Ἰβάν Τουργκένιεφ (1818-1883)

0
1148

Δημήτρης Μπαλτᾶς

Συμπληρώνονται φέτος 130 χρόνια ἀπό τόν θάνατο τοῦ Ρώσσου συγγραφέα Ἰβάν Τουργκένιεφ. Ἔτσι τό παρόν σημείωμα εἶναι ἀφιερωμένο στήν μνήμη του.  

Ὁ Ἰβάν Τουργκένιεφ γεννήθηκε στό Ὀριόλ στίς 28Ὀκτωβρίου 1818 καί πέθανε κοντά στό Παρίσι στίς 3 Σεπτεμβρίου 1883. 

Εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ οἰκονομική του ἄνεση τόν βοήθησε νά σπουδάσει στήν Ἁγ. Πετρούπολη καί στό Βερολίνο, νά ταξιδέψει στὀ ἐξωτερικό καί νά ζήσει ἀρκετά χρόνια στό Παρίσι, καί ἀσφαλῶς νά δημοσιεύσει χωρίς προβλήματα ὅλα τά ἔργα του. Ἐπίσης εἶναι προφανές ὅτιἔζησε μία ζωή ἀρκετά διαφορετική ἀπό τήν αὐτήν πούἔζησε ὁ Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, μέ τόν ὁποῖο, εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, δέν εἶχε ποτέ καλές σχέσεις. Ἀλλά ὁ Τουργκένιεφ βρέθηκε σέ ρήξη καί μέ τόν ἄλλον γίγαντα τῆς Ρωσσικῆς Λογοτεχνίας, τόν Λέοντα Τολστόι.

Μεταξύ τῶν ἔργων τοῦ Τουργκένιεφ ξεχωρίζουν, κατά τήν γνώμη μου, «Τό ἡμερολόγιο ἑνός περιττοῦἀνθρώπου» (1850), «Τά σημειώματα ἑνός κυνηγοῦ» (1852), «Πατέρες καί παιδιά» (1862), ὁ «Ρούντιν» (1856), ὁ«Καπνός» (1867) καί ὁ «Χερσότοπος» (1877). Στά περισσότερα ἐξ αὐτῶν ὁ Τουργκένιεφ ἀσχολεῖται μέ κοινωνικά καί πολιτικά ζητήματα τῆς Ρωσσίας, ἄν καί παρακολουθοῦσε τίς ἐξελίξεις σ’ αὐτήν ἐκ τοῦ μακρόθεν, καθώς καί μέ ζητήματα τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων. Γενικῶς θεωρεῖται ὅτι ἐνῶ ἡ νεολαία ἀνταποκρινόταν θετικά στίς προσεγγίσεις τοῦ Τουργκένιεφ, ἡ ρωσσική Inteligenztia διέκειτο, πολλές φορές, πρός αὐτές ἀρνητικά.  

Τά περισσότερα ἔργα τοῦ Τουργκένιεφ ἔχουν μεταφραστεῖ στήν ἑλληνική. Ἀλλά στό ἐπετειακό σημείωμά μου προτίμησα νά ἀναφερθῶ σέ δύο ἀφηγήματα τοῦΤουργκένιεφ τά ὁποῖα εἶναι δύσκολο, νομίζω, νά βρεῖ πλέονὁ ἀναγνώστης.

Τό πρῶτο ἐξ αὐτῶν εἶχε μεταφρασθεῖ ὑπό τήν ἐπιγραφή «Πρό τῆς λαιμητόμου» καί εἶχε ἐκδοθεῖ σέ μετάφραση Σπ. Φραγκόπουλου ἀπό τήν «Φιλολογική Κυψέλη» στήν Ἀθήνα. Καταγράφει μία δημόσια ἐκτέλεσηἑνός καταδίκου, ἐνῶ στό τέλος τοῦ ἀφηγήματος ὁΤουργκένιεφ διερωτᾶται: «Μέ ποῖον δικαίωμα παρέχονται θεάματα τοιαῦτα;». «Διατί νά διατηροῦνται βάρβαρα μεσαιωνικά ἔθιμα;» (σ. 58). Καί τέλος: «Ποῦ εἶνε ὁπερίφημος ἐκεῖνος ‘’ἠθικός σκοπός’’ τῶν θανατικῶνἐκτελέσεων, τόν ὁποῖον τόσες φορές διέψευσαν τά γεγονότα;» (σ. 59).

Τό δεύτερο ἀφήγημα ἐπιγράφεται «Σενίλια» (= γεροντικά) καί εἶχε ἐκδοθεῖ σέ μετάφραση Ἑλ. Κυριακίδου τό 1954 στήν Ἀθήνα. Ἐδῶ ὁ ἀναγνώστης θά δεῖ μία διαφορετική γραφή τοῦ Τουργκένιεφ, ὁ ὁποῖος ἐκφράζει τήν ἀγάπη του γιά τήν Ρωσσία (σσ. 17-20), ἰσχυρίζεται ὅτι «ἡ ἀγάπη εἶναι πιό δυνατή καί ἀπό τόν θάνατο» (σ. 26), μιλάει γιά τήν «ἀηδία πού προξενεῖ ἡ αὐταρέσκεια» (σ. 49),ἐνῶ καταθέτει τήν ἄποψη ὅτι «ἕνα τέτοιο πρόσωπο, ἕνα πρόσωπο πού μοιάζει μ’ ὅλα τά ἀνθρώπινα πρόσωπα εἶναι τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ» (σ. 59).

Ἀνεξαρτήτως τῶν πολιτικῶν τοποθετήσεων του πού πολλές φορές δέν εἶναι σαφεῖς, τῆς ρήξεώς του μέ τούς μεγάλους τῆς Ρωσσικῆς Λογοτεχνίας, τοῦ κοσμοπολιτισμοῦ του πού δέν συνδυάζεται πάντοτε μέ τήν ὀρθή γνώση τῶν ρωσσικῶν πραγμάτων, ἀκόμη καί τοῦ ἀσταθοῦς χαρακτῆρα του, ὁ Ἰβάν Τουργκένιεφ κατατάσσεται ἀναμφιβόλως μεταξύ τῶν σπουδαίων τῆς παγκόσμιας λογοτεχνίας.

πηγή: Aντίφωνο

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ