αναθεωρηθεί και να διατηρηθούν μόνο εκείνες οι διατάξεις που ωφελούσαν το έθνος και τους πολίτες, δ. Να μεταφραστεί σε γλώσσα κατανοητή, ε. Να συμπληρωθεί ή να αντικατασταθεί όπου οι νόμοι της νέας Ελλάδας διέφεραν από τις βυζαντινές πηγές, στ. Να υποβληθεί σε έλεγχο και έγκριση πριν την δημοσίευσή του.
Κατά την Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος η πλέον πρόσφορος βυζαντινή συλλογή ήταν τα Βασιλικά. Δικαιολογημένη επιλογή αυτή, καθότι το εξελληνισμένο ρωμαϊκό κείμενο της ιουστινιάνειας κωδικοποίησης ήταν το τελειότερο και ως ενότητα, αλλά και ιδιοσυγκρασιακά. Εάν αφήσουμε κατά μέρος την ακραία ανέφικτη πρόθεση να συγκεντρωθούν τα Βασιλικά, να μεταφραστούν κι ύστερα να ανακαθαρθούν, οι πληρεξούσιοι έθεταν τους εαυτούς τους ενώπιον ενός δαιδαλώδους νομικού, φιλολογικού, ιστορικού και επιστημολογικού έργου. Τουλάχιστον η αποφασιστικότητά τους συμφωνεί με την αντίστοιχη των Ρωμαίων αντικηνσόρων. Εκείνο όμως που προέχει είναι πως ο προσανατολισμός στον ορίζοντα του Βυζαντινού Δικαίου δηλώνει ρητά την αντίληψη της οργανικής ενότητας με την Ιστορία του Δικαίου και των Θεσμών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την πρόθεση της πιστής συνέχειάς τους. Ετούτη η αυτονόητη και ομόθυμη πρώιμη επιλογή είναι ταυτοτικού τύπου καθότι διαγράφει τα όρια του παρελθόντος και αφηγείται την πορεία του μέλλοντος. Τι θα πει αυτό; Καλώς ή κακώς οι πληρεξούσιοι των Εθνοσυνελεύσεων ένιωθαν οικειότητα προς το εξελληνισμένο αυτοκρατορικό διοικητικό μοντέλο των Βασιλικών, όχι γιατί το φαντασιώνονταν, αλλά γιατί αυτός ήταν ο εμπεδωμένος τρόπος πολιτικής υπάρξεως της μείζονος ελληνορωμαϊκής Οικουμένης : αυτός ήταν ο πολιτισμός τους, ο Κόσμος τους. Η εκτίμηση αυτή δεν συνεπάγεται την απαξίωση των Φώτων, απλά, εννοεί ακριβώς αυτό που λέγεται : Η ελληνορωμαϊκή Οικουμένη ήταν ο κόσμος τους – τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
Η φράση με την οποία ξεκίνησα ετούτο το σημείωμα βρίσκεται στην Η΄ Επιστολή του Πλάτωνα. Για κάποιον λόγο τοποθετήθηκε στην αρχή του κειμένου της Νομικής Διατάξεως της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, στην γωνιά δεξιά – επάνω. Μοιάζει με αρκετές βυζαντινό - ρωμαϊκές διατάξεις συνταγματικού τύπου, μετέωρου ουσιαστικού κι ερμηνευτικού βάθους – απλά υπάρχουν σπαραγματικά στην θέση τους. Όταν όμως συναντάς αυτές τις φράσεις ορθώνονται ωσάν οδοδείκτες στα μέρη που διαβαίνεις κι έτσι κάποτε καταλαβαίνεις πως βρίσκεσαι στον προγονικό σου τόπο.
(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΚΟΙΝΟΝ – τεύχος 11ο – Μάρτιος 2021)
*Ο Βαγγέλης Σταυρόπουλος είναι διδάκτωρ της Ιστορίας του Δικαίου και των Θεσμών της Νομικής Σχολής του Paris XI – Jean Monnet.......
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Ιωάννη Μητράκα.