Πέτρος Γέμτος
Η κλασική αντίληψη για την επιστήμη, με τη μορφή που της έδωσε ο Πλάτων και με μικρές παραλλαγές ο Αριστοτέλης, κυριάρχησε στον ευρωπαϊκό πολιτισμό ως την αρχή των νέων χρόνων. Χαρακτηριστικά της ήταν ο περιθωριακός ρόλος της εμπειρίας ως γνωστικής πηγής και ως στοιχείου ελέγχου των επιστημονικών προτάσεων.
Από τα κύρια ερωτήματα της ελληνικής φιλοσοφίας ήταν το πρόβλημα της φύσης και των δυνατοτήτων της ανθρώπινης γνώσης. Θεμελιωτές ήταν οι Ίωνες φιλόσοφοι που πρώτοι επιχείρησαν να εξηγήσουν ορθολογικά τον κόσμο (Κοσμολογία) και να εξερευνήσουν άλλες χώρες και κοινωνικοπολιτικά συστήματα (Ιστορία). Οι Μιλήσιοι φυσικοί φιλόσοφοι ανήκαν σε μια νέα ηγετική τάξη εμπόρων που ταξίδευε πολύ και είχε γνωρίσει άλλους τρόπους ζωής και ποικίλες κοσμοθεωρίες. Η διεύρυνση της κοινωνικής και φυσικής εμπειρίας έκανε δυνατή τη συστηματική διάσπαση υποκειμένου και κόσμου, καθώς και τη διαφοροποίηση της πραγματικότητας σε κοινωνία και φύση. Η τελευταία διαμορφώθηκε πολύ νωρίς σε ένα αυτοτελές γνωστικό αντικείμενο, έξω από τον ανθρώπινο έλεγχο, που μπορούσε να συλληφθεί ορθολογικά στις βασικές δομές και συστατικά στοιχεία. Ιδιαίτερα πρακτικές ανάγκες που συνδέονταν με τη ναυσιπλοία, καθώς και τη μέτρηση του χρόνου και της γης, οδήγησαν στην εμφάνιση των πρώτων προσπαθειών στα Μαθηματικά, την Αστρονομία, τη Γεωγραφία και τη Μετεωρολογία. Παράλληλα ωστόσο με την ορθολογική σκέψη λειτουργούσε και η πανάρχαιη μυθική παράδοση που τώρα έπαιρνε νέες μορφές.
Η επιστήμη των αρχών των νέων χρόνων
Η Αναγέννηση, παρόλο που αποτέλεσε στροφή στην Αρχαιότητα, έφερε ένα ισχυρό κλονισμό της αρχαίας κοσμοεικόνας. Τα έργα του Αριστοτέλη, που στην πρώτη φάση των μεσαιωνικών χρόνων ήταν γνωστός μόνο ως λογικός, μεταφράστηκαν τον 13ο αιώνα από αραβικές πηγές και κυριάρχησαν για πολλά χρόνια σε τέτοιο βαθμό, που μοναδική επιστημονική ενασχόληση θεωρήθηκε ο έγκυρος σχολιασμός τους. Αλλά ήδη στο τέλος του Μεσαίωνα έγιναν προσπάθειες για μια καλύτερη θεμελίωση της «εμπειρικής» μεθοδολογίας του Αριστοτέλη: ο Grosseteste και ο μαθητής του Roger Bacon (13ος αιώνας) ζήτησαν να συμπληρωθούν οι παραδοσιακές βαθμίδες της γνωστικής διαδικασίας «παραγωγή» και «επαγωγή» με μια τρίτη, την πειραματική έρευνα, ενώ τον 14ο αιώνα ο Duns Scotus και ο William von Ockham έκαναν σκέψεις γύρω από τα κατάλληλα κριτήρια επιλογής μεταξύ υποθέσεων που αντιμετωπίζουν διάφορες πειραματικές ενδείξεις.
Οι πρώτες προσπάθειες για τη δημιουργία μιας νέας Φυσικής και Αστρονομίας χαρακτηρίζονται από το ίδιο αρχαίο πάθος για βέβαιη γνώση και αμετακίνητες αλήθειες, όπως εύκολα μπορεί να δει κανείς στα επιχειρήματα των δύο σημαντικότερων εκπροσώπων της νέας επιστήμης, του Κοπέρνικου και του Γαλιλαίου στις συζητήσεις τους αντίστοιχα με τον Osiander και τον Καρδινάλιο Bellarmine. Ενώ οι τελευταίοι ερμήνευαν το παραδοσιακό κοσμομοντέλο σαν ένα βολικό όργανο ερμηνείας της φύσης (δηλ. ινστρουμενταλιστικά), η κριτική του Κοπέρνικου και του Γαλιλαίου είχε ρεαλιστικές βάσεις και αίτημα την ανεύρεση της οριστικής και αμετακίνητης φύσης της πραγματικότητας. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα προσπάθειας για απόκτηση βέβαιης γνώσης, στηριγμένης όμως σε ένα είδος δημιουργικής κριτικής αμφιβολίας, είναι το έργο του Descartes. Αλλά και ο Γαλιλαίος και ο Newton, παρόλο που στηρίχτηκαν περισσότερο στην εμπειρία και την πείραματική έρευνα, δεν εφάρμοσαν αυστηρή εμπειρική μεθοδολογία. Κεντρικός ήταν και εδώ ο ρόλος της απόδειξης στα πρότυπα της Γεωμετρίας και της Αριθμητικής, που οδηγούσε σε αμετακίνητα αληθείς νόμους με ασφαλείς λογικές (παραγωγικές και «επαγωγικές») διαδικασίες. Όπως θα δούμε, το αίτημα για την εξεύρεση εμπειρικού ανάλογου της απόδειξης των Μαθηματικών διατρέχει όλη την ιστορία της σύγχρονης (και παλαιότερης) επιστημολογικής σκέψης. Δύο στοιχεία έδωσαν νέα μορφή στην επιστήμη των νέων χρόνων: η ευρύτατη χρήση των Μαθηματικών στις Φυσικές Επιστήμες και η προγραμματική επιδίωξη να χρησιμοποιηθούν τεχνολογικά τα πορίσματα των επιστημονικών ερευνών. Γενικότερα μπορεί να λεχθεί ότι η επιστήμη των νέων χρόνων αποκλίνει από το πλατωνικό - αριστοτελικό ιδεώδες, χωρίς ωστόσο να το εγκαταλείπει εντελώς. Σκοπός της είναι η διερεύνηση αμετάβλητων δομών και η ανακάλυψη αιώνιων αληθειών, ενώ η εμπειρία, παρόλο που αποκτά μεγαλύτερη σημασία, κινείται μεταξύ της σχέσης ανακάλυψης και θεμελίωσης των υποθέσεων, χωρίς να έχει σαφώς ελεγκτικό ρόλο. Απόδειξη και εμπειρική θεμελίωση συμπλέκονται σε ένα υπόδειγμα αποκαλυπτικής αλήθειας, όπου ταυτίζονται γνωστικές πηγές και θεμέλια της επιστημονικής γνώσης.
Η σύγχρονη επιστημονική αντίληψη
Η κλασική έννοια της επιστήμης ως βέβαιης γνώσης υποχωρεί βαθμηδόν στην ιδέα μιας επιστήμης ως υποθετικής - παραγωγικής δραστηριότητας, που επιδιώκει αλήθειες που δεν είναι αυταπόδεικτες ως ευκρινείς αλλά εξαρτώνται από την εμπειρική επιβεβαίωση των αντίστοιχων προβλέψεων. Η νέα αυτή αντίληψη για την επιστήμη αποκλείει την παλιά ιδέα μιας διαρκώς αυξανόμενης γνώσης που δεν θίγει τα κατακτημένα θεμέλια και οδηγεί σε μια εικόνα συνεχούς αναθεώρησης θεμελίων και υποθέσεων στα πλαίσια μιας δυναμικής γνωστικής διαδικασίας.
Η ιδέα της σωρευτικής γνώσης, ακόμα και η σύλληψη της επιστήμης ως ορθολογικής δραστηριότητας, αμφισβητήθηκαν από τον T. S. Kuhn που υποστήριξε ότι γνωστική πρόοδος μόνο στα πλαίσια του κρατούντος παραδείγματος (της κανονικής επιστήμης) μπορεί να υπάρξει με τον πρόσθετο ισχυρισμό ότι τα διάφορα παραδείγματα είναι μεταξύ τους ασυμβίβαστα και εμφανίζουν μια ασυνέχεια που δεν επιτρέπει να συλλάβουμε την επιστήμη ως διαδικασία σύγκλισης προς την αλήθεια. Περισσότερο ακραία είναι η θέση του P. Feyerabend στα τελευταία του έργα: Η επιστήμη είναι «μια αυξανόμενη θάλασσα από μεταξύ τους ασυμβίβαστες (και μάλιστα μη συγκρίσιμες) εναλλακτικές δυνατότητες. Τίποτα δεν έχει οριστικά κριθεί, καμιά άποψη δεν μπορεί να απαλειφθεί από μια συνολική θεώρηση». Ο Feyerabend εισάγει μια αρχή πολλαπλασιασμού (Proliferation), που στηρίζεται στην πολλαπλότητα των απόψεων ως τη μεγαλύτερη εφικτή προσέγγιση στην πραγματικότητα και ως μια σημαντική συμβολή στην επαύξηση του πολιτισμικού μας πλούτου – που όμως αφαιρεί ουσιαστικά από το Λόγο την αποκλειστική κυριαρχία στο χώρο της επιστήμης. Ο ορθολογισμός είναι μόνο μια πνευματική παράδοση ανάμεσα σε ένα πλήθος άλλων παραδοσιακών τύπων ανθρώπινης σκέψης. Επιδίωξη του Feyerabend είναι να βοηθήσει να αρθούν τα εμπόδια που δημιουργούν οι διανοούμενοι και οι «ειδικοί» σε παραδόσεις διάφορες από τη δική τους και να προετοιμάσει το έδαφος για να αποσυρθούν οι διάφορες κατηγορίες των σύγχρονων εξειδικευμένων επιστημόνων από τα κέντρα εξουσίας της κοινωνικής ζωής. Είναι δυνατό να λεχθεί ότι οι θέσεις του Kuhn και του Feyerabend αποτελούν τον αντίποδα του πλατωνικού - αριστοτελικού ιδεώδους της επιστήμης ως της βέβαιης γνώσης αναλλοίωτων αληθειών. Και είναι ίσως δυνατό να εξηγηθούν σαν αντίδραση στον άκρατο ορθολογισμό που φάνηκε να κυριαρχεί μεταπολεμικά στην έρευνα των θεμελίων των επιστημών και που με τη διατύπωση αυστηρών μεθοδολογικών κανόνων περιόρισε το ρόλο της δημιουργικής φαντασίας αλλά και τη σημασία των κοινωνικών και πολιτιστικών παραγόντων στη διαμόρφωση της επιστημονικής δραστηριότητας.
* Ο κ. Πέτρος Γέμτος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών
από το βιβλίο «Μεθοδολογία των Κοινωνικών Επιστημών», εκδ. Παπαζήση 1985.
Πρώτη διαδικτυακή ανάτηση: Αντίφωνο,