Η αδήριτη μεταφυσική ανάγκη

4
881
π. Ευάγγελος Γκανάς

Υπάρχει κάτι το παράδοξο στην επικράτεια της Δανιμαρκίας, την οποία οι φιλοσοφούντες ονομάζουν «μεταφυσική». Κατ’ αρχάς, για να παραφράσουμε μια γνωστή ρήση, η μεταφυσική είναι «οι άλλοι» · η έννοια της μεταφυσικής κατά τους Νέους Χρόνους συνδυάστηκε με τις πιο αρνητικές συνδηλώσεις. Παράλληλα όμως, η μεταφυσική κατόρθωσε, μέσα από ποικίλες οβιδιακές μεταμορφώσεις, να επιβιώνει και πλέον εισέρχεται πλησίστια στον 21ο αιώνα.

Το φαινομενικό αυτό παράδοξο εξηγεί και αναλύει με θαυμαστή ενάργεια, σαφήνεια και πληρότητα ο Παναγιώτης Κονδύλης στο έργο του «Η Κριτική της Μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη», το οποίο επανεκδίδεται σε μια πολύ φροντισμένη έκδοση, σε ολοκληρωμένη πλέον μορφή, συμπεριλαμβάνοντας, στον δεύτερο τόμο, τις εξελίξεις κατά τον 19ο και 20ό αιώνα, σε εξαιρετική μετάφραση του Μιχάλη Παπανικολάου.

Τι εννοούμε όταν μιλάμε για «μεταφυσική»; Η απουσία ενός γενικά δεσμευτικού ορισμού δεν σημαίνει, κατά τον Κονδύλη, ότι αδυνατούμε να περιγράψουμε τα γενικά της γνωρίσματα. Η μεταφυσική στηρίζεται στη διάκριση ανάμεσα σε Υπερβατικό και Εμμενές – σε ένα υπερεμπειρικό Εκείθεν, που θεωρείται ως η «αληθινή» και ανόθευτη πραγματικότητα και συνάμα ως πηγή ηθικών-κανονιστικών αρχών, και στο εμπειρικό Εντεύθεν. Εργο της μεταφυσικής είναι η έλλογη σύλληψη του όντος, εμφανιζόμενη έτσι και ως έμπρακτη απόδειξη της παντοδυναμίας του Λόγου.

Η κριτική της μεταφυσικής κινήθηκε, κατ’ αναλογία, σε δύο επίπεδα. Στην πρώτη χρονολογικά, και πιο ήπια μορφή της, η διάκριση Υπερβατικού και Εμμενούς διατηρείται, αλλά είτε αμφισβητείται η δυνατότητα έλλογης σύλληψης του Υπερβατικού, οδηγώντας σε κάποια μορφή αγνωστικισμού, δηλαδή σε κάποια θεωρία που επικαλείται την περατότητα των γνωστικών δυνάμεων του ανθρώπου και, συνεπώς, τη μη γνωσιμότητα του «αληθινού» Οντος, είτε η μεταφυσική ερμηνεύεται ως λανθασμένη χρήση της γλώσσας που υποστασιοποιεί αφηρημένες έννοιες. Στη δεύτερη φάση της κριτικής, η διάκριση Υπερβατικού και Εμμενούς καταρρέει. Το ενδιαφέρον στρέφεται στο ερώτημα τι οδήγησε τον άνθρωπο σε μια τόσο παράλογη και αντίθετη προς την εμπειρία πεποίθηση. Και πάλι διακρίνονται δύο τάσεις. Πρώτον, η ιστορική-κοινωνιολογική, που βλέπει τη μεταφυσική ως ιδεολογία, με καρπό της την «ψευδή συνείδηση» και αποστολή της τη διατήρηση της εξουσίας των ισχυρών επί των αδυνάτων. Και δεύτερον, η ανθρωπολογική, που βλέπει τη μεταφυσική ως έκφραση μιας ανεκρίζωτης ανθρωπολογικής σταθεράς που υπηρετεί την ανάγκη του ανθρώπου για νόημα και προσανατολισμό μέσα στον κόσμο.

Στην εποχή της επιφανειακής και από δεύτερο χέρι γνώσης που διάγουμε, μια ευρεία σύνθεση που χαρακτηρίζεται από γνώση των πηγών στην πρωτότυπη γλώσσα εκπλήσσει ευφρόσυνα. Ο Κονδύλης ξεκινά από τη συμβολή των σχολαστικών, των νομιναλιστών και των ανθρωπιστών του όψιμου Μεσαίωνα για να φτάσει μέχρι την αναλυτική φιλοσοφία και τον υπαρξισμό του 20ού αιώνα.

Ετερογονία των σκοπών

Συνεχώς παρούσα είναι η ετερογονία των σκοπών. Κάθε πνευματικό κίνημα ξεκινά μέσα από συγκεκριμένες ιστορικές αφορμές για να μεταμορφωθεί στην πορεία σε κάτι συχνά ριζικά διαφορετικό, μέσα από τη διαπάλη των ιδεών ή μάλλον των ανθρώπων που επικαλούνται ιδέες και προκρίνουν συνήθως την πολεμική αποτελεσματικότητα από τη λογική συνέπεια. Τα παραδείγματα αφθονούν. Ο νομιναλισμός ξεκινά ως προϊόν της αυγουστίνειας-φραγκισκανικής παράδοσης με θεολογική στόχευση και καταλήγει να θεωρείται κίνημα που προήγαγε το επιστημονικό κοσμοείδωλο. Η μαθηματική φυσική αποστρέφει το ενδιαφέρον της από τον αριστοτελισμό προς χάριν της μελέτης μιας ανατιμημένης πια Φύσης και καταλήγει στην κλασική μεταφυσική διάκριση, αν και με καινούργιο πλέον νόημα, ανάμεσα στην ουσία και στα συμβεβηκότα της. Ο θετικισμός και η αναλυτική φιλοσοφία ασκούν δριμεία κριτική στις καταχρήσεις της γλώσσας στις οποίες υποπίπτει η μεταφυσική, για να καταλήξουν να εισαγάγουν από τη μεριά τους, κρυφά και ασυνείδητα, μεταφυσικές αρχές, στον βαθμό που δεν μπορεί να υπάρξει άμεση συνάφεια μεταξύ γεγονότων και θεωρίας όπως την υποθέτει ο εμπειρισμός. Ο Κονδύλης διαπιστώνει πως ολόκληρη η σχετική επιχειρηματολογία βασίζεται στη συνεχή επίκληση «προφανειών», μολονότι το πρόβλημα της προφάνειας είναι ανεπίλυτο, καθώς βασίζεται σε «προ-ορθολογικές αποφάσεις».

Η μακρά διάρκεια την οποία εποπτεύει ο Κονδύλης τού δίνει τη δυνατότητα να αποδώσει τα εύσημα στους σχεδόν άγνωστους πια πρωτοπόρους στον χώρο της δυτικής φιλοσοφίας (π. χ. Lorenzo Valla, Ramus, Nizolio) αναδεικνύοντας την καίρια συμβολή τους και μετριάζοντας τη σημασία της συμβολής μεταγενέστερων φιλοσόφων που έκαναν αισθητή την παρουσία τους με ιδιαίτερα αυτάρεσκο και δυσανάλογο για το πραγματικό μέγεθος της συμβολής τους τρόπο (π. χ. Heidegger, Wittgenstein).

Νόημα, ταυτότητα, ισχύς

Αν ο Θεός είναι αυτός που εξήγαγε τον Ισραήλ εξ Αιγύπτου και ανέστησε τον Ιησού εκ νεκρών, όπως έγραψε ένας σύγχρονος θεολόγος, ο Θεός αυτός ουδέποτε εμφανίζεται στις σελίδες των μεγάλων μεταφυσικών συστημάτων, ούτε και σε αυτές των κριτικών τους. Ανάλογη είναι η εξέλιξη και στο επίπεδο της αρχαιοελληνικής μεταφυσικής. Αν αρχικά μεταφυσική σήμαινε τον σχολιασμό των «Μετά τα Φυσικά» και γενικότερα του αριστοτελικού corpus που υποβάσταζε το μεσαιωνικό κοσμοείδωλο, αργότερα η έννοια διαφοροποιείται και εναρμονίζεται με εξελίξεις και αιτήματα των Νέων Χρόνων.

Ετσι το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί και ως ένα φιλοσοφικό Bildungsroman με πρωταγωνιστή τον νεωτερικό δυτικό άνθρωπο που παραμερίζει το παρελθόν προσποιούμενος ότι το ανασκεύασε. Ως προς τούτο, εξόχως διαφωτιστική είναι η καταληκτήρια ετυμηγορία του Κονδύλη για το παράδοξο που ήδη αναφέραμε: αυτό της συνεχούς παρουσίας της μεταφυσικής, παρά τα συντριπτικά χτυπήματα που της κατέφεραν οι κριτικοί της. Για τον Κονδύλη, αυτό που διασώζει τη βασική δομή της μεταφυσικής σκέψης, ακόμα κι όταν η διάκριση Υπερβατικού και Εμμενούς έχει υπερβαθεί, είναι η ανθρωπολογική ανάγκη για νόημα, ταυτότητα και ισχύ. Τέτοια έσχατα ερωτήματα δεν μπορούν να απαντηθούν όσο παραμένουμε στον χώρο της εμπειρίας. Ετσι οι πρωτοπόροι του νεότερου «αντιμεταφυσικού» ορθολογισμού ήταν αναγκασμένοι να καταφύγουν σε έννοιες όπως Φύση, Ανθρωπος, Λόγος, Ιστορία, οι οποίες είχαν μια υπερ-εμπειρική διάσταση, στο φως της οποίας βλεπόταν και αξιολογούνταν η εμπειρική. Οποιος δεν αρκείται στην περιγραφή της πραγματικότητας, αλλά φιλοδοξεί να διατυπώσει λόγο κανονιστικό, δηλαδή η σαρωτική πλειονότητα των ανθρώπων με σάρκα και οστά, όποιος διακατέχεται από το ζωτικό για την ανθρώπινη υπόσταση πάθος να δημιουργήσει μια κοίτη, μέσα στην οποία θα οδηγηθούν οι ανθρώπινες ελπίδες και οι φόβοι, αναπόδραστα εισέρχεται στα δίχτυα της μεταφυσικής όσο κι αν διαρρηγνύει τα μεταφυσικά του ιμάτια. Ανεξάρτητα του πώς ερμηνεύουμε τη φράση, εκκοσμικευμένα ή υπερβατικά, δεν μπορούμε να ζήσουμε κάτω από έναν άδειο ουρανό.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ, Η Κριτική της Μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη μετ.: Μιχ. Παπανικολάου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

πηγή: http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_civ_2_01/07/2012_487509

4 Σχόλια

  1. Συγχαρητήρια στους συντελεστές της επανέκδοσης. Πρόκειται για θεμελιώδες έργο χωρίς το οποίο δεν είναι κατανοητή με πληρότητα η διαδρομή των Νέων Χρόνων. Η ευγενής αντί-Θεοκρατική αγωνία, η οποία μετατράπηκε σταδιακά σε αντί-Εκκλησιαστική τάση, για να επιταχυνθεί σε θεμελιώδη αντί-πνευματική θεώρηση της δημόσιας σφαίρας. Μια ακάθεκτη τραγική τροχιά προς μια υλιστική εκδοχή της Πολιτικής (και σχεδόν καθολικά εκ παρεξηγήσεως αντί-Αριστοτελική θεώρηση – οι περισσότεροι νεοτερικοί θεωρούσαν και θεωρούν τον Αριστοτέλη … Θεοκρατικό). Με ενάργεια και μοναδική επιστημονική αυτοπεποίθηση ο Κονδύλης θεμελιώνει αυτό που στα επόμενα έργα του περιγράφει εκτενέστερα, δηλαδή την γέννεση των μορφικά πανομοιότυπων ιδεολογιών που τους τελευταίους αιώνες προτάσσουν κατασκευαστικά δόγματα στο κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι και που ίσαμε τις λογικές απολήξεις τους είναι διεθνιστικά. Κοντολογίς, γιατί αφού η ανθρωπολογικά αδιάφορη πολιτική είναι εφικτή σε ένα κράτος να μην είναι εφικτή και παγκόσμια. Στην δική μου τελευταία παρέμβαση http://www.ifestosedu.gr/104ΕθνικήΚοσμοθεωρία.htm, κτίζοντας πάνω στην περιγραφή του Κονδύλη, επιχείρησα να περιγράψω τους Νέους Χρόνους ως την τραγικότερη ιστορική περίοδο: μια καθολική αντίληψη της πολιτικής με όρους ισχύος, μια διολίσθηση στον πνευματικό μηδενισμό, μια μεταφυσική ανάλωση δισεκατομμυρίων ανθρώπων με παντελώς ανεδαφικούς -γιατί απαιτούν μια παγκόσμια πολιτική ανθρωπολογία και μια παγκόσμια Πολιτική οργάνωση- διεθνισμούς, κοσμοπολιτισμούς και εσχάτως “παγκοσμιοποιήσεις” και ένα μέχρι σήμερα εγκλωβισμό μας σε δόγματα κατάλληλα για δουλοπάροικους. Της έμμεσης αντιπροσώπευσης που βαφτίζεται έμμεση δημοκρατία και η οποία αντί φορά κίνησης να έχει την ολοένα στενότερη σχέση εντολέων πολιτών και εντολοδόχου διακυβέρνησης κινείται αντίστροφα.

    Το νεοεκδοθέν βιβλίο του Κονδύλη είναι η βάση πάνω στην οποίο κάθε πολιτικός επιστήμονας μπορεί να σταθεί για να μιλήσει έγκυρα.

    Παναγιώτης Ήφαιστος http://www.ifestosedu.gr

  2. Δεν έχω παρά να εκφράσω τη χαρά μου για τη συμμετοχή του κ. Παναγιώτη Ήφαιστου στους διαλόγους του “Αντίφωνου”. Παρά τις, ενδεχόμενες, επί μέρους διαφοροποιήσεις μου.

    (Για παράδειγμα: [i]«Αντιθεοκρατική αγωνία»[/i], λοιπόν, η αφετηρία των νέων χρόνων; Σα να ήταν ποτέ δυνατό να αναπτυχθεί μια ιδέα περί κράτους η οποία να μην πειθαρχεί ενδελεχώς στο κυρίαρχο νόημα… Σαν ήταν ποτέ εφικτό, δηλαδή, να συγκροτηθεί κοινωνία που να μη θεμελιώνει την ιδεολογική της υπόσταση στο πεδίο του αυτονοήτου. Αν εννοούμε ό,τι λέμε: σε επίπεδο δόγματος.)

    Με την ευκαιρία πάντως, και να συγχαρώ τον π. Ευάγγελο Γκανά (με τον οποίο, άλλες φορές, μπορεί να διαφωνήσω) για τούτο τό, ασυζητητί, υπέροχο κείμενο.

  3. Ασφαλώς και δεν ήταν μόνο η “αντί-θεοκρατική αγωνία”. Σταδιακά κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα οι ηγεμόνες αναζητούσαν ευκαιρία για να αντισταθούν στην ηγεμονία του Πάπα. Το 1515 στο Συμβούλιο Εκκλησιών αποστέλλουν, για πρώτη φορά, αντιπροσώπους που δεν ορίστηκαν από τον Πάπα. Την εξουσία την πήρα στα χέρια τους και το σύγχρονο κρατοεντρικό διεθνές σύστημα θεμελιώθηκε συστηματικά, πλέον, μετά την Συνθήκη της Βεστφαλίας του 1648 (που συμβατικά θεωρείται η αφετηρία). Σίγουρα, στην προσπάθεια αυτοθέσμισης και ανεξάρτητης εξουσιαστικής συγκρότησης των ηγεμόνων και στην συνέχεια των ίδιων των κοινωνιών πολλά άλλα κριτήρια και πολλοί παράγοντες ήταν κρίσιμοι. Όμως, ας πούμε σχηματικά ότι στο επίπεδο της διανόησης αναγνωρίζεται αυτή η αντί-θεοκρατική τάση η οποία στην συνέχεια έγινε και αντί-εκκλησιαστική και αντί-πνευματική. Στο επίπεδο της πολιτικής μύριοι άλλοι παράγοντες συνδυάζονται.
    Π. Ήφαιστος http://www.ifestosedu.gr

  4. Συγχαρητήρια για την επανέκδοση ενός βιβλίου που πραγματικά δίνει το στίγμα των Νεότερων Χρόνων τόσο σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο επιστημολογίας. Θα συμφωνήσω με τον, άλλοτε καθηγητή μου, κ. Ήφαιστο ότι γίνεται φανερό μέσα από το βιβλίο πως τέθηκαν τα θεμέλια “μιας υλιστικής εκδοχής της Πολιτικής”. Φαίνεται, λοιπόν, πως ο ίδιος ο Διαφωτισμός υπονόμευσε το “κοινωνικό συμβόλαιο” και την έννοια της συναίνεσης, αν δεν ήταν ένα τεχνικό κατασκεύασμα (?). Σε αυτές τις βάσεις “αναπτύχθηκε” ο νεότερος δυτικός πολιτισμός και συγκροτήθηκαν οι επιστήμες οδηγώντας κοινωνία και επιστήμονες σε πολωτικές καταστάσεις. Τις συνέπειες, δυστυχώς, τις ζούμε ακόμη…!

    Συγχαρητήρια και πάλι για την εξαιρετική αυτή προσπάθεια!

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ