Γιώργος Καστρινάκης
«Όσοι ξεκινούν για την περιπέτεια της τέχνης θα πρέπει να ξέρουν πως η ιστορία της ομορφιάς συμπληρώθηκε· δεν θα περιμένει εκείνους που θα την αποσώσουν και εκείνο που κάνουν πάντα οι αφοσιωμένοι της, δεν είναι παρά ένας αγώνας να ξαναβρούν αυτό που χάθηκε.»
Ζήσιμος Λορεντζάτος
«Η βυζαντινή εικονογραφική μέθοδος εξελισσόταν διαρκώς. Αν, λοιπόν, οι σημερινοί αγιογράφοι θέλουν να υπηρετήσουν μια τέχνη ζωντανή, θα πρέπει και αυτή να εξελίσσεται.»
Ιδού το «πειστικότερο» από τα επιχειρήματα που επιστρατεύονται υπέρ της μετάπλασης τού ορθόδοξου εικαστικού κώδικα σε κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι ώς τώρα.
Εκείνο που αποφεύγει να μάς πει, το συγκεκριμένο επιχείρημα, είναι ότι οι πειραματισμοί των ζωγράφων της βυζαντινής εποχής δεν έχουν, πάντως, δικαιωθεί όσον αφορά το σύνολο τού εύρους τους: Ορισμένοι από αυτούς, επηρεασμένοι από το λατινικό συγκαιρινό τους παράδειγμα, υλοποιούσαν απλώς μιαν απο-εκκλησιοποίηση της γραφής τους.
Κάτι άλλο που αποφεύγει, επίσης, να ομολογήσει το ίδιο επιχείρημα είναι ότι οι βυζαντινοί καλλιτέχνες είχαν, ήδη πριν την πτώση της Βασιλεύουσσας, προλάβει να δοκιμάσουν κάθε τεχνοτροπική «εξέλιξη» η οποία έχει, εν τώ μεταξύ, πιστοποιηθεί ως όντως «βελτίωση».
(Τόσο, ώστε να μπορέσει η Κρητική λεγόμενη Σχολή, αμέσως μετά τους ελεύθερους αιώνες, να συγκεφαλαιώσει το άπαν τής αρτιότητας τής συγκεκριμένης εικονογραφικής αλφαβήτου.)
Στον επίλογο των προηγούμενων αποσιωπήσεων, το επιχείρημα που αναφέραμε παραλείπει να διηγηθεί ότι, μέσα στην ελληνική επικράτεια, στη διάρκεια του 20ου αιώνα, το πείραμα διεκπεραιώθηκε εκτενώς: Σε όλους τούς “φιλοπαραδοσιακούς” ονομαστούς μας ζωγράφους ανατέθηκε να τοιχογραφήσουν μεγάλους – συνήθως νεόδμητους – ναούς, εφαρμόζοντας μια κατά την κρίση τους “μετεξέλιξη” της βυζαντινής τέχνης. Με αποτελέσματα, ανεξαιρέτως, αποκαρδιωτικά.
Το αιτούμενο της βυζαντινής καλλιτεχνικής “προόδου” – ας συνειδητοποιήσουμε, αν θέλουμε, κάποια στιγμή – θεμελιώνεται πάνω σε ένα “δόγμα” ολιγοπιστίας: Αρνείται να πιστέψει ότι είναι δυνατόν να μάς έχει χαρισθεί, από σήμερα, μια απολαμπή από την απαιτητική ομορφιά των εσχάτων. Ότι η παρ’ ημίν εικονογραφική αναζήτηση, δηλαδή, μπορεί και να έχει ήδη ολοκληρωθεί…
Η εκκλησιολογία τών φορέων του διέπεται συνήθως από εσχατολογικό μονισμό – σε παντελή ανακολουθία με το λόγο τους, όμως, οι ίδιοι αντιμάχονται πολεμικά το ενδεχόμενο να μάς είναι προσιτή η βιωματική πληρότητα από ενεστώτος κιόλας χρόνου – ούτε, καν, όσον αφορά ένα ενδοκοσμικό καλλιτεχνικό επιζητούμενο!
Μας χρειαζόταν η κριτική ωριμότητα αλλά και η στοχαστική παρρησία ενός Ζήσιμου Λορεντζάτου, για να αποτολμήσουμε να το διανοηθούμε.
πηγή: antifono.gr
Αγαπητέ κ. Καστρινάκη,
Αν και συμφωνώ με τη διαπίστωσή σου πως “[i]μέσα στην ελληνική επικράτεια, στη διάρκεια του 20ου αιώνα, το πείραμα διεκπεραιώθηκε εκτενώς: Σε όλους τούς “φιλοπαραδοσιακούς” ονομαστούς μας ζωγράφους ανατέθηκε να τοιχογραφήσουν μεγάλους – συνήθως νεόδμητους – ναούς, εφαρμόζοντας μια κατά την κρίση τους “μετεξέλιξη” της βυζαντινής τέχνης. Με αποτελέσματα, ανεξαιρέτως, αποκαρδιωτικά[/i]” (βάζω μόνο ένα ερωτηματικό στο [i]ανεξαιρέτως[/i], μια και δεν έχω δει όλα τα έργα των εν λόγω ζωγράφων), διαφωνώ με τη ρήση του Λορεντζάτου με την οποία αρχίζεις το άρθρο σου.
Για να παραγάγει κάποιος έργα εκκλησιαστικής τέχνης που θα την παν λίγο πιο μπροστά, χρειάζεται αφενός μεν κάποιο ταλέντο, αφετέρου όμως και κυρίως, η ενσωμάτωσή του στην Εκκλησία και η βαθιά εμπειρία της εν Χριστώ ζωής της, κατά το “ως γαρ τα βάθη του Πνεύματος εκζητήσαντι και τα κάλλη του φθέγματος προσετέθη σοι”, αλλά και οι προσευχές και η πνευματική στήριξη της εκκλησιαστικής κοινότητας της οποίας είναι μέλος. Κι όταν αυτά είναι αυθεντικά και βαθιά, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα να αναδειχθούν νέοι τρόποι και μορφές που θα οδηγήσουν σε κάτι ωραίο και μεγάλο, που δεν θα αντιγράφει τα προηγούμενα αλλά θα εκφράζει και θα σαρκώνει την εποχή του, εξαγιάζοντας τους πόθους και τους καημούς της. Γιατί το Πνεύμα δεν παύει να ενεργεί σε κάθε εποχή και ν’ αναζητά τα κατάλληλα δοχεία Του.
Τα άλλα είναι συλλογισμοί και αποφάνσεις εστέτ και διανοουμένων. Ασ’ τους να λένε.
Αγαπητέ Theo,
[i]«Τα άλλα είναι συλλογισμοί»[/i], λες. Ενώ λίγες σειρές παραπάνω έχεις σημειώσει: [i]«δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα…»[/i]. Μα, και αυτό ένας συλλογισμός, μόνο, είναι! Μια (θεωρητική) πιθανολόγηση, ότι θα [i]«αναδειχθούν [ίσως] νέοι τρόποι και μορφές που θα οδηγήσουν σε κάτι ωραίο και μεγάλο»[/i].
Ν α τ η δ ε χ θ ώ – αλλά και να ζητήσω (όχι πειστήρια, αλλά) κάποια ελάχιστη έστω έ ν δ ε ι ξ η υπέρ αυτής.
Δ ε ν τ η β ρ ί σ κ ω! Παρακολουθώ, σε κάθε ευκαιρία, τις καταθέσεις όχι μόνο κοσμικών ζωγράφων σήμερα αλλά και αγιογράφων-συνειδητών μελών του εκκλησιαστικού σώματος. Μάλιστα, όχι αποκλειστικά όσον αφορά τοιχογραφήσεις αλλά και σε φορητές εικόνες ή και δοκιμές στο χαρτί – όπου ο πειραματισμός υλοποιείται πολύ ευκολώτερα.
Τα αποτελέσματα – κατά την ταπεινή μου κρίση – παραμένουν αποκαρδιωτικά.
(Ενώ δεν λείπουν και οι περιπτώσεις δοκιμών που προέρχονται, πασιφανώς, από συνειδήσεις [i]«εστέτ και διανοουμένων»[/i] – περιπτώσεις, αυτές, που ενίοτε βρίσκουν προβολή και μέσα από τις σελίδες «έγκριτων» εφημερίδων ή περιοδικών, συνοδευόμενες από εγκωμιαστικές τότε λεζάντες…)
Να εστιάσω σε ένα γνωστό παράδειγμα: Κυκλοφορούν αναρίθμητες, ίσως, σύγχρονες ζωγραφικές αποδόσεις της όψης του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Ας μας προσκομίσει, παρακαλώ, όποιος ανακαλύψει κάποια παρόμοια σε οποιαδήποτε τεχνοτροπία που μετεξελίσσει την «βυζαντινή», η οποία να μπορεί να συγκριθεί σε [i]βαθύτητα[/i], σε [i]ένταση[/i] και σε [i]ποιότητα αισθήματος[/i] με την “κλασσική” προσωπογραφία του σκιαθίτη – κατά αυστηρά βυζαντινό αλφάβητο – που μάς έχει χαρίσει ο Νίκος Εγγονόπουλος: Ας τον ξεπεράσει κάποιος! Δηλαδή, ας ξεπεράσει την τεχνοτροπία του.
Και τότε, ναι, η συζήτηση για το αν [i]«η ιστορία της ομορφιάς συμπληρώθηκε»[/i] ή όχι, θα πληρούσε τις προϋποθέσεις για να ξανανοίξει. Ενώ ο Ζήσιμος Λορεντζάτος θα είχε, παραδέχομαι, εμπράκτως (όχι, απλά, θεωρητικώς) αμφισβητηθεί.
Το Πνεύμα [i]«δεν παύει να ενεργεί σε κάθε εποχή και ν’ αναζητά τα κατάλληλα δοχεία Του»[/i], προσυπογράφω με τα δυο μου χέρια. Αυτό που υπενθυμίζω είναι ότι το Πνεύμα δεν χάνει την ελευθερία, πρωτίστως, να “συλλαμβάνει” το “ασύλληπτο”: Να έχει κληροδoτήσει, για παράδειγμα, σε μια παρελθούσα εποχή ένα «δοχείο» (εν προκειμένω: μια τεχνοτροπία) αενάως ερχόμενο από το μέλλον.
Όπως έγραψα και παραπάνω, κατά βάσιν συμφωνώ με τη διαπίστωσή σου. Και ο Λορεντζάτος έχει δίκιο όταν μιλά τη μη εξέλιξη της εκκλησιαστικής τέχνης μέχρι την εποχή του/μας. Δεν μπορεί όμως να αποκλείσει μια εξέλιξη στο μέλλον. Γιατί τότε η Εκκλησία θα ήταν ένα μουσείο χωρίς ζωή. Όσοι όμως την έχουμε γνωρίσει, βλέπουμε θαύματα και μεταμορφώσεις σχεδόν καθημερινά. Κι αν εμείς είμαστε άχρηστοι και ανίκανοι, το Πνεύμα είναι Αυτό που “εξάγει αξίους εξ αναξίων” και “όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας”.
Οπότε καμιά έκπληξη δεν αποκλείεται.
Αν την απομονώσουμε, η φράση του Λορεντζάτου “η ιστορία της ομορφιάς συμπληρώθηκε” μπορεί ασφαλώς να κατανοηθεί φορμαλιστικά: ως φτάσιμο σε μια τέλεια, και επομένως οριστική τεχνοτροπία, που δεν έχει νόημα να προσπαθούμε να ξεπεράσουμε.
Αν όμως τη δούμε ως μέρος ολόκληρου του παραθέματος που έχει στην αρχή του σημειώματός του ο Γ. Καστρινάκης τότε νομίζω ότι γίνεται σαφές πως κάτι άλλο λέει εδώ ο Λορεντζάτος. Αλλιώς δεν θα μιλούσε για “περιπέτεια” της τέχνης. (Ποια περιπέτεια αν έχουμε ήδη φτάσει;) Και, κυρίως, δεν θα ετίθετο θέμα να ξαναβρούμε “αυτό που χάθηκε”. (Η τεχνοτροπία είναι εδώ, μπροστά στα μάτια μας. Τί είναι λοιπόν αυτό που “χάθηκε”;)
Άρα (σημ. χρειάζονται που και που και οι συλλογισμοί, αλλιώς θα καταντήσουμε να “καταπίνουμε” αποκομμένες φράσεις όπως οι πίθηκοι τις μπανάνες) πρέπει να συμπεράνουμε ότι όταν ο Λορεντζάτος λέει πως η “η ιστορία της ομορφιάς συμπληρώθηκε” δεν μιλά για την τεχνοτροπία αυτή καθ’ αυτή, αλλά για την εσωτερική ή, καλύτερα, την πνευματική σχέση που ένας άνθρωπος ή μια ομάδα ή ένας πολιτισμός κατόρθωσαν με την ομορφιά (ενδεχομένως και μέσω μιας τεχνοτροπίας, αλλά κρίως μέσω κάποιων κορυφαίων έργων).
Γνωρίζοντας και σπουδάζοντας σ’ αυτό το επίτευγμα, σ’ αυτή την κατακτημένη πληρότητα, οφείλουμε να την ανακατακτήσουμε εξ αρχής για δικό μας λογαριασμό. Και αυτό είναι όντως μια προσωπική και ιστορική περιπέτεια· ένας αγώνας για επανεύρεση ενός χαμένου πράγματος. (Εδώ η “απώλεια” και η “επανεύρεση” είναι οντολογικού χαραακτήρα· “επιστροφή” στο όντως “είναι”). Η διαδρομή είναι χαραγμένη απ’ τους προηγούμενους, μάς λέει ο Λορεντζάτος, αλλά το τοπίο είναι άλλο. Κι αλλάζει μέσα στην ιστορία συνεχώς. Είναι κι αυτό κάτι που πρέπει επίσης να ξέρουν “όσοι ξεκινούν για την περιπέτεια της τέχνης”.
ΒΞ
Μπορεί να έχεις δίκιο, Βασίλη, το παράθεμα του Λορεντζάτου να είναι ανοιχτό και σε άλλες ερμηνείες εκτός από τη δική μου. Όμως, μ’ ενοχλεί ν’ αποφαίνεται με τόση ευκολία ex cathedra για την Εκκλησία ένας εστέτ που δεν “μάτωσε” (κατά το “δος αίμα και λάβε πνεύμα”) και κάποιοι του χώρου μας να χρησιμοποιούν τα τσιτάτα του όπως άλλοι τον Μαρξ ή την Αγία Γραφή.
Και νομίζω πως αν θέλαμε να μιλήσουμε για εκκλησιαστική τέχνη από εκκλησιαστικά κείμενα, κειμήλια και πραγματικότητες θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε, όχι από κριτικούς τέχνης και λογοτεχνίας.
Theo, συμφωνώ μαζί σου. Ακόμα και για τον βαρύ, αλλά νομίζω ακριβοδίκαιο χαρακτηρισμό “εστέτ”. (Κι ίσως εδώ και γενικότερα στη σχέση της με τη γενιά του 30 βρίσκεται – ειρήσθω εν παρόδω – μια από τις μαύρες τρύπες της Θεολογίας του 60. Είναι μια μεγάλη συζήτηση που θα πρέπει κάποια στιγμή να γίνει και με αυτούς τους όρους). Αλλά για να επιστρέψω στο συγκεκριμένο, και για να πω την αμαρτία μου, όταν είχα για πρώτη φορά δει αυτή τη φράση του Λορεντζάτου, η αντίδρασή μου ήταν ακριβώς ίδια με τη δική σου. Και ήταν μόνο και μόνο ο σεβασμός μου προς τον αγαπημένο μου δάσκαλο και φίλο, Δημήτρη Μαυρόπουλο, που με τη δική του αδιαπραγμάτευτη αγάπη για τον Λορεντζάτο με υποχρέωσε να ρίξω μια δεύτερη ματιά. Και ώ του θαύματος, με βάση και τη λεγόμενη “αρχή της χάριτος” (που πρέπει να εφαρμόζεται στους μεγάλους συγγραφείς και στοχαστές), διαπίστωσα ότι πράγματι η φράση του αυτή είναι μάλλον πιο “σκοτεινή” (με την ηρακλείτεια έννοια) και πιο πλούσια απ’ ό,τι δείχνει σε πρώτη ανάγνωση.
Θα ήθελα όμως να μας πει τι λέει για όλα αυτά και ο φίλος μας ο Γ. Καστρινάκης.
ΒΞ
Βασίλη, σ’ ευχαριστώ από καρδιάς για την κλήση, αλλά θεωρώ ότι χάνει την αξία του ένας διάλογος όταν, προκειμένου να πείσω, μου χρειάζεται οπωσδήποτε η διακράτηση τής [i]τελευταίας[/i] του [i]λέξης[/i] εκ μέρους μου.
Δεν συμμερίζομαι τον Λορεντζάτο (τουλάχιστον σε αυτή τη θέση, με αυτή την χρήση των λόγων του), γιατί τότε θα πρέπει να παραδεχτώ πως η ζωή γέρασε. Μπορεί να γερνάνε οι πολιτισμοί (κι απ’ αυτήν την πλευρά μπορεί να έχει δίκαιο ο ΖΛ) αλλά η ζωή μπορεί να γεννά νέους πολιτισμούς, με την δική τους ματιά, τη δική τους αλήθεια που απομένει να εκφραστούν εικαστικά. Και βέβαια η Τέχνη δεν κυνηγά την ομορφιά απαραιτήτως…
Η ουσία του κειμένου βρίσκεται στην άποψη πως «είναι δυνατόν να μάς έχει χαρισθεί, από σήμερα, μια απολαμπή από την απαιτητική ομορφιά των εσχάτων»;
Δηλαδή, οι Βυζαντινοί έχουν ήδη κατορθώσει το τιτάνιο έργο να απεικονίσουν κατά το ανθρωπίνως δυνατόν το επέκεινα!
Βελτιώσεις και εξελίξεις δεν μπορούν λοιπόν να σταθούν: παράδειγμα η -εκκλησιαστικώς, όχι εικαστικώς- αποτυχημένη προσπάθεια των “ονομαστών” μας ζωγράφων.
Λάθος θα τολμούσα να πω.
Διότι δεν φτάνει να πάρουμε μια χούφτα μεγάλων έστω ζωγράφων (και κάποιοι απ’ αυτούς ήτανε σίγουρα) και να τους βάλουμε να αγιογραφήσουν. Χρειάζεται αυτοί οι καλλιτέχνες να έχουν πίστη ζωντανή και καθάρια, αλλά και σχέση με την εκκλησία και πόνο γι αυτό που κάνουν. Τα λέει αυτά πολύ καλύτερα και ο πιο πάνω Theo. Να πω μόνο πως στη δουλειά αυτών των ανθρώπων διακρίνει κανείς εύκολα προβλήματα ακατηχησίας, αν όχι και αιρετικής προσέγγισης του θείου.
Τώρα το αν ό,τι μπορούσε να εικονιστεί για το επέκεινα, έχει αρτίως ήδη πραγματοποιηθεί, μου φαίνεται …πολύ προσβλητικό για το επέκεινα!
Εξαντλήσαμε δηλαδή τον εικονισμό «της απαιτητικής ομορφιάς των εσχάτων»;
Χώρεσε αυτή η ομορφιά στα καβαλέτα μερικών περασμένων γενεών και δεν έμεινε για εμάς τίποτα;
Θέλω να σας παρακαλέσω να μέ συγχωρέσετε για το ότι δεν θα ήθελα (εξ αιτίας της “αυτοδέσμευσης” την οποία αναλαμβάνω στην αμέσως προηγούμενη, [i]«επί της διαδικασίας»[/i], παρέμβασή μου) να επανέλθω, δημόσια, στην υπεράσπιση των απόψεων τις οποίες καταθέτω στο αρχικό εδώ κείμενο.
Να με συν-χωρέσετε, ζητώ, για την μη ανταπόκριση στην τόσο ενδιαφέρουσα ετούτη υποβολή αντιλόγου.
Μπαίνω στο διάλογο για να επικροτήσω τις τελικές διερωτήσεις του Νόστου και για να προσθέσω την «ανάγνωση» από ένα πολύ καλό φίλο (δίχως την άδεια του) του αποσπάσματος του Λορεντζάτου που ίσως διευκολύνει: [i]«Δεν εννοεί ο Λορεντζάτος πως οι Βυζαντινοί “τελείωσαν” την ιστορία της Τέχνης. Θα πρέπει ο αναγνώστης στην θέση της λέξης “ομορφιά” να βάλει την λέξη Χριστός κατά την ρήση του Ντοστογιέφσκη η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο. Ο Χριστός είναι η αλήθεια που αποκαλύφθηκε πλήρως μια και καλή, εμείς δεν καταλαβαίνουμε και πολλές φορές χρειάζεται να κάνουμε αγώνα για να ξαναβρούμε τον Χριστό, την ομορφιά δηλαδή». [/i] Τηρουμένων των αναλογιών νομίζω, συνάδει και με το διατυπωμένο σχόλιο παραπάνω, του κυρίου Βασίλη Ξυδιά.
Υγ. θα μπορούσε το κείμενο σας, νομίζω, να διατυπωθεί και πιο απλά, αγαπητέ κύριε Καστρινάκη -και να με συγχωρείτε. Τέλος, δεν μπορώ να κατανοήσω τη φράση σας Theo: [i]« μ’ ενοχλεί ν’ αποφαίνεται με τόση ευκολία ex cathedra για την Εκκλησία ένας εστέτ που δεν “μάτωσε” (κατά το “δος αίμα και λάβε πνεύμα”»[/i]. Ex cathedra; Ευκολία; Για την Εκκλησία;
Νομίζω πως αν διαβάσει κανείς τα σχόλιά μου σ’ αυτό το άρθρο θα καταλάβει και τη φράση που δεν μπορείτε να κατανοήσετε, κ. Αβραμίδη.
Η εκκλησιαστική τέχνη είναι υπόθεση της Εκκλησίας, δεν είναι θέμα αισθητικής ούτε μπορούν να την κρίνουν κριτικοί της τέχνης, αν δεν έχουν μυηθεί στα της Εκκλησίας (“ψαυέτω μηδαμώς χειρ αμυήτων”-). Και μόνο ζώντας στην Εκκλησία και αγωνιζόμενος μέσα της κανείς μπορεί να διατυπώσει ένα λόγο που θα συνάδει με το φρόνημά της και θα βοηθά τα μέλη της να βρουν νέες οδούς έκφρασης.
Δεν αρκούν η γνώση, η αισθητική καλλιέργεια και η ευφράδεια. Και ο Λορεντζάτος, μού δίνει την αίσθηση ότι μόνο αυτές διαθέτει και δεν μετέσχε στο μυστήριο της Εκκλησίας, όσο φιλορθόδοξα, φιλολαϊκά και φιλοπαραδοσιακά κι αν εκφράζεται. Ευκολία είναι να λες μεγάλα λόγια χωρίς εσωτερικό (εδώ, βιωματικό) αντίκρισμα. Και το ύφος του κειμένου που παραθέτει ο Γ. Κ. με οδηγεί στο ex cathedra. Μπορεί και να κάνω λάθος…
Τότε αγαπητέ Theo, σας περιμένει (επιτρέψτε μου το θάρρος της υπόδειξης) ένα συναρπαστικότατο έργο να ανακαλύψετε, έργο καμωμένο από άπεφθο χρυσό, απαράμιλλη χρυσοβελονιά κυριολεκτικώς, λέξη προς λέξη.
Ξεκινήστε από τα Collectanea (μην ανησυχείτε όλο κι όλο δυό τρεις αναφορές για την Εκκλησία υπάρχουν κι αυτές προς την κατεύθυνση που αναφέρεστε, σε σημειώματα εξήντα και, χρόνων). Σε όλο το υπόλοιπο έργο του θα μαθητεύσετε στον άξονα της αγιότητας που παράγει πολιτισμό και αντιστρόφως, δηλ. του πολιτισμού που δύναται να παράξει αγιότητα (τα τοποθετώ χονδροειδώς σε ένα σχήμα, και λυπάμαι… ). Προσωπικά αν μου δινόταν η δυνατότητα «το χαμένο κέντρο» θα το ‘βαζα αβλεπτί στην ύλη όσων επιθυμούν να εισέλθουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση…λέμε τώρα… Να ‘στε καλά!
ΔΑ
Απορώ που απ’ όσα έγραψα παραπάνω δεν καταλαβαίνετε πως έχω διαβάσει Λορεντζάτο -αρκετά από τα βιβλία του.
Το “χαμένο κέντρο” το διάβασα προ δεκαετιών. Καλό, αλλά δεν μου έκανε κάποια ιδιαίτερη αίσθηση.
Τα Collectanea τα ξεφύλλισα, αλλά ευχαριστώ, δεν θα πάρω.
Γενικά οι επαγγελματίες συγγραφείς και στοχαστές δεν με θέλγουν, αλλά όσοι γράφουν από το περίσσευμα της καρδιάς τους, όχι του μυαλού τους. Και αυτοί που όπως γράφει ο Ρίλκε, θα πέθαιναν αν δεν έγραφαν.
Αν τα Collectanea έχουν “άπεφθο χρυσό”, τι έχουν οι λόγοι του γέροντος Πορφυρίου, κάποια κείμενα του π. Παϊσίου, τα γράμματα του π. Σωφρονίου Σαχάρωφ, για την εποχή μας, ή τα κείμενα των Πατέρων του 4ου, 5ου και 6ου αιώνα;
“‘Εκαστος όπου σώζεται εκεί δικαίως και προστρέχει”
Απορίας άξιον…αγαπητέ Theo, εδώ, ο Θεός μίλησε μέσω της όνου του Βαλαάμ, οπότε όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοικτά! Την ευχή των γερόντων που αναφέρετε να ‘χουμε! Χριστός Ανέστη!
[quote name=”Δημοσθένης Αβραμίδης”] εδώ, ο Θεός μίλησε μέσω της όνου του Βαλαάμ, οπότε όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοικτά! … Χριστός Ανέστη![/quote]
Αληθώς ανέστη!
Χαίρομαι που συμφωνούμε. Όπως έγραψα και παραπάνω:
[i]Όσοι όμως έχουμε γνωρίσει την Εκκλησία, βλέπουμε θαύματα και μεταμορφώσεις σχεδόν καθημερινά. Κι αν εμείς είμαστε άχρηστοι και ανίκανοι, το Πνεύμα είναι Αυτό που “εξάγει αξίους εξ αναξίων” και “όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας”.
Οπότε καμιά έκπληξη δεν αποκλείεται.[/i]
ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ ΘΑ ΤΗΝ ΠΕΙ ΚΑΝΕΙΣ;
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ;
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ;
ΟΠΩΣ ΘΕΛΕΙ ΑΣ ΤΗΝ ΠΕΙ …
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙ, ΑΛΛΑ ΠΟΙΟΣ ΕΧΕΙ ΜΑΤΙΑ ΝΑ ΔΕΙ ΚΑΙ ΚΑΡΔΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΤΗ ΝΟΙΩΣΕΙ:
http://www.youtube.com/watch?v=UOvJEBFj0gI
http://www.youtube.com/watch?v=PUFO0daDJzc
http://www.youtube.com/watch?v=_dwI5LGvLx8
http://www.youtube.com/watch?v=Ix81Qt9Ji6c
http://www.youtube.com/watch?v=GKrCvqPTkbg
http://www.youtube.com/watch?v=FGac4WCEHpQ
http://www.youtube.com/watch?v=v3Omu4V_Pu8
ΕΛΠΙΖΩ ΤΩΡΑ ΝΑ ΔΟΥΛΕΨΟΥΝ ΤΑ ΛΙΝΚ …
[url]http://www.youtube.com/watch?v=UOvJEBFj0gI[/url]
[url]http://www.youtube.com/watch?v=PUFO0daDJzc[/url]
[url]http://www.youtube.com/watch?v=_dwI5LGvLx8[/url]
[url]http://www.youtube.com/watch?v=Ix81Qt9Ji6c[/url]
[url]http://www.youtube.com/watch?v=GKrCvqPTkbg[/url]
[url]http://www.youtube.com/watch?v=FGac4WCEHpQ[/url]
[url]http://www.youtube.com/watch?v=v3Omu4V_Pu8[/url]
:love: :love: :love:
Το “Αντίφωνο” χωρίζει τους υπερσυνδέσμους με ένα ή περισσότερα κενά. Αν κανείς ενώσει τα γράμματα, οι υπερσύνδεσμοι λειτουργούν.
Χριστός Ανέστη, Βασίλη,Theo,Δήμο,Νόστε,
Οπως εξήγησα και στην κατ’ ίδίαν συζητησή μας με τον Theo η πατρότητα της έκφρασης “η ιστορία της ομορφιάς συμπληρώθηκε” ανήκει στον ζωγράφο Whistler. Απ’ αυτόν την δανείσθηκε τρόπον τινά
ο Λορεντζάτος για να την εντάξη στην “εμφάνιση” του Χριστού.
Ο Χριστός αποκαλύφθηκε άπαξ και πλήρης. Ο Τheo και ο Βασίλης ώς άριστοι θεολόγοι μπορούν να το επιβεβαιώσουν αυτό.
Για να γυρίσω όμως στον Λορεντζάτο θα ήθελα να σας πω, πως μου θυμίζει πολύ τον Ρωμαίο συγκλητικό του Γεροντικού ο οποίος σκανδάλιζε τους προσκυνητές επειδή έπινε λίγο κρασάκι και είχε κι ένα χαλάκι για στρώμα. Εγώ άν είχα μια πολυκατοικία στο Κολωνάκι να παίρνω τα νοίκια και σπίτι στην Κηφισιά όπως ο Ζήσιμος θα με ψάχνατε ακόμη στις παραλίες του Γουαδαλκιβίρ 😀 Δεν θα καθόμουνα να εκδίδω Παπαδιαμάντηδες και Χαμένα Κέντρα.
Αυτά βέβαια μου θυμίζει εμένα ο Λορεντζάτος, δεν είστε υποχρεωμένοι να συμφωνείτε, και χαίρομαι που σας γνωρίζω όλους προσωπικά, και καληνύχτα σας με αγάπη!
Ευχαριστώ, αγαπητέ μου φίλε, για την επισήμανση της πατρότητας του αποφθέγματος.
Κατά τ’ άλλα, δεν με απασχολεί το πώς έζησε ο Λορεντζάτος και ο αββάς Αρσένιος στον οποίο αναφέρεσαι. Εστιάζω στην αίσθηση που μου προκαλούν οι λόγοι τους: Ο μεν πρώτος εκφράζει στοχασμούς και συναισθήματα, ο δε δεύτερος, με βάση τα βιώματά του, διατυπώνει απλανή διδασκαλία για την εν Χριστώ ζωή.
“Άλλα τα μάτια του λαγού, κι άλλα της κουκουβάγιας”, με το συμπάθειο.