«Θεός και Κόσμος» του Παύλου Κλιματσάκης

0
997

Παύλος Κλιματσάκης

Εκκινώ από τη διαπίστωση ότι το πνευματικό κλίμα και οι αντίστοιχες πνευματικές αναζητήσεις στην μεταπολιτευτική Ελλάδα διαμορφώθηκαν με αφετηρία τις εξής συνιστώσες: Το τέλος της δικτατορίας εσήμανε την ανάγκη προσδιορισμού κάποιου είδους νεοελληνικής ταυτότητας, καθώς η απόπειρα της δικτατορίας να διατηρήσει τεχνιέντως τα ήθη και τη νοοτροπία του νεοελληνικού κόσμου των δεκαετιών ΄50 και ΄60 κατέρρευσε. Με την επάνοδο της δημοκρατίας και την επέκταση της επαφής μας με τη Δύση, κατέστη πρακτικά σαφές ότι ο ελληνικός κόσμος υστερεί προς τον ευρωπαϊκό και τον αμερικανικό τρόπο ζωής.

Η προσπάθεια να ακολουθήσουμε την εξέλιξη εκείνων των κοινωνιών είχε την παράπλευρη συνέπεια της εισαγωγής του μηδενιστικού πνεύματος που κυριαρχεί σε εκείνα τα κράτη, χωρίς όμως να έχουν προηγηθεί οι διεργασίες που τον προκαλούν και χωρίς βέβαια αυτός να ταιριάζει στις καταβολές μας. Διαμορφώθηκε λοιπόν σταδιακά ένας ιδιότυπος ελληνικός μηδενισμός, ο οποίος κυριαρχεί μεν στην καθημερινότητά μας, αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί μια αίσθηση παντελούς απώλειας νοήματος της υπάρξεως. Στη Δύση - και το γνωρίζω από πρώτο χέρι - ο μηδενισμός είναι τονόημα της υπάρξεως. Η αντίδραση πάντως στο μηδενισμό εκδηλώθηκε μέσω της απόπειρας επαναπροσδιορισμού της ταυτότητάς μας. Η πρώτη απόπειρα, την οποία ονομάζω βυζαντινισμό, επιχείρησε να προσδιορίσει την πηγή της ελληνικότητας στον βυζαντινό κόσμο και στην Ορθοδοξία. Καθώς απέκλειε το λογικό περιεχόμενο της γνώσεως της αλήθειας και άφηνε ανικανοποίητους εκείνους που θεωρούσαν σημαντική τη λογική γνώση, προκάλεσε την αντίδραση την οποία ονομάζω αρχαιολατρεία· αυτή η νοοτροπία αναζητεί στην ελληνική αρχαιότητα ως κοιτίδα του πολιτισμού τις γνήσιες ελληνικές καταβολές και την πηγή του νοήματος της ζωής. Το παρελθόν αυτό έχει, όμως, παρέλθει ανεπιστρεπτί και δεν άπτεται της ψυχολογίας μας που έχει πλεόν καθοριστεί από την Ορθοδοξία. Τα κενά που δεν μπορεί να κλείσει το παρελθόν εκλήθηκε να τα τα κλείσει το παρόν διαμέσου του εκσυγχρονισμού. Αυτός δεν είναι πνευματικό κίνημα, είναι όμως πλέον η κυρίαρχη νοοτροπία και η πραγματική νοηματοδότηση του βίου για τον Νεοέλληνα, αλλά και η πηγή της δυστυχίας του, αφού ο εκσυγχρονισμός απαιτεί την ορθολογικοποίηση του βίου, για την οποία δεν είμαστε ικανοί ελλείψει της αντίστοιχης παιδείας. Τελευταία, και αυτό δεν αναφέρεται στο εν λόγω βιβλίο μου, διαπιστώνουμε την ανάπτυξη ενός νεομυθολογισμού, ο οποίος καλείται να επουλώσει τις πληγές που άνοιξε ο εκσυγχρονισμός.

Εν μέσω αυτού του πνευματικού κλίματος παρουσιάζω μία πρόταση, η οποια ξεπερνάει, όπως πιστεύω, τις αδυναμίες των αναφερθέντων νοοτροπιών. Πρόκειται για την εννοιακή, φιλοσοφική συνείδηση και επίγνωση της ελληνικής παράδοσης. Κρίνω ότι μόνο αυτή μπορεί να αποτελέσει τη βάση για τον επανακαθορισμό του νοήματος του βίου, χωρίς να αγνοείται το παρελθόν και χωρίς να δαιμονοποιείται το παρόν, στο οποίο κυριαρχεί η δυτική επιστήμη και ο δυτικός τρόπος ζωής. Η δημιουργική λοιπόν σύνθεση των δύο, η οποία είναι το ουσιώδες αίτημα, μπορεί να διαμεσολαβηθεί μόνο από την λογική γνώση. Το νόημα αυτού του είδους της γνώσεως προκύπτει από τη φιλοσοφία του Εγέλου. Ελπίζω στο πλαίσιο κάποιων άλλων παρεμβάσεων να καταδείξω την άγνοια που επικρατεί στον ελληνικό χώρο σε σχέση με την αναφερόμενη φιλοσοφία, αλλά και να καταδείξω την αληθή σημασία της. Την εν λόγω φιλοσοφία, πάντως, σε συνδυασμό με τον προβληματισμό που ανέπτυξε ο ύστερος Σέλλινγκ, αξιοποίησα στο περί ου ο λόγος έργο, με στόχο να καταδείξω πώς ουσιαστικές συνιστώσες της ελληνορθόδοξης παράδοσης μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο φιλοσοφικού στοχασμού, χωρίς να πέσουν ταυτόχρονα στην παγίδα του μηδενισμού.

Επιχειρώ λοιπόν να απαντήσω σε τρία βασικά προβλήματα της κλασικής οντολογίας και μεταφυσικής: Πρόκειται για τα ερώτηματα σχετικά με την ύπαρξη του Θεού, σχετικά με τη φύση Του, και σχετικά με τη φύση των δημιουργημένων όντων. Παρουσιάζω αρχικά μία κοσμολογική απόδειξη της ύπαρξης του Θεού, η οποία υποστηρίζεται και από τα πορίσματα της σύγχρονης φυσικής και κοσμολογίας. Στη συνέχεια αναπτύσσω, μέσω λογικής αναλύσεως, έννοιες που προσιδιάζουν στη φύση του Θεού ως τριαδικού, και τέλος καταλήγω να καταδείξω ότι το δημιουργημένο ον είναι επίσης τριαδικό και αποτελούμενο από νοερές ουσίες, το φυσικό κόσμο και τον άνθρωπο. Αν και οι σχετικές αναλύσεις αγγίζουν συχνά τα όρια θεολογικών αντιλήψεων, υποστηρίζονται από άκρου εις άκρον από επιχειρήματα που βασίζονται σε μία σαφή φιλοσοφική μεθοδολογία, τη διαλεκτική, και σε αμιγώς λογικές έννοιες για τα υπό συζήτηση θέματα. Από αυτήν την άποψη το κείμενό μου διαφέρει αισθητά από ανάλογα εγχειρήματα θεολογικής προελεύσεως, τα οποία θέλουν να αντλούν την εγκυρότητά τους από άλλες πηγές, αφήνοντας συχνά κατά μέρος το Λόγο ή αξιοποιώντας τον μόνο κατά περίσταση και επομένως ασυνεπώς.

Στο πρώτο μέρος αναπτύσσω λοιπόν ένα κοσμολογικό επιχείρημα υπέρ της υπάρξεως του Θεού το οποίο πραγματοποείται επι τη βάσει μιας ανάλυσης των εννοιών του χώρου του χρόνου και της ύλης, στο πλαίσιο της οποίας αξιοποιώ επιχειρήματα αριστοτελικής και εγελιανής προελεύσεως προκειμένου να δημιουργήσω μια έννοια της αρχής του σύμπαντος ως χωροχρονικής ολότητας. Αυτή η έννοια έχει την ιδιαιτερότητα ότι αφενός μπορεί να συμπλεύσει με τη νεώτερη φυσική επιστήμη - αν και δεν αντλεί από εκεί την εγκυρότητά της, αλλά από τον φιλοσοφούντα Λόγο – και αφετέρου μας οδηγεί στη διαμόρφωση ενός εννοιολογικόύ οπλοστασίου που μας επιτραπεί να κατανοήσουμε και να εκφράσουμε την θρησκευτική παράσταση της δημιουργίας του κόσμου εκ του μηδενός με σαφώς καθορισμένο λογικό τρόπο. Περαιτέρω, δίδεται η δυνατότητα με βάση τα αναφερθέντα να δοθεί σαφώς η σημασία της διάκρισης ανάμεσα στο δημιουργημένο ή κτιστό και στο αδημιούργητο ή άκτιστο ον. 

Επι τη βάσει της αναφερθείσας διακρίσεως προχωρώ στο δεύτερο μέρος του βιβλίου στη συζήτηση του ερωτήματος περί της φύσεως του Θεού ως δημιουργού και ως ακτίστου. Προκύπτει ότι ο Θεός ως δημιουργός πρέπει να νοηθεί διαλεκτικά (οι σχετικές αναλύσεις πρέπει να αναζητηθούν στους οικείους τόπους) ως το ον που θέτει εαυτόν, αλλά όχι απλώς ως αυτοαιτία - μία έννοια που παραπέμπει σε χωροχρονικές συσχετίσεις - αλλά ως το ον που παράγει εαυτόν και τον κόσμο. Αυτή η έννοια επιτρέπει τη μετάβαση σε μία υψηλότερη έννοια περί Θεού σύμφωνα με την οποία ο Θεός είναι υπερούσιος, αλλά υπό τη συγκεκριμένη έννοια ότι υπερβαίνει ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό (!). Αυτή δε η έννοια της υπερουσιότητας, και κατά την άποψή μας μόνον αυτή, οδηγεί εν τέλει στην κατανόηση του Θεού ως αγαπητικής κοινωνίας προσώπων. 

Τέλος στο τρίτο μέρος συζητώ τη δημιουργία κάπως εγγύτερα, με στόχο να προϊδεάσω κάποιες μελλοντικές εξελίξεις. Προκύπτει ότι και ο κόσμος πρέπει να νοηθεί ως τριαδικός, καθότι η δημιουργία ως το θέτειν της ετερότητας του Θεού δεν μπορεί παρά να διαχωρίζεται σε τρεις σφαίρες, οι οποίες διακρίνονται σε νοερές ουσίες (άγγελοι), φυσικό κόσμο και το ανθρώπινο πνεύμα. Ανάμεσα στις τρεις αυτές σφαίρες του κτιστού όντος και στο Θεό υφισταται βέβαια άπειρη οντολογική διαφορά, αλλά ταυτόχρονα διανοίγεται η δυνατότητα επι τη βάσει της εννοίας της δημιουργίας ως αυτοετεροιώσεως του Θεού, να νοηθεί η ενότητα κτιστού και ακτίστου τόσο σε μια πρωταρχική εκ Θεού ηθελημένη φάση (προπτωτικός κόσμος) όσο και σε μία ύστερη σωτηριολογική ενοποίηση Θεού και κόσμου.

Νομίζω ότι η προσπάθειά μου παραπέμπει σε μία δυνατότητα που δεν έχει γίνει ακόμα αντιληπτή από την κοινότητα των στοχαζομένων και φιλοσοφούντων εν Ελλάδι, ότι δηλαδή το περιεχόμενο της παράδοσής μας μπορεί να αξιοποιηθεί όχι δια της αντιδιαστολής, αλλά υπό τον όρο της δημιουργικής ενοποιήσεως προς την αρχαιοελληνική και τη δυτική σκέψη. Έχει έρθει η ώρα να ξεφύγουμε από διάφορες αγκυλώσεις, όπως εκείνες που προανέφερα, και οι οποίες εν τέλει παραπέμπουν στην ανάγκη να αναρωτηθούμε ουσιαστικά σχετικά με το τι έχουμε να πούμε στον σύγχρονο κόσμο και σχετικά με το πόσο μπορούμε πραγματικά να δείξουμε έναν τρόπο υπέρβασης της παρούσας κρίσης της ελληνικής και της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας, διανοίγοντας εκ νέου τον ορίζοντα του νοήματος, όπως δύο φορές στο παρελθόν οι πρόγονοί μας.

 

Aπόσπασμα από το «Θεός και Κόσμος. Φιλοσοφική ερμηνεία της δημιουργίας του κόσμου και της σχέσης του Θεού προς τα δημιουργημένα όντα», Εκδ. Σμίλη 2007.

 

πηγή: Αντίφωνο

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ