Θεοφάνης Τάσης
Ο Καστοριάδης συγκαταλέγεται ανάμεσα σε εκείνους τους φιλοσόφους όπως ο Marx ή ο Heidegger, για ν’ αναφέρω τους δυο χαρακτηριστικότερους, οι οποίοι εξακολουθούν να τροφοδοτούν έντονα πάθη. Συναισθήματα θαυμασμού που γεννούν εκδηλώσεις λατρείας από τη μια συναγωνίζονται την αντιπάθεια και τον φθόνο που οδηγούν στην ολοκληρωτική απόρριψη του έργου από την άλλη. Αυτός όμως, κατά τη γνώμη μου δεν είναι ούτε ο μοναδικός αλλά ούτε και ο πρωταρχικός λόγος για τον οποίο συνήθως, ιδίως στην Ελλάδα, απουσιάζουν κείμενα τα οποία να υπερβαίνουν την απλή, και ενίοτε δυστυχώς επιφανειακή, παρουσίαση του καστοριαδικού έργου. Ο Καστοριάδης διαθέτει πληθώρα αυτόκλητων υπερασπιστών έτοιμων να στιγματίσουν με την κατηγορία της οίησης όσους επιχειρήσουν ν’ αμφισβητήσουν είτε κάποια πτυχή της καστοριαδικής σκέψης είτε το έργο στο σύνολό του. Όσοι όμως τον υπερασπίζονται π.χ. έναντι των μαρξιστών, των λενινιστών, των φιλελεύθερων, των αναρχικών, κάποιοι μάλιστα, οι ευφυέστεροι εξ αυτών, ακόμη και από τους ίδιους τους «καστοριαδικούς» διαθέτουν ένα κοινό στοιχείο: Αμελούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους έναντι του ιδίου του Καστοριάδη. Δεν προτίθεμαι να ενδώσω στον πειρασμό της διερεύνησης του δελεαστικού ερωτήματος της προέλευσης αυτής της ιδιάζουσας, όσο και πολύπλοκης σχέσης μεταξύ της καστοριαδικής σκέψης και των θαυμαστών της, καθώς κάτι τέτοιο υπερβαίνει τόσο τις προθέσεις του κειμένου όσο και τη θεωρητική μου επάρκεια. Ωστόσο, το παρόν κείμενο, το οποίο αφορά την σχέση της εργασίας εαυτού και της αυτοδιακυβέρνησης του υποκειμένου, ίσως προσφέρει κάποια ερεθίσματα για την περαιτέρω διερεύνηση αυτού του ζητήματος και ερωτημάτων που γεννώνται απ’ αυτό, όπως τ’ ακόλουθα: Για ποιους λόγους και με ποιον τρόπο η προτροπή για αυτονομία επιτρέπει μια νέου τύπου ετερονομία, μια ετερονομία δευτέρου βαθμού; Με άλλα λόγια ποια είναι εκείνα τα στοιχεία της καστοριαδικής σκέψης που επιτρέπουν σε υποκείμενα να φενακίζονται ότι είναι αυτόνομα, επειδή υπακούν στην προτροπή για αυτονομία καθιστώντας τα εν τέλει ετερόνομα;
Στο παρόν κείμενο σκοπεύω να υποστηρίξω ότι η σχέση μεταξύ ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας στην καστοριαδική σκέψη είναι γονιμότερη απ’ όσο μας επιτρέπει να διακρίνουμε η ατελής επεξεργασία της από τον Καστοριάδη λόγω του, όπως θα επιχειρήσω να δείξω, περιορισμένου εύρους της έννοιας της εργασίας την οποία χρησιμοποιεί. Εν συνεχεία προτείνω τον όρο εργασία εαυτού προκειμένου να περιγράψω μια δραστηριότητα διαμόρφωσης τρόπων του βίου μέσω της διαύγασης δομών εξουσίας εντός και εκτός του υποκειμένου. Έχοντας την εργασία εαυτού ως θεωρητική προϋπόθεση, συζητώ ακολούθως την αυτοδημιουργία του υποκειμένου η οποία στον Καστοριάδη περιορίζεται στην δημιουργία ενός αυτόνομου, υπό την έννοια της εγκαθίδρυσης μιας σχέσης διαύγασης με το ασυνείδητο, υποκειμένου. Ειδικότερα, προτίθεμαι να δείξω ότι η εργασία εαυτού οριοθετείται από την θνητότητα του υποκειμένου συνεισφέροντας στην αυτοδιακυβέρνησή του.
Η διαδρομή που θ’ ακολουθήσω έχει ως αρχή την απουσία μιας συστηματικής προβληματικής της θνητότητας στο καστοριαδικό έργο, τόσο α) στην οντολογία όπου η καταστροφή των όντων υποτιμάται έναντι της δημιουργίας των όντων όσο και β) στα ψυχαναλυτικά κείμενα του Καστοριάδη όπου υποβαθμίζεται η σημασία του Θανάτου και ειδικότερα του άγχους θανάτου στην εξέλιξη της θεραπείας, αλλά και στην ενίσχυση της αυτονομίας του θεραπευόμενου. Καθοδόν εξερευνώ τις ατραπούς που ανοίγονται αν κινηθεί κανείς στην κατεύθυνση μιας συζήτησης για την αυτοδημιουργία του υποκειμένου υπό το πρίσμα του ελλείμματος μιας θεωρίας της εξουσίας στην καστοριαδική σκέψη, ελλείμματος οφειλόμενου στην προαναφερθείσα απουσία μιας προβληματικής της θνητότητας.
Σε αυτό το σημείο θέλω να διατυπώσω τρεις προκαταρκτικές παρατηρήσεις προς αποφυγή παρεξηγήσεων. Πρώτον, επ’ ουδενί παραγνωρίζω την σημασία του θανάτου στην καστοριαδική σκέψη. Ασφαλώς ο Καστοριάδης αναφέρεται σε πολλά σημεία στη σημασία της θνητότητας, ιδίως ως προς τη σχέση της με το δημοκρατικό ήθος της αρχαίας Αθήνας. Αυτό που απουσιάζει όμως είναι μια διαύγαση του θανάτου και της σχέσης θνητότητας και εξουσίας στο επίπεδο του υποκειμένου την οποία θεωρώ κρίσιμης σημασίας για την αυτοδιακυβέρνηση του υποκειμένου. Δεύτερον, όταν μιλώ για έλλειψη μιας θεωρίας της εξουσίας εννοώ ότι ο Καστοριάδης περιόρισε το ζήτημα της εξουσίας κυρίως στο πολιτικό πεδίο και, ασφαλώς λιγότερο σε αντίθεση με τον Marx, στο οικονομικό, ενώ υποβάθμισε το κοινωνικό. Η υποβάθμιση του κοινωνικού εκφράζεται στην καστοριαδική περιγραφή της ανεπίσημης οργάνωσης της παραγωγής μέσω της αυτοοργάνωσης των εργατών, η οποία παραμένει ειδυλλιακή καθώς απουσιάζει η παραμικρή αναφορά στους ανταγωνισμούς, τα κουτσουμπολιά και των φθόνο μεταξύ των εργατών. Επιπλέον, ο ρόλος του φύλου, δηλ. οι σχέσεις αντρών-εργατών και γυναικών-εργατριών, όπως και η εκμετάλλευση των δεύτερων, δεν συζητώνται. Επίσης, οι σχέσεις εργατών που ανήκουν σε διαφορετικές γενεές και η σημασία της πάλης των γενεών στην εργασιακή καθημερινότητα δεν αποτελούν αντικείμενο έρευνας. Μπορεί να θεωρηθεί ειρωνικό το γεγονός ότι μερικά χρόνια αργότερα, λίγο πριν την διάλυσή της, η ομάδα «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» θα βίωνε στο εσωτερικό της την ένταση ανάμεσα στους φοιτητές-μέλη της και στα πιο ηλικιωμένα μέλη της. Συνεπώς, η αυτοδιευθυνόμενη κοινωνία την οποία ο Καστοριάδης φαντάζεται με βάση την αυτοδιεύθυνση της παραγωγής από τους αυτοοργανωνόμενους εργάτες θα έχει ν’ αντιμετωπίσει το ζητήμα της εξουσίας όχι μόνο στο πολιτικό πεδίο, με άλλα λόγια το πρόβλημα της δημόσιας συμμετοχής στην άσκηση της εξουσίας, αλλά και σε ένα επίπεδο υποκειμένου και συλλογικότητων.
Τέλος, στην επιχειρηματολογία μου θεωρώ μια διευρυμένη έννοια της διαύγασης ως θεμελιώδους συνιστώσας μιας εργασίας εαυτού η οποία αποτελεί με την σειρά της πρωταρχική συνθήκη της αυτοδιακυβέρνησης του υποκειμένου. Με τον όρο αυτοδιακυβέρνηση του υποκειμένου εννοώ τη δημιουργία και την καλλιέργεια πολιτικών του βίου. Αντιλαμβανόμενος την αυτοδιακυβέρνηση του υποκειμένου ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή στη συλλογική άσκηση της εξουσίας και την παραγωγή αλήθειας, τη θεωρώ ως χειραφετητική δραστηριότητα ενός αυτόνομου υποκειμένου. Σε αυτή την προοπτική δηλ., με βάση την εργασία του εαυτού η οποία συγκροτεί την αυτοδιακυβέρνηση του υποκειμένου με βλέψη την αυτοδημιουργία του, υποστηρίζω ότι το πρόταγμα της αυτονομίας όχι μόνο εμπλουτίζεται, αλλά επιτρέπει την εξερεύνηση νέων οριζόντων με τη μορφή των πολιτικών του βίου.
Έχοντας σκιαγραφήσει τους αρμούς της επιχειρηματολογίας, προτείνω να ξεκινήσουμε από την καστοριαδική οντολογία ως πρώτο σταθμό για να εξερευνήσουμε μια δυνατή προβληματική του θανάτου. Αν και ο Καστοριάδης αντιλαμβάνεται το Είναι ως δημιουργία και καταστροφή των όντων, εστιάζει την προσοχή του κυρίως στην εκ του μηδενός δημιουργία. Αρκεί να συγκρίνει κανείς τις σποραδικές νύξεις περί καταστροφής με τις αναφορές στην οντική αυτοδημιουργία. Η decreatio in nihilum, η ολοκληρωτική καταστροφή των όντων, η οποία παραμένει, ως άλλη όψη της creatio ex nihilo, ασύλληπτη στα πλαίσια της κληρονομημένης σκέψης, περιέργως δεν διαυγάζεται από τον Καστοριάδη. Όμως σε αυτό το σημείο τίθενται τα εξής καίρια ερωτήματα: α. Μπορούμε να στοχαστούμε την οντική καταστροφή με τους ίδιους όρους που στοχαζόμαστε την οντική δημιουργία, δηλ. μπορούμε να προϋποθέσουμε την μεταξύ τους συμμετρία; β. Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, ποιες θα ήταν οι συνέπειες για το υποκείμενο ως προς την θνητότητά του και ποιες αλλαγές θα συνεπάγονταν μια θεώρηση του υποκειμένου όχι μόνο ως δημιουργού αλλά και ως καταστροφέα στη θεώρηση της ψυχανάλυσης, της παιδαγωγικής και της πολιτικής ως πεδίων εκδίπλωσης του προτάγματος της αυτονομίας; Τέλος, θα μπορούσε η διαύγαση της αυτονομίας ως προς τη θνητότητα να μας οδηγήσει σε μια θεώρηση της αυτονομίας του υποκειμένου ως δυνατότητα ρητής αυτοδημιουργίας του;
Κατά την γνώμη μου, η έλλειψη μιας προβληματικής της εξουσίας συναρτάται με την καστοριαδική έννοια της εργασίας και τους περιορισμούς της ως προς την κατανόηση του ζητήματος της εξουσίας στο επίπεδο του υποκειμένου. Είναι δυνατόν ν’ ανιχνεύσουμε την προέλευση αυτών των περιορισμών στην υποβάθμιση του ρόλου του θανάτου στην καστοριαδική ψυχαναλυτική θεωρία. Προκειμένου να κατανοήσουμε αυτούς τους περιορισμούς, θα επιστρέψουμε τώρα στο αρχικό μας ερώτημα για την διαύγαση της οντικής καταστροφής. Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, η σκέψη προϋποθέτει πάντοτε την παράσταση, ωστόσο ο θάνατος είναι ουσιωδώς α-παράστατος, άρα αδιανόητος. Ο θάνατος αποτελεί το ύστατο όριο της σκέψης, όριο της διαύγασης η οποία ορίζεται ως σκέψη επί παντός επιστητού. Όμως με ποια έννοια ο θάνατος είναι επιστητός; Αν ο θάνατος ως ριζική καταστροφή αποτελεί το αντίπαλο δέος του ριζικού φαντασιακού τότε μια διαύγαση του ριζικού φαντασιακού είναι συνυφασμένη με μια διαύγαση του θανάτου. Αυτή η διαύγαση του θανάτου δεν συναντάται στο καστοριαδικό έργο, όπως δεν συναντάται η διαύγαση του ριζικού φαντασιακού στο ανακοινωνθέν «Φαντασιακό στοιχείο». Θα ήθελα στη συνέχεια να διατυπώσω ορισμένες σκέψεις για την σχέση μεταξύ της απουσίας μιας προβληματικής του θανάτου και του ελλείμματος μιας θεωρίας της εξουσίας στην καστοριαδική σκέψη, με βάση την έννοια του ορίου και της αυτοδιακυβέρνησης.
Αν δεχτουμε πως οτιδήποτε δύναται να διαμορφωθεί περιέχει όρια, τότε μπορούμε να πούμε ότι ο ανθρώπινος βίος είναι διαμορφώσιμος λόγω του πεπερασμένου του. Ο ανθρώπινος βίος οριοθετείται από τον θάνατο, και ακολούθως η ανθρώπινη δημιουργικότητα ως ικανότητα δια-μόρφωσης, αλλά και η μόρφωση ως ρεπερτόριο ικανοτήτων δια-μόρφωσης, περιορίζονται εξαρχής λόγω του αρχικού υλικού. Η ανθρώπινη ζωή ως έργο, δηλ. ως βίος, μπορεί να λάβει άπειρες σε ποικιλομορφία, αλλά πεπερασμένες σε διάρκεια μορφές. Θεωρώ ότι στη δραστηριότητα διαμόρφωσης του βίου, όπως επίσης του αναστοχασμού επί της διαμόρφωσης, δηλ. της διαύγασης της αυτοδημιουργίας -της αυτοδημιουργίας αναγκαστικά με και μέσω των άλλων–, έγκειται το ζήτημα της εξουσίας. Σε αυτό το πλαίσιο η απουσία μιας θεωρίας της εξουσίας στο έργο του Καστοριάδη οφείλεται στο έλλειμμα μιας διαύγασης του θανάτου, επειδή μια διερεύνηση της εξουσίας, με άλλα λόγια της αυτοδιακυβέρνησης του υποκειμένου, προϋποθέτει τον στοχασμό επί της θνητότητας, δηλ. τη διαύγαση της θνητότητας ως ορίου της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι ακριβώς η διαύγαση της θνητότητας η οποία μέσω μιας εργασίας εαυτού καθιστά την αυτοδιακυβέρνηση του υποκειμένου εφικτή. Τέλος, η αυτοδιακυβέρνηση αποτελεί τη θεμελιώδη συνθήκη της πολιτικής δραστηριότητας στο επίπεδο του υποκειμένου.
Με βάση τα προαναφερθέντα υποστηρίζω λοιπόν ότι η απουσία μιας προβληματικής του θανάτου συναρτάται με δυο καίριες αδυναμίες του καστοριαδικού έργου: Πρώτον, η εργασία αναλύεται αποκλειστικά στη σφαίρα της παραγωγής, ενώ η λειτουργία και η σημασία της εργασίας πάνω στον εαυτό παραμένει αθέατη. Χάρη σ’ αυτή την εργασία, η οποία επιτρέπει μέσω της καλλιέργειας μιας φιλίας, της ανατροφής των παιδιών και τη δημιουργία πρακτικών επικοινωνίας, είναι γενικότερα δυνατή η αντίσταση σε παγιωμένες δομές εξουσίας στην καθημερινότητα και η συγκρότηση συλλογικότητων ικανών ν’ αμφισβητούν τις κυρίαρχες φαντασιακές σημασίες. Δεύτερον, ενώ ο Καστοριάδης αναγνωρίζει τη φαντασιακή διάσταση της κοινωνικής θέσμισης δηλ. την αυτοδημιουργία της, δεν αφιερώνει την ίδια προσοχή στη ρητή αυτοδημιουργία του υποκειμένου. Ένα αυτόνομο υποκείμενο είναι πρωτίστως και αναγκαίως ένα ρητά αυτοδημιουργούμενο ανθρώπινο ον. Αυτοδημιουργία προφανώς όχι cum nihilo ή in inhilo, καθώς το πολιτισμικό περιβάλλον όπου γεννιέται το καθορίζει, αλλά ex nihilo. Με το ex nihilo δεν εννοώ μόνο την ανάδυση ενός νέου ανθρωπολογικού τύπου, του αυτόνομου υποκειμένου, άλλωστε ο Καστοριάδης αναφέρεται στη δημιουργία της αυτοστοχαστικής υποκειμενικότητας, αλλά επίσης, και κυρίως, τη δημιουργία του εκάστοτε συγκεκριμένου υποκειμένου. Η αυτοσυγκρότηση του αυτόνομου υποκειμένου υποχρεώνει στη διαύγαση της συνολοταυτιστικής διάστασης της αυτοδημιουργίας του, η οποία συμπεριλαμβάνει το φύλο, την κοινωνική τάξη, το πολιτισμικό περιβάλλον, την οικογενειακή ιστορία και την ενδοοικογενειακή δυναμική, και τέλος -σε συνάρτηση με τα παραπάνω- την προσωπική του επαγγελματική, ερωτική και υπαρξιακή διαδρομή στη ζωή.
Σε αυτό το πλαίσιο η διαύγαση δεν εξαντλείται στην εγκαθίδρυση μιας διαφορετικής σχέσης με το ασυνείδητο, αλλά οφείλει να περιλάβει: α) μια αυτοστοχαστική δραστηριότητα η οποία στοχεύει σε μια διαφορετική σχέση με το Εγώ, δηλ. στην εγκαθίδρυση ενός αναστοχασμού επί της προσωπικής ιστορίας του υποκειμένου που θα συμπεριλαμβάνει τις κοινωνικές και πολιτισμικές προϋποθέσεις αυτής και β) ως συνέπεια του προηγούμενου τη δημιουργία και την καλλιέργεια μιας εργασίας εαυτού. Ο κίνδυνος του περιορισμού της διαύγασης στον μετασχηματισμό της σχέσης μεταξύ του συνειδητού και του ασυνειδήτου δίχως να συμπεριλάβει την προσωπική ιστορία και το παρόν του υποκειμένου, είναι η αδυναμία της αυτοδιακυβέρνησης και της συμμετοχής στη δημόσια άσκηση της εξουσίας. Δεν είναι δυνατόν ν’ ασκήσει κανείς δημόσια εξουσία αν δεν δύναται ν’ αυτοδιακυβερνηθεί, γι’ αυτό τον λόγο ακριβώς η εργασία εαυτού μέσω πρακτικών διαμόρφωσης του βίου αποτελεί συνθήκη της πολιτικής δραστηριότητας.
Παραδόξως, ο Καστοριάδης παραμελεί την αυτοδιακυβέρνηση του υποκειμένου ανάγοντας τη διαύγαση σε μια καθαρά θεωρητική δραστηριότητα αντί να την συλλάβει ως μέρος μιας εργασίας εαυτού. Πράγμα που γίνεται ως έναν βαθμό κατανοητό από το γεγονός ότι ο Καστοριάδης ουδέποτε ασχολήθηκε συστηματικά με την ελληνιστική φιλοσοφία ή τη σχέση πολιτικής και φιλοσοφίας στην Ρώμη, όπου το ζήτημα της επιμέλειας του εαυτού και της εξουσίας ήταν συνυφασμένα. Κατ’ αυτό τον τρόπο, όμοια με τον Αριστοτέλη, ο οποίος αποδεσμεύει την επιμέλεια εαυτού από την πολιτική, ο Καστοριάδης αδυνατεί ν’ αναγνωρίσει την αυτονομία ως δυνατότητα διαμόρφωσης της ζωής σε βίο.
Συνοψίζοντας, το πρόταγμα της αυτονομίας στο επίπεδο του υποκειμένου δεν εξαντλείται στην εγκαθίδρυση μιας διαφορετικής σχέσης με το ασυνείδητο, μια αναγκαία αναμφισβήτητα συνθήκη, αλλά αφορά επίσης στην εγκαθίδρυση μιας διαφορετικής σχέσης με τον συνολικό εαυτό. Μιας σχέσης όπου ζητήματα όπως η στάση έναντι των ηδονών, της μοναξιάς, του έρωτα της εξουσίας και του θανάτου, διαυγάζονται κάθε φορά εντός μιας ιδιοσφαίρας με απώτερη βλέψη τη διαμόρφωση της καθημερινότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, η διαύγαση αποτελεί το θεμέλιο μιας εργασίας εαυτού, αλλά συγχρόνως περιεχόμενο της ατομικής αυτονομίας.
Θεωρώ ότι περιλαμβάνοντας την ιδιοσφαίρα, αλλά και μέσω της διαύγασης των σχέσεων του υποκειμένου με τους άλλους, σχέσεις που διαμεσολαβούν την ατομική με την κοινωνική αυτονομία, διασφαλίζουμε την πολιτική διάσταση της εργασίας εαυτού. Σημειωτέον ότι η εργασία εαυτού περιλαμβάνει μορφές εργασίας όπως την ανατροφή των παιδιών, τη φροντίδα των ηλικιωμένων γονιών και τη διαχείριση του νοικοκυριού. Αυτές οι μορφές εργασίας παραμείναν ως επί το πλείστον αθέατες στην μαρξική, αλλά και στην καστοριαδική σύλληψη της εργασίας, οι οποίες τοποθετούν την εργασία αποκλειστικά εντός της παραγωγής. Μερικές παρατηρήσεις τώρα ως προς τον όρο ιδοσφαίρα τον οποίο χρησιμοποίησα νωρίτερα. Μπορούμε να φανταστούμε την ιδιοσφαίρα ως μια υπερσφαίρα η οποία περιλαμβάνει ένα σύνολο συγκοινωνούντων σφαιρών όπως είναι η οικογένεια, οι φίλοι, οι εραστές, οι συνάδελφοι στη δουλειά, οι γείτονες, η πόλη, η κοινωνία, τέλος ο πλανήτης ως οικοσύστημα και ως παγκοσμιοποιημένη οικονομία στο σύνολό του. Για ένα αυτόνομο υποκείμενο, η αυτονομία του, με άλλα λόγια η δυνατότητα διαμόρφωσης του βίου του, δεν προϋποθέτει μόνο την αναγνώριση του άλλου ως αυτόνομου υποκειμένου, αλλά επίσης τη διαύγαση των δομών εξουσίας εντός της ιδιοσφαίρας. Στην προσπάθεια διαμόρφωσης του βίου του είναι ποχρεωμένο να θέσει ερωτήματα όπως: α. Τι είδους εξουσία έχω επί του εαυτού μου; β. Ποιοι άλλοι ασκούν εξουσία πάνω μου και με ποιον τρόπο; γ. Σε ποιους και πώς ακριβώς ασκώ εξουσιά ο ίδιος πάνω στους άλλους; δ. Πώς η προσπάθεια διαμόρφωσης του βίου μου καθορίζεται από τις υπάρχουσες δομές εξουσίας στην κοινωνία;
Άπαξ και τεθούν τα παραπάνω ερωτήματα δεν απέχει πολύ η αναγνώριση του γεγονότος ότι αν ελαχιστοποιηθεί -θεωρώ ότι είναι αδυνατόν να μηδενιστεί, αλλά δεν μπορώ να υπεισέλθω σε αυτό το σημείο σε περισσότερες λεπτομέρειες προκειμένου να στηρίξω τον ισχυρισμό μου- η παραμόρφωση της ιδιοσφαίρας λόγω των δομών εξουσίας λόγω της ετερονομίας της κοινωνίας τότε μεγιστοποιείται η ελευθερία επιλογής του υποκειμένου. Συνεπώς αυξάνονται οι πιθανότητες διεκδίκησης της αυτονομίας ως ικανότητας διαμόρφωσης και μεταμόρφωσης της ζωής του. Σε αυτή τη συλλογιστική, η αυτόνομη ως ρητά αυτοθεσμιζόμενη κοινωνία είναι η αναγκαία προϋπόθεση η οποία διασφαλίζει την μέγιστη δυνατή δυνατότητα διαμόρφωσης του βίου για όλους, όχι μόνο για το κάθε υποκείμενο ξεχωριστά, αλλά και για τη κοινωνία συνολικά. Γι’ αυτό τον λόγο η διεύρυνση της διαύγασης που προτείνω δεν είναι ουσιώδης μόνο για μια θεωρία της εξουσίας που δεν συναντάται στο καστοριαδικό έργο, αλλά πρωτίστως επειδή συγκροτεί το θεμέλιο μιας εργασίας εαυτού η οποία είναι μείζονος σημασίας για την ολοκλήρωση τόσο της διαμόρφωσης ενός αυτοδιακυβερνώμενου υποκειμένου όσο και του επαναστατικού προτάγματος συνολικά.
Το επαναστατικό πρόταγμα πλέον αφορά στη δημιουργία μιας αυτόνομης κοινωνίας, η οποία επιτρέπει την ανάδυση μέγιστων δυνατών διαφορετικών τρόπων διαμόρφωσης του βίου. Η δυνατότητα διαμόρφωσης του βίου περιλαμβάνει την δημιουργία μιας εικόνας εαυτού, την διαχείριση του χρόνου, την φροντίδα και την διάθεση του σώματος, την επιλογή εναλλακτικών τρόπων συμβίωσης όσο και την ισοκατανομή των πόρων επιβίωσης με στόχο την εξομάλυνση των ανισοτήτων διαβίωσης. Σε αυτό το πλαίσιο η ατομική αυτονομία ως πρόταγμα ρητής, δηλ. διαυγασμένης αυτοδημιουργίας του υποκειμένου και ριζικού μετασχηματισμού του βίου, έχει ως αφετηρία της την αυτοδιακυβέρνησή του μέσω αρχικά της διαύγασης των δομών εξουσίας τόσο α) εντός του υποκειμένου (μέσω της δημιουργίας μιας διαφορετικής σχέσης με το ασυνείδητο, όπως επίσης με το Εγώ μέσω της δημιουργίας μιας διαφορετικής σχέσης με τον θάνατο) όσο και β) στους διαφορετικούς ρόλους (γονιός, φίλος, εραστής, εργαζόμενος, πολίτης) τους οποίους το υποκείμενο αναλαμβάνει στην ιδιοσφαίρα του. Όμως, κατ’ αυτό τον τρόπο η ατομική αυτονομία ως αυτοδιακυβέρνηση και ως δυνατότητα διαμόρφωσης του βίου, συναντά ξανά και αναπόφευκτα το πολιτικό ζήτημα, καθώς μόνο μια αυτόνομη, δηλ. δημοκρατική κοινωνία διασφαλίζει τη μέγιστη δυνατότητα διαμόρφωσης της ζωής για όλους. Μια δημοκρατική κοινωνία προϋποθέτει την αυτοδιακυβέρνηση των πολιτών της τόσο σε συλλογικό όσο και σε ατομικό επίπεδο. Το επαναστατικό πρόταγμα περιλαμβάνει αναγκαίως την αναζήτηση των δυνατοτήτων διαμόρφωσης του βίου στον σύγχρονο καπιταλισμό. Αυτή η αναζήτηση οφείλει να περιλάβει το ζήτημα της εξουσίας μέσω της διαύγασης της θνητότητας και της εργασίας στα πλαίσια μιας εργασίας εαυτού η οποία αμφισβητεί τις κυρίαρχες καπιταλιστικές φαντασιακές σημασίες.
Με τον όρο πολιτικές του βίου εννοώ τη δημιουργία μορφών διακυβέρνησης του εαυτού, της επικοινωνίας με τον άλλο, δηλαδή πρακτικών του έρωτα, της φιλίας, της συν-εργασίας, της οικογένειας, και γενικότερα τη δημιουργία μορφών συμμετοχής στη δημοκρατική άσκηση της δημόσιας εξουσίας, με στόχο την εκδίπλωση της φαντασίας για την ελεύθερη διάπλαση της ατομικού βίου και της κοινωνικής συν-βίωσης. Κεντρικό χαρακτηριστικό αυτών των πολιτικών, των οποίων οι επιμέρους μορφές και σφαίρες είναι αδιαχώριστες μεταξύ τους, ενώ συγχρόνως προϋποθέτουν η μια την άλλη, αποτελούν εξίσου η αμφισβήτηση των καπιταλιστικών θεσμών και αξιών, η διερώτηση των προτεινόμενων κοινωνικών συμπεριφορών και η διαύγαση των σχέσεων εξουσίας σε όλα τα επίπεδα.
Θα ήθελα να κλείσω με δυο σύντομες παρατηρήσεις. Πρώτον, μιλώ για πολιτικές του βίου στον πληθυντικό αριθμό, όχι μόνο λόγω των διαφορετικών σφαιρών που συμπεριλαμβάνουν, αλλά κυρίως επειδή είναι δυνατόν να δημιουργηθούν και ν’ αναπτυχθούν, με βάση τον προηγούμενο ορισμό, πληθώρα αυτών τόσο από άτομα όσο και από συλλογικότητες. Δεύτερον, αν και δεν υφίσταται μια ορθή πολιτική του βίου, φρονώ ότι όσες αποβλέπουν σε μια δημοκρατική, με την έννοια της ίσης δυνατότητας διαμόρφωσης του βίου για όλους, κοινωνία οφείλουν να συμπεριλάβουν δύο βασικές αρχές, καθοριστικές για τον χειραφετητικό τους πυρήνα: Πρώτον, την αρχή της θνητότητας, δηλαδή η αποδοχή της θνητότητας ως θετικής συνθήκης για την απρόσκοπτη νοηματοδότηση του ατομικού και κοινωνικού βίου και πηγής του σεβασμού της αυτονομίας του άλλου. Δεύτερον, την αρχή της απροσδιοριστίας, δηλαδή την αναγνώριση της ριζικής ακαθοριστίας του Είναι, η οποία αποτελεί συνθήκη της ελευθερίας μας, δηλ. εγγύηση της ανθρώπινης δημιουργικότητας.
Το κείμενο αυτό αναπτύσσει θέσεις μιας εργασίας εν εξελίξει τις οποίες έχω παρουσιάσει σε προγενέστερη μορφή και αλλού βλ. Θεοφάνης Τάσης, Καστοριάδης: Μια φιλοσοφία της αυτονομίας, Εκδόσεις Ευρασία, 2008, σελ. 396-401, και Θεοφάνης Τάσης, Μετά τον Καστοριάδη: Από το πρόταγμα της αυτονομίας στις πολιτικές του βίου, στον συλλογικό τόμο Αφιέρωμα στον Κορνήλιο Καστοριάδη στοχαστή της αυτονομίας: Δεκαοχτώ εισηγήσεις, (Επιμέλεια: Δημήτρης Αρμάος), Αθήνα (Εκδόσεις Σύγχρονη Δελφική Αμφικτυονία), Απρίλης 2010, σελ. 64-90.
πηγή: http://www.lasttapes.gr/component/k2/item/178-theofanispolitikesviou.html
Κύριε Τάση,
Πολύ ενδιαφέρον άρθρο. Μερικά σύντομα σχόλια-ερωτήματα.
Πράγματι, ο Καστοριάδης είχε τονίσει ότι είναι αναγκαία, καθώς επίσης ότι θα πρέπει να αποτελεί ξεχωριστό έργο, μία εμβριθής ανάλυση πάνω στη σχέση της κοινωνίας και των ατόμων με το θάνατο και το πένθος.
Από την άλλη πλευρά, νομίζω όμως ότι είναι απαραίτητη η διάκριση των σφαιρών: ιδιωτικού (οικος), ιδιωτικού-δημοσιου (αγορα) και δημοσιου-δημοσιου (πολιτικη-εκκλησία), επειδή ενυπάρχει ο κίνδυνος του ολοκληρωτισμού ή αυτού που ζούμε σήμερα, με την πλήρη εξαφάνιση της «αγοράς» και την σταδιακή υποκατάσταση της «πολιτικής» από τον «οίκο». Δεν είναι όμως αντίστοιχα απαραίτητη η αυστηρή διάκριση των πεδίων (διαδικασιών) ψυχανάλυση, παιδεία και πολιτική.
Το πρόβλημα έγκειται μάλλον, όπως λέει ο Καστοριάδης στο “… τι να κάνουμε και πως να κάνουμε ώστε κάθε στάδιο μιας διαδικασίας χειραφέτησης να κάνει πιό εύκολη και όχι πιό δύσκολη τη συμμετοχή του λαού … ([i]το ίδιο[/i]) ισχύει επίσης τόσο για την παιδαγωγική διαδικασία όσο και για την ψυχαναλυτική διαδικασία)”. (στο κείμενο “Η επανάσταση μπροστά στους Θεολόγους”).
Έχετε δίκιο ότι η ικανότητα μετουσίωσης (ψυχή) και η δημιουργία θεσμών (κοινωνία), επιβεβαιώνουν τις δύο αρχές – θνητότητα και απροδιοριστία.
“Γι αυτό το λόγο δέχεται ο Σωκράτης να πεθάνει – και γι αυτόν το λόγο σώζεται πεθαίνοντας. Σώζεται για τον εαυτό του, σώζει τη εικόνα του, θραμβευτική επιστροφή της αυτοτελικότητας, μέσα στην εξαφάνιση του “υποκειμένου” της. Σώζει όμως και κάτι για μας΄εξίσου θριαμβευτική επιβεβαίωση της μετουσίωσης, ρίζα και συνεχιζόμενη συνθήκη της ιστορικής ζωής …” (στο κείμενο Η κατάσταση του υποκειμένου σήμερα).
Τέλος, νομίζω ότι η σημερινή κατάσταση μπορεί να χαρακτηριστεί από την κρίση του είναι ως νοήματος, τόσο για την ψυχή όσο και για την κοινωνία.
Ευχαριστώ
Μανώλης Ροζάκης
Κύριε Τάση, με κάθε εκτίμηση, να εκφράσω μερικές απορίες και σχόλια:
α) Γράφετε στην αρχή του άρθρου σας “Με άλλα λόγια ποια είναι εκείνα τα στοιχεία της καστοριαδικής σκέψης που επιτρέπουν σε υποκείμενα να φενακίζονται ότι είναι αυτόνομα.. κ.λπ”. Αναρωτιέμαι: ποιος είναι ο λόγος που σας παρακινεί να αναζητήσετε τέτοια στοιχεία στην καστοριαδική σκέψη και όχι στο υποκείμενο καθαυτό που αναλαμβάνει την υπεράσπιση της, στον ψυχισμό του κ.λπ. Δεν αντιλαμβάνομαι την άμεση ή έμμεση σχέση, ούτε τελικά σε τι συνεισέφερε ετούτος ο προβληματισμός στο βασικό ζητούμενο του άρθρου.
β) Έχω διαβάσει ελάχιστα κείμενα του Καστοριάδη. Ξεκίνησα να τον μελετώ προσφάτως και κυρίως σε κείμενα που περιστρέφονται γύρω από την κριτική του στον μαρξισμό και σχετικές αναλύσεις ή προτάσεις του. Οπότε δε γνωρίζω το εξής: χρησιμοποίησε κι ο ίδιος την έννοια “εργασία εαυτού” ή πρόκειται για μία δική σας πρόταση; Αν ισχύει το δεύτερο, ομολογώ ότι η επιλογή του όρου “εργασία” με μπέρδεψε περισσότερο απ’ όσο με βοήθησε, καθώς αισθάνομαι ότι διαφέρει ποιοτικά από το είδος της εργασίας που εξετάζει κανείς μέσα σ’ ένα εργοστάσιο, που λειτουργεί με καπιταλιστικούς όρους.
γ) Η συνειδητή ή ασυνείδητα έκφραση εξουσίας που πιθανότατα εμφανίζεται στις διαπροσωπικές μας σχέσεις (νεότεροι-πρεσβύτεροι, άντρες-γυναίκες, γονείς-παιδία, κ.λπ) έχει θεμελιώδη διαφορά από την εξουσία που ασκεί ένα κράτος, ένας εργοστασιάρχης ή ένας ιερέας, καθότι η τελευταία είναι θεσμοθετημένη, άρα οργανωμένη με θεσμούς άσκησης βίας και θεσμούς άσκησης προπαγάνδας. Δηλαδή, παντελώς άσχετη με την αυθόρμητη ένταση και τάση επικράτησης που αναπτύσσεται ανάμεσα σε ελεύθερα σκεπτόμενα και κοινωνούμενα άτομα, μια αντίθεση που κατά κύριο λόγο είναι γόνιμη.
δ) Η έκφραση “εξουσία επί του εαυτού” είναι από πολλές απόψεις προβληματική, κυριότερα θεωρώ γιατί εξουσιάζων και εξουσιαζόμενος ταυτίζονται. Η ίδια η έννοια του “εαυτού” είναι προβληματική: ποιος είναι εκείνος που εξουσιάζει τελικά, ποιος είναι ο εαυτός που εξουσιάζεται; Αλλά είναι προβληματική και από μια άλλη άποψη: διότι θέτει μονοδιάστατα την “εργασία εαυτού” σε μια εξουσιαστική βάση, άρα μια βάση βίαιης πειθούς, επιβαλλόμενης πειθαρχίας. Αλλά η διαλεκτική με τον εαυτό μας είναι άμεση κι ακαριαία. Αυτό επιτρέπει εξίσου συχνά μια “συν-εργασια” με τον “εαυτό” πάνω σε πρωτογενείς, βιωματικές συνθήκες κατανόησης, πέρα από όρους συμφωνίας-ασυμφωνίας, πειθούς-εξαναγκασμού. Όρους δηλαδή μη-εξουσίας.
Ένα σχόλιο, εδώ, περί Καστοριάδη – υποτίθεται – του οποίου (σχολίου) το σημαίνον μήνυμα όμως είναι ότι
[i]«[η] εξουσία που ασκεί […] ένας ιερέας, […] είναι θεσμοθετημένη, άρα οργανωμένη με θεσμούς άσκησης βίας και θεσμούς άσκησης προπαγάνδας»[/i]
Θα μπορούσα να ρωτήσω προς τι ο τόσος αντικληρικαλισμός. Και μόνο ρωτώντας το, ωστοσο, θα είχα συντελέσει στο να περισπασθεί ο διάλογος – σ’ αυτή τη σελίδα – σε θέματα όλως άσχετα με τη βασική ανάρτηση.
Έτσι η [b]απρόκλητη[/b] επίθεση, από πλευράς Αντ. Κόλλα, έχει εξασφαλίσει τις δέουσες πρόνοιες ώστε να απομένει και [b]αναπάντητη[/b].
Κύριε Καστρινάκη, δεν είχα κανένα σκοπό να επιτεθώ σε κανέναν και μάλιστα απρόκλητα. Αν σας ενοχλεί το σχόλιο θα σας παρακαλούσα αν μπορείτε να το αντιπαρέλθετε κι αν έχετε να μου απαντήσετε κάτι επί της ουσίας των ερωτημάτων μου, καθώς αγωνίζομαι να ξεκαθαρίσω πολλά πράγματα μέσα στη σκέψη και τη γενικότερη άγνοιά μου. Θα με συγχωρήσετε όμως αν επιμείνω στην υπάρχουσα διατύπωση του εν λόγω σχολίου. Κι αυτό γιατί πρόκειται απλά και ίσως αφελώς για την ειλικρινή μου γνώμη. Φυσικά και ως γνώμη είναι συζητήσιμη, αλλά όπως παραδέχεστε κι εσείς θα ήταν εκτός θέματος οποιαδήποτε εκτενέστερη ανάλυση εδώ. Θαρρώ, πάντως, ότι δεν έχει διατυπωθεί με προσβλητικό ή ανάρμοστο τρόπο. Αν εσείς θεωρείτε ότι ενέχει έμμεση ή άμεση προσβολή, θα σας ζητήσω συγνώμη αλλά δεν μου “έκοψε” να τη διατυπώσω με διαφορετικό τρόπο δίχως να χαθεί το περιεχόμενο ακριβώς της θέσης μου. Αν έχετε να προτείνετε μια διαφορετική διατύπωση, περισσότερο εύστοχη ή ευγενή, που να διατηρεί όμως το νόημα της καχυοποψίας μου στις διάφορες μορφές θεσμών – άρα και στην εκκλησία, όταν νοείται ως ιερατική οργάνωση και όχι ως το ζωντανό σώμα των θρησκευομένων – δε θα είχα καμία αντίρρηση να αναθεωρήσω τη συγκεκριμένη διατύπωση. Σας διαβεβαιώ όμως με κάθε ειλικρίνεια ότι το τελευταίο πράγμα που είχα στο μυαλό μου όταν έγραφα το παραπάνω σχόλιο ήταν να θίξω ή να επιτεθώ σε οποιονδήποτε. Σας ευχαριστώ.