Γιάννης Καλιόρης*
Οι λέξεις στην μεταπολιτευτική πολιτική πραγματικότητα είτε μένουν ακατοίκητες, αποσυνδεόμενες από τα πράγματα και συγκαλύπτοντας το κενό δια της κενολογίας είτε χρησιμεύουν ως προπέτασμα που τα συσκοτίζει είτε αντιστρέφουν τη σημασία ή και την ίδια την πραγματικότητα είτε, ακόμη, λειτουργούνε σαν άλλοθι αθωωτικά παροχετεύοντας ταυτόχρονα το βλέμμα.
Στην πρώτη φάση της μεταπολιτευτικής περιόδου, οι λέξεις επανασυνδέονται για λίγο με τα πράγματα στον βαθμό που καθορίζουν ευθύβολα κοινή απαξίωση της δικτατορίας και κατάφαση της δημοκρατίας, πολλώ μάλλον που για πρώτη φορά στην ιστορία της νεώτερης Ελλάδος υπήρξε κράτος ανοχής, κι η ίδια η δεξιά, εγκατέλειψε σιγά σιγά την εθνικοφροσύνη και την καταρρακωμένη από τη δικτατορία γλώσσα της.
Έτσι, η παραδοσιακή Αριστερά, για να διαφυλάξει την κομματική και ιδεολογική ορθοδοξία, θα καταφύγει στο ξυλόφθογγο ιδίωμα σχημάτων δογματοπαγών και αποστεωμένων, που κεφαλαιοποιούν ακόμα κάποιους μυθικούς απόηχους των καταβολών, και θα οχυρωθεί στο προστατευτικό οστρακόδερμα των έτοιμων αληθειών και των στερεότυπων διατυπώσεων, όπου, η μεν μορφολογία ομογενοποιείται εκβιαστικά (π.χ. πράξης και ποτέ και πράξεως), η δε σύνταξη αποβαίνει μεταφρασμένη καθαρεύουσα (ονοματοποίηση της ρηματικής ενέργειας, συνεπαγόμενη αλλεπαλληλία αλληλοεξαρτημένων γενικών), παράγοντας γλώσσα κομποδεμένη, παγερή και λεξιπενική, ομόλογη προς τη συγκεντρωτική δομή του κομματικού μηχανισμού και την ανάγκη για απόλυτο έλεγχο των σημασιών. Συνάμα, την επαναστατικότητα του ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού ως τελικού σκοπού αντικαθιστά «μεταβατικώς» η «προοδευτικότητα», λέξη - πασπαρτού, αυταξίωτη όσο και ασαφής, που σχηματοποιεί αντιθετικά τον κόσμο σε αντιδραστικούς - συντηρητικούς από τη μια μεριά και προοδευτικούς από την άλλη, αποσιωπώντας ότι πρόκειται ουσιαστικά για την κίνηση της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου και του κόσμου των σημασιών του, οπότε και η άνευ αποχρώσεων κριτική που ασκεί στον καπιταλισμό επανεγγράφεται σ' αυτόν ως ερεθιστική άκανθα τακτικών αυτοδιορθωτικών μηχανισμών και όχι ως ρηξικέλευθη θολή.
Την ίδια έννοια υιοθετεί και η λεγόμενη ανανεωτική Αριστερά, η οποία εγκαταλείπει μεν το απολιθωμένο αριστεροκομματικό ιδίωμα, αλλά ελλείψει στερεώτερων αξόνων αναφοράς και θεωρητικής υποδομής («οράματος»), συνεπώς και σκόπευσης στρατηγικής, επιδίδεται σε ασπόνδυλο τακτικισμό κολλώντας στα γεγονότα, και η γλώσσα καλείται κι εδώ να αναπληρώσει το κενό πάλι με το σχήμα συντήρηση - πρόοδος, που αποβαίνει πλέον αφηρημένο αναφορικό υποκατάστατο σοσιαλδημοκρατικής αποχρώσεως, χωρίς αξιώσεις ριζικού μετασχηματισμού, αποτυπώνοντας τη γενικότερη σύγχυση της ραγδαία μεταβατικής περιόδου που διανύουμε. Με το Πασόκ, η «Αλλαγή», σύνθημα «οραματικό» και λέξη φετίχ, που τα λέει όλα και τίποτα, ένα είδος αριστερόφωνης λαϊκοφροσύνης (όπου συν τοις άλλοις το αριστεροκομματικό ιδίωμα εναρμονίζεται κατά την ίδια τη γραμματοσυντακτική του υφή με τη φύση της διοίκησης και του κρατικού λαϊκισμού), ισοσκελίζει γλωσσικά το σοσιαλδημοκρατικό έλλειμμα στη διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης, αποτυπώνοντας την αμφιθυμική πρόσληψη της Αλλαγής ως διεκδικήσεως δικαιωμάτων χωρίς το αντίλυτρο των υποχρεώσεων, ε ν (1) αποπραγματοποιεί κατά περίπτωση τα πράγματα αναποδογυρίζοντας φραστικά την πραγματικότητά τους («φεύγουν οι βάσεις» αμέσως μετά τη συμφωνία για την παράτασή τους εδώ ανήκει και η διπλή γλώσσα: άλλη προς τα έξω και άλλη προς εσωτερική κατανάλωση) με τη δε αυριανική συνιστώσα η μάχη των εντυπώσεων οδηγείται σ' εκείνα τα άκρα όπου το υπέρογκο ψέμα μπορεί να γίνει πιστευτό ακριβώς επειδή είναι απίστευτο!
Μετά τη δεύτερη τετραετία. ο μαζόφρων λαϊκισμός θα μετέλθει αερόστρωμα λέξεων ομιχλωδών, όπως «Αλλαγή στην Αλλαγή», «Μεταρρύθμιση παντού», «σύμπραξη προοδευτικών, δημοκρατικών, εκσυγχρονιστικών και ανανεωτικών δυνάμεων» (sic), ενώ στην μετέπειτα εκσυγχρονιστική οκταετία, η λογιστική πλέον διαχείριση της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης κατά το νεοφιλελεύθερο πνεύμα Μάαστριχτ, οδηγεί τη γλώσσα να παροχετεύει το βλέμμα μιλώντας για «ανάπτυξη», «πρόοδο», «ευημερία», «ισχυρή οικονομία», στη δε τωρινή της εκδοχή η έμμεση αποκήρυξη του παρελθόντος («να αλλάξουμε το Πασόκ για να τ' αλλάξουμε όλα») εγγράφεται, αερολογικώς και άνευ προγράμματος, στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση με υπόσχεση μεγαλύτερης αποτελεσματικότητος!
Τελικά, κεντροδεξιά και κεντροαριστερά συνδέονταν διαγωνίως δια της διαχειριστικής ιδεολογίας της προόδου, δηλαδή της παγκόσμιας καπιταλιστικής ολοκλήρωσης με την απορρύθμιση της οικονομίας, που η γλώσσα συγκαλύπτει μετα βαπτίζοντας ευφημιστικά τις σκληρές πραγματικότητές της σε «πορεία προς τα εμπρός», «ανάπτυξη», «ευελιξία», «διαρθρωτικές αλλαγές που έχει ανάγκη η κοινωνία και θέλει ο ελληνικός λαός» κλπ., παρασιωπώντας ότι με τη συντελούμενη «απελευθέρωση της οικονομίας» που έχει πλέον αποβεί αναρχοδυναμική διαδικασία χωρίς υποκείμενο, η οικονομία της αγοράς γίνεται κοινωνία της αγοράς, που παράγει πλούτο οικονομικό σε βάρος του κοινωνικού, και όπου η αλληλεγγύη της κοινωνικής προστασίας αντιμετωπίζεται «εξορθολογιστικά» ως κόστος -προς συρρίκνωση της οικονομικής μεγέθυνσης, ενώ ο ανταγωνισμός εκτείνεται πλέον σε αλληλομαχία καθολική δίκην κοινωνικού δαρβινισμού κατά το αμερικάνικο πρότυπο.
*Συγγραφέας & καθηγητής της Φιλοσοφικής σχολής (VIII Παρισίων)
πηγή: Αντίφωνο, πρώτη δημοσίευση Μanifesto Πολιτική-Πολιτισμός, Τ. 5, Χειμώνας 2006
Είναι πολύ καλή η περιγραφή σας για τον τρόπο που χρησιμοποιείται (αχρηστεύεται) η γλώσσα στην πολιτική της Ελλάδας κατά την μεταπολίτευση. Εδω και καιρό είναι τέτοιο το κενό που υποκρύπτεται κάτω απο την πολιτική φρασεολογία (ή και η αντιστροφή της πραγματικότητας) που όπως λέτε και σεις είναι αδύνατον κανείς να το πιστέψει. Όταν όμως το αντικρύσει κάποιος για πρώτη φορά η τραγική πτυχή του γεγονότος είναι καταλυτική (σε βαθμό που κάποιοι να αρνούνται να ανοίξουν πλέον τηλεόραση ή να διαβάσουν εφημερίδες- και με το δίκιο τους). Η πνευματική αυτή πενία ακόμη κι αν πληοψηφεί ή αν βρίσκεται στο επίκεντρο της σκηνοθεσίας των Μ.Μ.Ε αντιρροπίζεται ευτυχώς με μια αθόρυβη, απρόβλητη, αλλά σφύζουσα μειοψηφία (και δεν εννοώ εδώ φυσικά πολιτική). Ας ελπίσουμε να γίνει αυτή η ζύμη που κάποτε θα ζυμώσει όλο το φύραμα.
Στην «ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ» του Τριανταφυλλίδη(1941), το πρώτο παράδειγμα κλίσης ουσιαστικού είναι το ΠΑΤΕΡΑΣ, στην αναπροσαρμογή της «ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ» για το σχολείο είναι το ΑΓΩΝΑΣ. Αυτό τα λέει όλα.
Να αφαιρέσεις το «χωροφύλακας» ως λέξη που κλίνεται σαν κάποιο ουσιαστικό είναι λογικό. Να αφαιρεθεί το ΠΑΤΕΡΑΣ για τον ΑΓΩΝΑΣ είναι τρελό.
Που να διαβάσετε το «Αναγνωστικό Ζ’ τάξεως» του ΚΚΕ για τα παιδιά του παιδομαζώματος. Γράφει:
«Η Χριστιανική θρησκεία καταπολέμησε την αρχαία ελληνική θρησκεία και τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, ιδιαίτερα στους πρώτους αιώνες της Βυζαντινής τέχνης. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να πέσει το πολιτισμικό επίπεδο και να κυριαρχήσει το πνευματικό σκοτάδι, γεμάτο θρησκοληψία και προλήψεις».
Δηλαδή οι διαφωτιστές, μετά ΚΚΕ, ίδρυσαν την σημερινή απομίμηση της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, η οποία εξελίσσετε σε ουφολογία star trek και πιο πέρα!!!
Ο ίδιος ο όρος της μεταπολίτευσης είναι και αυτός φορτισμένος με τη δική του οπτική και ερμηνεία για τη πραγματικότητα. Η “μεταπολίτευση” ανήκει και αυτή στη “μεταπολίτευση της γλώσσας”, κατά τον αρθρογράφο. Διότι, η περίοδος που διανύσαμε δεν ήταν, βέβαια, η μεταπολίτευση, αλλά η περίοδος της τουρκικής εισβολής και κατοχής στη Κύπρο.
Το νόημα που επικράτησε να δίδεται στον όρο “μεταπολίτευση” θεωρεί και αναπαράγει μιαν ελλαδική πραγματικότητα χωρίς τη Κύπρο και μακριά της. Η μεταπολίτευση, λοιπόν, είναι και αυτή ένας όρος που λειτούργησε ως “προπέτασμα που να συσκοτίζει είτε να αντιστρέφει τη σημασία ή και την ίδια την πραγματικότητα είτε, ακόμη, λειτούργησε σαν άλλοθι αθωωτικά παροχετεύοντας ταυτόχρονα το βλέμμα.”
Στη πρώτη-πρώτη δήλωσή του, στις 21 Απριλίου 1967, το ΚΚΕ επεσήμανε και τη Κύπρο ως ένα από τους λόγους που έγινε η χούντα. Μετά τη τουρκική εισβολή και τη πτώση της χούντας, η Κύπρος αντιμετωπίζεται ως κάτι ξένο με τον Ελληνισμό, ως ένα άλλο κράτος –και όχι μόνο από το ΚΚΕ.
Προφανώς, συνέτεινε σ’ αυτό και η επικράτηση παρόμοιας προσέγγισης και στο ΑΚΕΛ, και όχι μόνο, μάλλον σε μια προσπάθεια να αφαιρεθεί από τη Τουρκία το πρόσχημα της ελληνικής επέμβασης στη Κύπρο. Αλλά διαφωνίες μεταξύ των δυο κομμάτων υπήρξαν και άλλες, όπως π.χ. με το σημαντικό θέμα της ένταξης στην ΕΕ. Η θεώρηση λοιπόν της Κύπρου ως ξένης με τον Ελληνισμό και απλώς ως ένα άλλο κράτος, θα πρέπει να εγγραφεί και αυτή στους συμβιβασμούς της αριστεράς, και όχι μόνο, στη περίοδο της τουρκικής εισβολής και κατοχής στη Κύπρο.
-.