Διαπραγμάτευση κι Αντιλιτότητα*

0
444

Δημήτρης Τζουβάνος 

Πλάϊ  στα στοιχεία πολιτικής φαρσοκωμωδίας της περιόδου, αυτό που έχει πραγματική σημασία είναι ο αμήχανος αφοπλισμός της κοινωνίας η οποία εδώ κι αρκετό καιρό χειροκροτεί τις ίδιες τις «χαμηλές προσδοκίες» της – θα συμφωνήσω εδώ με τον Βενιζέλο, προσθέτοντας όμως ότι η κοινωνία τις εννοεί όχι μόνο ως οικονομικές αλλ’ ως ολικά υπαρξιακές. Ετσι πχ. οι χαμηλές προσδοκίες στα της εθνικής αξιοπρέπειας αφορούν στοιχεία που «μιλούν εδώ και τώρα στην (πεπτωκυϊα) γλώσσα της κοινωνίας» χωρίς απαιτήσεις «πίστης και πολιτικής», δηλ. αφορούν στοιχεία ευανάγνωστου λαϊκού τσαμπουκά, ενδεχομένως αναδυόμενου από πισίνα. Πράγματι, η κοινωνία μετά την αγανακτισμένη αντισυστημική της έκρηξη έχει διολισθήσει, υπό τα συστημικά συσκοτιστικά πυρά και ιδίως αυτά της αριστεράς, σε προσανατολισμούς που διατηρούν μεν πολλά απ’ τα ανατακτικά αντισυστημικά τους στοιχεία αλλά που έχουν κυριαρχηθεί απ’ τα εγκλωβιστικά στοιχεία του αντιμνημονίου και της αντιλιτότητας. Φυσικά οι ευθύνες της διανόησης εδώ – πέραν της κομματικής - είναι τεράστιες, είτε της «ρεαλιστικής» είτε της «αντιμνημονιακής» είτε τέλος αυτής της φλύαρης απολιτίκ ακοινωνησίας.  Από θέση εναντίωσης σ’ όλα αυτά θα θίξω στη συνέχεια μερικά σχετικά ζητήματα.

Η «διαπραγμάτευση» για τα διάφορα «μέτρα» (φορολογικά, συνταξιοδοτικά κτλ) δεν έχει ουσιαστικά αντικείμενο πέραν αυτού της λαϊκιστικής κατανάλωσης, αφού τα ασφυκτικά πλέον δημοσιονομικά αφορούν αδήρητη εσωτερική ανάγκη. Μοναδικό περαιτέρω ζήτημα είναι η κατανομή των σχετικών βαρών (μ’ οποιαδήποτε μορφή Φόρων ή Περικοπών) θέμα για το οποίο ούτως ή άλλως η κυβέρνηση έχει τον πρώτο λόγο και η τρόϊκα δηλωμένη αποδοχή «ισοδύναμων» εναλλακτικών. Ο μόνος κυβερνητικός αντίπαλος εδώ είναι ο ίδιος ο κυβερνητικός λόγος σε κομματικό και κοινωνικό επίπεδο, παγιδευμένος στην ταύτιση «κοινωνικής δικαιοσύνης» κι «αντιλιτότητας».

Τα ουσιαστικά επίδικα της διαπραγμάτευσης περαιτέρω αφορούν  3  ζητήματα :

Πρώτον, την παράταση της γνωστής «εθνικολαϊκής» εποχής, δηλ. αυτής όχι απλά των δανεικών, αλλά ουσιαστικά της εποχής των πρωτογενών ελλειμμάτων, δηλ. της δανειακής υπερχρέωσης του μέλλοντος που, αν και δεν ομολογείται ως έως πέρισυ, επιχειρείται με λογιών τερτίπα και «δημιουργικές ασάφειες». Πρόκειται εδώ για τον βαθειά παρασιτικό – εκμαυλιστικό προοδευτισμό του οποίου το κίνητρο και η άλλη όψη είναι η γνωστή «φιλολαϊκή» συστημική-κομματική αναπαραγωγή και τελάληδές της οι διάφοροι πτωχοκάπηλοι, μαζί και οι τηλεπαράθυροι εκατομμυριούχοι, κομματικοί και μιντιακοί.

Δεύτερον, την απομείωση του χρέους και των σχετικών ετήσιων βαρών, θέμα για το οποίο έχει γίνει πολύς λόγος σχετικά αν κι ελάχιστα διαφωτιστικός.  Είναι ωστόσο φανερό ότι όσο μεγάλη είναι η επάχθεια κι αμφίβολη η βιωσιμότητα του χρέους, αλλο τόσο δύσκολη είναι η απομείωσή του σε όρους αντιευρωπαϊσμού αλλά και δημοσιονομικής, πολιτικής και διαπραγματευτικής αταξίας.

Τρίτον, την αναπτυξιακή στήριξη όπως κυρίως αφορά οικονομικές ενισχύσεις και σχετικά προγράμματα.  Εαν δεν υπήρχαν τα ΕΣΠΑ (& τα ΚΠΣ παλιότερα) όλα με περιορισμένη αξιοποίηση, θα είχε ίσως κάποια βάση η εντύπωση ότι το κύριο πρόβλημα σχετικά είναι αυτό της ρευστότητας. Ομως, το κύριο πρόβλημα εδώ, όπως ομολογεί κι ο υπ. οικονομικών κατά περίσταση, όπως πολλοί γνωρίζουν κι όπως πολλοί πασχίζουν να κρύψουν, δεν είναι η ρευστότητα.  Είναι το διαρθρωτικό-σχεδιαστικό όπως εμπλέκει αλλά και ξεπερνά τον δημόσιο τομέα, όπως αφήνει αδιάβαστο κι απολυτέο ολόκληρο το κομματικό σύστημα από Δεξιά ως Αριστερά, όπως διαπερνά όλη την κοινωνία και κορυφώνεται στο ρόλο της (μεγαλο)μεσαίας τάξης κι όπως μορφοποιείται ειδικότερα και τελικά στα του πολιτικού συστήματος. Η στοχοποίηση εδώ των «μνημονιακών κυβερνήσεων» ή των «κυβερνήσεων του κεφαλαίου» που γίνεται από διάφορες πλευρές, υπολείπεται αυτής της «ελληνικής πολιτικής ελίτ» που κάνει ο Σόϊμπλε, χωρίς και η τελευταία να φτάνει στο βάθος του πράγματος (φυσιολογικά άλλωστε, αφού η «διανοούμενη στόφα» του, που λέει κι ο Βαρουφάκης, έχει τα όρια ενός συντηρητικού κατά βάση πολιτικού όσα κλικ κι αν είναι μπροστά απ’ την αντιμνημονιολογούσα ελληνική διανόηση). Στους όρους αυτούς η όποια τυχόν πρόσθετη «αναπτυξιακή στήριξη» θα ήταν καταδικασμένη να αποτελεί ένα είδος «μίγματος» καρκινοβασίας και μνημονίων όσο κι αν προσπαθούσε να στηριχθεί πάνω της η φαντασιακή αναπτυξιολογία ή να την εξωραϊσει η πλαστογραφική γλωσσοπλασία. Στους ίδιους όρους τα διάφορα συμπληρώματα στα οποία επιζητείται να «δικαιωθεί» η πατρώα αιμορραγία (πολεμικές και κατοχικές αποζημιώσεις κτλ) κι ακόμα κάποια τυχόν πετρελαϊκά λαχεία, θα μπορούσαν να παρατείνουν τη βολή και το χαράμι των εγχωρίων παρασίτων ομού με την εξαγορασμένη ανοχή των πληβείων, καθόλου όμως δεν θα εγγράφονταν στην κοινωνική ανάταξη. 

Υπάρχει ωστόσο ένας κοινός παρονομαστής στα  τρία  ως άνω αιτήματα, κοινός μάλιστα και με τα παραμιλητά που αφορούν την ειδικότερη μετρολογία.  Ο ίδιος παρονομαστής βρίσκεται ακόμα στόν πυρήνα τόσο της «δημιουργικής ασάφειας», όσο και της «διαρκούς διαπραγμάτευσης». Τέλος βρίσκεται στη βάση της διακομματικής υπόγειας επικοινωνίας-σύγκλισης του όλου συστήματος πέραν των τακτικών του διαφοροποιήσεων ή και των εξοντωτικών αλληλοφαγωμάτων ανάμεσα στις διάφορες κλίκες του. Ο παρονομαστής αυτός έχει  ως μια όψη την «αντι-λιτότητα» της «μεσαίας τάξης» (της άνω των 50.000 οικογενειακού ετησίως) κι ως έτερη το αίτημα για καθαρές μεταβιβάσεις απο βορρά (κυρίως απο Γερμανία) προς νότο, ακριβώς ως αναγκαία πηγή. Το κεϋνσιανό – κεντρώο υπόβαθρο της πολιτικής αυτής, μάλιστα επί το παρασιτικότερον, την καθιστά όχι απλώς «μακροπρόθεσμα νεκρή» αλλά και τρεχόντως αποτυχημένη, στο φόντο των ραγδαίων πλέον παγκόσμιων εξελίξεων, παρά τα περιθώρια που θα είχαν οι μεταβιβάσεις αυτές υπό πραγματικά αναπτυξιακούς όρους.

Στο σημείο αυτό η κυβερνητική πολιτική ειδικότερα διχάζεται σ’ εκείνη που θέλει να «αλλάξει την ευρώπη» δηλ. ελπίζει να προωθήσει την ως άνω μεσαιοταξική πολιτική «αντιλιτότητας» σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενδεχομένως και υπό την απειλή «να το κάνει Κούγκι», και σε εκείνη που ως μειοψηφία θεωρεί ότι πρέπει να εγκαταλείψει την ευρώπη και να εφαρμόσει ένα φαντασιακό κράμα  κεϋνσιανού-κρατικού σοσιαλισμού «σε μια μόνο χώρα» κατά τις γνωστές συνταγές σε παραλλαγή.

Στα δεδομένα αυτά, και με γνωστές τις αντιφατικές κοινωνικές διαθέσεις (αντι-τυχοδιωκτισμός κι αντι-λιτότητα μαζί), η κυβερνητική διαφυγή απ’ την λαϊκιστική αυτο-παγίδευση είναι δύσκολη. Με την «ηρωϊκή»-τυχοδιωκτική διέξοδο σε διάφορες εκδοχές να απειλεί με διάλυση τον αριστερό μύθο κι ως εκ τούτου να έχει μικρές πιθανότητες, η «ρεαλιστική» απ-αριστεροποίηση αποτελεί την κύρια επιλογή, όταν μάλιστα οι γνωστές και πολύμορφες γκεμπελικές τεχνικές μπορούν να υποβοηθήσουν στην απομείωση του σχετικού κομματικού κόστους και τη μερική διάσωση του μύθου έστω ως μεταλλαγμένου. Στην πραγματικότητα η απ-αριστεροποίηση είναι η μοναδική προοπτική της κάθε Αριστεράς οπισθοφυλακής, αποκλειομένης της νεκρανάστασης μιας μαζικής σταλιναριστεράς διαφόρων παραλλαγών. Το μόνο ζήτημα είναι το αν η απ-αριστεροποίηση αυτή αυτή συντελείται υπερβατικά, δηλ. ως δύσκολη αναδιαμόρφωση-συνεισφορά στα του αναγκαίου ελευθερωτικού κοινωνικού υποκειμένου ή ενδοσυστημικά, δηλ. ως Κεντροαριστερά στο κλασικό συστημικό ΚΔ-ΚΑ δίπολο. Είναι επίσης φανερό ότι η ανασυγκρότηση των 2 αυτών πόλων, ΚΔ & ΚΑ, κεντρικών στη λειτουργία του συστήματος, συνιστά στρατηγική ανάγκη κι επιδίωξή του, μετά το βαρύ τραυματισμό που έχουν υποστεί τα τελευταία χρόνια στην αναμέτρησή τους με τις κοινωνικές ανάγκες, όταν μάλιστα πλαϊ στην ιδεοθεωρητική και προγραμματική ανεπάρκειά τους έχει αποκαλυφθεί και η φαυλότητά τους. Εν προκειμένω η κυβερνητική πορεία και η μείζων συστημική στόχευση συναντώνται στο ΚΑ έδαφος, έχοντας και τα ειδικότερα στοιχεία μιας ορατής επίσης κι εδώ «εσωτερικής διαπραγμάτευσης», όπως θυσίες και τράμπες αναλώσιμου προσωπικού, αφομοιώσεις ριζοσπαστικής λογοκοπίας, δυσανεξίες κι ανοχές σε μια σειρά στοιχεία ψυχοπαθολογικής ιδιοτροπίας και νεοβαρβαρότητας κτλ.

Αυτό που δεν θίγεται με κανένα τρόπο στην ουσία, όπου άλλωστε κι ένας βασικός κόμπος της διαπραγμάτευσης με την τρόϊκα, είναι η αναγκαία εσωτερική αναδιανομή, πράγμα που θα σήμαινε τη μεταφορά μεγάλου μέρους του βάρους της «ανθρωπιστικής κρίσης» στην (άνω)μεσαία τάξη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό, στην τεχνική, την οικονομική και την πολιτική του διάσταση συνδέεται πολυεπίπεδα με το πολιτικό σύστημα κι ότι στην πραγματικότητα θα σήμαινε επανάσταση για την ελληνική κοινωνία. Μια επανάσταση που ασφαλώς δεν περιορίζεται στην απλή αναδιανομή βαρών, ούτε αφορά μια νομοθετική «ξεπέτα», αλλά ουσιαστικά αφορά τον βαθύ δημοκρατικό-σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της χώρας, στο ευρωπαϊκό πάντα πλαίσιο, με κεντρικό άξονα κι εφαλτήριο το αντίστοιχο πολιτικό σύστημα, πολυκομματικό, μεταφιλελεύθερο και μεταριστερό. 

Βεβαίως οι όποιες εξελίξεις, θα επαναθέτουν με κάθε τρόπο κι εν μέσω κοινωνικού βρασμού το κεντρικό αυτό θέμα, όσο κι αν διάφορα συστημικά εγχειρήματα, απολιτίκ φλυαρίες ή πλεγματικές υπεκφυγές προσπαθούν να το παρακάμψουν, για τον απλό λόγο ότι σ’ αυτό συναντώνται τα εφικτά κι αναγκαία των καιρών.  Εχοντας αναφερθεί στο θέμα αυτό αναλυτικά στο παρελθόν κι απλώς εδώ συνοψίζοντας επιγραμματικά, θα ήθελα ειδικότερα στη συνέχεια να σημειώσω τα στοιχεία του διεθνούς κάδρου όπως αυτά καθορίζουν βασικές διαστάσεις της αναγκαίας πολιτικής, κι όπως επίσης αγνοούνται  από κάθε λογής λαϊκισμούς κι ελιτισμούς.

Ας επαναλάβουμε λοιπόν επιγραμματικά ότι η ανάγκη και δυνατότητα ενός κατάλληλου πολιτικού συστήματος συνδέεται με πιεστικές κοινωνικές ανάγκες για αποπαρασιτισμό κι απο-αποβλάκωση, αλληλεγγύη και προστασία, δημιουργική πρωτοβουλία και κοινωνικό έλεγχο, πολιτική συμμετοχή και προσωπική ευθύνη. Συνδέεται επίσης, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, με τις δυσκολίες του φιλελεύθερου δίπολου (ΚΔ-ΚΑ) και του οικονομικού του συνταγολογίου (νεοφιλελεύθερου και κεϋνσιανού) να διατηρήσουν τα πράγματα στην τροχιά τους. Συνδέεται ακόμα με τον μεγάλο κίνδυνο να αναζητηθεί διέξοδος στα συστημικά αδιέξοδα μέσα από έναν καταστροφικό παγκόσμιο πόλεμο.  

Ζούμε μια μεγάλη καμπή της ιστορίας, ζούμε τη δύση της νεωτερικής και την αυγή της μετανεωτερικής εποχής, την αγωνία ενός καθοριστικού βήματος αποπαρασιτισμού κι απ-αλλοτρίωσης της κοινωνίας, ζούμε την αγωνία της παγκοσμιοποίησης πριν μεταπολιτευθεί σε οικουμενικότητα, μαζί και τους σπασμούς και τους κινδύνους αυτού του τοκετού.  

Στο διεθνές τοπίο γίνονται όλο και πιο φανερά τα μεγάλα συστημικά αδιέξοδα. Δομική οικονομική κρίση κι εν εξελίξει ψυχο-κοινωνική αποσύνθεση στη Δύση, συνεχιζόμενη εξαθλίωση στον τρίτο κόσμο του λιμού, των επιδημιών και των συμμοριών, εσωτερικές ανισορροπίες κι απαιτήσεις αναδιανομής απ’ τον ισχυροποιούμενο πόλο των BRICS, εθνικισμοί και φονταμενταλισμοί ως αντισυστημικές απαντήσεις.  

Κύματα μετανάστευσης προσφέρουν σε Δύση και Τρίτο κόσμο την επιζητούμενη απ’ το σύστημα αλλαγή λαού – στη Δύση εισαγωγή φτηνού λαού και πολιτικοοικονομικός παροπλισμός του εγχωρίου και στον Τρίτο κόσμο εξαγωγή δυναμικού ανατροπής και πολιτικοοικονομικός παροπλισμός του εγχωρίου.

Εισβολή φτώχιας στον αναπτυγμένο κόσμο, εξαθλιωτικής για όλο κι ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, απώλεια της κίτς ευμάρειας άλλων που την ονομάζουν αξιοπρέπεια, μαζί κι απώλεια της καταναλωτικής ψυχοθεραπείας απέναντι στην επιδημία ψυχοπάθειας που συνόδευσε τη διάλυση των σχέσεων την εποχή της «ανάπτυξης» και την απώλεια ελπίδας για το ψευδές όνειρο, και ταυτόχρονα ιδεολογικός, θεσμικός και οικονομικός αποκλεισμός απ’ το φίλιο όνειρο.

Κι αυτά ενώ τα περιβαλλοντικά προβλήματα ξεπερνούν πλέον τα όρια των ακαδημαϊκών ευαισθησιών και της πολυτελούς οικολογίας μέσα από όλο και συχνότερες καταστροφικές αντεπιθέσεις της φύσης στην ύπαιθρο και τις πόλεις, την ίδια στιγμή που προσεγγίζεται πλέον η ενεργειακή οροφή του νεωτερικού πολιτισμού μας αναγκάζοντάς τον να καταφεύγει όλο και πιό πολύ στην πυρηνική ενέργεια και τα ασύμμετρα προβλήματά της.

Εν μέσω όλων αυτών αλλά και δι αυτών, αιχμιακό ζήτημα στη Δύση αναδεικνύεται αυτό που αποτελεί τον κοινό τόπο ασφυκτικών πιέσεων αλλά και δυνατοτήτων διεξόδου, στο βαθμό της πολιτικής του «ολοκλήρωσης», δηλαδή η Λιτότητα.

Ας σημειώσουμε εκ προοιμίου εδώ ότι, όπως η μείζων χειραγωγητική απάτη επί δεκαετίες στο πολιτικό πεδίο υπήρξε η «αντιδεξιά» φιλολογία, η παρόμοια μείζων απάτη στο κοινωνικοοικονομικό πεδίο αφορά τη φιλολογία της «αντιλιτότητας», ιδιαίτερα στη χώρα μας όπου οι άνω απάτες προετοιμάζουν δραματικές εξελίξεις πριν αυτοδιαψευσθούν έμπρακτα και πανηγυρικά.  Η «αντι-λιτότητα», με ειδικότερες δημαγωγικές πλευρές κι εκφράσεις όπως η «αντι-μνημονιακή», η «εθνικο-ανεξαρτησιακή» κτλ. αποτελεί το λώρο πρόσδεσης της κοινωνίας στην μετωπική πολιτική του πολιτικοικονομικού παρασιτισμού και δή της ανανεωτικής του διαδικασίας. Ο αντίστοιχος μετωπικός εθνικολαϊκισμός, συμπαρασύροντας εν προκειμένω και υπολειμματικές κοινωνικές και πατριωτικές ευαισθησίες (αλλά και ιδεοληψίες) δώθε και κείθε, εμφανίζεται με προσωπείο πατριωτικής, δημοκρατικής και κοινωνικής ευαισθησίας δεν αφορά όμως παρά δημαγωγική και διχαστική εθνοκαπηλεία και πτωχοκαπηλεία. Πράγματι μοιάζει απελπιστικό για την κοινωνία να δεχτεί ότι οι χαρακτηριστικές «εθνικολαϊκές» φάτσες στα κανάλια (κι ας μη ξεχαστούμε εδώ σε κάποιες συμπαθείς) φωτογραφίζουν την διαιωνιστική πλευρά της ίδιας παγίδας. Μα ας παρηγορηθεί κατανοώντας ότι το όντως τραγικό είναι να σπαταλάται το δια παθημάτων κτηθέν ανατακτικό κοινωνικό φρόνημα σε αναπαγιδεύσεις όπως τις πιστοποιεί κάθε μετωπική δημαγωγία.  

Υπάρχουν τέσσερις  πτυχές της Λιτότητας που συμμετέχουν ταυτόχρονα, καθεμιά με τον τρόπο της, τόσο στη μάχη επιβίωσης του συστήματος όσο και στο στοίχημα επιβίωσης και προαγωγής της κοινωνίας διεθνώς.  Δεν μιλούμε εδώ για τη φτώχια κι εξαθλίωση του τρίτου κόσμου που απέχει επί τα χείρω απ’ την έννοια του όρου, ούτε καν γι αυτή του κοινωνικού περιθωρίου στη δύση. Μιλούμε  για τη  λιτότητα όπως αφορά τον κύριο κορμό των δυτικών κοινωνιών κι όπως αναδεικνύεται σε επίδικο στοιχείο συγκρουόμενων πολιτικών διεθνώς. 

Η πρώτη αφορά τα περιθώρια κερδοφορίας ως στοιχειώδους όρου λειτουργίας της (αγοραίας) παραγωγικής μηχανής, περιθώρια συρρικνούμενα στην πρόοδο της συσσώρευσης που έτσι απαιτούν τη διαρκή λιτότητα με περιοδικές μόνον χαλαρώσεις κι εξαγορασμένες συναινέσεις, ανάλογα και με τις ολικές αποδόσεις της παραγωγικής μηχανής.  Στα παρεπόμενα της διαδικασίας αυτής είναι οι βαθειές οικονομικές κρίσεις, οι κατά καιρούς αναγκαίες εξυγιάνσεις κι αποπαρασιτισμοί του συστήματος, καθώς και οι περιοδικές αλλά και με τάσεις μονιμοποίησης εσωσυστημικές πιέσεις απέναντι στη μη παραγωγική κερδοφορία.

Η δεύτερη αφορά την παγκόσμια αναδιανομή πλούτου όπως την επιβάλλει η αυξανόμενη οικονομοπολιτική ισχύς των BRICS και οι πιέσεις του τρίτου κόσμου σε εποχή τριπολικής παγκοσμιοποίησης κι ανάσχεσης του ιμπεριαλισμού.  Η εξελισσόμενη αναδιανομή αυτή, με πολύ βραδύτερα αυξανόμενη την παγκόσμια πίτα, εγκαθιστά τη λιτότητα ως μόνιμη προοπτική στις ανεπτυγμένες χώρες και ιδίως για τα μικρομεσαία τους στρώματα διαμορφώνοντας εκρηκτικές πιέσεις (Δ & Α) στο εσωτερικό καθώς και πιέσεις νέων παγκόσμιων διευθετήσεων και συστημικής επανεκκίνησης μέσω ενός παγκόσμιου πολέμου. Φυσικά, αναδύεται παράλληλα η εναλλακτική-στοιχηματική προοπτική της παγκόσμιας μετα-νεωτερικής μεταπολίτευσης η οποία πάντως δε μπορεί να αγνοήσει την πραγματικότητα κι ανάγκη της λιτότητας – αναδιανομής. 

Η τρίτη αφορά τη λιτότητα ως βιοτική αξία απέναντι στον καταναλωτισμό και την ψυχοπαθολογική ευζωϊα της ιδιωτείας. Δεν πρόκειται εδώ για κάποια ιδεολογία της στέρησης αλλά για την ανάγκη της εν γένει οικονομίας των πραγμάτων και την ανάγκη του ελευθερωτικού μέτρου στην προσωπική-κοινωνική ζωή, πρόκειται για την ίδια τη δικαιοσύνη στη βαθύτερη και υπερ-αγοραία ουσία της, πρόκειται για τον τρόπο του ευ ζειν εν κοινωνία προσώπων. Ενα τέτοιο ευ ζείν, οπωσδήποτε πολιτικό δηλ. ενεργά ρυθμιστικό των ανθρώπινων σχέσεων, συνδέεται περαιτέρω με στοιχεία όπως κατάλληλες υποδομές, περιβάλλον ζωής, τρόποι και στόχοι της καθημερινής δραστηριότητας, ρυθμίσεις χρόνου και περιεχομένου εργασίας και σχόλης κτλ. τέτοια που ως η άλλη πλευρά της λιτότητας την αναδεικνύουν ως πράγματι βιοτική αξία.

Η τέταρτη αφορά τη λιτότητα ως «δημιουργό ύφεσης κι εμπόδιο στην ανάπτυξη» κι αντίστοιχα την αντι-λιτότητα ως εργαλείο ανάπτυξης, όπως διακηρύσσεται απ’ τις λαϊκιστικές & ΚΑ φωνές.  Εδώ πρόκειται για μύθο, πρόκειται για το ματζούνι της «αναπτυξιακής ζήτησης-κατανάλωσης» που μοιράζει η κεϋνσιαριστερά σε εαυτόν και αλλήλους, ξεχνώντας ότι το αναντίκρυστο χρήμα γεννά «ανάπτυξη» μόνον σε ειδικές συνθήκες πρόθυμης και διαρθρωτικά προεξοφλημένης αξιοποίησής του, όπως σε ελαφρές υφέσεις – υποαπασχολήσεις ή σε ανοικοδομήσεις μετά από βαθειές καταστροφές και πάντως όχι σε συνθήκες βαθειάς διαρθρωτικής κρίσης όπου ο κρίσιμος παράγοντας είναι ο πολιτικός μάστορας-ανατάκτης, νεοφιλελεύθερος, ολοκληρωτικός ή δημοκρατικοσυμμετοχικός, κατά την ωριμότητα των καιρών.

Ο άξονας «Αναδιανομή-Λιτότητα» σ’ ολες του τις διαστάσεις, όπως εκφράζει τα όρια του παγκοσμιοποιημένου πλέον συστήματος αλλά και τις παγκοσμιοποιημένες βιοτικές προοπτικές, βρίσκεται στο επίκεντρο των διεθνών τεκταινομένων κι εξελίξεων. Δεν αφορά όμως μια στενά οικονομική πραγματικότητα, αφού εμπλέκει συνολικότερα ιδεολογοπολιτικές απαντήσεις που λίγο-πολύ συγκρούνται σ’ όλα τα επίπεδα του βιοτικού. Νεωτερικές οπισθοφυλακές του διπρόσωπου φιλελευθερισμού αλλά και του κρατικού καπιταλισμού, προνεωτερικοί φονταμενταλισμοί σε διάφορες εκδοχές και τέλος ψελίσματα μετανεωτερικών δημοκρατικών απαντήσεων διασταυρώνονται σήμερα στο διεθνές ιδεολογοπολιτικό τοπίο έχοντας τους ιδιαίτερους γεωπολιτικούς τους πόλους, πολιτικοικονομικούς και πολιτισμικούς και τις ειδικότερες ζώνες και επίπεδα όπου εξελίσσονται οι συγκρούσεις τους.

Η αραβική άνοιξη και η εξέλιξή της, η τζιχαντιστική απειλή, ο ερντογανικός εκσυγχρονιστικός ισλαμισμός, οι τριπολικές τριβές  ΗΠΑ-ΕΕ-BRIC, οι ειδικότερες τριβές ΗΠΑ-ΕΕ κι άλλες σοβούσες διαδικασίες διεθνούς σημασίας σε Ασία και Λατινική Αμερική είναι χαρακτηριστικά στοιχεία της πραγματικότητας αυτής. Ανάμεσά τους έχουν ιδιαίτερη σημασία αυτά που αφορούν τους δυό πόλους της δύσης, δηλ. ΗΠΑ και ΕΕ, για ιδιαίτερους λόγους τον καθένα.

Οι ΗΠΑ όντας η μεγαλύτερη στρατιωτική υπερδύναμη, βρίσκονται ταυτόχρονα  στο επίκεντρο των παγκόσμιων πιέσεων, αν και στην αμερικανική κοινωνία αυτό δεν έχει γίνει ακόμα τόσο αισθητό όσο στην Ευρώπη.  Με φανερή οικονομική κόπωση, με δημοσιονομικά προβλήματα που συχνά διακρίνεται η κορυφή τους όπως αυτή ενός παγόβουνου, με πιεζόμενη την εκτεταμένη μεσαία τάξη ανάμεσα στα ΚΔ-ρεπουμπλικανικά και ΚΑ-δημοκρατικά αδιέξοδα, με εξαθλιούμενο ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού όπου το ποσοστό αφροαμερικανών και λατίνων διογκώνεται, με ειδικές παραδόσεις φιλελευθερισμού, βίας κρατικής και μη αλλά κι εκτεταμένης οπλοκατοχής, και τέλος με δεδομένη την προοπτική αναδιανεμητικής «λιτότητας», αποτελούν μια οιωνεί πυριτιδαποθήκη. Με επί πλέον τη δυσκολία διεξαγωγής συμβατικών περιφερειακών πολέμων προς αντιστροφή της παγκόσμιας αναδιανεμητικής πορείας, αφού αυτοί μπορεί να καταστούν κοινωνικοπολιτικό μπούμεραγκ, καθώς και με μεγάλες πλέον δυσκολίες χειραγώγησης της συμμάχου Ευρώπης που αυτονομείται τεθλασμένως μεν πλην διαρκώς υπό τον γαλλογερμανικό άξονα, δεν αποτελεί υπερβολή να πούμε ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται μπροστά σε κρίσιμο στρατηγικό πρόβλημα το οποίο αποτελεί ταυτόχρονα παγκόσμιο πρόβλημα ζωής ή θανάτου.

Βεβαίως ιέρακες και περιστερές στα αμερικανικά κυβερνητικά επιτελεία έχουν για την ώρα συγκλίνει σε μιά πολιτική που αφ’ ενός στοχεύει να μετριάσει, χωρίς να εξουδετερώσει, την οικονομική και πολιτική ισχύ της συμμάχου ΕΕ, κι αφ’ ετέρου να πετύχει την οικονομοπολιτική περίσφιξη της Ρωσίας ως πρώτο βήμα για την γενικότερη ανακοπή της παγκόσμιας αναδιανομής και τη στρατηγική αναβάθμιση των ΗΠΑ στη σοβούσα τριπολική σύγκρουση. Οι αμερικανικές πιέσεις οικονομικής χαλάρωσης στην ευρωζώνη αλλά και ο ουκρανικός πόλεμος είναι αδιάψευστοι μάρτυρες των άνω, χωρίς καθόλου αυτό να σημαίνει ότι τα πράγματα εξαντλούνται εκεί. Αντίθετα, αμερικανικά think tanks, η υπηρεσία ανάλυσης της παγκόσμιας οικονομίας της CIA, ευρωπαίοι πολιτικοί και αναλυτές καθώς κι ο Γκορμπατσώφ πρόσφατα, επισημαίνουν τον κίνδυνο παγκόσμιου πολέμου ως εγχειρήματος διεξόδου στα αμερικανικά κοινωνικοοικονομικά αδιέξοδα.

Βασικό αντίρροπο πόλο απέναντι στον κίνδυνο παγκόσμιας πολεμικής καταστροφής αποτελεί η Ευρώπη. Η Ευρώπη με μακρόχρονη κουλτούρα κοινωνικών αναζητήσεων και μεταπολιτεύσεων, με προχωρημένη αν κι ατελή συνεργασία των ευρωπαϊκών κρατών στο πλαίσιο της ΕΕ και της ευρωζώνης, με μέτριες στρατιωτικές δυνατότητες κι αντίστοιχες τάσεις μετριοπάθειας, αλλά και με ισχυρά τα βιώματα των πολεμικών καταστροφών, διαθέτει περισσότερο από κάθε άλλον όρους να προσεγγίσει άλλες διεξόδους.

Ηδη η Ευρώπη αντιμετωπίζει τα τελευταία χρόνια τις πρώτες πιέσεις «αναδιανομής-λιτότητας» πολύ εντονότερα κι εκτεταμένα απ’ τις ΗΠΑ (που κινούνται εδώ με υστέρηση φάσης αναβάλλοντας την αναμέτρησή τους με το πρόβλημα στο εσωτερικό έδαφος) ασφαλώς με αναδιαρθρωτικά τραύματα κι αστοχίες αλλά χωρίς ακραίες συγκρούσεις στο εσωτερικό και χωρίς τύμπανα πολέμου στο διεθνές μέτωπο.  Απεναντίας εκεί είναι σαφείς οι προσπάθειές της να κρατήσει «το θηρίο στο κλουβί».  Φυσικά οι ad hoc διπλωματικές προσπάθειες δεν αρκούν εδώ όπου η παγκόσμια συνύπαρξη απαιτεί γενικότερες διευθετήσεις οι οποίες ουσιαστικά εγγράφονται σε στρατηγικές μετα-νεωτερικής οικουμενικότητας. Η διαρκής κι αναβαθμιζόμενη θεσμικά παρέμβαση για την κατάσβεση και πρόληψη των επικίνδυνων εστιών, ο έλεγχος των ρυθμών αναδιανομής παγκοσμίως ώστε να μην καθίστανται εκρηκτικοί και να δίνουν χρόνο στις αναγκαίες πολιτικοικονομικές προσαρμογές, η συστηματική στήριξη της πολιτικοοικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης του τρίτου κόσμου, η αποσυμπίεση της δυτικής ανταγωνιστικότητας μέσω της anti-dumbing βιοτικής αναβάθμισης στις χώρες φθηνής εργασίας, ειδικότερες σχετικές πολιτικές όπως αυτή του μεταναστευτικού κτλ, κι ακόμα ειδικές και πολύπλευρες πολιτικές και πολιτισμικές παρεμβάσεις στις κοινωνίες και τις ηγεσίες των χωρών που κρατούν τα κλειδιά του πυρηνικού ολέθρου, αποτελούν αναγκαιότητες των οποίων το κύριο προωθητικό και συντονιστικό βάρος πρέπει να αναλάβει η Ευρώπη. Και κυρίως οφείλει η Ευρώπη να τοποθετήσει όλα τα παραπάνω στο πλαίσιο της δικής της εσωτερικής μετα-φιλελεύθερης μεταπολίτευσης, ώστε οι αρχικές θεωρητικές δυνατότητές της να μπορέσουν να εκφραστούν πρακτικά και πολλαπλασιαστικά, η γενικότερη παγκόσμια μεταπολιτευτική διέξοδος να αποκτήσει οδηγό παράδειγμα, αλλά και να απαντηθούν τα δικά της εσωτερικά συστημικά αδιέξοδα που αποκτούν επείγοντα χαρακτήρα.

Προς το παρόν βέβαια, η εσωτερική σύγκρουση βορρά-νότου στην ευρώπη είναι ελεγχόμενη έχοντας κοινό τόπο διεξόδου τη ρήξη με τον βόρειο και τον νότιο παρασιτισμό κατά τις ιδιομορφίες του καθενός και με τα ανάλογα επεισόδια και τριβές. Σοβεί  ωστόσο το βαθύτερο πρόβλημα των εν γένει συστημικών ορίων στην απάντηση των ευρωπαϊκών προβλημάτων και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ως αναγκαίου όρου επιβίωσης των ευρωπαϊκών λαών, υπό συνθήκες μάλιστα προοπτικής «λιτότητας». Η ΕΕ έχει πετύχει ως τώρα, μέσα σε δύσκολες συνθήκες, ορισμένη πολιτικοοικονομική σταθεροποίηση όντως απαραίτητη για την ευρωπαϊκή και παγκόσμια προοπτική. Η επιτυχία όμως αυτή παραμένει άκρως επισφαλής αφού στηρίχθηκε σε μια προσαρμογή βίαιη και ασύμμετρη που συνθλίβει τα πιο αδύναμα κοινωνικά τμήματα και δεν αντιμετωπίζει τη γενικότερη κοινωνική διάλυση η οποία αποτελεί το συνώνυμο της κρίσης, ενώ περαιτέρω εξωθεί την δημιουργούμενη αντισυστημική κοινωνική δυναμική σε στενοδιεκδικητικές ή ολοκληρωτικές κατευθύνσεις.

Βεβαίως η ευρωπαϊκή πολιτική ηγεσία (αλλά και η ευρωπαϊκή νεωτερική κοινωνία, προτεσταντική, καθολική, αριστερή ή μηδενιστική), απέχει ιδεολογοπολιτικά από τις μετα-φιλελεύθερες αναγκαιότητες παρά τα σχετικά βήματα στα οποία λόγω κεντρικής θέσεως-θεάσεως ωθείται ο γαλλογερμανικός ηγετικός άξονας την ίδια στιγμή που στο νότο οι ωριμάζοντες προσανατολισμοί εκτρέπονται μέσα από εθνικολαϊκές συμπράξεις μεσαιοπαρασίτων-λαϊκιστών σε αδιέξοδες κατευθύνσεις. Ομως η μετα-φιλελεύθερη διέξοδος, η δημοκρατική-σοσιαλιστική, όπως περιλαμβάνει την κοινωνική δημοκρατική απαλλοτρίωση των θεσμών εξουσίας, τον παραγωγικό κι ευρύτερο κοινωνικό σχεδιασμό, την κοινωνική ασφάλεια κι ελάχιστη προστασία, και φυσικά την αγορά και τις σχετικές προσαρμογές, είναι η μοναδική διέξοδος της Ευρώπης σε συνδυασμό με τη γενικότερη ανάλογη δράση της στο παγκοσμιοποιημένο πολιτικοοικονομικό τοπίο. Κάτι τέτοιο είναι ταυτόχρονα εφικτό και δύσκολο για την ευρώπη που ρέπει σε νεωτερικές αναγνώσεις κι εκπτώσεις της διεξόδου αυτής, αλλά πιο κοντά στις ελληνικές-ελληνάδικες ανάγκες και δυνατότητες, επιβεβαιώνοντας με όρους κρίσιμης επικαιρότητας τον κοινό  ελληνο-ευρωπαϊκό τόπο αλλά και υποδεικνύοντας την ανάγκη των αντίστοιχων οσμώσεων.

Μ’ αλλα λόγια, το δημοκρατικό, το σοσιαλιστικό και το ευρωπαϊκό στοιχείο αποτελούν αδιαχώριστα στοιχεία στην αναγκαία μετα-φιλελεύθερη μεταπολίτευση με την ελληνική συνεισφορά κρίσιμη για την υπέρβαση των νεωτερικών  φραγμών – της φιλελεύθερης έκπτωσης του προσωπικού και της αριστερής κι ακροδεξιάς έκπτωσης του κοινωνικού.

Η Ελλάδα της κρίσης  βρίσκεται και με τέτοιου είδους όρους στην αιχμή των διεθνών εξελίξεων, κάτι που διαφεύγει των πολιτικοκοινωνικών αναλύσεων αν και η πραγματικότητα αυτή, στη διαθλασμένη και στρεβλωμένη όψη της, καληώρα, γίνεται ξαφνικά ορατή τοις πάσι. Βρίσκεται με τον ιδιαίτερο κι αντιφατικό τρόπο που καθορίζουν η πολιτισμική της προίκα αλλά και η νεοελληνάδικη εκποίησή της, με τον ιδιαίτερο κι αντιφατικό τρόπο της πολιτικής της ταυτότητας και δολιχοδρομίας. Βρίσκεται τόσο κοντά και τόσο μακρυά, ταυτόχρονα, απ’ τις απαντήσεις που αναγκαιούν στη χώρα και τον κόσμο, πρωτοπόρα από μια άποψη μα και θλιβερή επαρχιώτισσα από μια άλλη. Προτάγματα φιλότιμης ελευθερίας κι αντισυστημικός κλεφτοπόλεμος απ’ τη μιά, διχαστική μετριοκρατία και πλιατσικολογική αταξία απ’ την άλλη - εθνικολαϊκά «κοινωνικά μέτωπα» μικρομεσαίου δικαιωματισμού υπό μεσαιοπαρασιτική ηγεμονία. Μια από αιώνων αντίφαση που η πολιτικοθεσμική της επίλυση στο σημερινό εγχώριο τοπίο επείγει αποτελώντας το κεντρικό εθνικό διακύβευμα αλλά και κλειδί για τη διάνοιξη του νέου διεθνούς δρόμου.

Προαπαιτείται όμως η ανάλογη ιδεολογική χειραφέτηση της αναγκαίας οδηγού κοινωνικής μειοψηφίας, χειραφέτηση η οποία περιλαμβάνει την αξιοποίηση κι απ-αγκύλωση, υπό τα σύγχρονα φώτα, της ελευθερωτικής πατρώας κληρονομιάς (των αντιδανείων της περιλαμβανομένων, ως πχ. του μαρξισμού) που ασφυκτιά μέσα στα καθεστωτικά καλούπια συντηρητισμού και προοδευτισμού, Δ & Α. Το προσωπικό-κοινωνικό ελευθερωτικό στοιχείο της ελληνικής δημοκρατικής-«αριστοκρατικής» πολιτειολογίας όσο και ο διαλεκτικός προσωπικός-κοινωνικός πυρήνας της ορθοδοξίας παρέχουν τα βασικά κλειδιά των αναγκαίων ιδεολογικών υπερβάσεων. Υποδεικνύουν εν ταυτώ τις αναγκαίες για την ανάδυσή τους ιδεολογικές ρήξεις στον πολιτικό και πνευματικό χώρο, αλλά και την ανάγκη των ενωτικών ολοκληρώσεων των αποτελεσμάτων – διαδικασία που οφείλει να σηματοδοτηθεί και στο επίπεδο του Συμβολικού με αντίστοιχες πρωτοβουλίες και στάσεις.

Στους όρους τέτοιων υπερβάσεων, που αξιοποιούν άλλωστε και τις διαθέσιμες μερικότητες στα επί μέρους πνευματικά πεδία, μερικότητες πολύτιμες μα και χαμένες σε πλαγιοβασίες κι άγριες γραφικότητες, μπορεί να ανασωματωθεί κι εκπτυχθεί η ελληνική δυναμική στο σύγχρονο κόσμο που αναζητά αποπαγίδευση απ’ τα αδιέξοδα εγχειρήματα των συστημικών οπισθοφυλακών και των αντισυστημικών αναχρονισμών. -

* Το κύριο μέρος του άρθρου, αποτελεί τμήμα του προλόγου του βιβλίου του Δ.Τ. με τίτλο «Μετέωρα Βήματα» (Ιανουάριος 2015) που περιλαμβάνει συλλογές από παλιότερη αρθρογραφία.

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο της Ειρήνης Βουρλούμη.

πηγή κειμένου: Aντίφωνο

Σχολιάστε:

Πληκτρολογήστε το σχόλιό σας
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ