Μικρά στιγμιότυπα

0
413

Μ᾿ ἀρέζει ἡ σόμπα ἡ πρωινή, στὸ παζάρι. Αὐτοσχέδια στὴν κατασκευή της, ἀλλὰ καίουσα μὲ ζωηράδα ἐφήβου. Ἕνα γύρω της, οἱ πωλητὲς χουχουλίζονται. Κουβεντιάζουν γιὰ τὶς τιμές, παγώνοντας περισσότερο. Λέω νὰ τοὺς φέρω μερικὰ χειρόγραφα φλυαρίας, κάποιες ἄδειες μονογραφίες, νὰ μὴν σπαταλοῦν ξύλα. Ἀλλὰ θὰ γελάσουν καὶ μὲ τὸ δίκιο τους. Δὲν ξέρουν ἀπὸ τέτοια χαζά. Μὲ τὴν ζωὴ ἔχουν νὰ κάνουν.

*

Οἱ εἰδήσεις βουίζουν στὸ κόκκινο. Χαλέπι, νέα μέτρα, ὁ ἐξ Ἀνατολῶν μπέης. Τί νὰ κάμεις; Προτιμῶ τὰ παιδιὰ μὲ τὰ ἀζτέκικα σκουφιά τους, νὰ σέρνουν βαρύφορτες τσάντες εὐθυνῶν, κρατώντας σφιχτὰ στὰ χέρια τὸ πολύτιμο, πολύχρωμα κουκλάκια.

*

«Τὸ καλογραμμένο βιβλίο, τὸ βρίσκω πάντα ὀλιγοσέλιδο» − μοῦ μιλάει ἡ Jane Austen (γιορτάζει καὶ τὰ γενέθλιά της σήμερα).

Πολὺ σωστά. Τὸ ἴδιο μὲ τὰ μικρὰ στιγμιότυπα τῆς ζωῆς.

Θέλω κι᾿ ἄλλες σελίδες τους. Αὐτὰ μᾶς πολυβολοῦν μὲ μακαριότητα κι᾿ ἐμεῖς φορᾶμε καλοραμμένα ἀλεξίσφαιρα.

*

Μεῖγμα ἱλαρότητας, ὀμορφιᾶς, τραγικότητας, «ὄχι μόνο μῆλα, μὰ καὶ φύλλα» ἡ ζωή. Ἀλλὰ καίει ἡ ἄτιμη, σὰν τὴ σόμπα. Λὲς κι᾿ ἐκπέμπει ἐκεῖνο τὸ ἀποστολικό «Νὰ χαίρεστε!».

Κι᾿ αὐτὸ φθάνει, μὲς στὸν χειμῶνα μας.

*

Σὰν νὰ χιονίζει ὁ οὐρανός. Εἶναι τὰ ἄστρα τῆς ἰδιαίτερης νύχτας. Φλόγες εὐσπλαχνίας.

*

Μπροστά μου ἡ ξυλογραφία τοῦ Glyn Warren Philpot ἀπὸ τὴν συλλογὴ τοῦ AshmoleanMuseum, στὴν Ὀξφόρδη. Μετράει τὶς ἡμέρες πρὸς τὴν Γιορτή, ἡ παράδοση τοῦ Advent Calendar.

Ἡ Θεοτόκος, ἡ φάτνη μὲ τὸν μικρὸ Μεσσία, τὸν Βασιλιὰ τῆς Εἰρήνης. Καὶ ὁ Ἄγγελος, λὲς καὶ κρατάει τὸ Ἄστρο.

*

Μιὰ ἐπιγραφὴ διασχίζει τὴν μονόχρωμη ξυλογραφία, ἀνατριχιάζοντας εὐεργετικὰ τὴν Ἱστορία, μὲ τὴν ἀλήθεια.

Εt Verbum caro factum est. Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο.

*

Ἡ ξυλογραφία εἶναι δημιουργία τοῦ 1906. Τὰ Χριστούγεννα τῆς ἴδιας χρονιᾶς, στὴν ἐφημερίδα «Ἀλήθεια» δημοσιεύεται τό «Κρυφὸ Μανδράκι». Ἐκλυδωνίζετο μέχρι ἀγωνίας, ἡ βάρκα τοῦ μπαρμπα-Στάθη. Θάλασσα, κιαμέτ. Βρῆκε, ὅμως, τὸ λιμανάκι καὶ κούρνιαξε. Βρῆκε σωτηρία.

*

Μοῦ περνάει ἀπὸ τὸν νοῦ ὅτι καὶ ἡ ξυλογραφία τοῦ Philpot, εἰκονίζει ἕνα Κρυφὸ Μανδράκι, λιμάνι ποὺ μᾶς ἀγκαλιάζει, σὰν τὴν μάνα ὅταν πρέπει, σώζοντάς μας ἀπὸ φουρτοῦνες καὶ τὸν χειμώνα τὸν ἄγριο.

*

«Πῆρες κρέας;». Τὴν ἐρώτηση αὐτή, τὴν μόνην ὑπαρξιακῶν ἐκλάμψεων, ἀπηύθυνε ἡ γειτόνισσα στὸν ἐξάδελφό σου, τὸν κατάφορτον μὲ πλαστικὲς χριστουγεννιάτικες σακοῦλες, σωστὸς ἡμίονος τοῦ Ἀλβανικοῦ Ἔπους. Σὺ δέ, προσπαθοῦσες, μέσα στὴν παγωνιά, νὰ ἐντοπίσεις, νὰ βρεῖς, νὰ ψαρέψεις τὰ κλειδιά σου στὰ θυλάκια τοῦ ἄβολου παλτοῦ. Εἶχες σχίσει καὶ τὴν μία τζέπη, μὲ τόμο μικρὸ ἀλλὰ βαρύ, ποιημάτων τοῦ Βύρωνος. Σὲ περίμεναν κεκραγάρια εἰς ἦχον β’ τοῦ πλαγίου.

Παραμονὲς Χριστουγέννων τοῦ 201… στὴν πόλη ἐκείνη, τὴν μυθικήν, μὲ τὸ Ρολόι καὶ τὴν γαστρονομία τῶν καλογρακίων. Let it snow, ἔγραφε τὸ στολίδι στὴν βιτρίνα τοῦ μαγαζιοῦ μὲ τὰ εἴδη προικός.

Μὰ χιόνι ποῦ; Στὰ βουνά; Ἐδῶ ἥλιος τρανὸς σὲ στράβωνε. Εἶχες συνθλίψει καὶ τὰ γυαλιὰ ἡλίου σου, διαβάζοντας στὴν παραλία τὸν τρίτο τόμο τῆς Ἐγκυκλοπαίδειας τοῦ Παύλου Δρανδάκη. «Ἥλιος μὲ δόντια, γριὰ μὲ τὰ χταπόδια!» κάπως ἔτσι τὸ ἔγραφε κι ὁ δεξιὸς ψάλτης τοῦ Ἁγίου Ἐλισαίου. Διάβασες καὶ τὸν ΧΑΡΑΜΑΔΟ του, 5 ἡ ὥρα τὸ πρωί, ξενυχτώντας μὲ πονόδοντο.

Κρύο βαρὺ τὴν πρωίαν, -9,5 καὶ ἐὰν δὲν ἤθελες νὰ τὸ πιστέψεις, μέσα στὸ γραφεῖο, ὅπου τὸ εὐλογημένον τὸ κλιματιστικὸ εἶχε χαλάσει καὶ τεχνικὸ δὲν φώναξες, ἦταν Σιβηρία ἐν τοῖς πράγμασι. Ἄντε νὰ γράψεις τώρα τὴν εἰσαγωγὴ γιὰ τὸ βιβλίο ποὺ σὲ εἶχε ζητήσει ὁ ἐκδότης. Καὶ πότε νὰ κλείσεις ὕλη γιὰ τὸ περιοδικό; Μὰ εἶχες ὑποσχεθεῖ στὰ μικρὰ νὰ τὰ πᾶς στὸ χωριὸ τοῦ ἈηΒασίλη. Δέκα ρολόγια δὲν σοῦ φτάνανε. Ὀνειρευόσουν νὰ πᾶς στὸ δικό σου χωριό, μὲ τζάκι καὶ τηλέφωνα ἄνευ μπαταρίας, ἀλλὰ ποῦ; Ἔπρεπε νὰ ἑτοιμάσεις καὶ τοῦ ΦΠΑ τὰ χαρτιά. Νὰ ψωνίσεις τὰ χρειαζούμενα. Νὰ βάλεις χειμωνιάτικα λάστιχα. Παραμονὴ γιορτῆς! Χριστούγεννα!

*

Πῆγες, ἀπελπισμένος, στὸ πατάρι νὰ πάρεις χαρτὶ Α4.Ὅταν κατέβηκες αἰσθάνθηκες τὴ θερμότητα. Ἦταν ὁ ἐξάδελφος. Εἶχε ἀποθέσει τὰ ψώνια στὴν οἰκεία. Ἦλθε στὸ γραφεῖο καὶ σιγαλὰ ἔφτιαξε τὸ κλιματιστικό, μάστορας δεινὸς ὅταν τὸ ἤθελε. Καὶ πάνω στὸ τραπέζι εἶχε στρώσει ἐφημερίδες, μὲ τὸ καραφάκι τῆς ρακῆς, δυὸ γυαλιὰ καὶ σκουμβρίον. «Χρόνια πολλὰ καρντάση, καὶ τοῦ χρόνου γεροί!» σὲ τσούγκρισε, μὲ μιὰ ἁπλὴ καλοσύνη στὰ μάτια.

 

Σύνθεση τριῶν ἄρθρων ἀπὸ τὴν ἐφημερίδα τῶν Γρεβενῶν «Χρονικὰ Δυτικῆς Μακεδονίας», τῆς Παρασκευῆς 16 Δεκεμβρίου καὶ τῆς Παρασκευῆς 23 Δεκεμβρίου 2016

 

Η ζωγραφική παράσταση που πλαισιώνει τη σελίδα (“Κωνσταντινούπολη”) προέρχεται από τοιχογραφία σε αρχοντικό που βρίσκεται στα Αμπελάκια (Λαρίσης).

Πηγή: Aντίφωνο

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ