Κώστας Κουτσουρέλης
Η προσήλωση στην ιστορική ταυτότητα και η πρόσδεση στη δυτική νεωτερικότητα
Εικόνες του ελληνισμού στη γραμματεία μας των τελευταίων αιώνων θα βρούμε πολλές. Κάθε φορά που η ιστορική συγκυρία το επέτασσε, στοχαστές και λογοτέχνες ξανάπιαναν το πάντοτε ανοιχτό ερώτημα του συλλογικού μας αυτοπροσδιορισμού. Οι απαντήσεις τους συνιστούν μια μακρά σειρά πορτραίτων, για την ακρίβεια μια ολόκληρη πινακοθήκη προσωπογραφιών του νεώτερου ελληνισμού. Ως τέτοιες φέρουν διπλή τη σφαγίδα: της ιστορικής στιγμής που τις εκμαίευσε και της ατομικής ευαισθησίας που τους έδωσε μορφή.
Τρόποι να εξετάσει κανείς αυτές τις προσωπογραφίες, να τις ταξινομήσει, υπάρχουν πολλοί, αναλόγως της γωνίας του βλέμματος. Έτσι μπορούμε να διακρίνουμε λ.χ. μεταξύ εικόνων αποκλειστικών και εικόνων περιεκτικών. Οι πρώτες, φύσει ρυθμιστικές, αποκλείουν πτυχές ή και ολόκληρες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, χάριν άλλων, τις οποίες προτάσσουν ως δηλωμένο ή υπονοούμενο πρότυπο. Οι δεύτερες, ρυθμιστικές εξίσου, ζητούν να συνθέσουν τα πάντα σε μια ενότητα λίγο πολύ οργανική. Οι πρώτες τονίζουν τις ασυνέχειες, τις τομές που διακόπτουν την ιστορική αναδρομή. Οι δεύτερες φωτίζουν τις ομοιότητες, κοιτούν πώς να δείξουν ότι το νήμα διατηρήθηκε συνεχές. Παράδειγμα των πρώτων είναι η ελληνική γενεαλογία που προτείνει ο Κοραής, όταν παρακάμπτει τους μέσους χρόνους και ανατρέχει απευθείας στην κλασσική αρχαιότητα. Παράδειγμα των δεύτερων, η ιστοριονομία του Ζαμπέλιου, που αρνείται την αττική μονομέρεια και αποκαθιστά το Βυζάντιο ως αναπόσπαστο κρίκο μιας μακράς αλυσίδας.
Η πινακοθήκη μας περιλαμβάνει ακόμη εικόνες αξιολογικές, θετικές ή αρνητικές, αναλόγως με το προς τα πού κλίνει εκάστοτε η πλάστιγγα. Η περιγραφή της σημερινής Ελλάδας λ.χ. στο έργο στοχαστών όπως ο Κονδύλης ή ο Γιανναράς είναι ευθέως επικριτική ή και επιθετικά απορριπτική. Στην αντίπερα όχθη, το ίνδαλμα της Ελλάδας στο έργο του Σικελιανού ή του Ελύτη είναι αποφασισμένα εγκωμιαστικό, κάποτε και υμνητικό Οι μεν, οι φιλόσοφοι, ασκούν ανοιχτά πολεμική. Οι δε, οι ποιητές, αποδίδουν τιμές.
Έξοδος οριστική από τέτοια διλήμματα, εννοείται, δεν γίνεται να υπάρξει. Η ιστορία σπανίως άγεται ευθύγραμμα. Οι συνθήκες μεταβάλλονται, μαζί τους και οι στάσεις. Κατά τις ανάγκες της στιγμής, επικρατεί πότε η μία και πότε η άλλη. Πολιτικά, όλες ωστόσο κατατείνουν στον ίδιο σκοπό, τη συλλογική αυτοσυντήρηση. Οι θιασώτες της συνέχειας και οι οπαδοί της ασυνέχειας του ελληνισμού, φέρ' ειπείν, μολονότι κοσμοθεωρητικά συγκρούονται, λειτουργικά συνεργούν. Αλλά και στο περιεχόμενό τους οι θεωρήσεις τους αλληλοσυμπληρώνονται. Καμμιά δεν είναι τόσο πλατιά ώστε να καλύπτει πλήρως την πραγματικότητα. Και καμμιά δεν είναι τόσο στενή ώστε να μην εφάπτεται μ’ ένα τουλάχιστον κρίσιμο τμήμα της.
Όπως πίστευε ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο "νεοελληνικός χαρακτήρας" είναι πολύμορφος και αντιφατικός και πλούσιος. Είναι μάλιστα πλούσιος, συμπλήρωνε, επειδή είναι πολύμορφος και αντιφατικός. Κάθε προσπάθεια να τον καθηλώσουμε "σ’ έναν αλύγιστο ορισμό, δεν είναι ελληνική αγνότητα αλλά αγνός δασκαλισμός".
“Τέλος, έχουμε εικόνες κλειστές και εικόνες ανοιχτές, αναλόγως του αν επιδέχονται διεύρυνση, εμπλουτισμό, ή θεωρούνται εξαρχής τέλειες και οριστικές. Κλειστή είναι λ.χ. η ιδέα της ελληνικότητας που προβάλλει στη ζωγραφική του ο Κόντογλου. Ανοιχτή είναι αντίθετα η ελληνική ματιά του Εγγονόπουλου. Ο πρώτος διαλέγει να εξοβελίσει ό,τι ξενότροπο, δυτικό ή και απλώς ασύμβατο προς τη βυζαντινή γραμμή. Ο δεύτερος αποπειράται να το ενσωματώσει, να το κάνει ένα ακόμη σκαλί της ανόδου.”
Ο Κόντογλου, λοιπόν, κρίνεται επειδή_ δ ε ν_ [b]διαλέγει[/b] να [b]ενσωματώσει[/b] στη βυζαντινή του ζωγραφική ο,τιδήποτε [b]ασύμβατο[/b] προς τη βυζαντινή γραμμή;
Το να κάνω – οπότε – μια ορισμένη τεχνοτροπική επιλογή περιορίζει, αυτομάτως, την οποιαδήπουε ζωγραφική μου κατάθεση σε σχήμα “κλειστό”;
Η βυζαντινή εικόνα δεν θεωρείται – κατά τη δική μου ανάγνωση – από τον Κόντογλου, “εξ αρχής” λύση οριστική. Αποτιμάται, ωστόσο, ως τέτοια “εν τέλει”. Αν εμείς, τώρα, αποκλείσουμε το ενδεχόμενο (όχι της “τέλειας εικόνας”, αλλά) της [i]συνθετικής μαρτυρίας[/i] στο πεδίο της τέχνης, πώς θα το διεκδικήσουμε – περαιτέρω – στο πεδίο της κοινωνικής οντολογίας;
ΥΓ: Δεν επιζητώ – διευκρινίζω – να εκτρέψω τη συζήτηση απ’ το κύριο θέμα της. Σημειώνω απλώς μια επιμέρους αντίρρηση στο ιδιαίτερα ενδιαφέρον, αυτό, κείμενο ενός στοχαστή τον οποίο, ούτως ή άλλως, με ενδιαφέρει να παρακολουθώ όσο λίγους.
Στην ανάγνωση της σχετικής παραγράφου κατ’εμέ δεν θα επεσήμαινα κάτι το «απαξιωτικό» ως κρίση σε σχέση με το «κλειστό» ως σύστημα μορφοπλαστικό της «βυζαντινής» τεχνοτροπίας. Άλλωστε ο συγγραφέας του κειμένου καταλαβαίνει ως τέλειο και οριστικό τον τρόπο αυτό. Συνεπώς η αντίθεση που υπονοείται θα μπορούσε να αναγνωστεί όχι με την αντίθεση κλειστού ή ανοιχτού συστήματος ή σχήματος, αλλά περισσότερο με αυτό του πλήρους και μερικού. Και για να γίνω κατανοήτός αυτό που εδώ υπονοείται, κατ’εμέ, ως ανοιχτό σύστημα στον Εγγονόπουλο, είναι η ανάδειξη ως προτεραιότητα του μέρους και όχι του όλου ή του καθολικού, αναφορικά πάντοτε με τις μορφοπλαστικές (το τονίζω) επιλογές του, μιας και από άποψη περιεχομένου, ο στίβος φαίνεται (;) να είναι κοινός, όσον αφορά τα κοσμικά θέματα, (σας είναι γνωστή και η σχέση μαθητείας Κόντογλου Εγγονόπουλου…).
Είναι γνωστό ότι αυτό που κατέστη κοινή εικαστική πρακτική και έρευνα στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. ήταν η κατάτμηση (και αυτονόμηση) των μέσων που συνιστούσαν τον όλον της ζωγραφικής, με αποτέλεσμα η φόρμα να αναδεικνύεται σε περιεχόμενο, να το πω περιληπτικά με μια χαρακτηριστική φράση «ζωγραφίζω ΤΟ χρώμα, δεν ζωγραφίζω ΜΕ χρώμα» όσον αφορά π.χ. τους ιμπρεσιονιστές κοκ. (Όλοι οι –ισμοί από τη ανάδειξη του επιμέρους ως κεντρικό ζήτημα προέρχονται).Αυτό όμως, όπως και σχεδόν όλα νομίζω τα εκφραστικά μέσα –θα τολμούσα να συμπεριλάβω και αυτά που επιλέγονται και αναδεικνύονται πολύ πρόσφατα στη σύγχρονη τέχνη, είναι μεγάλο όμως το θέμα- τα είχε κατακτήσει ήδη η «βυζαντινή» εικαστική πρακτική, π.χ. η επίταση της ζωντάνιας του δημιουργεί η αντιπαραβολή θερμών και ψυχρών χρωμάτων ήταν κατακτημένη ήδη από –τουλάχιστον- τον 6ο αι. (βλ. π.χ. κόγχη Ιερού Ι.Μ. Αγ. Αικατερίνης Σινά). (θα μπορούσαμε να μιλήσουμε αντίστοιχα για το σχέδιο, τη σύνθεση, την ποιότητα της επιφάνειας, την αφαίρεση, τη σχηματοποίηση κλπ) Αν το στοιχείο αυτό νομίζουμε ότι μας γίνεται γνωστό με τον Σεζάν, ως αυτονομημένη πρακτική επιλογή, δεν καθιστά αυτόν που ακολουθεί την πρακτική του Σεζάν ανοικτό να ενσωματώσει ένα «νέο» στοιχείο, ενώ αυτόν που το μεταχειρίζεται ως επιμέρους μέσο μόνο, κλειστό, που το εξοβελίζει. Υπό το πρίσμα αυτό νομίζω ότι μάλλον η δεύτερη στάση ενσωματώνει και αποτελεί ένα σκαλί ανόδου και όχι το αντίστροφο.
Θα ήθελα τέλος να ρωτήσω τον κύριο Κουτσουρέλη, το γεγονός ότι ο Κ. Καβάφης ταπεινώνεται μπροστά σε μια μεγάλη γλωσσική παράδοση (κατά τον Ζ. Λορεντζάτο) τον καθιστά εξίσου «κλειστό» με τον Φ. Κόντογλου, ο οποίος τηρουμένων των αναλογιών, ταπεινώνεται μπροστά σε μια μεγάλη μορφοπλαστική παράδοση συνεχίζοντάς την;
Χωρίς να είμαι ειδικός, όπως ο κ. Αβραμίδης, ώστε να ασχοληθώ με τα τεχνικά χαρακτηριστικά της ζωγραφικής των Κόντογλου και Εγγονόπουλου, θα συμφωνήσω με την κριτική του κ. Κουστουρέλη για τον πρώτο, ως Ορθόδοξος πιστός.
Αυτό που διακρίνει την Ορθόδοξη χριστιανική αγιογραφία και τα έργα των μεγάλων ζωγράφων της ανά τους αιώνες είναι ο δυναμισμός της εικόνας κι η δυνατότητα μετάδοσης της χάρης των Αγίων που εικονίζονται. Κάθε μία εποχή έχει το δικό της ύφος και κάθε ένας καλός αγιογράφος αντιπροσωπεύει την εποχή του, με μια ζωντάνια που δονεί και συγκινεί.
Ο Κόντογλου έχει αυτόν τον δυναμισμό και τη ζωντάνια στα κοσμικά του έργα. Αντίθετα, οι αγιογραφίες του είναι άψυχες. Στερούνται ζωής. Και οι μορφές των Αγίων του, σαν να είναι κλειστές στον εαυτό τους και να μην ακτινοβολούν προς τα έξω.
Κι αυτό νομίζω πως συμβαίνει γιατί απλώς ακολουθεί κάποιες φόρμες παλαιότερων εποχών. Δεν βάζει τον εαυτό του, τον καημό και τις αναζητήσεις της εποχής του μέσα στις εικόνες του. Απλώς θεωρεί τέλειο το επίτευγμα του 16ου αιώνα κι έτσι καταλήγει να μιμείται και να μας παρουσιάζει μια “μουσειακή” ζωγραφική, όχι κάτι ζωντανό, που λειτουργεί. Εύκολα μπορεί κανείς να το καταλάβει αυτό αν συγκρίνει τις αγιογραφίες του Θεοφάνους του Κρητός με αυτές του Κόντογλου. Άλλο η μίμηση της μορφής (Κόντογλου) κι άλλο η αληθινή μέθεξη στην Εκκλησία κι ο αφουγκρασμός του πόνου της Τουρκοκρατίας που φαίνεται στα έργα του Θεοφάνη.
Οπωσδήποτε τα παραπάνω δεν αναιρούν την τεράστια συνεισφορά του Κόντογλου στην επαναφορά στον παραδοσιακό τρόπο του αγιογραφείν στη χώρα μας (κι αυτό φαίνεται αν δει κανείς κάποιες εικόνες που αγιογραφήθηκαν τον 20ό αιώνα, πριν από τη στροφή που έφερε ο Κόντογλου), δείχνουν όμως πως η αγιογραφία δεν είναι τόσο θέμα φόρμας όσο θέμα ζωής. Έχω δηλαδή την εντύπωση πως ο Κόντογλου δεν είναι ελικρινής όταν αγιογραφεί, ενώ είναι ειλικρινής (όπως κι ο Εγγονόπουλος) όταν ζωγραφίζει.