Γιώργος Π. Παύλος
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Οι Έλληνες καινοτομούν στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού καθ' όσον αναδεικνύουν το οντολογικό ερώτημα, χωρίς να το αναιρούν και να το μηδενίζουν, είτε στα όρια μιας πανθειστικής ή δυιστικής θεολογίας είτε στα όρια μιας χρησιμοθηρικής και κατ' ουσίαν ιδεοληπτικής και φαντασιοποιητικής αντικειμενοποίησης. Ήτοι το οντολογικό ερώτημα καθίσταται ο βαθύτερος πυρήνας της γνωσιολογίας αλλά και της ανθρωπολογίας και πολιτειολογίας ευρύτερα. Από την άποψη αυτή, η επιστήμη για τους Έλληνες αποκτά κυριολεκτική σημασία και κινείται σε πολλαπλά επίπεδα, ένα εκ των οποίων είναι και αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως θετική επιστήμη. Το ερώτημα λοιπόν περί της ύπαρξης, του είναι και του όντος είναι το καίριο ερώτημα και μέλημα της ανθρώπινης επιστήμης. Η απορία όμως και η αναζήτηση της αλήθειας των πραγμάτων και των όντων (αεί απορούμενον και αεί ζητούμενον τι εστί το ον), ταυτοχρόνως είναι η πηγή αλλά και ο στόχος της γνώσης. Τι είναι στην ουσία τους τα όντα; Τι είναι το ον και η ύπαρξη και το υπαρκτό; Τι είναι αυτό που βλέπω, αγγίζω, αισθάνομαι ή σκέπτομαι; Τι είναι η σκέψη ή η γνώση; Τα ερωτήματα αυτά συνιστούν την καρδιά της αρχαιοελληνικής οντολογίας και γνωσιολογίας.
Ακόμη στην αρχαιοελληνική επιστήμη τίθεται ριζικά το πρόολημα της κοσμογένεσης ως η διαλεκτική μεταξύ του γίγνεσθαι και Του είναι ή του είναι και του γίγνεσθαι. Ο κόσμος των αισθήσεων είναι ένας κόσμος που τον διαπερνά η κίνηση και η αλλαγή ως γένεση και φθορά των όντων, ενώ συγχρόνως αυτός ο ίδιος ο κόσμος μετέχει του είναι και της ύπαρξης υπό την έννοια συγκεκριμένων μορφών ύπαρξης. Ακόμη στην αρχαιοελληνική επιστήμη ο κόσμος, τόσο ως κίνηση ή γίγνεσθαι όσο και ως ύπαρξη ή μορφή, εμπεριέχει το στοιχείο της ανάγκης του νόμου και της νομοτέ λειας. Αναλυτικότερα, η αρχαιοελληνική επιστήμη εισάγει δύο οασικά είδη αιτιοκρατίας, την ανοδική ή αναγωγική αιτιοκρατία σύμφωνα με την οποία το όλον εξαρτάται και εξηγείται από το μέρος και την καθοδική ή ολιστική (καθολική) αι τιοκρατία σύμφωνα με την οποία το μέρος εξηγείται από το όλον. Στην μυθική σκέψη και αντίληψη ο κόσμος ομοιάζει ή είναι βιολογικό ον και ζωντανός, όπως κάθε ζωντανός οργανισμός μέσα σε αυτόν. Στην περίπτωση αυτή, η κίνηση και το γίγνεσθαι Προς το είναι εξηγούνται επαρκώς ως οιολογική γέννα ή αποτέλεσμα ανθρωπομορφικής ενέργειας μυθικών όντων. Η άνοδος της φιλοσοφικής και επιστημονικής σκέψης με τους προσωκρατικούς αποδυναμώνει τον μυθικό ανθρωπομορφισμό και ενισχύει την μηχανική νομοτέλεια, ενώ τα μετασχηματίζονται σε φιλοσοφικά και ορθολογικά σύμβολα. Με τον τρόπο αυτό η Ελληνική σκέψη ανοίγει ποικίλους δρόμους και προοπτικές αντιμετώπισης του οντολογικού και του γνωσιολογικού ερωτήματος. Δοκιμάζονται όλες οι πιθανές λύσεις και υποθέσεις οι οποίες τροφοδοτούν κάθε μετέπειτα φιλοσοφική και επιστημονική αναζήτηση. Για τον σκοπό αυτό αξιοποιείται: Η στατικιή αντίληψη, (ο κόσμος είναι άφθαρτο και αναλλοίωτο ή ακίνητο ον), η δυναμική αντίληψη (ο κόσμος είναι κίνηση και γίγνεσθαι αδιάκοπο) αλλά και η λογική αντίληψη
(ο κόσμος είναι αριθμός, αρμονία, είδος, μορφή, λόγος κλπ).1
Ενώ η τραγική ποίηση εμμέσως υποδεικνύει την σημασία του χρόνου και την ρεαλιστικότητα των ανθρωπίνων αισθήσεων, έστω ως τραγικό γεγονός, οι απαντήσεις της αρχαιοελληνικής επιστήμης πάντα αποτυγχάνουν όσον αφορά την επάρκειά των απέναντι στον οντολογικό πλούτο, έστω και αν η αρχαιοελληνική επιστήμη με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αποφεύγει την αντικειμενοποιητική αυτονόμηση του κόσμου. Η αμεσότητα και το αδιάστατο ή το εννοιοκρατικό απερίγραπτο εμπειρικό στοιχείο της στιγμής και του παρόντος είναι αυτό που θα κρίνει κάθε προχριστιανική ή μετα χριστιανική μεταφυσική οντολογία και γνωσιολογία, όσο επιτυχείς και αν αποδει κνύονται αυτές, είτε από αισθητικής απόψεως είτε από χρηστικής απόψεως, όπως Π.χ. συμοαίνει με την δύναμη πρόολεψης του μέλλοντος από το παρελθόν των φυσι κομαθηματικών επιστημών, οι οποίες κατάγονται ουσιαστικώς από την αρχαιοελληνική μεταφυσική. 'Ενσταση λοιπόν στη μεταφυσική αντικειμενοποίηση του κόσμου και των όντων στον αρχαίο κόσμο, αποτελεί όπως ανεφέρθει προηγουμένως η τραγι κή ποίηση αλλά και ο λόγος και η προειδοποίηση των σοφιστών πως «μέτρο πάντων χρημάτων ο άνθρωπος», που με τον Σωκράτη κορυφώνεται σε μία κριτική πρός κάθε μεταφυσική και αντικειμενοποιητική γνωσιολογία τελικών, αυτόνομων και κλειστών αληθειών.
2. Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΓΝΩΣΗ
2.1. Η ΕΞΕΛΙΞΗ
Η επιστημονική γνώση στηριζόμενη στα ελληνικά μαθηματικά κατά τους τελευταίους δέκα αιώνες αναδεικνύεται σε εκπληκτική δύναμη πρόβλεψης και περιγραφής των φαινομένων. Αρχικά απορρίπτει την προσπάθεια για τελεολογική περιγραφή του κόσμου, κρατώντας ως κύριο εργαλείο τον αναγωγισμό (το όλον υφίσταται απλώς ως αποτέλεσμα των μερών του), κύριο γνώρισμα της γραμμικής επιστήμης, αφού το αίτιο είναι μόνο αίτιο προηγούμενο πάντα του αποτελέσματος και το αποτέλεσμα είναι μόνο αποτέλεσμα επόμενο του αιτίου. Ο κόσμος και τα πράγματα αποτελούνται από σημεία, γραμμές και όγκους και τα γεωμετρικά μεγέθη (πρωτεύουσες ιδιότητες) είναι η μόνη αντικειμενική αλήθειά των. Εξ ου και η δύναμη του διαφορικού και ολοκληρωτικού λογισμού ως το κύριο εργαλείο γνώσης των φυσικών φαινομένων. Η γραμμική επιστήμη (γνωστή ως κλασική επιστήμη) κυριαρχεί τόσο στη φυσική των διακριτών και ασυνεχών υλικών σημείων (φυσική του Νεύτωνα) όσο και στη φυσική των συνεχών πεδίων (φυσική του Einstein και η κβαντική φυσική νοούμενη αυτή άνευ της μετρητικής και παρατηρησιακής διαδικασίας). Η θερμοδυναμική αποτελεί την απαρχή της μη γραμμικής επιστήμης, αφού τα θερμοδυναμικά μεγέθη δεν ανάγονται πάντα σε γεωμετρικά και οι θερμοδυναμικοί νόμοι οδηγούν στο βέλος του χρόνου, σύμφωνα με το οποίο το μέλλον διαφοροποιείται οντολογικά από το παρελθόν. Μετά τη θερμοδυναμική, η μη γραμμική επιστήμη αποκτά όλο και περισσότερη βάση στη φύση:
α) Στην κβαντομηχανική ως οντολογική πιθανοκρατία, ατοπική και ολιστική
διασύνδεση των μερών ενός φυσικού συστήματος, καθώς και ως το πρόβλημα αναγωγής της κυματοσυνάρτησης κατά την φάση της παρατήρησης.
β) Στην σύγχρονη φυσική επιστήμη της πολυπλοκότητας. γνωστής ως χαοτικής φυσικής, όπου το βέλος του χρόνου, οι ατοπικές και ολιστικές διασυνδέσεις, η οντολογική πιθανοκρατία και ο μη αναγωγισμός του όλου στο μέρος και του μέλλοντος στο παρελθόν αποκτούν κυρίαρχο ρόλο, με βασικό όχημα την διαρκή διάσπαση των φυσικών συμμετριών και την ρεαλιστική ανάδειξη της ασυμμετρίας ως ρίζα της εμφάνισης των κοσμικών μορφών.
γ) Τέλος η όλο και περισσότερο διευρυνόμενη στον χώρο των θετικών επιστημών
επισήμανση της υποκειμενικότητας ως μη αναγώγιμου (άρα μη γραμμικού) στοιχεί-
ου της κοσμικής πραγματικότητας.2
2.2. Ο ΚΟΣΜΟΣ ΩΣ ΔHMIOYPΓlA
Ο όρος δημιουργία στα όρια της επιστημονικής γνώσης, βαθμιαία αποκτά όλο και περισσότερο μία ιδιότυπη σημασία. Στην κλασική φυσική ο όρος αυτός δεν έχει κα νένα περιεχόμενο, αφού ο κόσμος, τα πράγματα, τα φαινόμενα καθώς και η γνώση τους αντικειμενοποιούνται «επαρκώς» σε κινήσεις αντικειμενικών και άφθαρτων υλικών μονάδων ή ενεργειακών πεδίων σε έναν «προϋπάρχοντα» απόλυτο κενό χώρο και έναν «αιωνίως ρέοντα» απόλυτο χρόνο. Προϋποτίθεται δηλαδή ένα Θεμελιακό οντολογικό επίπεδο στο οποίο ανάγεται ολόκληρη η κοσμική οντολογία από τα άψυχα αντικείμενα έως τον έμψυχο άνθρωπο. Μετά την κλασική φυσική των σωμα τιδίων, των πεδίων και του απόλυτου κενού χώρου και του απόλυτου και αιώνια ρέ οντος χρόνου, ο όρος δημιουργία αρχίζει δειλά και υποτυπωδώς να αποκτά κάποιο νόημα με τη θεωρία της σχετικότητας, ενώ στην κβαντομηχανική και την μη γραμμι κή θερμοδυναμική ή την χαοτική φυσική ο όρος δημιουργία καθιερώνεται στη φυσι κή θεωρία. Πιο συγκεκριμένα και συνοπτικά η εξελικτική αυτή πορεία του όρου δη μιουργία έχει ως εξής: Στην σχετικιστική φυσική του Einstein, εισάγεται η έννοια του συμβάντος (ταύτιση χώρου και χρόνου), η ταύτιση της μάζας με την ενέργεια (ειδική σχετικότητα) καθώς και η διαστολή του χώρου (big bang) και η ταύτιση του χώρου με την ενέργεια-ύλη. Ο δε συνδυασμός της γενικής σχετικότητας με την κβαντική θεωρία οδηγεί στην ακραία σύλληψη δημιουργίας ολόκληρου του σύμπαντος και εμφάνισής του στην ύπαρξη από το μηδέν και το απόλυτο τίποτε. Μάλιστα αυτή η «εμφάνιση - δημιουργία» του σύμπαντος από το μηδέν δεν συμβαίνει εν χώρω ή εν χρόνω, αφού αυτά τα δύο ταυτίζονται με το σύμπαν, ο μεν χώρος ως ενεργειακή διαστολή (και όχι μέσα σε κάποιον άλλο άδειο χώρο) και ο χρόνος ως μέτρο της κίνησης και της αλλαγής. Το συμβάν λοιπόν ως «κάτι» που συμβαίνει και συμβαίνοντας δημιουργεί τον χώρο, τον χρόνο και την ύλη - μάζα - ενέργεια αποτελεί μία καινοτομία της σχετικιστικής φυσικής θεωρίας που υποδηλώνει τον κόσμο ως δημιουργούμενο και όχι απλώς υφιστάμενο.3
Στην κβαντομηχανική ο όρος δημιουργία ενισχύεται ουσιωδώς αφού σε αυτήν τα φυσικά συμβάντα αποτελούν το διαρκές πέρασμα από την δυνατότητα στην πραγ ματικότητα, σύμφωνα με την οντολογική πιθανοκρατία της εξίσωσης του Schrodinger. Η ολοκλήρωση της κβαντοθεωρίας στις κβαντικές θεωρίες των μεγάλων ενοποιημένων θεωριών και ιδιαιτέρως στην ημιτελή ακόμη θεωρία των υπερχορδών δείχνει ότι στο μικροσκοπικό επίπεδο δημιουργίας των μικροσωματιδίων ή του χώρου, η κίνηση κυριολεκτικά προηγείται του είναι και τα πράγματα είναι μορφές κίνησης. Μιας κίνησης νοούμενης ως του διαρκούς περάσματος από την δυνατότητα στην πραγματικότητα.4
Στην δε μη γραμμική φυσική των πολύπλοκων συστημάτων φαίνεται πως ο όρος δημιουργία δεν αντιστοιχεί απλώς και μόνο στην αρχική εμφά νιση του σύμπαντος (big bang) ή στις μικροσκοπικές χωρικές και υποχωρικές διεργασίες που περιγράφει η κβαντομηχανική οι μεγάλες ενοποιημένες θεωρίες και η θεωρία των υπερχορδών, αλλά επεκτείνεται σε όλα τα επίπεδα της φύσης: φυσικοχημικό, Όιολογικό, ψυχικο-διανοητικό. Δηλαδή με την μη γραμμική φυσική θεωρία τα μακροσκοπικά όντα είναι δημιουργημένες ολιστικές μορφές κίνησης, έτσι ώστε το όλον να αποκτά ένα μη αναγώγιμο (άρα δημιουργούμενο) οντολογικό περιεχόμενο που προσδιορίζει τις λειτουργίες τού επί μέρους. Συμπυκνώνοντας την εμπειρία των μη γραμμικών επιστημών αλλά και της κβαντομηχανικής ή της σχετικότητας θα λέγαμε πως η σύγχρονη φυσική θεωρία καταργεί την κλασική αντίληψη όσον αφορά τα φυσικά φαινόμενα νοούμενα αυτά απλώς ως ο διαρκής μετασχηματισμός μιας υφιστάμενης θεμελιακής ουσίας. Αντίθετα η σύγχρονη φυσικομαθηματική περιγρα φή του φυσικού κόσμου αντιστοιχεί στην μορφοδυναμική, δηλαδή την περιγραφή του κόσμου ως δημιουργία από το μηδέν των κοσμικών μορφών σε όλα τα κοσμικά
επίπεδα. Από την άποψη αυτή το μηδέν νοείται ως η απουσία μορφής, ενώ η ιδέα μιας άμορφης προαιώνιας ουσίας (ή κίνησης) αποδυναμώνεται και δεν φαίνεται να μπορεί να δικαιολογηθεί από την εξέλιξη της επιστημονικής σκέψης. Τα όντα και η ουσία των ταυτίζονται με δημιουργημένες-δημιουργούμενες μορφές κίνησης και είναι κίνηση μέσα σε κίνηση. Στο επίπεδο δε του ανθρώπου ο όρος δημιουργία αποκτά ένα διευρυμένο νόημα, αφού ο άνθρωπος δεν είναι απλώς προίόν μιας δημιουργικής διαδικασίας αλλά επιπλέον ο ίδιος αποτελεί τον «δημιουργό» μορφών σκέψης, εννοιών, αισθημάτων, συναισθημάτων, θεωριών, αντιλήψεων, θεσμών κλπ. που με τίποτε δεν ανάγονται σε απλές βιολογικές ή φυσικοχημικές διαδικασίες, μολονότι σχετίζονται άμεσα με αυτές και αλληλοδιαπλέκονται χωρίς όμως να χάνουν την αυτοδυναμία των. Θα λέγαμε λοιπόν πως η κοσμική εποποιία δημιουργίας από το μηδέν ή το απολύτως τίποτε ιεραρχημένων κοσμικών μορφών ύπαρξης αντιστοιχεί σε μία ιστορική χρονική, οντολογικά απρόβλεπτη και καινοφανή πορεία του κόσμου προς το ασύμμετρο και μοναδικό, μέσω διαρκών διασπάσεων φυσικών συμμετριών. Έτσι κάθε στιγμή ο κόσμος εμπλουτίζεται οντολογικά με νέα καινοφάνεια η οποία καθιστά το μέλλον απολύτως ασύμμετρο ως προς το παρελθόν. Το βέλος του χρόνου σημαίνει πως κυριολεκτικά ο κόσμος και οι κοσμικές μορφές ύπαρξης κάθε στιγμή δημιουργούνται και "στηρίζονται" στο είναι, πάνω από το μηδέν και το απόλυτο τίποτε.5.
Η φυσική των πολύπλοκων ή χαοτικών συστημάτων προσδίδει στην έννοια της δημιουργίας κοσμικών μορφών μία μαθηματική περιγραφή μέσω της θεωρίας των διακλαδώσεων (bifurcation theory), σύμφωνα με την οποία ένα φυσικό σύστημα, οδηγούμενο σε κρίσιμες καταστάσεις αναπτύσσει με τρόπο απρόβλεπτο νέες δομές ύπαρξης και λειτουργίας μέσω ατοπικών συσχετίσεων και πληροφοριακών διαδικασιών. Γενικότερα θα έλεγε κανείς ότι μέσα στη φύση παράγονται και δημιουργούνται νέες δομές ύπαρξης και λειτουργίας με τρόπο θαυμαστό, ενώ αυτό μοιάζει ωσάν μία ιδεατή μορφή να επικάθεται στο φυσικό σύστημα και να συντονίζει τα επιμέρους έτσι ώστε το όλον να αποκτά νόημα και ύπαρξη ως όλον και όχι ως απλό αποτέλεσμα μικροσκοπικών διεργασιών. Αυτό σημαίνει πως ο κόσμος εκτός του να είναι ύλη και ενέργεια, σήμερα όσο ποτέ άλλοτε αποκαλύπτεται ως πληροφορία. Αυτή δε η διαδικασία δημιουργίας των κοσμικών μορφών μοιάζει ή και μπορεί να θεω ρηθεί ως ένα είδος εκφοράς ενός «κοσμικού λόγου», «κοσμικών λέξεων» και «κοσμικών προτάσεων», με νόημα όπου το λεχθέν διαρκώς συμπληρούται με αυτό που πρό κει ται να λεχθεί. Θα έλεγε λοιπόν κανείς πως το βέλος του χρόνου που εισάγουν οι κοσμικές λειτουργίες (θερμοδυναμική, ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, big bang, πληροφοριακές διαδικασίες, διαδικασίες Markov κ.λπ.) αντιστοιχεί στην μη αντιστρεπτή και μη αναιρέσιμη φορά ενός διαρκώς δημιουργούμενου και εμπλουτιζόμενου κοσμικού νοήματος. Αυτό δηλαδή που ήρθε από το μηδέν στην ύπαρξη, ακόμη και αν αργότερα φθαρεί, έχει συντελέσει ώστε η φθορά του να μην αντιστοιχεί σε μία κοσμική κατάσταση ίδια με αυτήν που υπήρχε πριν αυτό δημιουργηθεί. Δηλαδή η γένεση και η φθορά κάνουν το μέλλον πάντα ασύμμετρο ως προς το παρελθόν. Από την άποψη αυτή ακόμη και αν όλο το σύμπαν πέσει κάποτε στο μηδέν, αυτό δεν σημαίνει πως το μετά την δημιουργία υποτιθέμενο μηδέν είναι το ίδιο με το μηδέν πριν τη δημιουργία του κόσμου. Φαίνεται πως ο χρόνος ισοδυναμεί με μία αναλλοίωτη και αμετάκλητη" κοσμική μνήμη" και μία ανάπτυξη κοσμικών συσχετίσεων που με τίποτε δεν μπορούν να εξαλειφθούν ακόμη και αν ο κόσμος και το σύμπαν εκλείψουν παντελώς.6
2.3. Ο ΚΟΣΜΟΣ ΩΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ - ΤΟ ΟΡΙΑΚΟ ΣΗΜΕΙΟ
Στο επίπεδο του ανθρώπου, η έννοια της μη γραμμικότητας ή της ασυνεχούς κυκλικότητας αποκτά κυρίαρχο νόημα. Ο άνθρωπος γνωρίζει τον κόσμο και τον περιγράφει με δημιουργημένες εικόνες. Συνοψίζουμε απλώς τα βασικά εργαλεία της θετικής επιστήμης που είναι: Η έννοια του συνόλου, του αριθμού, της συνάρτησης, της εξίσωσης, του απειροστού ή διαφορικού, του απείρου, του μοντέλου (εικόνας). Από την άποψη αυτή, η γνώση του κόσμου αντιστοιχεί σε δημιουργούμενες εικόνες στα όρια της ανθρώπινης νοημοσύνης. Δηλαδή η γνώση είναι μία συντελούμενη διά του ανθρώπου και εν τω ανθρώπω ιδιόμορφη κοσμική δημιουργία, η οποία ενώ θαυμα στώς αντιστοιχεί κι εναρμονίζεται προς τα έξω συγχρόνως ελευθέρως προϋποθέτει τα έσω. Αυτό κάνει τον μεν Einstein να αναφωνήσει πως «το ακατανόητο του κόσμου είναι το κατανοητό του» τον δε Fayerabend πως «ούτε η επιστήμη είναι ιερή ακόμη και δια τα επιτεύγματά της». Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι και άλλες λειτουργίες δεν θα μπορούσαν να πετύχουν θαυμαστότερα. Έτσι ο άνθρωπος καθίσταται οριακό σημείο κάθε θετικής γνώσης και θετικής επιστήμης, αφού αυτός αποδεικνύεται ως η επιστημονικά απερίγραπτη προϋπόθεση κάθε επιστημονικής περιγραφής και ερμηνείας. Πιο αναλυτικά: στην κβαντική θεωρία κρίσιμη έννοια είναι η έννοια της παρατήρησης, αφού η κυματοσυνάρτηση δεν έχει από μόνη της φυσικό περιεχόμενο παρά μόνο ως περιγράφουσα το γεγονός της παρατήρησης. Όμως η διαδικασία της παρατήρησης (κι επομένως της συνειδητής γνώσης) στα όρια της κβαντικής θεωρίας μένει εκτός της θεωρίας και μη οριζόμενη δι' αυτής. Ταυτόχρονα δε η παρατήρηση αποτελεί το μεταίχμιο όπου ο κόσμος από δυνατότητα καθίσταται πραγματικότητα. Αντίστοιχα με το πρόβλημα της παρατήρησης (πότε και από ποιον αυτή διενεργείται), η κβαντοθεωρία στη θέση μιας αντικειμενοποιητικής περιγραφής του κόσμου μέσω αντικειμενικών όντων (κύμα-σωματίδιο) και ιδιοτήτων (ταχύτητα, θέση, ενέργεια) εισάγει υποκειμενικές εικόνες (κυματική, πεδιακή, σωματιδιακή εικόνα) και υποκειμενικά αναγνωρίσιμες διαδικασίες παρατήρησης (τελεστής θέσης, ορμής, ενέργειας κλπ).7
Στη χαοτική φυσική, ο μη αναγώγιμος υποκειμενικός παράγοντας κάθε επιστημονικής (ορθολογικής) γνώσης απορρέει από την καθολική χρήση της πιθανότητας, αφού ο ντετερμινισμός δεν ταυτίζεται με την προβλεψιμότητα και ο κόσμος αντικαθίσταται από την μέσα στο νου κατασκευασμένη εικόνα του μέσω νευρικών-νοητικών αυτοοργανωτικών λειτουργιών. Ο άνθρωπος κατά ορισμένο τρόπο είναι δέσμιος των εικόνων του νου του, αφού ούτε ο κόσμος εξαντλείται σε αυτές (το μέλλον μένει πάντα πιθανοκρατικά προβλεπτό) αλλά ούτε και το υποκειμενικό ή όποιο άλλο αίτιο δημιουργίας των υποδηλώνεται από αυτές. Η ποιητική, ή μάλλον η τραγική, περιγραφή του γνωστικού προ6λήματος στα όρια αυτά της θετικής επιστήμης είναι η διαπίστωση πως ο άνθρωπος είναι «σκιά εν μέσω σκιών». Ακόμη και οι πιο επαναστατικές απόψεις των θετικών επιστημών, όπως τις συνοψίσαμε προηγουμένως, αποδεικνύεται ότι εκτός της φωτεινής των πλευράς έχουν και μία σκοτεινή πλευρά ή αλλοιώς ένα ακαθόριστο αάθρο και μία ασαφή λογική βάση.
Ο Einstein συχνά επαναλάμβανε πως η επιστημονική γνώση είναι ένα λαμπρό οικοδόμημα με θεμέλια όμως ασαφή και διαρκώς υπό αίρεση. Έτσι τόσο η επιστημονική έννοια της δημιουργίας όσο και ολόκληρη η επιστημονική γνώση του κόσμου διατηρούν στοιχεία και υποθέσεις ασαφείς, αφού η επιστημονική περιγραφή και ο επιστημονικός εικονισμός της φυσικής πραγματικότητας από τη μία όψη φαντάζουν ως αντικειμενικές και ρεαλιστικές αλήθειες και από την άλλη σαφώς εμπεριέχουν μη αναγώγιμη υποκειμενικότητα και υποθετικότητα. Διότι ποτέ δεν μπορούμε να στα θούμ", έξω από το σύμπαν και να παρατηρήσουμε τη δημιουργία του ή να το δούμε πέραν των φυσικοχημικών-6ιολογικών νοηματικών και όποιων άλλων δεσμεύσεών μας. Έτσι θα παραμείνει ανυπέρ6λητο κατόρθωμα της σύγχρονης επιστημολογίας, το γεγονός πως κάθε επιστημονική αλήθεια δεν παύει να είναι μία υπόθεση έτοιμη πάντα να διαψευσθεί. Και ακόμη αποκτά ουσιώδη επικαιρότητα η διαπίστωση του Heisenberg πως η επιστήμη ή οι επιστημονικές θεωρίες δεν αναφέρονται στα πράγματα αλλά στην γνώση του ανθρώπου γι' αυτά. Και ρωτά κανείς: Άραγε στα όρια της θετικής επιστήμης ο κόσμος είναι ένα ηθελημένο ψέμα άνευ ρεαλιστικότητας πέραν αυτής της υποκειμενικά αμφισβητούμενης ή υποτιθέμενης αντικειμενικότητας; Τελικά όλα είναι ένα χαρούμενο ή ένα τραγικό-θλιβερό ψέμα ή μήπως ο κόσμος είναι ένας πλούτος αφάνταστα μεγαλύτερος από όσο μπορούμε επιστημονικά να διαπιστώσουμε; Ακόμη μήπως ο κόσμος είναι μία υφιστάμενη απάτη είτε υποκειμενικά αντικειμενοποιήσιμη είτε αντικειμενικά υποκειμενοποιήσιμη; Μήπως ούτε το καρτεσιανό «σκέφτομαι άρα υπάρχω», ούτε το υπαρξιστικό «αισθάνομαι άρα υπάρχω» ή δεν υπάρχω μπορούν να λύσουν τα μάγια της τραγικής αυτής κοσμικής απάτης; Βέβαια μπορεί κανείς να λύσει το δίλημμα αυτό, με το να αποδώσει με ένα άλμα πίστης και ένα «θρησκευτικό δόγμα πίστης» ρεαλισμό και αντικειμενική ύπαρξη στον υποκειμενικό κόσμο των εικόνων, ενώ συγχρόνως θα κρύβει κάτω από το χαλί την αποκτημένη και διαρκώς διευρούμενη και επιβεβαιούμενη εμπειρία πως αυτό που γνωρίζει από τον κόσμο και τα πράγματα δεν είναι άλλο από κατασκευαζόμενες εικόνες υποκειμενικές και αδύναμες να βεβαιώσουν το είναι και την ύπαρξη του περιεχομένου των. 'Ετσι με τρόπο ορθολογικό μηδενίζεται κατά κάποιο τρόπο τόσο ο φορέας της γνώσης όσο και το αντικείμενό του. Μόνο μία μεταφυσική πίστη μπορεί να υπερβεί την ορθολογικά επικυρούμενη διαπίστωση, πως τόσο τα γνωριζόμενα αντικείμενα όσο και τα γνωρίζοντα υποκείμενα είτε στερούνται οντολογικού βάθους ή αν κάτι τέτοιο υφίσταται, τότε η ορθολογική σκέψη αδυνατεί να το συλλάβει ή να το επικυρώσει.
3. Η ΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ
Η ορθολογικά ή, ορθότερα, νοησιαρχικά κατασκευασμένη επιστημονική γνώση στηρίζεται στις έννοιες του ανθρώπου για τον κόσμο και τα πράγματα. Και οι ορθολογικές έννοιες παράγονται από την ανθρώπινη νοημοσύνη με έναν συγκεκριμένο και απλό τρόπο. ΟΙ έννοιες του ανθρώπου για τον κόσμο και τα πράγματα, είτε αυτές είναι ποσοτικές είτε είναι ποιοτικές, προέρχονται από μία διεργασία σύγκρισης και συσχέτισης. Αποτελούν αυτές, σύμβολα του κοινού στοιχείου που εμφανίζουν πολλά όντα. Το κοινό χαρακτηριστικό ή η σχέση κοινότητας μεταξύ πολλών πραγμάτων, κωδικοποιείται με ορισμένη έννοια και από την άποψη αυτή είναι προίόν αφαίρεσης και άρα απροσδιόριστο οντολογικά και γνωσιολογικά. Εδώ η διάννοια έχει τον πρώτο λόγο στη γνώση των πραγμάτων. Οι έννοιες ως νοητικές εικόνες αντικαθιστούν τα πράγματα και υποκαθιστούν τον κόσμο, ενώ η εννοιοκρατική γνώση-σύλληψη και υποκατάσταση του κόσμου και των πραγμάτων συνιστά τη βάση κάθε επιστήμης ορθολογικής, θετικής και προβλεπτικής αλλά και τη βάση κάθε τεχνολογικής και τεχνοκρατικής υποκατάστασης του κόσμου των αισθήσεων. Ο αισθητός κόσμος των πραγμάτων και των σωμάτων υποτάσσεται στον νοητό κόσμο των ιδεών και των εννοιών και αντικειμενοποιεί ται σε κάτι το αφαιρετικά παραγόμενο. Τα πράγματα, τα όντα και ο κόσμος γνωρίζονται ως «σχέσεις κοινότητας» και ως αντικείμενα και έννοιες πάντα υποκειμενικές. Οι αυτονομημένες έννοιες και οι νοησιαρχικές εικόνες, ποσοτικές ή ποιοτικές, ουσιαστικά αποτελούν τον μόνο εναπομείναντα και για πολλές παραμέτρους τρόπο, ώστε ο σύγχρονος άνθρωπος να συναντάει τον κόσμο ή καλύτερα να συναντάει το είδωλο του κόσμου στις υποκειμενικές νοησιαρχικές επιστημονικές διεργασίες. Αυτήν την νέκρωση του κόσμου μέσω της αυτονομημένης οδού της νοησιαρχικής γνωσιολογίας την αντιλαμβάνονται έντονα οι άνθρωποι που ακολουθούν τις ατραπούς της ανθρώπινης τέχνης, ως μουσική, ως ποίηση, ως σπουδή στην εικόνα-χρώμα, στο σχήμα και την μορφή. Εκεί όμως που η τέχνη κορυφώνεται και τρέφεται σε όλες της τις εκδοχές είναι η μνήμη.8
Η ενεργοποίηση και ο σεβασμός της μνήμης φανερώνει πως η αυτονομημένη γνώση των εννοιών και των αφαιρετικών νοητικών εικόνων είναι μία απάτη παροντική που δεν έχει προοπτική και βάθος ούτε στο παρελθόν ούτε στο μέλλον.9 'Ετσι τα πράγματα και ο κόσμος χωρίς την μνήμη την ενοποιό, αποτελούν μία διαρκούσα και παραμένουσα απάτη ή υποτάσσονται σε μία προαιώνια και άχρονη ουσία, δίχως κάλλος και μορφή, δίχως όνομα και ταυτότητα. Η μνήμη και μάλιστα η αμείωτος και η έχουσα το απόλυτο θάρρος του εαυτού της αποτελεί την κορύφωση της τέχνης ως δύναμη γνώσης και συνάντησης με τον κόσμο. Ενώ η επιστημονική γνωσιολογία αφαιρεί από τον χρόνο την χρονικότητα και την ιστορικότητα μεταποιώντας τον σε στιγμές και σημεία χρονικά χωρίς βάθος, ουσιαστικώς δε χωρίς χρόνο, η ενεργοποίηση της δύναμης της μνήμης εμβαπτισμένης στην εμπειρία της αγάπης και του έρωτος προς το συγκεκριμένα υπαρκτό μάς επαναφέρει στην οντολογία του συγκεκριμένου και αντιμάχεται την αφαιρετική και σχετικοκρατική εννοιοκρατική γνωσιολογία. Διότι όπως έχουμε διαπιστώσει η γνωσιολογία των εννοιών και των σχέσεων κοινότητος μεταξύ των πολλών όντων, συνιστά την ουσία της θετικής και προβλεπτικής επιστήμης. 'Ομως η έννοια ως σύμβολο υποκειμενικό του κοινού όρου πολλών πραγμάτων έστω και αν παρέχει ή περιέχει κάποιο στοιχείο ρεαλιστικότητας εξωυποκειμενικής και δύναμης προβλεπτικής δεν παύει όμως να είναι μία μηδενίζουσα γνωσιολογία καθ' όσον μένει ανυποψίαστος για τη λειτουργία της μνήμης. Καθ' όσον η μνήμη μπορεί να υποπτεύεται τον αφανή πλούτο των πραγμάτων των συγκεκριμένων και χαμένων ή θαμμένων στο παρελθόν και στο μέλλον.
Ακόμη η διευρυμένη μνήμη ως δύναμη γνώσης και συνάντησης του κόσμου και των πραγμάτων φανερώνεται ως δύναμη αυθεντικής αγαπητικής και ερωτικής κίνησης-ένωσης προς τα πράγματα, τον κόσμο και τα όντα.10
Δηλαδή ως γνώση ταυτιζόμενη με την καθολική ένωση με τα αγαπώμενα. Και εδώ βέβαια κορυφώνεται η τέχνη της γνώσης, ως γνώση μέσω της τέχνης, αφού η διευρυμένη μνήμη ταυτιζόμενη με την δύναμη της αγάπης αναδεικνύει συγχρόνως το στοιχείο της τραγικότητας. Γι' αυτό και οι μεγάλες γνωσιολογίες και οι μεγάλοι πολιτισμοί επικεντρώνοντο πάντα στην εμπειρία της τραγικότητας κι επομένως στην έστω και αρνητικά διαπιστούμενη εμπειρία της ελευθερίας. Ταυτιζόμενη έτσι η γνώση με την εμπειρία της ελευθερίας σημαίνει ή υποδηλώνει τη δυνατότητα ένωσης αληθούς με τα αγαπώμενα όντα και με τον κόσμο τον αληθή εκτός της αφαιρετικής και παροντικής υποκειμενικότητας, δηλαδή με τον κόσμο της διευρυμένης μνήμης. 'Ομως πάλι από την άλλη πλευρά η μνήμη, έστω και ως διευρυμένη μνήμη, δεν παύει να είναι εμπειρία τραγικότητας, αποστάσεως και χωρισμού ή απουσίας. 'Ετσι μολονότι η δύναμη της τέχνης ως μνήμης μάς ελευθερώνει από την επιφανειακή γνωσιολογία της προβλεπτικής επιστήμης των εννοιών και των σχέσεων κοινότητας (ομοιότητας-διαφοράς), δεν παύει και η ίδια να πίπτει στο κενό και να γίνεται επιστήμη και τέχνη σκιών μέσα σε ένα μισοσκότεινο φόντο απουσίας και τραγικότητας έστω και πλούσιο από την εμπειρία του χρόνου ως χρονικότητα και διάρκεια και έστω πλούσιο από την χαροποιό εμπειρία της αγάπης.
Με την μνήμη όντως ο κόσμος καθίσταται διττός: Υπαρκτός και ανύπαρκτος. Ο κόσμος είναι και υφίσταται αλλά μηδενιζόμενος. Η μνήμη αποκαλύπτει ότι τα όντα πέραν του να παράγονται από το μηδέν στο είναι, ταυτόχρονα, αποτελούν ακατάλυτη κίνηση προς το μηδέν. Τελικά διά της υποκειμενικής μνήμης ο κόσμος φανερώνεται ως ένα τραγικά υφιστάμενο μηδέν. Ο κόσμος και τα όντα είναι βουτηγμένα στο μηδέν, ενώ η ανθρώπινη γνώση και συνείδηση (ως επιστήμη ή ως ποίηση και τέχνη) αποτελούν μία στιγμιαία ρωγμή του μηδενός. Ο κόσμος και τα όντα συναποτελούν μία παροδική σχισμή του απολύτου μηδενός.
4. Η ΑΓΝΟΙΑ ΩΣ ΓΝΩΣΗ
Εικόνα δίχως εικόνες. «ο γαρ γνους την εαυτού ασθένειαν του νου, εύρεν όθεν αν εισέλθει προς σωτηρίαν και εγγίσοι τω φωτί της γνώσεως και λάθη σοφίαν αληθή και τω αιώνι τούτω μη συγκαταλυόμενην» (Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά, Κεφ.Φυσ.)
Η γνωσιολογία της τραγικότητας ως γνωσιολογία του εν χρόνω και εν χώρω μοναδικού και ανεπανάληπτου, δηλαδή η γνωσιολογία του απολύτως συγκεκριμένου και απτού με σάρκα και οστά και γι' αυτό τραγικά απόντος, άραγε, αίρεται και καθίσταται γνωσιολογία της απολύτου ελευθερίας κι επομένως της απολύτου καταφάσεως; Λέμε λοιπόν πως όντως υπάρχει ένας τρόπος και ένας δρόμος όπου όντως αυτό μπορεί να συμβεί. Αυτός δεν είναι άλλος από τον τρόπο της απολύτου αγνοίας και του απολύτου μηδενός. Δηλαδή λέμε πως μόνον αν είναι κανείς διατεθειμένος να αποδεχθεί την άκρως επώδυνη και θανατούσα εμπειρία της απολύτου αγνοίας και του απολύτου μηδενός είναι δυνατόν να γίνει μάρτυρας μιας καθολικής και απροϋποθέτου εμπειρίας ζωοποιού ελευθερίας ως συνάντησης με την εικόνα πέραν των εικόνων. Διότι το αδιάβατο πέλαγος της λήθης και της τραγικότητας, της απουσίας του απτού και συγκεκριμένου αναμετριέται και υπερβαίνεται ή καθίσταται περατό και διαβατό μέσω μιας εκπληκτικής και απροϋποθέτου ή υποκειμενικά ανυπάρκτου διακρίσεως μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Αυτό καθίσται δυνατόν μόνο διά της θετικής αποδοχής της επώδυνης εμπειρίας της απολύτου αγνοίας και του απολύτου μηδενός. Διότι η τραγική εμπειρία της κοσμικής νομοτέλειας και του κοσμικού μηδενός δεν υπερβαίνεται και δεν μεταποιείται σε εμπειρία Ακτίστου ελευθερίας και απροϋποθέτου συνάντησης με την εικόνα άνευ εικόνων παρά μόνο με έναν θάνατο και μία ανάσταση.11. .... έτι δε απιστούντων αυτών από της χαράς και θαυμαζόντων είπεν αυτοίς. έχετε τι βρώσιμον ενθάδε; ..... και λαβών ενώπιον αυτών έφαγεν ....
Παραπομπές
1.Για μια εκτενή περιγραφή της αρχαιοελληνικής οντολογίας και γνωσιολογίας βλέπε Γ. Π. Παύλος. Νόστος Ασύμμετρος Προσώπου (Τόμος 1ος, Μέρος 2ο), εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 1994.
2 α)Συνοπτική περιγραφή των οντολογικών και γνωσιολογικών συνεπειών της σύγχρονης φυbικής επιστήμης δίδεται στο οιολίο Νόστος Ασύμμετρος Προσώπου, (Τόμος 10ς, Κεφ. 20).
β) Το νέο επιστημονικό παράδειγμα της μη γραμμικής επιστήμης και η σχέση του με την κλασική επιστήμη περιγράφεται επαρκώς στο οιολίο του Ι Prigogine. Τάξη από το Χάος, ελλ. μετ. Κάτοπτρο, Αθήνα 1994
3. The search for a grand Unified theory of Nature, Ρ. Davies, Unwin ΡaΡeπbacks, London, 1984.
4. Shadows of the mind, a search of the missing Science of Consciousness, R. Penrose, Oxford υηίν. of Press., 1994 και Νόστος Ασύμμετρος προσώπου (Τόμος 10ς, Κεφ. 20).
5 α) The search for a grand Unified theory of Nature, Ρ. Daνies, Unwin paperbacks, London, 1984.
β) Nonlinearities ίη action. A.V. Gaponoν-Grekhoν-M.I. Rabinoνich, Springer-Verlag, Berlin Heidelberg, 1992.
6 Συνοπτική και εις βάθος περιγραφή των κοσμολογικών στοιχείων και συμπερασμάτων στη σύγχρονη φυσική δίδεται στο βιβλίο Μετανεωτερική, Μεταφυσική, του Χ. Γιανναρά, εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 1993.
7. Shadows of the mind, a search of the missing Science of Consciousness, R. Penrose, Oxford υηίν. of Press., 1994.
8. Πράγματι είναι τραγική διαπίστωση το πώς η σύγχρονη παιδεία μας μένει τελείως ανυποψίαστη για τη δυναμη της τέχνης ως γνωστική δύναμη του κόσμου, επιμένοντας μόνο στη νοησιαρχική και εννοιοκρατική γνώση, αφήνοντας στο περιθώριο ακμαίες και ουσιαστικές γνωστικές λειτουργίες όπως η άθληση, ο χορός, η μουσική, η ποίηση, το τραγούδι και κάθε άλλη μορφή τέχνης.
9. α) The lllusion of Reality. Η.Ι. Rensikoff, Springer- Verlag, 1989.
β) Τεχνητή νοημοσυνη, J. Haugeland, ελλ. μετ. εκδόσεις Κάτοπτρο, Αθήνα 1992.
10. Η αγάπη ψαίνεται πως αποτελεί μία μη αναγώγιμη γνωστική δυναμη που μπορεί να υπεροεί τη γνωσιολογική αδυναμία της έννοιας ως γνώση του γένους ή γενικου κι ενεργοποιεί την ανθρώπινη γνωστική μνήμη προς συνάντηση και απόλυτη ή ακατάλυτη ένωση με το απτό και το συγκεκριμένο ή μοναδικό και ανεπανάληπτο.
11 Εισοδικό. Αρχ. Γοντικάκη. έκδοση Ι.Μ. Σταυρονικήτα. 1974.
Το Μυστήριον της Αγίας Τριάδος κατά τον Άγιον Γρηγόριον Παλαμά, Αμφιλοχίου Ράντοβιτς, Πατριαρχικόν ίδρυμα Πατερικών μελετών, Θεσ/νίκη 1991.
πηγή : Αntifono.gr, "Oρθοδοξία και Φυσικές Επιστήμες"- εκδόσεις Σαββάλα,1996