Ο Ισοκράτης επιλέγει
Ο καταυλισμός της «Κιάνας» είναι στον πάτο της ρεματιάς, κάτω από μεγάλα πλατάνια. Ο αμαξωτός χωματόδρομος, στην πλαγιά, είναι λίγα μέτρα ψηλότερα. Φτάσαμε ακριβώς ώρα μία. Αφιππεύουμε στον αμαξόδρομο και σαν αέρας κατηφορίζουμε, πατούμε το στρατόπεδο. Οι Ιταλοί παίρνουν συσσίτιο, πραγματικά αιφνιδιάζονται.
Ο διερμηνέας μας, με το χωνί, φωνάζει: «Παραδοθείτε! Παραδοθείτε!». Αρχίζουν σπασμωδικοί, σκόρπιοι πυροβολισμοί. Ερχόμαστε στα χέρια. Κρατώ το πιστόλι και τρέχω προς τη σκηνή του διοικητή. Ο αντισυνταγματάρχης Πιταρέλλι, που διοικούσε, τότε, το Σύνταγμα, πετάγεται έξω. Έξαλλος του φωνάζω:
Στο άνοιγμα μίας σκηνής προβάλλει κατάχλομο, το πρόσωπο του Ιταλού ιερέα, φωνάζει, δεν ξεχωρίζουμε, είναι θανάσιμα τραυματισμένος. Αυτό γίνεται αφορμή να δυναμώσει η αντίσταση τους. Ξεκολλώ απ’ τα πλατάνια να πηδήσω, ένα χέρι μ’ έσυρε, πρόφτασε και μ’ έσυρε, θα με θέριζε ριπή. Μούσωσε τη ζωή ο αντάρτης Ασπροπόταμος.
Οι αντάρτες έχουν σκορπίσει, πολεμούν, αφοπλίζουν, προχωρούν, αφοπλίζουν. Τραυματίζεται ο καρδιτσιώτης αντάρτης Κανάρης, τρύπησαν τα πνευμόνια του, αφρός και αίμα, πνίγεται. Μένουν ακόμα τρεις εστίες αντίστασης, έχουν ταμπουρωθεί πίσω από ξερολιθιές στην όχθη, οργανώνονται. Καθίζουμε μπροστά στα οπλοπολυβόλα, έτοιμοι για σάλτο. Πέφτει ο αντάρτης Σπυράκος. Κάνουμε έφοδο, είμαστε, πια, αγριεμένοι. Οι Ιταλοί παραλύουν και σηκώνουν τα χέρια. Κάμποσοι προσπαθούν να φύγουν. Πέφτουν κάνω σε τμήματα πεζικού, που έχουν κυκλώσει την τοποθεσία. Η μάχη τέλειωσε. Έφτασε λαχανιασμένος απ’ το Μουζάκι σύνδεσμος, ο Κώστας Μπακανιάρης, ράφτης, και μου έφερε προσωπική τηλεφωνική διαταγή του στρατηγού Σαράφη να τρέξω στο στρατόπεδο Καπά, όπου η εκεί επιλαρχία είχε ταμπουρωθεί στις αποθήκες και δεν παραδινόταν. Σκίζω το στρατόπεδο, παντού βογγούν τραυματίες, σκόρπιοι από δω καί από κει πάνω από σαράντα σκοτωμένοι και λαβωμένοι, ανάμεσα τους τρεις – τέσσερεις αξιωματικοί, ανεβαίνω γρήγορα στον αμαξόδρομο.
Έχουν ξαπλώσει στο χαντάκι τον αντάρτη Ιππέα Σπυράκο. Σφίγγεται η καρδιά μου. Τον αγαπούσα
για πολύ ώρα ευχαριστημένος. Βλέπει άλλο, του φαίνεται καλύτερο. Το παίρνει. Παρακάτω, νομίζει πως εκείνο το κόκκινο είναι καλύτερο. Αφήνει αυτό που έχει, παίρνει το κόκκινο. Κι αυτό βαστάει. Έχει απλωθεί πυρετός. Στέλνουμε δώρα άλογα σε διάφορες μονάδες. Να μην κρατήσουμε για τον Σαράφη; Εμ ο Άρης; ο Φλούλης; Η ρεματιά του Καπά έχει γίνει κάτι σαν ζωοπανήγυρη! Μόνο ιππικό δεν είμαστε!
Επείγουσα έκκληση προς το Στρατηγείο να μου στείλει αντάρτες – ιππείς. Το Στρατηγείο ενεργεί με ταχύτητα, σε δυο μέρες αρχίζουν να καταφθάνουν οι παλιοί αλβανομάχοι ιππείς, οι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί, που μέχρι τώρα ήτανε αντάρτες των βουνών. Οι πολιτικές οργανώσεις στα καμποχώρια κινητοποιούνται, μας στέλνουν κατάλληλους νέους για ιππείς. Ήρθαν τότε —κι’ αργότερα— και Λαρισινοί αξιωματικοί: Καραστάθης, Πέτρου, Ράπτης, Δαλθανάσης, Κύλικας, Σαμαρίδης κ.α. Συγκροτούμε έμπεδα και υπηρεσίες επιμελητείας και εφοδιασμού. Σε κείνο το ρέμα, κάτω απ’ τα πλατάνια, γίνεται έργο μεγάλο και καλό. Όλοι, ως τον τελευταίο αντάρτη, δουλεύουμε να οργανώσουμε την καινούργια μονάδα του ΕΛΑΣ: τους καβαλάρηδες της Θεσσαλίας.
Η αφήγηση είναι του Μίμη Μπουκουβάλα (Δημήτρης Τάσος) καπετάνιου του Αντάρτικου Ιππικού του ΕΛΑΣ. Στον πόλεμο της Αλβανίας ήταν εθελοντής υπαξιωματικός και πολέμησε από την Σαμαρίνα έως την Κλεισούρα στο χωριό Στρένεζι. Από τους πρώτους αντάρτες του Ολύμπου πολέμησε τους Γερμανούς μέχρι την τελευταία μέρα που εγκατέλειψαν τη γης μας.
( Το Αντάρτικο Ιππικό εκδ. Γ.Χ.Κανελλόπουλος)