Θεόδωρος Ι. Ζιάκας
Η αίσθηση ότι τα κόμματα έχουν χρεοκοπήσει, προκαλεί σκέψεις και συζητήσεις για την “κατάργησή” τους. Όχι μόνο σε μας, που μας έχουν ρημάξει κυριολεκτικά, αλλά και “αλλαχού”. Είναι όμως η “κατάργηση” μια ορθή και εφικτή πρόταση; Ας την εξετάσουμε.
1. “Αναγκαίο κακό”;
Από άποψη αρχής δεν τίθεται ζήτημα. Κανονικά η ύπαρξη κομμάτων θα έπρεπε να απαγορεύεται. Διότι, όπως έγραφε η Σιμόν Βέϊλ: “Αν εμπιστευόμασταν στο διάβολο την οργάνωση της δημόσιας ζωής, δεν θα μπορούσε να φανταστεί τίποτα πιο ευρηματικό“. -Προκειμένου, εννοείται, να κάνει τη ζωή μας Κόλαση.
Η απόδειξη της θέσης αυτής δεν στοιχειοθετείται μόνο από την εμπειρία, αλλά και από ακλόνητους συλλογισμούς, σαν αυτούς που αναπτύσσει η γαλλίδα φιλόσοφος στο βιβλίο[1] που παρουσιάσαμε στις 14-11-2011 στον “Αρμό”. Στην πράξη όμως δεν λαμβάνεται υπόψη, ούτε η συσσωρευμένη αρνητική εμπειρία ούτε η απορριπτική θεωρητική βάσανος. Ο λεγόμενος “ρεαλισμός” επιβάλλει την αποδοχή των κομμάτων, με το καταλυτικό επιχείρημα ότι “δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο”.
Σε ένα πρώτο επίπεδο, οι “ρεαλιστές” επικαλούνται το γεγονός ότι, ως θεσμός, τα κόμματα συγκροτούν το πολιτικό σύστημα του σύγχρονου πολιτισμού, της Νεωτερικότητας. Δεν είναι τυχαίο που δεν υπήρχαν, λένε, σε κανέναν προγενέστερο πολιτισμό. Παράλληλα, επισημαίνουν με νόημα, πως όπου συνέβη να καταργηθούν τα κόμματα, είχαμε το χειρότερο: στρατιωτικές Χούντες.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, αμφισβητούν ακόμα και τη θεωρητική δυνατότητα για κάτι καλύτερο. Απορρίπτουν π.χ. την προνεωτερικής-ελληνικής εμπνεύσεως “αμεσοδημοκρατική” πρόταση. Είτε γιατί είναι “ανεφάρμοστη” στα σύγχρονα πολυάνθρωπα εθνοκρατικά σύνολα είτε γιατί “δεν προστατεύει τη μειοψηφία”![2] Όσο για τη δυνατότητα μετα-νεωτερικής εναλλακτικής λύσης, αυτή απορρίπτεται εκ προοιμίου, με το επιχείρημα ότι δεν υπάρχει τίποτα “πέρα από τη Νεωτερικότητα”. Τίποτε που να μπορεί να τεθεί ως “νεώτερον” του “νεωτερικού”.
Κοντολογίς: Αν δεν θέλετε να στερηθείτε τον αγαπημένο σας νεωτερικό πολιτισμό και να επιστρέψετε στον Μεσαίωνα, πρέπει να δεχθείτε το κομματικό πολιτικό σύστημα. Έστω και σαν “αναγκαίο κακό”!
2. Η νεωτερικότητα των κομμάτων
“Ή κόμματα λοιπόν ή χούντα”! Είναι όμως έτσι;
Η τρέχουσα εμπειρία διαψεύδει το “δίλημμα”. Για τα μεν μονοκομματικά συστήματα (Κίνα, Β. Κορέα, Μπάαθ κ.ά.) αμέσως και αυτονοήτως. Για δε τα πολυκομματικά, εμμέσως πλην δυσνοήτως. Παράδειγμα: το δικό μας ή το ιταλικό πολυκομματικό σύστημα, για να μην αναφέρουμε τα επιπέδου συμμοριών ανατολικοευρωπαϊκά. Επειδή όπως είπαμε, η εμπειρία μόνο δεν μετράει, αλλά χρειάζεται και η βαθύτερη λογική κατανόηση, καλόν είναι να εμβαθύνουμε στη σχέση κομματικού πολιτικού συστήματος και Νεωτερικότητας.
Παρατηρούμε, κατ’ αρχάς, ότι η δυναμική του κοινωνικού πεδίου εμφανίζει πάντοτε μιαν οιονεί “δική του βούληση”, παραγόμενη από την “ετερογονία των σκοπών“, ήγουν τις εκούσιες και ακούσιες συνέπειες των ατομικών αποφάσεων. Σαν τη “συνισταμένη” στη Μηχανική, όπου ένα σύστημα πολλών δυνάμεων κινείται πάντα σε άλλη κατεύθυνση από κείνη που δείχνει η κάθε μία χωριστά. Αυτή βέβαια δεν είναι παρά μια φυσιοκρατική ερμηνεία. Υπάρχουν και μεταφυσικές ερμηνείες, αρκετά αξιοσέβαστες: “άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων άλλα δε Θεός κελεύει“.[3]
Ανεξαρτήτως, πάντως, των ερμηνειών (εννοηματώσεων) της διττής συνθήκης “αυτονομία του συλλογικού / ετερονομία των συνιστωσών του”, το θέμα είναι ότι τα πολιτικά συστήματα γεννώνται από την ανάγκη των κοινωνικών δρώντων να “συλλάβουν” και να θέσουν “υπό έλεγχο” την “βουλητική” αυτονομία του κοινωνικού πεδίου. Με σκοπό “να την κάνουν δική τους”. Να την “ζέψουν”, κατά κάποιον τρόπο, στην υπηρεσία αυτού, που σήμερα λέγεται “γενικό συμφέρον“. Το οποίο και συγχέουν, εν γένει, με το “δικό” τους (μερικό) συμφέρον, όπως φυσικά οι ίδιοι το αντιλαμβάνονται. Η δική τους όμως “παρέμβαση”, απλώς προσθέτει μια ακόμα δύναμη στο σύνολο των δυνάμεων, κάνοντας τη “συνισταμένη” να διαφεύγει και πάλι! Οπότε, η όποια “επιτυχία” τους, μέσω του όποιου πολιτικού συστήματος, είναι πάντοτε ελλειμματική…
Δυστυχώς ή ευτυχώς, η αντίθεση ατομικού/συλλογικού δεν επιδέχεται “κατάργηση”, αλλά απλώς εννοημάτωση / θέσμιση. Γι’ αυτό άλλωστε η Ιστορία είναι πάντοτε “ανοιχτή” και απροκαθόριστη. Ο επιτυγχανόμενος πάντως βαθμός “σύλληψης” της “αυτονομίας του συλλογικού” υπολαμβάνεται, εν γένει, ως “δείκτης” κεκτημένης ατομικής και συλλογικής ελευθερίας.
Μπορούμε, στη βάση αυτή, να διακρίνουμε τρεις γενικούς τύπους πολιτικού συστήματος. Ο πρώτος και αρχαιότερος, είναι των κολεκτιβιστικών πολιτισμών, όπου η “βουλητική” αυτονομία του κοινωνικού πεδίου ταυτίζεται μυθικά με τη θέληση του ελέω Θεού Μονάρχη και “συλλαμβάνεται” μέσω του χαρακτηριστικού, σ’ αυτούς τους πολιτισμούς, πυραμιδοειδούς-δεσποτικού “πολιτικού” συστήματος. Πλησιέστερα σε μας παραδείγματα είναι η αρχαία Αίγυπτος, η αρχαία Βαβυλώνα και αργότερα, μετά την κατάληψη της ρωμαϊκής Δύσης από τα νορδικά φύλα, η φεουδαρχική Ευρώπη. Ο δεύτερος και ο τρίτος τύπος, είναι εκείνος των ατομοκεντρικών[4] πολιτισμών: του ελληνικού και του νεωτερικού. Όπου, στη μεν ελληνική εκδοχή, η αυτονομία του συλλογικού “συλλαμβάνεται”, μέσω της υποκατάστασης της κοινωνικής δυναμικής, με την εννόμως βουλευόμενη Εκκλησία του Δήμου. Ενώ στη νεωτερική εκδοχή, όπου λόγω καταστατικής ιδιωτείας, η κοινωνία δεν συγκροτείται σε Δήμο, τον ρόλο του Δήμου τον παίζει το εκάστοτε κυβερνών κόμμα, το οποίο και “αντιπροσωπεύει” την κοινωνία. Η “αντιπροσώπευση” χορηγείται από την ιδιωτεύουσα κοινωνία εν είδη “χρίσματος”, κατά την εκλογική διαδικασία.[5]
Μίλησα για “καταστατική ιδιωτεία” της νεωτερικής κοινωνίας, διότι η ειδοποιός διαφορά του νεωτερικού πολιτισμού έγκειται στο ότι: Ως ανθρωπολογικό φορέα του έχει το Άτομο, το οποίο: α) Είναι υπαρκτικώς προσανατολισμένο στην “ελευθερία της ιδιωτικής απόλαυσης”. Και β) οιστρηλατούμενο από τον “τεχνολογικό μεσσιανισμό” του, διαμεσολαβεί τις κοινωνικές σχέσεις με απρόσωπα “συστήματα”.[6] Η εμμονή αυτή, στην Ιδιωτεία, αφ’ ενός και στη μετατροπή της κοινωνίας σε Τεχνοσύστημα, αφ’ ετέρου, είναι σαφώς το “οντολογικό” πλαίσιο του κομματοπαγούς πολιτικού συστήματος.
Στη Νεωτερικότητα τα κόμματα υφίστανται ως πολιτικό σύστημα. Υπ’ αυτή την έννοια είναι αποκλειστικώς νεωτερικό φαινόμενο. Δεν υπήρχαν πριν. Φατρίες, παρατάξεις, μυστικές εταιρείες, υπήρχαν πάντοτε. Ο Θουκυδίδης π.χ. μιλά με ανεπανάληπτο τρόπο, για το “εταιρικόν“, που επιτρέπει το “απροφασίστως τολμάν“.[7] Το “εταιρικόν”, οι “δημοκρατικοί” και οι “ολιγαρχικοί” στις ελληνίδες πόλεις, οι “Πράσινοι” και οι “Βένετοι” στον βυζαντινό Ιππόδρομο, είναι σαφώς μορφές “κομματικότητας”, αλλά δεν είναι “κόμματα” με τη νεωτερική έννοια: να κατεβαίνουν στις εκλογές, να εκλέγουν “αντιπροσώπους” και να σχηματίζουν κυβέρνηση. Ούτε βέβαια οι μυστικές εταιρείες, όπως οι Καρμπονάροι και η δική μας Φιλική Εταιρεία, ή οι Ασασίνοι στο Ισλάμ και η Μάφια στη Σικελία. Ούτε επίσης οι χρηματιστικές σφηκοφωλιές της Γουόλ Στρίτ. Ασφαλώς οι ποικίλες αυτές μορφές ιδιοποιούνται ισχύ, η οποία είναι πάντοτε κοινωνικό μέγεθος. Και την ασκούν, θεσμικά ή εξωθεσμικά. Αυτό όμως δεν τις κάνει “κόμματα”. Αν όλες τις στοιχειώσεις πολιτικής δύναμης, τις πούμε “κόμματα”, τότε χάνουμε αυτό που είναι η ειδοποιός διαφορά των σημερινών κομμάτων: η “συστημική” κομματικότητα του νεωτερικού πολιτικού πεδίου. [8]
Ας το στοχαστούμε: Αν επιθυμούμε, οπωσδήποτε, εμείς να ιδιωτεύουμε και η κοινωνία μας να συστηματοποιείται απρόσωπα (Τεχνική), αλλά συγχρόνως να καμωνόμαστε πως “έχουμε λόγο” στην “κατεύθυνση των πραγμάτων”, ευνόητο είναι ότι χρειαζόμαστε μεσολαβητή: ένα ιδιαίτερο “σύστημα”, ένα “σύστημα ελέγχου”, το οποίο να μας “αντιπροσωπεύει”. Και ιδού το πολιτικό σύστημα της Νεωτερικότητας: το κομματικό πολιτικό σύστημα.
3. Κόμματα και ιδεολογικός φενακισμός
Το Κόμμα, ως θεσμός, κατάγεται από τις επαναστατικές λέσχες των ιακωβίνων, τις στοές των διαφωτιστών και την ολοκληρωτική εμπειρία της Καθολικής εκκλησίας. Από τους ιακωβίνους πήρε την “ριζοσπαστική” αυτοεκτίμησή τους ως “εκλεκτών”, από τους διαφωτιστές τη μηχανιστική σκέψη και απ’ τους καθολικούς την προπαγάνδα και την τυφλή πίστη στο δόγμα.[9]
Τα στοιχεία αυτά πέρασαν στο DNA των κομμάτων και τα κάνουν μηχανισμούς “ολοκληρωτικούς”, φύσει και θέσει. Το κόμμα υποκαθιστά τις “μάζες”, η κομματική “νομενκλατούρα” (η στελεχιακή ιεραρχία) υποκαθιστά το κόμμα και η ηγεσία υποκαθιστά την “νομενκλατούρα”. Ο “αντιπροσωπευτικός” ρόλος του κόμματος αρθρώνεται, έτσι, στην τριπλή αυτή υποκατάσταση, της οποίας η ισχύς δεν αναιρείται, ακόμα και στην περίπτωση που δεν αναφερόμαστε σε ένα οφθαλμοφανώς αυταρχικό κόμμα, “κόμμα αρχών” ή μη, αλλά και όταν μιλάμε για κόμματα – “συνδικάτα ατομικών συμφερόντων”, “αθροίσματα καιροσκόπων”, ή “οικογενειοκρατικά φέουδα”, όπως τα ελληνικά “κόμματα εξουσίας”.
Σκοπός του κόμματος, παγκοίνως αποδεκτός, είναι η κατάληψη της εξουσίας, προκειμένου -εννοείται- να “προωθήσει” το “γενικό συμφέρον”. Και ακριβώς, η επίκληση του “γενικού συμφέροντος” είναι που “νομιμοποιεί” την εξουσιαστική του αξίωση. Επειδή όμως στο νεωτερικό δομικό πλαίσιο, όπως επιγραμματικά ήδη το περιγράψαμε, το αληθινό “γενικό συμφέρον” (το κοινό/κοινωνικό) δεν συμπίπτει ούτε με το παραγόμενο, ως τέτοιο, από την δυναμική της τεχνοσυστημικής δόμησης του κοινωνικού πεδίου, ούτε μ’ αυτό που κατορθώνει το κόμμα να “προωθήσει” ως “γενικό συμφέρον”, αλλά και ούτε συμπίπτει, προφανώς, με το “μερικό συμφέρον” των δυνάμεων που υποστηρίζουν το κόμμα, για να ωφεληθούν απ’ αυτό, η λειτουργικότητα του κομματικού πολιτικού συστήματος εξαρτάται, οπωσδήποτε, από τη συγκάλυψη και τον φενακισμό των τριών μεγάλων αυτών αντινομιών. Αν αφήσουμε κατά μέρος την πρώτη και τη δεύτερη, των οποίων η συγκάλυψη είναι σχετικά εύκολη, επειδή ούτως ή άλλως δεν είναι ορατές διά γυμνού οφθαλμού και επιπλέον εξαιρετικά δυσνόητες, όλα εξαρτώνται από τη μεταμφίεση της τρίτης και πιο προσιτής στον κοινό νου: της αντίθεσης ανάμεσα στο “μερικό” (κομματικό) συμφέρον και στο “γενικό” (κοινό/κοινωνικό) συμφέρον, όπως αυτά διαθλώνται και συλλαμβάνονται μέσα από το πρίσμα της κατ’ επίφαση “αντιπροσώπευσης” των απόντων, ως την επόμενη εκλογή, ιδιωτών “εντολέων”. Η αναγκαία αυτή μεταμφίεση και συγκάλυψη, επιτελείται μέσω της πολιτικής ιδεολογίας του κόμματος, ο ρόλος της οποίας είναι, ακριβώς, να λειτουργεί σαν “συμπλήρωμα δικαίωσης” των παραπλανητικών “ταυτίσεων”, “αντιπροσωπεύσεων” και διαμεσολαβήσεων, των διενεργούμενων μέσω των υποκαταστάσεων της μάζας από το κόμμα, των μελών από τα στελέχη, των στελεχών από την ηγεσία. Και τούτο, ανεξαρτήτως του “περιεχομένου” της κομματικής ιδεολογίας: εθνικιστικής, σοσιαλδημοκρατικής, κομμουνιστικής, εθνικοσοσιαλιστικής, φιλελεύθερης, νεοφιλελεύθερης ή όποιας άλλης. Και σε άκρα βεβαίως αντίθεση με τους Έλληνες, όπου η ιδεολογία ήταν παντελώς άγνωστη, μια και στην κοινωνία τους, των αδιαμεσολάβητων σχέσεων, δεν υπήρχε τίποτα που να χρειάζεται συγκάλυψη, συσκότιση και φενακισμό, ώστε να μπορεί να ψευτο-αντιπροσωπευθεί.
Εννοείται, ότι στο νεωτερικό πολιτισμικό σύστημα, όλα αυτά προϋποθέτουν τη λεγόμενη “κρατική μηχανή“, μια δεσποτική πυραμίδα προνεωτερικής προελεύσεως, διατηρημένης και τεχνοσυστημικώς ανακαινισμένης, μέσω της οποίας καθίσταται δυνατή η “κατοχή” της “εξουσίας” από το “κυβερνών” κόμμα, είτε ως “άσκησή” της είτε ως “νομή” της.
Η αναφορά στην ελληνική εκδοχή πολιτικού συστήματος διαυγάζει το θέμα, επειδή το ζητούμενο ήταν εκεί, ρητώς, όχι η κατάληψη της εξουσίας, αλλά η κατάργηση της εξουσίας, το “μη άρχεσθαι υπό μηδενός“, κατά την εύγλωττη διατύπωση του Αριστοτέλη. Η πολιτική διαδικασία ήταν εκεί έτσι διαμορφωμένη, ώστε η διάκριση “μερικού” και “γενικού” συμφέροντος να αίρεται, προβαλλόμενη άμεσα στο φως της πολιτικής σκηνής και η “άρση” της να επαληθεύεται επί τόπου. Αντίθετα, στη νεωτερική περίπτωση, όπου η κοινωνία αυτοθεσμίζεται ως ιδιωτεύουσα και συστημικά διαμεσολαβημένη, η άρση της αντίθεσης δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, οπότε ανάγκη πάσα, να συγκαλύπτεται και να φενακίζεται ιδεολογικά από την κομματική πολιτική διαδικασία.
4. Η κρίση των κομμάτων
Η κρίση του κομματικού πολιτικού συστήματος στις μέρες μας συμβαδίζει με την εξάντληση και κατάρρευση των κομματικών ιδεολογιών. Αυτός είναι άλλωστε και ο ακριβής ορισμός της κομματικής κρίσης.
Πρέπει όμως να παρατηρήσουμε ότι η “κατάρρευση της ιδεολογίας” δεν συμπίπτει με μια αντίστοιχη “άνοδο” της “συνειδητότητας” και του “κριτικού πνεύματος” των “πολιτών”, όπως προσπαθούσαν να μας πείσουν τα μεγάφωνα του “τέλους των ιδεολογιών”, αλλά με τη γενικευμένη “απολιτικοποίηση”, “παραίτηση” και “παθητικοποίησή” τους. Μια “κατάσταση” σύμφυτη με αυτό που έχει καταγραφεί ως μετάβαση της Νεωτερικότητας στη “μεταμοντέρνα μαζική δημοκρατία“.
Δύο καθοριστικές αλλαγές, χαρακτηριστικές της “μεταμοντέρνας κατάστασης”, επηρεάζουν αποφασιστικά, καθιστώντας μάλλον ανήκεστη, την κρίση του κομματικού πολιτικού συστήματος.
Η πρώτη, έγκειται στο γεγονός, ότι το νεωτερικό Άτομο διαλύεται σε μαζική κλίμακα, πριν απ’ όλα στα ιστορικά κέντρα του. Η αυθεντία προσώπων και θεσμών εξατμίζεται εκεί απαρατήρητα τις πρόσφατες δεκαετίες. Η ηθική ευθύνη χάνεται και οι εθνοκρατικοί εξουσιαστικοί μηχανισμοί αποσαθρώνονται αθόρυβα εκ των ένδον. Πρόκειται για γενικευμένη σήψη, πράγμα εντελώς φυσιολογικό, αφ’ ης στιγμής η περιστολή του νοήματος στην ιδιωτική απόλαυση, επικουρούμενη από την μεταφυσική τεχνολογική χίμαιρα, “έκανε την κατανάλωση αξία και τις αξίες καταναλωτικά αγαθά“, κατά την προσφυή διατύπωση του Π. Κονδύλη. Η κατάρρευση των κομματικών ιδεολογιών συμπίπτει με την αποσύνθεση των οραματικών διεξόδων της Νεωτερικότητας μέσα στο ανθρωποσφαγείο του 20ου αιώνα, του μεγαλύτερου της Ιστορίας. Και ήρθε σαν ένα από τα συμπτώματα της γενικότερης ανθρωπολογικής αποσύνθεσης, αφήνοντας ακάλυπτο το κομματικό πολιτικό σύστημα. Γι’ αυτό, κατά βάθος, ακούει κανείς, όπου κι αν στραφεί, ότι “όλοι το ίδιο είναι“: “απατεώνες”, “ψεύτες” και “κλέφτες”. Και πώς να έχουν άδικο, όταν “σε συνθήκες πανχρηματοποίησης, οι ψυχές δεν είναι ασθενείς αλλά πουλημένες“;
Η δεύτερη καθοριστική αλλαγή, έγκειται στο γεγονός, ότι η δυναμική του διεθνούς κοινωνικού πεδίου κατισχύει πλέον της καθέκαστα εθνοκρατικής, ερχόμενη σε ευθεία αντίθεση με τα ως τώρα εθνοκρατικά κεκτημένα, πράγμα ήδη αισθητό στην απολυταρχία των λεγόμενων “αγορών”. Αφανείς ισχυροί δρώντες, αντιμετωπίζοντας το ίδιο πρόβλημα “σύλληψης” και “ελέγχου” της αυτονομίας του κοινωνικού πεδίου, αλλά στην υπερεθνική τώρα διάστασή του, επιχειρούν να το λύσουν με την διαμόρφωση και επιβολή του αντίστοιχου υπερεθνικού “πολιτικού συστήματος”, το οποίο και προσεγγίζουν με όρους “παγκόσμιας διακυβέρνησης” καθαρώς δεσποτικού τύπου. Κυριολεκτώντας, θα μπορούσαμε να ορίσουμε το γενεσιουργό φαινόμενο, ως “ασύμμετρη σχάση” του γενικού συμφέροντος σε “εθνικό” και “υπερεθνικό”, ενώ δεν είναι βέβαια καθόλου σαφές τι το καθένα περιλαμβάνει και πώς θα μπορούσαν να “συγκεραστούν”. Πώς δηλαδή θα μπορούσε να “ενοποιηθεί” το εθνοκρατικό και βασισμένο στα εθνικά κόμματα πολιτικό σύστημα, με το υπερεθνικό και ακόμη προ-πολιτικό σύστημα, που ενώ αναπτύσσει βαθιά τα “πλοκάμια” του μέσα στα εθνοκρατικά συστήματα, “υπεριπτάμενο” τους διαφεύγει. -“Προ-πολιτικό” βεβαίως, γιατί είναι αθέσμιστο: διακινούμενο από σχέσεις ωμής δύναμης, απειλών, πιέσεων και εκβιασμών, συστατικών της “ανωμαλίας” που όλοι ξορκίζουν ως “δεσποτισμό των αγορών”.
Το πρόβλημα δεν είναι απλό, όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Ας θυμηθούμε την αντίστοιχη έκφρασή του στην εξουθενωτική σχάση “πολεοκρατικού” και “οικουμενικού” γενικού συμφέροντος, στην σαφώς μικρότερης κλίμακας, αλλά όχι και μικρότερης πολυπλοκότητας, ελληνική εμπειρία. Η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, πολλά θα μπορούσε να διδάξει τον σύγχρονο κόσμο, ως προς το κεφαλαιώδες αυτό πρόβλημα της θέσμισης πολιτικού συστήματος σε επίπεδο οικουμένης.
Γεγονός πάντως είναι, ως προς το θέμα μας, ότι η πραγματική αυτή και ανεξέλεγκτη σχάση του “γενικού συμφέροντος” σε “εθνικό” και “υπερεθνικό”, περιπλέκει απελπιστικά την κρίση της κομματοπαγούς πολιτικής και κάνει τους πολιτικούς μας να παραπαίουν τελείως ανήμποροι. “Ψυχές αδύναμες και ακατάλληλες για ρόλο στον πολιτικό στοχασμό ή στην διακυβέρνηση“.
Μπρος στην κατάσταση αυτή έπεσε και το τελευταίο ιδεολογικό ψιμύθιο: τα κομματικά “Προγράμματα“. Υποτίθεται δηλαδή, ότι η ειδοποιός διαφορά ενός κόμματος από τα άλλα, εκτός από την “δική του ιδεολογία”, είναι και το “δικό του Πρόγραμμα”, που την “εξειδικεύει”. Το κομματικό “Πρόγραμμα” είναι μια μηχανιστική κατασκευή, όπου καταγράφεται ο “στρατηγικός σκοπός” και μαζί η αλληλουχία των “ενδιάμεσων στόχων” και “βημάτων” κατά “τομέα”, που θα “εξασφαλίσουν”, υποτίθεται, την “υλοποίηση” των ενδιάμεσων “στόχων” και μέσω αυτών, του “στρατηγικού σκοπού”. Ουδέποτε βέβαια είχε κάποιο πραγματικό περιεχόμενο η βαρύγδουπη αυτή έννοια. Ο βασιλιάς ήταν γυμνός. Επειδή όμως τους ήταν απαραίτητος, καμώνονταν με περισσή σοβαροφάνεια, πως τον έβλεπαν ντυμένο… Καθώς όμως έγινε βουνό ολόκληρο η αρνητική εμπειρία και συνάμα εντάθηκε το ζόρισμα, η σύμβαση πήγε περίπατο. Κι ο πιο χαζός καταλαβαίνει πλέον τι είναι τα κομματικά “προγράμματα”: “εξειδικεύσεις” του ιδεολογικού Τίποτα.
Ο προβληματισμός για την “κατάργηση των κομμάτων” πρέπει να συνδεθεί, λοιπόν, τόσο με την ουσία του γενικότερου φαινομένου που ονομάζουμε “μεταμοντέρνο μηδενισμό“, όσο και με το φαινόμενο της αδυναμίας να χειραγωγηθεί πολιτικά η λεγόμενη “παγκοσμιοποίηση“: η αυτονομημένη ισχύς του υπερκρατικού παγκόσμιου συστήματος, ισχύς η οποία εδράζεται, συν τοις άλλοις, -ας το σημειώσουμε αυτό- στην ήδη επιτευχθείσα κατακρεουργηματική ενσωμάτωση της Βιόσφαιρας στην Τεχνόσφαιρα.
5. Τεχνοφασιστική υποστροφή
Αν λοιπόν Κόμμα και Νεωτερικότητα συνδέονται τόσο οργανικά και αν το ζητούμενο δεν είναι να αντικαταστήσουμε τα κόμματα με τη δικτατορία κάποιων δήθεν “σωτήρων”, τότε το ερώτημα “μετά το Κόμμα τι;” παραπέμπει στα ερωτήματα: “Μετά τη Νεωτερικότητα τι;” “Μετά το Άτομο τι;” Υπάρχει πολιτισμικός/ανθρωπολογικός τόπος “πέρα” από τη Νεωτερικότητα; “Πέρα από το Άτομο“; Αν όχι, η όλη συζήτηση σταματάει εδώ. Αν ναι, μπορούμε ίσως να συνεχίσουμε.
Πριν όμως αρχίσουμε να σκεπτόμαστε το “μετά”, ας δούμε πρώτα ποιά είναι η “κυρίαρχη τάση” σήμερα. Προς τα πού δηλαδή πηγαίνει “το ρέμα της ιστορίας”. Ώστε να προσέξουμε μη “μας παρασύρει”. -Όσους από μας ξαναπροσπαθήσουμε να το “αλλάξουμε” ή να το “μπαζώσουμε”. Χρησιμοποιώ επίτηδες μια διατύπωση του Ζήσιμου Λορεντζάτου, για να ειρωνευτώ, όχι όσους “μάχονται για την αλλαγή”, αλλά μόνο εκείνους εξ αυτών, που βαριούνται να σκεφθούν τι ακριβώς είναι αυτό που “θέλουν” να “αλλάξουν”, αν επιδέχεται αλλαγή και προς ποια “κατεύθυνση”. Αλλά ας μη μακρυγορώ: Αυτό που βλέπω είναι η γενικευμένη υποστροφή σε έναν πρωτόγνωρο τεχνοφασιστικό δεσποτισμό, με έντονα φεουδαρχικά χαρακτηριστικά.
Έχω γράψει γι’ αυτήν εν εκτάσει.[10] Η υποστροφή είναι συνέπεια της ανθρωπολογικής ολοκλήρωσης της Νεωτερικότητας στα ιστορικά κέντρα της και της τεχνοσυστημικής ολοκλήρωσής της σε πλανητικό επίπεδο. Η ανάλυση είναι μεγάλη για να την επαναλάβω εδώ. Θα περιοριστώ μόνο σε δυο συντομογραφικές επισημάνσεις και στο ανακύπτον συμπέρασμα.
α) Η ανθρωπολογική ολοκλήρωση, ως καταναλωτική κατίσχυση της ιδιωτικής απόλαυσης, έναντι της καταγωγικής του νεωτερικού πολιτισμού σωτηριολογικής επίμοχθης παραγωγικής εργασίας, διέλυσε το άλλοτε “προμηθεϊκό” Άτομο, καθιστώντας το βαθμιαία ανίκανο, -όλο και πιο ανίκανο- να επωμιστεί με επάρκεια την αναπαραγωγή των υπερκείμενων γιγάντιων συστημάτων. Ο Λάκης Προγκίδης συνοψίζει καίρια την εν λόγω ανθρωπολογική ολοκλήρωση: “Στον 20ο αιώνα, της ψυχανάλυσης βοηθούσης, ο ανθρωπολογικός φορέας, το Άτομο, μετακινείται από τον χώρο της ιδιωτικής “απόλαυσης” στον χώρο της ιδιωτικής “επιθυμίας”. Θεωρώ τούτη τη διευκρίνηση θεμελιακή για την φαινομενολογία του Καταναλωτή. Ας μη ξεχνάμε ότι ο Καταναλωτής είναι η μόνη μας “νέα” υπαρξιακή εμπειρία σε σχέση με όλο το παρελθόν της ανθρωπότητας. Απολύτως νέα. Δεν έχω βέβαια στο μυαλό μου το απαρχαιωμένο μοντέλο της “καταναλωτικής κοινωνίας”, αλλά τον άνθρωπο που “καταναλώνει” την κοινωνία του (και ό,τι άλλο βρει μπροστά του).” Ακόμα και τον ίδιο τον εαυτό του. -Είναι ακριβώς το φαινόμενο που ονομάζω “κρίση της νεωτερικής εξατομίκευσης” και το συσχετίζω με το “τέλος” της νεωτερικής ανθρωπολογικής διαδρομής. Προσθέστε σ’ αυτήν και την διόλου άσχετη δημογραφική γήρανση / καθίζηση του “αναπτυγμένου” κόσμου και θα έχετε υποβλητική την εικόνα της. Είναι η κρίση που κάνει τους “δοκούντες άρχειν των εθνών” να μην ξέρουν τι τους γίνεται.
β) Η διεθνής τεχνοσυστημική ολοκλήρωση επέτρεψε στο Σύστημα να ενσωματώσει όχι μόνο την πρώην Σοβιετία, αλλά και αχανείς κολεκτιβιστικές περιφέρειες, όπως η Κίνα, η Ινδία και η Βραζιλία, μέσω της εκεί μεταφοράς των βασικών παραγωγικών δραστηριοτήτων του. Κυνηγώντας το χαμηλότερο δυνατό εργατικό κόστος, μετέτρεψε τον “πανάκριβο”, “κακομαθημένο” και “επικίνδυνο” δυτικό παραγωγό, σε μονοδιάστατο καταναλωτή, που ζει με επιδόματα και δανεικά. Και δεν μπορεί, φυσικά, μετά τον παραγωγικό/αναπαραγωγικό αυτό ευνουχισμό, να υπερασπίσει και να συγκρατήσει το βιοτικό του επίπεδο, τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του. Προσδεχόμενο, παράλληλα, νέες δυνάμεις από την κολεκτιβιστική περιφέρεια, δυνάμεις ανυπόμονες να εισέλθουν στο τούνελ της εξατομίκευσης, προκειμένου να φτάσουν κι αυτές στον καταναλωτικό παράδεισο, το Σύστημα αντισταθμίζει αναπάντεχα την ανθρωπολογική αποσύνθεση στα κέντρα του. Η συντελούμενη υποστροφή, έρχεται έτσι ως απολύτως φυσιολογική-αυτοσυντηρητική προσαρμογή του Συστήματος στα δύο νέα αυτά ανθρωπολογικά δεδομένα, η φύση των οποίων καθορίζει μια βάση έδρασης αναγκαστικά αρχαϊκότερη-δεσποτικότερη. -Εξ ου και ο όρος “υποστροφή“. Εξ ου και οι καινοφανείς όροι: “κινεζοποίση των όρων ζωής” ή “νεοφεουδαρχισμός σε συνθήκες υψηλής τεχνολογίας“. -Όροι που περιγράφουν ήδη ορατές συνέπειες και υπαινίσσονται επικείμενη την “δουλοπαροικιοποίηση” και των δυτικών των λαών (μέσω του επαχθούς δανεισμού των κρατών-καταναλωτών).
Αυτά βέβαια πόρρω απέχουν από τις ευφρόσυνες “πραγματώσεις” της “μεταμοντέρνας μαζικής δημοκρατίας”, μπρος στις οποίες εκστασιάζονταν οι κήρυκες του “τέλους της ιστορίας” και της εφεξής “αιώνιας ειρήνης”, που θα μας έφερνε η “παγκοσμιοποίηση”. Στο κλασικό έργο του για την “Παρακμή του αστικού πολιτισμού” ο Π. Κονδύλης διέβλεπε, αντίθετα, τον επερχόμενο κλυδωνισμό από πρωτόγονες συγκρούσεις και χλεύαζε τους υμνητές της.[11]
Απέφευγε όμως να μιλήσει για πολιτισμική διέξοδο. Μ’ αυτή την έννοια παρείχε, ίσως, πιθανότητες μακροημέρευσης στη “μεταμοντέρνα μαζική δημοκρατία”. Πού να φανταστεί, πόσο γρήγορα θα άρχιζε η ραγδαία αποδόμηση της καταναλωτικής ευωχίας σε Ευρώπη και ΗΠΑ, ή την ανάδειξη της Κίνας σε ατμομηχανή της παγκόσμιας οικονομίας και του οργανικού τεχνοφασισμού της σε διεθνώς γενικεύσιμη προοπτική. Είναι κι αυτό μια απόδειξη, για το πόσο έχει “επιταχυνθεί” (προς τα πίσω πλέον) ο ιστορικός χρόνος, στην κατά τα άλλα “προοδευτική”, ακόμα “άχρονη” μεταμοντέρνα εποχή μας!
Η συντελούμενη υποστροφή καλύπτει πλήρως το πολιτικό πεδίο. Η κρίση των κομμάτων, ως ιδεολογική αποσάθρωση και προϊούσα ανυποληψία, είναι δομική στιγμή στο καθοδικό σπιράλ της υποστροφής. Είναι κρίση του νεωτερικού πολιτικού συστήματος. Στην επόμενη σπείρα της η εικόνα των κομμάτων θα είναι ακόμα χειρότερη. Αν δεν καταργηθούν τελείως, το πιθανότερο είναι να ξεπέσουν όλα σε μαφίες ανατολικοευρωπαϊκού τύπου. Όταν φτάσουμε εκεί (όχι μόνο εμείς, που μετεωριζόμαστε τώρα στο μάτι του κυκλώνα, αλλά και οι λοιποί “εταίροι”, που μας κουνάνε το δάχτυλο), θα αναπολήσουμε, ίσως με νοσταλγία, τη σημερινή κομματική αθλιότητα, έναντι της οποίας δικαίως βεβαίως εξεγειρόμαστε.
Το συμπέρασμά μου είναι, λοιπόν, ότι η εξέλιξη της νεωτερικής “αιρετής τυραννίας” είναι νοητή, πλέον, μόνο προς τα πίσω, προς την “κανονική” τυραννία! Η καταστατική ιδιωτεία της νεωτερικής κοινωνίας και η διαμεσολάβηση της δημόσιας σφαίρας από την συστημική απροσωπία, κάνουν ώστε η αρχαϊκή (με τα ελληνικά κριτήρια) μορφή-κόμμα, να είναι αξεπέραστη οροφή, για τη Νεωτερικότητα. Εξ ου και δυνατότητα “κατάργησης των κομμάτων”, με την έννοια της αντικατάστασής τους από ένα πραγματικά αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα ή ακόμα περισσότερο, από ένα σύστημα κυριολεκτικής δημοκρατίας, δεν υφίσταται, παρά μόνο αν υπερβαθεί το υφιστάμενο αυτό δομικό εμπόδιο (ιδωτεία / τεχνοσυστημική απροσωπία). Μόνο αν πάμε, δηλαδή, σε έναν μετα-νεωτερικό πολιτισμό.
6. Αντί επιλόγου
Αν είναι έτσι τι κάνουμε; Προφανώς τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε, όσο δεν καταλαβαίνουμε ότι είναι έτσι.
Η κρίση είναι κατά βάθος πνευματική, ανθρωπολογική. Δεν είναι κρίση ιδεών, αλλά κρίση ψυχών. Δεν λείπουν οι σωστές ιδέες και οι επαρκείς προτάσεις, αλλά οι άνθρωποι που τους αντιστοιχούν. Ο μέγας Πύργος, που αρχίσαμε να χτίζουμε από την αυγή των Νέων Χρόνων, με σκοπό να “κατακτήσουμε τον ουρανό” και σύμφωνα με την προγραμματική διακήρυξη του Marlow, “να σφάξουμε τους θεούς“, όσο ψήλωσε ψήλωσε. Δεν πάει άλλο. Λόγω της απίστευτης όσο και ανεξήγητης “σύγχυσης γλωσσών“, ανάμεσα στους “αρχιτέκτονες” και τα “συνεργεία” τους, είναι θέμα χρόνου ο επακόλουθος “διασκορπισμός“…
Το αληθινό μας ζητούμενο είναι η μετάβαση σε έναν άλλο πολιτισμό. Η έλευση όμως ενός μετα-νεωτερικού πολιτισμού προϋποθέτει μιαν αντίστοιχη μετα-φυσική επανάσταση στα μυαλά των ανθρώπων, ικανή να στοιχειώσει μετα-ατομικό ανθρωπολογικό “παράδειγμα”: έναν τύπο ανθρώπου “πέρα από το Άτομο“. Η σκέψη στέκει βεβαίως αμήχανη εδώ, μπρος στο επιστημολογικό μεταίχμιο, όπου το παλιό ξόφλησε, αλλά το καινούργιο δεν φαίνεται ακόμη. Όμως δεν έχει διαφυγή, αν κριτήριό της είναι η αλήθεια και το αγαθό και όχι οι καιροσκοπικοί υπολογισμοί του συρμού. Δεν πρέπει να κάνει πίσω, όσο κι αν διαβλέπει “στενή και τεθλιμμένη” την “οδό” που οδηγεί στο “ξέφωτο“. Είναι βέβαιο ότι “διορθώσεις” ή “βελτιώσεις”, σε τούτο ή εκείνο το σημείο, δεν χωρούν πλέον. Έχουν ανατραπεί βάναυσα τα φυσιολογικά όρια. Σε όλες τις μεγάλες σχέσεις που ρυθμίζουν τη ζωή στον πλανήτη μας: τη σχέση με τον Θεό, τον Άνθρωπο, την Φύση και την Ιστορία. Επιτέλους πρέπει να το βάλλουμε βαθιά στο μυαλό μας: “πήραμε τη ζωή μας λάθος” και είναι ώρα “να αλλάξουμε ζωή“! Η αλλαγή αρχίζει από την ανα-ρύθμιση των εν λόγω μεγάλων σχέσεων, μέσα κι έξω μας, στο προσωπικό και στο συλλογικό επίπεδο.
Ως προς τα κόμματα: Αποδείξαμε νομίζω, ότι δυνατότητα ενός “καλύτερου” πολιτικού συστήματος, “δίχως κόμματα”, δεν υφίσταται εντός της ύστερης Νεωτερικότητας. Ο Καταναλωτής δεν είναι σε θέση να αποστασιοποιηθεί από την θανατογόνο ιδιωτική επιθυμία του.[12] Πόσο μάλλον να “αλλάξει το Σύστημα” με το οποίο είναι διασωληνωμένος. Αποκαλύπτοντας τη φύση των κομμάτων δεν κηρύσσουμε, παρά ταύτα, την “πολιτική αποχή”. Την “κομματική αποχή” είναι που μάλλον “κηρύσσουμε”. Γιατί δεν είναι “κόμμα” το κατάλληλο όργανο για την αναγκαία πολιτική δράση, -την πολιτική με την κυριολεκτική σημασία του όρου. Συλλογική δράση ναι. “Κομματική” όχι, γιατί θα ανακυκλώναμε το αδιέξοδο, ακόμα πιο βαθιά στου κακού τη σκάλα. Ας μη δελεαστούμε αδελφοί απ’ τον θυσιαστικό μηχανισμό, που υποδαυλίζει, με την κομματική τσιμπίδα, τη δίκαιη ή άδικη οργή μας. Για να εξαπολύσει, φυσικά, τη γνωστή δολοφονική του πατέντα, από την οποία ποτέ κανένας λαός δεν βγήκε κερδισμένος. Σε καιρούς μεταιχμιακούς, σαν τους σημερινούς, όπου το μεν προληπτικό σύστημα -η Θρησκεία- έχει τεθεί εκποδών, το δε κατασταλτικό -η Δικαιοσύνη- έχει εκφυλισθεί, ο μηχανισμός αυτός, ο “εξ αρχής ανθρωποκτόνος“, εύκολα μπορεί να πυροδοτηθεί. Γι’ αυτό, ήρεμοι ας αφήσουμε τους κομματικούς νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους. Κι ας καταπιαστούμε με το “εν ου εστι χρεία“.
Κλείνοντας, θα πρόσθετα, σαν υστερόγραφο, ότι αν θέλει κανείς να προβληματιστεί πάνω στην ιδιαιτερότητα της δικής μας κομματικής χωματερής, δεν έχει παρά να ανατρέξει στους “Χαλασοχώρηδες” του Παπαδιαμάντη και στην περί ελληνικών κομμάτων χλεύη του Ροίδη. Τα λένε όλα. Το θέμα είναι εξαντλημένο από τον 19ο αιώνα. Και τούτο γιατί μπήκαμε στον νεωτερικό πολιτισμό, όντας ήδη Άτομα ξεσκολισμένα από αιώνες. -“Ζώα πολιτικά” και περίπου “πρόβατα λογικά“, όσο ζούσαμε στην αμεσοσχεσιακή “Αυλή” των παραδοσιακών οικοσυστημάτων μας: των πολιτικο-εκκλησιαστικών Κοινών. –Θεριά όμως ανήμερα, τέρατα αναρχικού ατομικισμού, κλέφτες και αρματολοί, αφότου μας έβγαλαν με το ζόρι έξω απ’ αυτά! Μήπως όμως, τώρα που το κομματικό μας σύστημα κατέστρεψε το νεωτερικό μας κράτος, δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να ξαναχτίσουν τα Κοινά μας;
Αν θέλουμε μια ιδέα, για το πώς μπορεί εκεί να λειτουργήσει αντιπροσώπευση “χωρίς κόμματα”, μπορούμε να σταθούμε στην πρόταση της Σιμόν Βέϊλ: Προσωπική και μόνο κάθοδος των υποψηφίων στις εκλογές. – Θεματικές και μόνο συμμαχίες μεταξύ των βουλευτών. Για περισσότερα όμως χρειάζεται να βάλλουμε μεγάλο μπελά στο κεφάλι μας: να προσφύγουμε στην ελληνική γραμματεία, αρχίζοντας φυσικά από το “Σύνταγμα” του Ρήγα. Μόνο στην ελληνική γραμματεία υπάρχει αυθεντική πολιτική γνώση, ικανή να μας ξεστραβώσει.
Σημειώσεις
1] Σιμόνη Βέιλ, Για την κατάργηση των κομμάτων, Αρμός, Αθήνα 2011. Μετάφραση Σωτ. Γουνελάς.
[2] Είναι τόση η άγνοια της ελληνικής εμπειρίας, που τα εν λόγω αστεία επιχειρήματα μοιάζουν ατράνταχτα. (Ο αναγνώστης, που ενδιαφέρεται για μια τεκμηριωμένη διεξοδική ανάλυση των ζητημάτων αυτών, δύναται να ανατρέξει στο έργο του Γ. Κοντογιώργη: Η Δημοκρατία ως ελευθερία. Δημοκρατία και Αντιπροσώπευση. Πατάκης, Αθήνα 2007.)
[3] Ιδού μερικές τυπικές εκδοχές: Πρόνοια θεϊκή και αντι-πρόνοια διαβολική. Τύχη και Ανάγκη. Ειμαρμένη και Κισμέτ. Πονηρία του Λόγου, του Πνεύματος ή της Ιστορίας. Ή: “νομοτελειακή” γενικώς “εξέλιξη”, -σύμφωνα με τους “νόμους” της φυσικής επιλογής, της ταξικής πάλης, των παραγωγικών δυνάμεων, των παραγωγικών σχέσεων, της Τεχνικής…
[4] Διευκρίνιση: Η διάκριση κολεκτιβιστικού / ατομοκεντρικού πολιτισμού παραπέμπει στη θεμελιώδη θέσμιση – ρύθμιση της αντίθεσης ατομικού / συλλογικού. Στον κολεκτιβισμό μετράει μόνο το συλλογικό. Το άτομο είναι αναλώσιμο. Στον ατομοκεντρισμό, αντίθετα, η ελευθερία του ατόμου και η “ανάπτυξη της προσωπικότητάς του”, τίθενται ως “σκοπός” του συλλογικού.
[5] Το θεωρούμενο ως “αντιπροσωπευτικό” τούτο είδος πολιτικού συστήματος, μοιάζει με την αρχαϊκή μορφή του ελληνικού υποδείγματος, την γνωστή ως “αισυμνητεία” και την οποία ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζει “αιρετή τυραννίδα“. Εξουσιοδοτούμε δηλαδή κάποιον, να αποφασίζει στη θέση μας για ένα προκαθορισμένο χρονικό διάστημα, χωρίς ενδιαμέσως να έχουμε δικαίωμα να άρουμε την εξουσιοδότηση. Η διαφορά της νεωτερικής-κομματικής “αισυμνητείας” από την αρχαία, έγκειται στο ότι δεν είναι πολιτική μορφή εκτάκτου ανάγκης, όπως εκείνη, αλλά καταστατική συνθήκη, με περιοδικά επαναλαμβανόμενη την επιλογή του κόμματος – “αισυμνήτη” (-“αιρετού τυράννου”). (Γ. Κοντογιώργης, ό.π. σ.170 κ.ε.)
[6] “Τεχνολογικός μεσσιανισμός” είναι η μεταφυσική πίστη ότι η “εξέλιξη της Τεχνικής” είναι σε θέση να λύσει όλα τα προβλήματα του ανθρώπου. Η πίστη στην Τεχνική (επιστήμη και τεχνολογία) είναι η “επικρατούσα θρησκεία” του νεωτερικού πολιτισμού. Είναι η πιο ισχυρή, αλλά και η πιο πετυχημένη, μορφή ειδωλολατρίας στην Ιστορία. Προνομιακό πεδίο ασκήσεώς της είναι οι κοινωνικές σχέσεις και πρωτίστως οι εργασιακές σχέσεις, οι οποίες θεσμίζονται αλγοριθμικά ως λογικές μηχανές απρόσωπων ρόλων / λειτουργιών. Μ’ αυτό τον τρόπο γίνονται “σύστημα“, με το ειδικά νεωτερικό νόημα, που δεν το έχει η λέξη στην καθομιλουμένη. Σύστημα είναι επίσης και το χαοτικό μόρφωμα που παράγεται από τον ανταγωνισμό των συστημάτων, όπως π.χ. η λεγόμενη “Αγορά”.
[7] Θουκυδίδου Ιστορίαι Γ’ 82.
[8] Η κομμουνιστική αριστερά επινόησε την λεγόμενη “αρχή της κομματικότητας“, στην οποία και προσέδωσε καθολική ισχύ. Για να μπορεί, φυσικά, να ξετρυπώνει τον “εχθρό” σε κάθε “τομέα” του επιστητού, “όσο κι αν είναι καλά κρυμμένος”. Έτσι, η “κομματικότητα στη φιλοσοφία” απέρριψε, ως εκ προοιμίου “αντιδραστική” / “δουλοκτητική”, τη φιλοσοφία του Πλάτωνα. Ενώ, η “κομματικότητα στη βιολογία,” εξύψωσε τον Λυσένκο σε φωστήρα της “προλεταριακής” επιστήμης. Τον ίδιο που κατακρήμνισε αργότερα, ως “ολετήρα” της σοβιετικής γεωργίας… Κατά τα ανωτέρω και η εδώ κριτική μου στην “αρχή” της κομματικότητας, καθώς υπόκειται στην αξίωσή της για “καθολική” ισχύ, απορρίπτεται ως “γνωσιολογικά ψευδής” και “πολιτικά αντιδραστική”… Με άλλα λόγια: Ζώντας στο κοινωνικό πεδίο, το εξ ορισμού διεπόμενο από αξιώσεις ισχύος, το υποκείμενο “δεν δικαιούται” να διεκδικεί αξιολογική ελευθερία, διότι “δεν δύναται να την έχει”. Οφείλει, δηλαδή, να υποτάσσεται οπωσδήποτε σε κάποιο κόμμα! Κι αν δεν το κάνει συνειδητά, τότε το κάνει ασυνείδητα! Είναι το “επιχείρημα” εναντίον του Κονδύλη, του σημαντικότερου σύγχρονου θεωρητικού της οντολογίας της ισχύος και συνάμα της αξιολογικής ελευθερίας του υποκειμένου. Η “αρχή της κομματικότητας”, σύμφυτη με την ιδέα του “κόμματος”, είναι μια αξίωση ισχύος αναγόμενη στην κολεκτιβιστική/δεσποτική θέσμιση της σχέσης/αντίθεσης ατομικού/συλλογικού.
[9] Σε αντίθεση όμως με το θρησκευτικό δόγμα, που είναι ρητά διατυπωμένο και λίγο πολύ ξέρεις τι σου γίνεται, το κομματικό “δόγμα” είναι σκοπίμως ασαφές, ώστε αφ’ ενός να είναι “πολυσυλλεκτικό” και αφ’ ετέρου, να ερμηνεύεται δεσμευτικά μόνο από την κομματική ηγεσία, κατά το εκάστοτε δοκούν του Αρχηγού.
[10]Θεόδωρος Ι. Ζιάκας, Πέρα από το Άτομο, Αρμός, 2003.
[11] «Όμως ακόμα και μια ολοκληρωτική εξαφάνιση των ιδεολογιών σε όλες τους τις μορφές δεν μπορεί να σημαίνει αυτόματα ότι μαζί τους θα εξαφανισθούν και οι συγκρούσεις. Γιατί είναι βέβαια δυνατές συγκρούσεις σε καθαρά υπαρξιακή βάση χωρίς κανένα ιδεολογικό ψιμύθιο, κι αυτές ίσως να ήσαν ακόμη πιο τραχειές και αμείλικτες απ’ όσες έχουν ιδεολογικά κίνητρα. το “τέλος των ιδεολογιών” θα είχε τότε ως συνέπεια όχι το “τέλος της ιστορίας” προς την κατεύθυνση ενός ακτινοβόλου μεταϊστορικού μέλλοντος, αλλά την επιστροφή της ιστορίας στο πρωτόγονο στάδιο της στοιχειακής υπαρξιακής αντιπαράθεσης». (Παναγιώτης Κονδύλης, Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, σ.331. Θεμέλιο, Αθήνα 1995.)
[12] Ο Σωτήρης Γουνελάς μας θύμισε πρόσφατα την διαλεκτική της υποταγής στην ιδιωτική επιθυμία, με τη φοβερή φράση του αγίου Ιακώβου του αδελφοθέου : «έκαστος δε πειράζεται, υπό της ιδίας επιθυμίας εξελκόμενος και δελεαζόμενος• είτα η επιθυμία συλλαβούσα τίκτει αμαρτίαν, η δε αμαρτία αποτελεσθείσα αποκύει θάνατον» (Ίακ. 1, 14-15).
πηγή: Αντίφωνο
Αξιότιμε κύριε Ζιάκα,
έχετε το χάρισμα της διάκρισης που σας επιτρέπει να αντικρίζετε την αλήθεια κατά πρόσωπο και συνεπώς να σαλπίζετε το άγγελμά της.
Όμως, το νέφος της πολιτικής ορθότητας, της οποίας άγνωστο γιατί, παραμένετε δεσμώτης σκιάζει τον λόγο σας.
Για να καταλυθεί η στασιωτική δημοκρατία πρέπει να τσακιστούν ανελέητα οι τέσσερεις πυλώνες της: Η ψήφος, τα κόμματα, ο συνδικαλισμός και η απεργία, που αποτελούν τον θρίαμβο του στασιώτη και το όνειδος του πολίτη.
Το πρόβλημα δεν είναι τα μέρη, αλλά το όλον. Και η αλήθεια σαλπίζει το άγγελμά της: Η δημοκρατία είναι το νόσημα και όχι το ίαμα του δήμου και το νόσημα αυτό έχει οντολογική καταγωγή και όχι ιστορική ή κοινωνική προέλευση.
Σ’ όσες γενιές ποντικών κι αν κόψει τις ουρές ο Λυσένκο, τα ποντίκια θα γεννιούνται πάντα με ουρά: Όσες γενιές στασιωτών κι αν τσακιστούν πάντα θα γεννώνται στασιώτες.
Συμφωνώ απόλυτα με τον κ. Ζιάκα. Πιστεύω ότι η προώθηση ενός κυβερνητικού συστήματος που να βασίζεται στην… “ακομμάτιστη δημοκρατία” είναι ό,τι καλύτερο υπάρχει για το μέλλον. Γιατί να μην δοκιμαστεί; Με το νέο αυτό ξεκίνημα είμαι σίγουρος ότι (προς… “ίδιον συμφέρον” πρώτα απ’ όλα) μπορεί η πατρίδα μας, για μια ακόμη φορα, να γίνει ο… φωτοδότης ενός καινούργιου κυβερνητικού συστήματος αν έγκαιρα αρπάξουμε την ιστορική ευκαιρία που μας παρουσιάζεται και αφού εφαρμοστεί πρώτα εδώ στη συνέχεια θα διαδωθεί σε όλη την ανθρωπότητα. Αν θέλουμε να δούμε φως στην άκρη τού τούνελ θα πρέπει κάποτε να καταργηθούν οι όποιες ταξικές και πολιτικές… “διαιρέσεις” υπάρχουν ώστε όλοι οι πολίτες να δουλεύουν για το καλό τής πατρίδας των και τών συμπολιτών τους. Η… “ακομμάτιστη δημοκρατία” δεν αποδυναμώνει και δεν καταργεί καθόλου τους… “πυλώνες”, αλλά αντίθετα τους ενισχύει θέτοντας τους έξω από κάθε αμφισβητήσιμη επιρροή. Βέβαια, αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη. Πάνω απ’ όλα χρειάζεται Παιδεία η οποία, δυστυχώς στις μέρες μας είναι ανύπαρκτη. Όμως, αν δεν γίνει το πρώτο βήμα είναι αδύνατον να ακολουθήσουν επόμενα βήματα. Κάθε αρχή και δύσκολη, που λέει και ο λαός, ωστόσο πάντα απαραίτητη.
*Η κρίση είναι κατά βάθος πνευματική, ανθρωπολογική. Δεν είναι κρίση ιδεών, αλλά κρίση ψυχών. Δεν λείπουν οι σωστές ιδέες και οι επαρκείς προτάσεις, αλλά οι άνθρωποι που τους αντιστοιχούν.*
τέλειο
http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=1147&Itemid=29
Κύριε Περδικάρη ευχαριστώ για τον έπαινο. Επιτρέψτε μου όμως να σχολιάσω τη βασική σας θέση, που είναι [b]να καταγγείλουμε τη δημοκρατία και μαζί της την ψήφο, τα κόμματα, τον συνδικαλισμό, την απεργία[/b].
Αξιότιμε κύριε Ζιάκα,
ευχαριστώ για το σχόλιό σας. Όμως, επιτρέψτε μου με όλο τον σεβασμό, ο καιρός του καταγγελτικού λόγου δεν έχει απλώς παρέλθει, μα είναι απολύτως αδιέξοδος. Όσο καταγγέλλουμε και δεν τσακίζουμε, σείς μεν θα αναλίσκεσθε ως πυριφλεγής δαυλός αληθείας, αλλά ο στασιώτης θα θριαμβεύει εσαεί ερήμην σας και εις βάρος της Πόλεως, τσακίζοντας κι αλέθοντας τις ψυχές και τα σώματα των πολιτών, στις μυλόπετρες της δημοκρατίας.
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν και με δρεπάνι λυτρωτικό.
Εγω το μονο που βλεπω ειναι δρεπανι γερμανικο
Το σπυρειν και το θεριζειν πλεον θα ανηκει στους εχοντες και κατεχοντες την γην κατα την κοινην λογικη των δανειστων κατα των κακων δανειζομενων Επισης αντι να καταργησετε τα κομματα σκεφτειτε οτι καταργηθηκαν οι ατομικες ελευθεριες και η εθνικη μας κυριαρχια σκεφτειτε ακομη οτι πληρωνετε 30 εκατομμυρια ευρω στην περιφημη Λαζαρντ θυγατερα της Γκολντμαν Ζακς για παροχη νομικων υπηρεσιων και τουτο κατι μονο ο ελληνας πρωθυπουργος και οι ελληνες καμματαρχες παραδεχονται οτι τα ελληνικα πανεπιστημια βγαζουν μονο αγραμματους και ανικανους να χειριστουν τα του οικου μας. Καταργειστε οτι θελετε ετσι κι αλλος καταργημενοι ειμαστε ηδη .
Κύριε Περδικάρη.
Θέλω να σχολιάσω τη βασική σας θέση ότι η δημοκρατία είναι το νόσημα του Δήμου.
Λέει ο Πλάτων: <<Ακούστε, λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχουν δυο βασικά πολιτεύματα, απ' τα οποία προήλθαν όλα τα άλλα. Είναι σωστό να ονομάσουμε μοναρχία το ένα και δημοκρατία το άλλο. Το πρώτο έχει φτάσει στο ανώτατο σημείο του στους Πέρσες, ενώ το δεύτερο στη χώρα μου. Όλα τα άλλα πολιτεύματα ουσιαστικά είναι, όπως είπα, παραλλαγές τους. Ένα πολιτικό σύστημα όμως έχει απόλυτη ανάγκη την ελευθερία και την ομόνοια (φιλία) με την ορθή κρίση (μετά φρονήσεως). Αυτό υποστηρίζει η συζήτησή μας όταν λέει ότι, χωρίς αυτά τα δυο στοιχεία, μια πόλη δεν μπορεί να κυβερνηθεί σωστά. >> (Πλάτων, Νόμοι, Γ’ 693 e, Κάκτος).
Η πολιτειακή διάκριση μοναρχίας/δημοκρατίας και η θέση ότι στην πράξη έχουμε πάντοτε κάποιο είδος συνδυασμού τους, αντιστοιχεί ισομορφικά στην ανθρωπολογική διάκριση κολεκτιβιστικού/ατομοκεντρικού τύπου ανθρώπου, έτσι ώστε στην πράξη κάθε πολιτισμός να στηρίζεται στον συνδυασμό τους. Η λέξη “συνδυασμός” είναι βεβαίως ανεπαρκής. Θα ήταν ακριβέστερο να μιλάμε για σχέση/αντίθεση των δύο τύπων, και για θέσμιση/ρύθμισή της, έτσι που πριν οτιδήποτε άλλο να πρέπει να ρωτούμε: ποιος τύπος είναι κυρίαρχος; Ποιανού το πρόταγμα επικρατεί; Ο “μετά φρονήσεως” χειρισμός τους είναι ουσιαστικό αίτημα, αλλά παρεπόμενο της πρωταρχικής θέσμισης.
Ο πολιτισμός των Νέων Χρόνων, στον οποίο ανήκουμε, είναι ατομοκεντρικός. Πρόταγμά του έχει την ατομική ελευθερία και θεωρεί ως ιδανική πολιτειακή συνθήκη πραγματώσεώς της την τεχνοσυστημική κομματοκρατική democrasy (την οποία κακώς μεταφράζουμε στα ελληνικά με τη λέξη “δημοκρατία” -αφού δεν έχουν καμία σχέση democrasy και δημοκρατία). Υπόκειται όμως στην πολύ γενική αντιθετική διαστολή μοναρχίας/δημοκρατίας που κάνει ο Πλάτων.
Τούτων δοθέντων, δεν κατανοώ κ. Περδικάρη την εκ μέρους σας άρνηση της δημοκρατίας. Προτιμάτε τη μοναρχία, ήγουν την δεσποτική/κολεκτιβιστική θέσμιση του κοινωνικού πεδίου, και γι’ αυτό αρνείστε τη δημοκρατία; Ή μήπως αυτό που αρνείστε δεν είναι η δημοκρατία αλλά απλώς η νεωτερική democrasy; Μήπως στην πραγματικότητα αρνείστε την δημοκρατία στην αυθεντική/ιστορική αρχαιοελληνική της έννοια;
Χωρίς αυτές τις διευκρινίσεις εκ μέρους σας αδυνατώ να συζητήσω την κατά τα άλλα ενδιαφέρουσα διάκριση πολίτη/ιδιώτη/στασιώτη.
ΘΖ
Αγαπητέ κ. Ζιάκα, πολύ φοβάμαι ότι ο ακραία καταγγελτικός λόγος δεν κάνει άλλο απ’ το να ανοίγει το δρόμο για την εκκόλαψη τού “αυγού του φιδιού”.
Μάρτυράς μου – και λυπάμαι, διότι πρόκειται για ευφυή συνομιλητή – οι παρεμβάσεις, σ’ αυτή τη σελίδα, του κ. Περδικάρη.
Αξιότιμε κύριε Ζιάκα,
η παρέμβασή μου στην όντως τολμηρή για την κυρίαρχη πολιτική ορθότητα μικρή θεωρητική σας δοκιμή, προϋποθέτει την αναψηλάφιση της σχετικής ανάλυσης (σε δυο συνέχειες) που κατέθεσα προ μηνών σε ανάρτηση του εκλεκτού καθηγητού κυρίου Κοντογεώργη υπό τον τίτλο “Τι είναι δημοκρατία”, στο πάντοτε φιλόξενο “Αντίφωνο”. Στην ανάλυση αυτή, στην οποία κάθε ενδιαφερόμενος συνομιλητής μπορεί εύκολα να ανατρέξει, είχατε την ευγένεια να καταθέσετε ένα οξυδερκέστατο σχόλιο, που ανακλά την χαρισματικότητα και την εμβρίθεια του λόγου σας και το οποίο ουσιαστικά ήταν ο ελλείπων επίλογος.
Υπενθυμίζοντας αυτή την αναλυτική δεν θα είχα ειλικρινά τίποτε άλλο να προσθέσω, παρά μόνον ό,τι απορρέει από αυτή, δηλαδή την ποεποίθησή μου περί καθολικής άρνησης της δημοκρατίας και όχι απλώς της democrasy της νεωτερικότητας.
Με όλο τον σεβασμό, πρέπει με την σειρά μου να επικαλεστώ τον Πλάτωνα, λέγοντας ότι η πολιτειακή του ανάλυση δεν αναφέρεται σε δύο τύπους πολιτευμάτων αλλά σε τρείς, την μοναρχία, την πολιτεία και την δημοκρατία, προδήλως δε, ιδιαίτερα στους “Νόμους”, το πολίτευμα που προκρίνει είναι ακραία αντιδημοκρατικό και ολοκληρωτικό, αντιατομικιστικό ουχί ωστόσο κολλεκτιβιστικό αλλά προσωποκεντρικό. Συντασσόμενος με τον Πλάτωνα, προκρίνω την Πολιτεία ως το πολίτευμα που αρτιώνει το άθλημα της Πόλεως, άθλημα το οποίο εξαχρειώνει η δημοκρατία.
Με όλο τον σεβασμό επίσης, θεωρώ ότι είναι ανεπίτρεπτος αναχρονισμός, συμμορφωτισμός και τελικά ιεροσυλία θα τολμούσα να πώ, να επιχειρούμε να “συστείλουμε” την πλατωνική σκέψη κατά τρόπο παραμορφωτικό, προκειμένου να την προσαρμόσουμε στα ειωθότα και την δημοκρατική πολιτική ορθότητα του καιρού μας. Η πλατωνική πολιτεία είναι ένα αντιδημοκρατικό, αντιατομικιστικό, αντικολλεκτιβιστικό και προσωποκεντρικό πολίτευμα.
Κλείνοντας την παρέμβασή μου θα ήθελα να επαναφέρω το καίριο εις ό,τι με αφορά ερώτημα, το οποίο απετέλεσε και την αφορμή της ουσιώδους κατά την άποψή μου συζήτησης που έλαβε χώρα και στην προ μηνών ανάρτηση: Ποιά είναι προεξάρχουσα αξία αναφοράς; Η δημοκρατία ή η Πόλις; Ή εν άλλοις λόγοις, η δημοκρατία ή η πατρίδα;
Αγαπητέ φίλε κύριε Καστρινάκη,
Γνωρίζετε τα προλεχθέντα, διότι συμμετείχατε στον πρότερο εκείνο διάλογο. Από τότε θα έχετε συναγάγει ασφαλώς το συμπέρασμα, ότι δεν με πτοούν οι χαρακτηρισμοί. Δεν ξέρω τι ακριβώς υπονοείτε με την φράση “αυγό του φιδιού”, αλλά ελπίζω να εννοείτε κάτι εμβριθέστερο από ότι τα σχετικά φληναφήματα του συρμού, τα οποία υπολείπονται μακράν του πνευματικού αναστήματος και του ήθους σας.
Εν πάση περιπτώσει, όπως σημείωνα σε μια αποστροφή μου σε ανάλογο υπαινιγμό σ’ εκείνη την ανάλυση, δεν με κατέχει ο ζόφος:
Είμαι ό,τι αποφασίσετε.
Ο μόνος ρόλος που η Εξουσία έχει Λόγο ύπαρξης, είναι η εναρμόνιση των αντιθέσεων μεταξύ του πλούτου και της φτώχιας, του ιερού και του ανίερου, του θεού και του διαβόλου, του αρσενικού και του θηλυκού. Και προς τούτο, το θεσμικό Δίκαιο είναι το πρώτο εργαλείο της. Το δεύτερο εργαλείο της εξουσίας είναι το χρήμα, το οποίο γεννήθηκε ως μέσον ανάπτυξης πολιτισμού και εφαρμογής Δικαίου, όχι ως μέσον εξουσίας όπως ασκείται σήμερα.
Όταν το θεσμικό Δίκαιο είναι διάτρητο, τα πάντα καταρρέουν.
Δικαιοσύνη μάθετε οι ενοικούντες επί της Γης.
Κε Περδικάρη,
Δεν μου είναι, ασφαλώς, ευχάριστο να οξύνω τον διάλογο. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν προκύπτει μόνο όταν αναφερόμαστε σε [i]«αυγό του φιδιού»[/i]: Το ίδιο, ακριβώς, εξελίσσεται και όταν εισηγούμαστε μια μετάθεση της στάσης μας από το να [i]«καταγγέλλουμε»[/i] στο να [i]«τσακίζουμε»[/i]. Όπως, άλλωστε, και όταν ιστορούμε τις μέρες μας ως [i]«καιρό του θερίζειν με δρεπάνι λυτρωτικό»[/i].
Από κει και πέρα: Δεν θα πρέπει να μας πτοούν οι [b]χαρακτηρισμοί[/b], προτείνετε. Είμαι πρόθυμος να το συμμεριστώ. Αρκεί να συμπληρώνουμε τη διευκρίνιση ότι θα πρέπει να μας πτοούν, πάντως, οι [b]αυτοέπαινοι[/b]…
Όπως η ιδέα, πχ, ότι είμαστε σε θέση να αναθέσουμε στον εαυτό μας αποστολή τιμωρού εξολοθρευτή.
Αγαπητέ κ. Περδικάρη, η επιχειρηματολογία σας (χωρίς αυτό – στα μάτια μου – να την δικαιώνει) δεν εγείρεται άτοπη. Απορώ ωστόσο αν δεν παρατηρείτε ότι, κλιμακώνοντάς την σε πορίσματα… δυναμικά, καταλήγετε [i]εν τούτοις[/i] να την… αποδυναμώνετε.
Κύριε Ζιάκα,
Θέλω να κάνω μία παρέμβαση η οποία αφορά στην τελευταία παράγραφο του σχετικού άρθρου σας.
Πιστεύετε πως είναι δυνατόν, γνωρίζοντας την οικονομική ανισότητα στην ελληνική κοινωνία, να κρίνετε δίκαια και κατά συνέπεια, σκόπιμη η προσωπική κάθοδος βουλευτών.
Δεν νομίζετε ότι κάτι τέτοιο προκειται να οδηγήσει σε ένα ακόμη πιο κλειστό κύκλωμα, και σε ακόμη πιο ολιγαρχική διαχείριση των κοινών, από μία μικρή μερίδα προνομιούχων?
Ευχαριστώ
Κύριε Ροζάκη έχετε δίκιο. Σήμερα δεν έχει νόημα η πρόταση. Δεν προσέξατε όμως ότι η αναφέρεται όχι στο “εδώ”, αλλά στο “εκεί”, δηλαδή στα “Κοινά μας”.
Η κατάληξη του άρθρου είναι:
Αξιότιμοι κύριοι,
Ως περαιτέρω συμβολή στον διάλογο, αλλά και προς επίρρωση της πεποίθησής μου περί της αναγκαιότητας κατάλυσης του δημοκρατικού πολιτεύματος συλλήβδην, ένεκα της στασιωτικής φύσης του, η οποία είναι ιστορικά και κοινωνικά ανάλγητη, αδικαίωτη όσο και αναλλοίωτη λόγω οντολογικής καταγωγής και αντικατάστασής του με το πολίτευμα της Πολιτείας χάριν του αθλήματος της Πόλεως, στο οποίο δεν θα υφίστανται οι τέσσερις θεμελιώδεις πυλώνες του δημοκρατικού στασιωτισμού, η ψήφος, τα κόμματα, ο συνδικαλισμός και η απεργία, καταθέτω την εξής σκέψη προς επεξεργασία.
Όπως ερωτήθηκα και παλαιότερα, υποθέτω πως και σήμερα εγείρεται ως εκ της θέσεώς μου η απορία των συνδαιτημόνων: Πού τυγχάνει εφαρμογής το πολιτειακό πρότυπο που προτείνω;
Εν αντιθέσει με το ιδεατό δημοκρατικό πολίτευμα, το οποίο ευαγγελίζεται ο φίλτατος κ. Ζιάκας, αλλά και οι πλείστοι εκ των συνομιλητών, το οποίο ουδέποτε έτυχε ιστορικής εφαρμογής πλην της εκατονταετούς αθηναϊκής δημοκρατίας με τις γνωστές ολέθριες συνέπειες για τον ελληνικό κόσμο, το πολιτειακό πρότυπο που εισηγούμαι έχει περισσότερο από χίλια χρόνια αδιατάρακτο ιστορικό βίο με θαυμαστά αποτελέσματα.
Χωρίς άλλο αναφέρομαι στην Αθωνική πολιτεία, της οποίας ο ιστορικός βίος είναι αξιομίμητος. Δεν προτείνω λοιπόν τίποτε άλλο παρά μια κοσμική Αθωνική πολιτεία, όπου αντί του προσώπου του Χριστού, υπερκείμενη αξία αναφοράς είναι η Πόλις ή η πατρίδα, οι μοναχοί είναι οι πολίτες που ασκούνται στο άθλημα της μετοχής στον συλλογικό βίο και της υπακοής στους κανόνες της Πόλεως, οι οποίοι καταθέτουν την άποψή τους όπου δεί, αλλά ο ηγούμενος-άρχων λαμβάνει τις αποφάσεις, ο στασιώτης εξανδραποδίζεται, ο δε λαϊκός αναλογεί στον ιδιώτη και τα δικαιώματά του. Όσο για τον ορισμό των καθηγουμένων- αρχόντων, ας αφήσουμε την παράδοση να μας διδάξει.
Πείτε μου παρακαλώ γιατί η κοσμική αυτή Αθωνική πολιτεία δεν συγκροτεί το κατ’ εξοχήν άθλημα ελευθερίας του συλλογικού ιστορικού βίου της λαϊκής κοινότητας;
ο Θεος να βαλει το χερι του κε Περδικαρη
οι αλματωδεις συλλογισμοι σας στο χωρο της αντιφασης και της παραποιησης των δεδομενων κυριως για την Αθωνικη πολιτεια με αφηνουν αφωνη.
Εχετε υπ οψην σας τι γινεται στο Ρωσικο μοναστηρι για παραδειγμα και πως αυτο εγινε ανδρο για μερικα καλοπιαδα παραβατικα εκ Ρωσιας;
Εχετε επισης υπ οψην σας οτι καταληθηκε το άπαν συμπαν στο ορος και το εκαναν από μνημειο πολιτισμου της ανρθωποτητας χωρον κερδοφορων επιχειρησεων σε οτι αφορα την τοπθετηση ανεμογεννητριων και φωτοβολταικων συγκεκριμενων εμπορων των δικων μας ΜΜΕ που κραδαινουν τη σημαια της κοινης λογικης και κρατους τα σκηπτρα της διαπλοκής; Αν οχι φροτνιστε παρακαλω να ενημερωθειτε σωστα.
Ετσι επρεπε να ειναι δηλαδη η Αθωνικη πολιτεια γεματη κεραιες τσιμεντος και ιντριγκες και κσομικη επιδραση μεχρι το μεδουλι, για να φανει η σημασια αυτης ως πρωτυπο οργανωση κοινωνικης;
Ελεος
Για την αλλειωση της προσωπικοτητας του Αγιου Ορους με τα φωτοβολταικα μπορειτε να ενημερωθειτε δια μεσω του Google earth δε χρειαζεται να πατε εκει
Επισης αυτα τοποθετηθηκαν χωρις να γινουν μελετες περιβαλλοντικων επιπτωσεων ακταπαραβαση του νομου Κατα τα λοιπα υποδειγματικη η διαχειριση των πορων της γης των κεφαλαιων .
Θελετε να παω και σε αλλα πχ στο εμποριο κρασιου από ορισμενα μοναστηρια η προτιματε να το αφησω για αλλη φορα;
Είναι ιλαροτραγικό να καταγγέλλονται περιβαλλοντικές καταστροφές και αλλοιώσεις στο Άγιο Όρος από κάποιους που ούτε το επισκέφτηκαν, ούτε θα το επισκεφτούν ποτέ, εννοώ τις γυναίκες.
Θυμάμαι την κ. Κιοσσέ το 1986 να καταγγέλλει τη Μονή Σταυρονικήτα με ολοσέλιδο άρθρο στο “Βήμα” με τίτλο “Λίγο μπετουδάκι και πανωσήκωμα”, γιατί δήθεν έριξε μπετόν για να προσθέσει έναν όροφο στη δυτική πτέρυγα. Ενώ 1) ο όροφος προϋπήρχε της πυρκαγιάς του 19ου αιώνα και δεν είχε αναστηλωθεί με την πρόχειρη αναστήλωση της εποχής, αναστήλωση που πραγματοποιήθηκε πλήρως το 1987, 2) το μπετόν προστέθηκε μόνο στην οροφή του ισογείου που στεγάζει τη βιβλιοθήκη, για πυρασφάλεια, όχι για στατικούς λόγους και 3) οι υπάρχοντες πεσσοί ήσαν υπεραρκετοί για να στηρίξουν τον νέο όροφο.
Κι όταν αργότερα επισκέφτηκε τη Μονή ο πρόεδρος του διεθνούς ICOMOS, οδηγημένος από κάποιους καλοθελητές που ενορχήστρωναν τις δημοσιεύσεις στα ΜΜΕ, όχι μόνο δεν επέκρινε τους μοναχούς της Μονής, αλλά και παρατήρησε ότι σε κάποια σημεία που δεν φαίνονταν θα μπορούσαν να μη χρησιμοποιούν παραδοσιακές τεχνικές αλλά σύγχρονες, μια κι αυτό δεν θ’ αλλοίωνε την όψη του μοναστηρικαού συγκροτήματος.
Σε τέτοιες διαστρεβλώσεις της αλήθειας οι αγιορείτικες μονές συνήθως δεν απαντούν. Έτσι, σε κάποιους αδαείς η εκστρατεία λάσπης των ΜΜΕ που εκπορεύεται από ποικιλώνυμα συμφέροντα πιάνει τόπο. Θα όφειλαν όμως να είναι πιο προσεκτικοί και να μην επαναλαμβάνουν άκριτα όσα διαβάζουν, όταν μάλιστα δεν μπορούν να τα επιβεβαιώσουν αυτοψεί. (Π.χ., για τα φωτοβολταϊκά έχουν εκπονηθεί όλες οι απαραίτητες μελέτες, πριν αυτά εγκριθούν από τις αρμόδιες υπηρεσίες.) Ει δ’ άλλως, κινδυνεύουν να γελοιοποιηθούν ή να αποδειχθούν κοινοί συκοφάντες.
[quote name=”Γιάννης Περδικάρης”] Χωρίς άλλο αναφέρομαι στην Αθωνική πολιτεία, της οποίας ο ιστορικός βίος είναι αξιομίμητος. Δεν προτείνω λοιπόν τίποτε άλλο παρά μια κοσμική Αθωνική πολιτεία, όπου αντί του προσώπου του Χριστού, υπερκείμενη αξία αναφοράς είναι η Πόλις ή η πατρίδα, οι μοναχοί είναι οι πολίτες που ασκούνται στο άθλημα της μετοχής στον συλλογικό βίο και της υπακοής στους κανόνες της Πόλεως, οι οποίοι καταθέτουν την άποψή τους όπου δεί, αλλά ο ηγούμενος-άρχων λαμβάνει τις αποφάσεις, ο στασιώτης εξανδραποδίζεται, ο δε λαϊκός αναλογεί στον ιδιώτη και τα δικαιώματά του. Όσο για τον ορισμό των καθηγουμένων- αρχόντων, ας αφήσουμε την παράδοση να μας διδάξει. Πείτε μου παρακαλώ γιατί η κοσμική αυτή Αθωνική πολιτεία δεν συγκροτεί το κατ’ εξοχήν άθλημα ελευθερίας του συλλογικού ιστορικού βίου της λαϊκής κοινότητας;
[/quote]
Διότι πολύ απλά, κύριε Περδικάρη, η Αθωνική Πολιτεία – [b]πολιτεία βίου μοναστικού και όχι κοσμικού![/b] – είναι χτισμένη σε τελείως άλλες βάσεις, στοχεύει σε εντελώς διαφορετικούς σκοπούς και έτσι μετέρχεται άλλων μέσων από τις βάσεις, τους σκοπούς και τα μέσα που είναι ποτέ [b]εφικτόν αλλά και δυνατόν[/b] να αποτελέσουν βάσεις, σκοπούς και μέσα μιας κοσμικής Πολιτείας.
Δεν χρειάζεται να επιμείνω στις καταλυτικές και οριστικές αυτές διαφορές – αφού άλλωστε δεν έχει νόημα να συζητά για πολύ κανείς ιδέες εντελώς ευφάνταστες όσο και ανυπόστατες, όπως αυτή που μόλις προτείνατε -, ας μείνω λοιπόν μόνο σε τούτη: στο βίο της μοναστικής Πολιτείας προσέρχεται κανείς εντελώς αυτοβούλως και μόνον εφόσον έχει βεβαιωθεί η “κλήση” του … πράγμα ασφαλώς αδύνατον να ισχύσει για τους πολίτες μιας κοσμικής Πολιτείας.
Χαιρετώ.
Κύριε Περδικάρη.
Τα επαινετικά λόγια σας αντανακλούν την ευγένειά σας. Έχετε τον σεβασμό μου.
Σας ζήτησα διευκρίνιση για να δω μήπως αρνείστε τη δημοκρατία επειδή προτιμάτε κάποιο άλλο ιστορικό πολίτευμα. Δηλώσατε ότι υποστηρίζετε την “Πολιτεία”, δηλαδή ένα ιδανικό πολίτευμα. Στη βάση αυτή η “απόρριψη” της δημοκρατίας, αλλά και οποιουδήποτε άλλου ιστορικού πολιτεύματος, είναι απολύτως νόμιμη. Διότι διά του ιδανικού, και μόνο, είναι σωστό να κρίνουμε το πραγματικό.
Χαίρομαι, λοιπόν, για την απάντησή σας. Μόνο στη βάση αυτή μπορεί, κατ’ εμέ τουλάχιστον, η συζήτηση να είναι επιθυμητή και ενδεχομένως παραγωγική.
Εκφράσατε την απορία, γιατί αποφεύγω να καταδικάσω το δημοκρατικό πολίτευμα και τον “στασιωτικό” ανθρωπολογικό του φορέα. Μήπως κάποιο political correct σκοτίζει τη σκέψη μου; Όχι. Δεν είναι ενδοιασμοί “πολιτικής ορθότητας”, αλλά δύο πολύ συγκεκριμένες γνωσιολογικές προφυλάξεις: Έναντι της “αυταπάτης του διανοούμενου”, η πρώτη. Και έναντι του “θυσιαστικού μηχανισμού”, η δεύτερη. Τι εννοώ:
α) Ο διανοούμενος, ιδιαίτερα ο νεωτερικός, τείνει να πιστεύει ότι αυτός είναι το “υποκείμενο” της “κοινωνικής αυτοθέσμισης”. Πρόκειται για την αρρώστια που έχει πολιτογραφηθεί ως “πλατωνισμός”. -Κακώς βέβαια. Διότι ο ίδιος ο Πλάτων, διαισθανόμενος τι του επιφυλάσσουν οι ανόητοι μιμητές του, το ξεκαθάρισε γράφοντας στην “Πολιτεία”: “Όλα αυτά (αυτά που λέμε εμείς εδώ κ. Περδικάρη) τούτη η πολιτεία (η δημοκρατία) τα γράφει μεγαλοπρεπώς στα παλιά της τα παπούτσια”. (Πολιτεία, Η’ 5. Πόλις, μτφ. Σκουτερόπουλου.) Αδιαφορεί αν εμείς την “απορρίπτουμε”, την “τσακίζουμε” (στα λόγια) ή την αγαπούμε, την εκμεταλλευόμαστε και την δοξάζουμε… Στους “Νόμους” επαναλαμβάνει: “…ουδείς ποτέ ανθρώπων ουδέν νομοθετεί, τύχαι δε και συμφοραί παντοίαι πίπτουσαι παντοίως νομοθετούσι τα πάντα ημίν ή γαρ πόλεμός τις βιασάμενος ανέτρεψε πολιτείας …” κλπ. (Νόμοι, Δ’ 709. Κάκτος.) Μη νομίζουμε δηλαδή ότι εμείς εδώ με τα λόγια χτίζουμε πράγματι “ανώγεια και κατώγεια”… Κοντολογίς, πρέπει να προσέχουμε ώστε η θεώρησή μας να είναι αυστηρά περιγραφική και η αξιολογική μας ελευθερία απρόσβλητη.
β) Το κοινωνικό πεδίο είναι πάντοτε θεσμισμένο στη βάση της ισχύος. Είναι πεδίο πολέμου (ειρηνικού ή μη), όπου το διακύβευμα είναι η ισχύς: “περί ελευθερίας ή άλλων αρχής”. Βάση του είναι πάντα ο θυσιαστικός μηχανισμός, ο μηχανισμός του “αποδιοπομπαίου τράγου”, ο “κεκρυμμένος από καταβολής”… Ο ανυποψίαστος διανοούμενος (ο πολιτικολογών, θεολογών, μυθολογών ή επιστημολογών), γίνεται χωρίς να το καταλαβαίνει, το κατ’ εξοχήν όργανο του εν λόγω “άρχοντος του κόσμου τούτου”. Και πετυχαίνει συχνά το αντίθετο απ’ αυτό που καλοπροαίρετα επιθυμεί. Αυτά ισχύουν βέβαια κατ’ εξοχήν στη νεωτερική κοινωνία, όπου βασιλεύς είναι ο ανταγωνισμός και θεός ο Μαμωνάς…
Αλλά ας πούμε ότι συμφωνούμε: να “συντρίψουμε” τον δημοκρατικό “στασιώτη”, τον ολετήρα του Δήμου. Όμως, άχρηστος είναι ο θυμός μας και χαμένος ο κόπος μας. Αν προσέξουμε τη ροή των πραγμάτων, αλλά και την πλατωνική ανάλυση, θα συνειδητοποιήσουμε ότι η πραγματοποίηση της επιθυμίας μας δεν χρειάζεται καθόλου τη δική μας συμβολή. Μόνος του ανοίγει τον τάφο του ο υπερφίαλος δημοκράτης. Όταν η δημοκρατική εξέλιξη ολοκληρωθεί και επικρατήσει πλήρως η ατομική ελευθερία, τότε ο φορέας της αποχαλινώνεται, γράφει τους νόμους στα παλιά του τα παπούτσια και αρχίζει η κατολίσθηση, η οποία καταλήγει αναγκαστικά στην τυραννία. Και άρα στη συντριβή της δημοκρατίας και του ανθρωπολογικού της τύπου! Ας προσέξουμε τι λέει ο Πλάτων στο Η’ βιβλίο της “Πολιτείας”. Τυχαία τα τέσσερα πολιτεύματα [τιμοκρατία (αριστοκρατία), ολιγαρχία, δημοκρατία, τυραννία] το ένα διαδέχεται το άλλο με αυτή τη σειρά; Γιατί ο γιός του τιμοκράτη (του άριστου πολίτη) γίνεται ολιγάρχης, ο γιός του ολιγάρχη γίνεται δημοκράτης κι ο γιός του δημοκράτη γίνεται τύραννος / δούλος;
Παραπλήσια είναι αυτά που γράφει και στους “Νόμους”. Επειδή εκεί προσεγγίζει το θέμα κυρίως ιστορικά, προσπαθεί να αναχθεί μέσω των ιστορικών πολιτευμάτων, στα πρωταρχικά στοιχεία, “περιστέλλοντας” (ορθώς) την εμπειρική περιπτωσιολογία στα ουσιώδη. Τα ανέφερα ήδη, μέσω του συγκεκριμένου αποσπάσματος από τους “Νόμους”, στο προηγούμενο απαντητικό μου σχόλιο. Είναι η ελευθερία και η ενότητα (η “κοινωνική συνοχή” θα λέγαμε σήμερα). Η διαχείρισή τους αναφέρεται, ρητώς, ως το ζητούμενο κάθε πολιτεύματος. Σωστά λοιπόν λέει, ότι δυο είναι οι καθαρές μορφές διαχείρισης της σχέσης ελευθερίας/ενότητας: η μοναρχία και η δημοκρατία. “Καθαρές” με την έννοια ότι ατόφιες δεν υπάρχουν πουθενά. Παίρνει, λοιπόν, ως πρότυπο πραγματοποίησης της πρώτης τον περσικό δεσποτισμό και της δεύτερης την ελληνική δημοκρατία. Και παρατηρεί, ότι και στις δύο περιπτώσεις, ενώ σε πρώτη φάση τα πράγματα πήγαιναν καλά, σε μια δεύτερη στράβωσαν τελείως. Γιατί; Επειδή ο γιός του καλού μονάρχη έγινε τύραννος. Κι επειδή ο γιός του καλού δημοκράτη, έγινε δούλος των παθών του, οπότε μόνο τύραννος μπορούσε να τον κάνει ζάφτι…
Τι στο καλό είναι αυτό που φταίει; Η αγωγή τους φυσικά. Είναι πολύ διδακτική όμως, όσο και άγνωστη σήμερα, η ανάλυση που κάνει στους “Νόμους” ο Πλάτων, ότι η αρρώστια που τελικά καταβάλλει τη δημοκρατία, αρχίζει από την παραβίαση των παραδοσιακών κανόνων της μουσικής (και του χορού). Εκεί έχουμε και τον αινιγματικό όσο και εκπληκτικό ορισμό της δημοκρατίας ως “θεατροκρατίας”, η οποία από υγιής, όσο δεν πείραζε τους “νόμους της μουσικής”, μετεβλήθη σε “πονηρά”. (Γ’ 701). (Την επισήμανση την χρωστώ στον Κ. Παπαϊωάννου και έχω αναφερθεί στο “Αυτοείδωλον εγενόμην…”)
Αλλά για να μην μακρυγορώ: το πρόβλημά μας έγκειται στην “μετά φρονήσεως” διαχείριση (εννοημάτωση, ρύθμιση, θέσμιση) της σχέσης/αντίθεσης ελευθερίας-ενότητας. Το σύστημα διαχείρισης, που επεξεργάστηκε ο Πλάτων, είναι βεβαίως η “Πολιτεία”, την οποία και προτιμάτε. Πρόκειται στην ουσία για ένα σύστημα σκέψεων, το οποίο απαντά στο ερώτημα: πώς μπορούμε να σταθεροποιήσουμε το καλό, ώστε να μην τραπεί στο αντίθετό του; Όλη η περί αρετής φιλολογία έχει στο επίκεντρό της αυτό το ερώτημα. Ο Πλάτων απαντά θετικά στο ερώτημα. Ισχυρίζεται, δηλαδή, πως είναι δυνατή η σταθεροποίηση της αρετής με τα μέσα που ο ίδιος προτείνει. Κατ’ αντίθεση προς τους Τραγικούς, οι οποίοι πιστεύουν ότι δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί η αρετή, καθότι “έχουσι γαρ ταραγμόν αι φύσεις βροτών”. Ο εριστικός ταραγμός δεν μας αφήνει να προκόψουμε..
Επειδή εγώ εναβρύνομαι λέγων ότι “κατάγομαι” από τον Ηράκλειτο, σύμφωνα με τον οποίο “πόλεμος πάντων πατήρ” και επιπλέον ο Θεός μου είναι “εσταυρωμένος”, δηλαδή αιωνίως αποπεμπόμενος από την ενθάδε πόλη, οφείλω να ρωτήσω: καλά, ποιον πολεμά με όλα αυτά τα φοβερά κείμενα ο Πλάτων – ο μέγιστος αυτός φωστήρ του ελληνικού στερεώματος; Ποιον αποπέμπει; Θα απαντήσω αμέσως: τον Σοφιστή. Δηλαδή τον διανοούμενο που κάνει θεωρία του την αρρώστια: το άθροισμα γνωσιολογικός σχετικισμός + ηθικός σχετικισμός που μας κάνει μηδενισμό. Πρόκειται για το γνωστό: μέτρο των πραγμάτων ο άνθρωπος και όχι ο Θεός. Δηλαδή, πρακτικώς, η αυτού εξοχότης το Εγώ μου είναι το μέτρο των αξιών! Ο εχθρός δεν είναι, λοιπόν, ο εν γένει “στασιώτης” (: ο στασιαστής), αλλά ΕΓΩ.
Αλήθεια, για να μην ξεχνιόμαστε: Ως “στασιώτης” δεν ορίζεται ο πρώτος, το πρότυπο των Ελλήνων, ο Αχιλλέας; Θυμηθείτε, πώς χωρίς ίχνος ντροπής/σεβασμού και με απόλυτη παρρησία και μπροστά στον Δήμο, αποκαλεί τον αρχηγό του, τον Αγαμέμνωνα, κυνώπα (σκυλομούρη) και κερδαλεόφρονα (παραδόπιστο)! Απίστευτο δεν είναι; Η ασέβεια κατά πάσης αρχής και εξουσίας, είναι το χρακτηρολογικό γνώρισμα της ελληνικής ταυτότητας. (Όσο βέβαια την καθορίζει ο Όμηρος. Και δεν νομίζω ότι υπάρχει ελληνική ταυτότητα έξω από τον Όμηρο.)
Πολύ καλά λοιπόν, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ο σωκρατικός φιλόσοφος έχει στόχο του τον Σοφιστή/Μηδενιστή, διότι το ζητούμενο είναι η σωστή διαχείριση της σχέσης ελευθερίας/ενότητας: η Δικαιοσύνη: ο “λόγος του παντός”, ο εσωτερικευόμενος στους νόμους της πόλης και στην ψυχή του πολίτη. Η αντισοφιστική ελληνική φιλοσοφία, όπως άλλωστε και η Τραγωδία, συνιστούν μ’ αυτόν τον τρόπο, ανάχωμα στον μηδενισμό. Πιο ισχυρό βέβαια ανάχωμα είναι η Τραγωδία (δι’ ελέου και φόβου), επειδή ήταν προσιτή σε όλο τον κόσμο, ενώ η φιλοσοφία ήταν μόνο για τους λίγους.
Βιάζομαι, πηδώντας κεφάλαια, να πάω στο τέλος: το ανάχωμα κατέρρευσε, όταν ο ελληνικός πολιτισμός έγινε οικουμενικός και πραγματοποιήθηκε η αναφερόμενη στο άρθρο μου σχάση της πολεοκρατικής ενότητας και ελευθερίας, σε πολεοκρατική και οικουμενική ενότητα και ελευθερία, απαιτώντας πολύ πιο σύνθετη διαχείριση, σε επίπεδο όχι μόνο πόλεως, αλλά και σε επίπεδο οικουμένης. Η “γεωμετρία” άλλαξε και η απαιτούμενη διαχείριση ξεπερνούσε απόλυτα τις δυνατότητες της Φιλοσοφίας και της Τραγωδίας. Μέσω της Φιλοσοφίας και της Τραγωδίας οι Έλληνες έθεσαν το αίτημα. Αναζήτησαν το άτρεπτο στήριγμα των αρετών (της φρόνησης, ανδρείας, σωφροσύνης και της συνισταμένης τους Δικαιοσύνης). Η ιστορία έδειξε ότι δεν είχαν απάντηση. Ώσπου την απάντηση την βρήκαν στον Ι. Χριστό. Ήταν οι μόνοι που είχαν τις προϋποθέσεις, γιατί ήταν οι μόνοι που με τέτοια ακρίβεια και σαφήνεια είχαν θέσει το ερώτημα. Γι’ αυτό και η απάντηση στη γλώσσα τους γράφτηκε και κι αυτοί μαρτύρησαν για να μην παραβιαστεί ούτε ένα γιώτα από τους κανόνες της νέας ουράνιας μουσικής. Το αντίδωρο ήταν άλλα χίλια χρόνια στην πρωτοπορία του πολιτισμού.
Τι ξέρουμε εμείς σήμερα για την εν λόγω απάντηση; Για το άτρεπτο θέμεθλο της καθ’ ημάς Πολιτείας; Αν δεν κάνω λάθος, Τίποτα. Άρα το όλο πρόβλημα είναι μπροστά μας. Ως νεωτερικοί μάλιστα δεν έχουμε υπερβεί -ακόμη- την αρχαϊκή εποχή του …Σόλωνα. Θυμίζω ότι είχε αρχίσει με τη μεγάλη Σεισάχθεια… Την οποία κι εμείς ματαίως αναμένουμε σήμερα.
Επί του τελικού τώρα ερωτήματός σας:
Η απάντησή μου είναι απερίφραστη: η πατρίδα. Αλλά δεν αρκεί απλώς η λέξη “πατρίδα”, γιατί στην πραγματικότητα έχω τρεις πατρίδες, τη μία μέσα στην άλλη: την γενέτειρα πόλη-Κοινό, την κοσμόπολη-Βασιλεύουσα και την Άνω Πόλι. Η Άνω Πόλις είναι και η “ποθεινότερη”. Είμαι πρώτα πολίτης της υπερσυμπαντικής Άνω Πόλεως. Έπειτα της Κοσμοπόλεως. Και τέλος της ιδιαίτερης (πολεοκρατικής άλλοτε – εθνοκρατικής σήμερα) πατρίδας μου. Είμαι “πολίτης”, με την έννοια ότι εφαρμόζω (“προσπαθώ”, καθότι ουδείς αναμάρτητος) τους νόμους εκάστης, με αυτήν ακριβώς τη σειρά, ώστε το κατώτερο επίπεδο να υποτάσσεται στο ανώτερο. Διευκρινίζω ότι το ψηλότερο τρίτο επίπεδο είναι και το “εσωτερικότερο”, τοποθετούμενο κάπου εκεί στο μέρος της καρδιάς. Εν ετέρα γραφή λέγεται “βασιλεία των ουρανών”… Δεν λέω, φυσικά, καμιά σοφία δική μου, τίποτε διαφορετικό απ’ το αλφάβητο της νέας Πίστης, όπως το διατυπώνει η πρωτοχριστιανική “Επιστολή προς Διόγνητον”.
Όμως υπερέβην κατά πολύ το μέτρο και πρέπει να κλείσω.
Σας ευχαριστώ κ. Περδικάρη.
Εξαίρετη η συνολική απάντηση κ. Ζιάκα! Επιτρέψτε μου μόνο μια συμπληρωματική επισήμανση επί του:[i]”Διότι διά του ιδανικού, και μόνο, είναι σωστό να κρίνουμε το πραγματικό.” [/i]
Να κρίνουμε, ναι. Θεραπευτικά. Δηλαδή πάντοτε με την επίγνωση ότι είναι ιδανικό και ότι άλλο είναι το ιδανικό και άλλο το πραγματικό. Διότι εάν το λησμονήσουμε αυτό, και θελήσουμε να [b]επιβάλλουμε[/b] το ιδανικό στο πραγματικό – όπως φοβάμαι ότι θα ήθελε ο κ. Περδικάρης -, τότε, ακόμη κι αν δεν το θέλουμε, ανοίγουμε κατευθείαν το δρόμο στην Τυραννία.
Είναι επ’ αυτού ιδιαίτερα αξιοσημείωτες οι παρατηρήσεις του Αλέξανδρου Κοζέβ στην αλληλογραφία του με τον Λεό Στράους με αφορμή το [i]Ιέρων ή Περί Τυραννίας[/i], του Ξενοφώντα. Παρατηρεί ο Κοζέβ, ότι οι διανοούμενοι συχνά επινοούν ιδανικές Πολιτείες, τις οποίες θα ήθελαν να δουν πραγματωμένες. Επειδή όμως αυτό που κυρίως τους ενδιαφέρει είναι να σκέπτονται, συνειδητοποιούν ότι ο αγώνας για την εφαρμογή της ιδανικής Πολιτείας τους επί του πραγματικού περιλαμβάει αναγκαστικά την ενασχόληση με χρονοβόρες πρακτικές διαδικασίες, πράγμα που τους στερεί από την αγαπημένη τους ασχολία του στοχασμού. Θέλουν όμως πολύ να τη δουν εφαρμοσμένη στην πράξη. Έτσι, συχνότατα υποκύπτουν στον πειρασμό να “αναθέσουν” την πρακτική εφαρμογή της ιδανικής Πολιτείας τους σε κάποιον, που θα είναι σε θέση να διεκπεραιώσει[i] το ταχύτερο δυνατόν[/i] αυτές τις διαδικασίες. Και αυτός δεν είναι, ούτε και μπορεί να είναι άλλος από ένα Τύραννο.
Η ιστορία έχει πολλές φορές δικαιώσει τον Κοζέβ (π.χ. Χάιντεγγερ και Χίτλερ, Λούκατς και Στάλιν, κ.ά). Προσοχή λοιπόν!
Ασμένως αποδεκτή κ. Γ. η οξυδερκέστατη συμβολή σας.
Μεγάλο πρόβλημα η “αυταπάτη του διανοούμενου”, η οποία σχετίζεται άμεσα με τη δίκοπη χρήση του ιδανικού. Η μία “κόψη” προορίζεται για την “ορθοτόμηση του λόγου της αληθείας”. Η άλλη “κόψη” για τη “λοβοτόμηση” του λόγου των άλλων, ώστε να γονατίσουν μπρος στη δική μου αξίωση ισχύος. Η χρήση της πρώτης βλέπει στην πλατωνική Πολιτεία αυτό που η ίδια δηλώνει: μια πραγματεία [b]περί Δικαιοσύνης[/b]. Η χρήση της δεύτερης βλέπει στην Πολιτεία το “σωστό πολίτευμα” (που “πρέπει να εφαρμόσουμε” ή να “απορρίψουμε” ως “ανεφάρμοστο”). Η ορθή αίσθηση ότι το πραγματοποιημένο (ή πραγματοποιήσιμο) ιδανικό δεν είναι ούτε ιδανικό ούτε πραγματικό, χάνεται.
Εξαιρετική πράγματι η παρατήρηση του Κοζέβ. Αλλά για να μη νομιστεί ότι είναι τόσο εύκολη, όσο το λέμε εδώ, η διάκριση των δύο “κόψεων” του ιδανικού, διαβάστε την “[b]Εβδόμη Επιστολή[/b]”, για να δείτε πώς πρώτος την πάτησε ο ίδιος ο Πλάτων. (Αναφέρεται γλαφυρότατα στην περιπέτειά του με τον τύραννο των Συρακουσών).
Αξιότιμε κύριε Ζιάκα,
χαίρω διότι η προβληματική μου προκάλεσε την άρτια απάντησή σας. Και μόνον ως έναυσμα για να πληρώσει τα πυθάρια του στοχασμού μας το φρέαρ του λόγου σας, η σύνολη παρέμβασή μου πιστεύω ότι άξιζε τον κόπο. Λυπούμαι μόνον, που αυτές οι εξαίσιες εκφορές πλατωνικού μόγου δεν βρίσκουν παρά πολύ σπανίως άξιους συμποσιαστές στις αναρτήσεις του φιλόξενου Αντιφώνου. Συνήθως αποξηραίνονται σε άνυδρο τόπο, όπου ασκητεύουν παρεπιδημούντες σχολιαστές.
Έχετε τον βαθύτατο σεβασμό μου.
Με πιο απλά λόγια μπορούμε να δούμε το ίδιο ενδιαφέρον θέμα;
Επιτρέψτε μου παρακαλώ και την δική μου συνεισφορά.
Εκείνοι που γεύτηκαν την αμαρτία της κατάχρησης εξουσίας δεν μπορούν πλέον να ανακτήσουν ποτέ και με τίποτε την εμπιστοσύνη τους σε ιδανικά, αρετές και αξίες (έστω κι αν υποθέσουμε ότι είχαν στο ξεκίνημα της πολιτικής τους διαδρομής). Δεν μπορούν να ξαναδοκιμαστούν σε αυτό. Αυτό είναι το αποτέλεσμα αυτής της αμαρτίας, διότι ακόμη και αν κάποιοι λίγοι από αυτούς αναγνωρίσουν το λάθος τους, προκειμένου να μην εξαφανιστούν ή τιμωρηθούν από τον εξαπατημένο λαό, δεν θα σηκώσουν ποτέ το βάρος της ευθύνης τους αλλά θα το μοιράζονται μιντιακά και “δημοκρατικά” με τους ψηφοφόρους τους δηλαδή θα τους το φορτώνουν – “μαζί τα φάγαμε” – και θα μολύνουν όλη την κοινωνία με το αίσθημα συνενοχής. Εκείνοι δε που δεν θα έχουν αυτό το θράσος, απλά δεν θα παραδεχτούν ποτέ την κατάχρηση εξουσίας αλλά θα χτίσουν και θα μοχλεύσουν μηχανισμούς συγκάλυψης, με τη βοήθεια των συνενόχων τους από την κομματική αυλή και τη συμμέτοχη κρατική ιεραρχία.
Τέλος, εκείνοι που “συλλειτούργησαν” με τους προηγούμενους, χωρίς να κάνουν οι ίδιοι εγκλήματα κατάχρησης, δεν θα μπορούν ποτέ να αποδείξουν την αθωότητά τους και δεν θα μπορούν να ισχυριστούν πως δεν γνώριζαν τα αίσχη των “συλλειτουργών” τους.
Το κόμμα λοιπόν είναι σήμερα ένας κατεξοχήν μηχανισμός παραγωγής συνενόχων. Δεν ισοπεδώνει, μέσα από την συνενοχή, μόνον όσους πήραν θέσεις εξουσίας αλλά και όλους τους υπόλοιπους αθώους στρατολόγους του.
Εκείνος που αισθάνεται ότι είναι ή ότι τον μέμφονται οι πολίτες ως συνένοχο είναι δύσκολο να επανακτήσει τη σχέση του με τους ανώτερους σκοπούς του γενικού καλού και του (συνιστάμενου) συλλογικού συμφέροντος που έταξε και που ορκίστηκε ότι ανιδιοτελώς θα υπηρετήσει.
Τι απομένει λοιπόν σε όλους εμάς τα πλήθη των πολιτών, που δεν μετείχαμε της συνενοχής καθ΄ οιονδήποτε τρόπο (ως στρατολόγοι, στελέχη, διαχειριστές, εξουσιαστές) – έστω και αν δώσαμε ψήφο και εμπιστοσύνη;
Απομένει να ξαναδούμε αν τα κόμματα καθαυτά και το πολίτευμα που βασίζεται σε αυτά μπορούν να εναρμονίζονται με τις αλλαγές του αιώνος τούτου. Εννοώ αν αυτή η μορφή συλλογικής οργάνωσης μπορεί – αν θα έχει την έσω αρετή και βούληση και δύναμη – να ανατρέπει και να οικοδομεί τα του αιώνος τούτου. Αν θα μπορούν να είναι το πολιτικό υποκείμενο της κοινωνίας ή το αντικείμενο χειραγώγησης υπό των αδιαμφισβήτητα υπαρκτών οικονομικών κέντρων εξουσίας.
Εν ολίγοις, θεωρώ και είμαι πεπεισμένος περί αυτού, ότι εδώ στον ευλογημένο τόπο μας, με τόσα παθήματα και μαθήματα (ιστορία), με τόσα αξιόλογα μυαλά, με τέτοιο υπόβαθρο πολιτισμού, σκέψης, φρόνησης, με τέτοιο εργατικό λαό – κι ας λένε περί του αντιθέτου, όσα δεν αποδεικνύονται με στοιχεία – μπορούμε και δικαιούμαστε αλλά και είμαστε ιστορικά υποχρεωμένοι να τολμήσουμε να διερευνήσουμε και να δοκιμάσουμε ένα νέο πολίτευμα.
Νέο όμως.
Αλλά αυτό θα γίνει με άφθαρτους, σώφρονες, Έλληνες γυμνασμένους στο νου και στην καρδιά, ακέραιους και αποφασισμένους να γράψουν ιστορία.
Και υπάρχουν αρκετοί, πιο πολλοί από όσους χρειάζονται για να δημιουργηθεί μια κρίσιμη δύναμη δημιουργίας και ανοικοδόμησης.
Όχι με τους “γιους του δημοκράτη” που τους διαδέχονται οι τύραννοι.
Αυτή τη ιστορική “σειρά διαδοχής” ας την ανατρέψουμε με βούληση και συναπόφαση – τώρα έχουμε τα μέσα να επικοινωνούμε με ταχύτητες on line ακόμη και να συναποφασίζουμε σαν μια νέα μετα-εκκλησία του Δήμου.
Όλα είναι εφικτά – συν Θεώ.