Νίκος Ράπτης*
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι ταραγμένοι καιροί που περνάμε χαρακτηρίζονται από απαξίωση προς το δημόσιο «πράγμα».
Ιδίως στις νεώτερες ηλικίες, ο ένθερμος προσηλυτισμός στον καταναλωτισμό (το άλλο πρόσωπο της ιδιωτείας, και με τις δύο έννοιες του όρου), η απαξίωση της παιδείας, η μανιακή αναζήτηση της ευκολίας, η θεοποίηση του παρόντος, ο ηδονοθηρισμός κ.λπ. καθιστούν την Πολιτική «ξένο σώμα», χόμπι για γέρους, ανιαρή και αποκομμένη από την πραγματικότητα δραστηριότητα.
Το ότι βέβαια τα δημόσια πράγματα συνεχίζουν να κινούνται ακόμα κι αν με την πολιτική ασχολούνται μόνο οι εξουσιαστές είναι μια παλιά αλήθεια, που τη θυμόμαστε σιγά-σιγά καθώς η λιποταξία των πολιτών από το δημόσιο χώρο αφήνει ελεύθερο το πεδίο στην Εξουσία και το Χρήμα να επιβάλει τους κανόνες της στους πάντες –που είναι, όπως ήταν επί χιλιάδες χρόνια, κανόνες δουλείας, ανελευθερίας, χειραγώγησης και εκμετάλλευσης.
Ιδίως στις νεώτερες ηλικίες, ο ένθερμος προσηλυτισμός στον καταναλωτισμό (το άλλο πρόσωπο της ιδιωτείας, και με τις δύο έννοιες του όρου), η απαξίωση της παιδείας, η μανιακή αναζήτηση της ευκολίας, η θεοποίηση του παρόντος, ο ηδονοθηρισμός κ.λπ. καθιστούν την Πολιτική «ξένο σώμα», χόμπι για γέρους, ανιαρή και αποκομμένη από την πραγματικότητα δραστηριότητα.
Το ότι βέβαια τα δημόσια πράγματα συνεχίζουν να κινούνται ακόμα κι αν με την πολιτική ασχολούνται μόνο οι εξουσιαστές είναι μια παλιά αλήθεια, που τη θυμόμαστε σιγά-σιγά καθώς η λιποταξία των πολιτών από το δημόσιο χώρο αφήνει ελεύθερο το πεδίο στην Εξουσία και το Χρήμα να επιβάλει τους κανόνες της στους πάντες –που είναι, όπως ήταν επί χιλιάδες χρόνια, κανόνες δουλείας, ανελευθερίας, χειραγώγησης και εκμετάλλευσης.
Βοηθάει βέβαια στην απομάκρυνση των σημερινών νέων από την πολιτική (με μικρό «π» τούτη τη φορά) πως αν τη δει κανείς ως επάγγελμα, η «αγορά» έχει κλείσει από το μεταπολιτευτικό προσωπικό και τους κολαούζους του, που έχουν στήσει ένα κατ’ ουσίαν «κλειστό» επάγγελμα, το οποίο επί πλέον, λόγω της μείωσης των οικονομικών εκροών του συστήματος, έχει χάσει πολλή από την προσοδοθηρική του γοητεία. Με άλλα λόγια, όπως έλεγε ο Τζίμης Πανούσης για τα ναρκωτικά: «νέοι, μακριά από την πολιτική. Δε φτάνει για όλους!».
Σε αυτό το πλαίσιο, έχει ενδιαφέρον η εμφάνιση ενός νεότατου ανθρώπου που γράφει μανιωδώς για τα πιο διαφορετικά πολιτικά φαινόμενα, μιλάει πολιτικά, δραστηριοποιείται πολιτικά, διαβάζει πολιτικά (ή τουλάχιστον ελπίζω πως το κάνει) και εν γένει είναι λες κι ήρθε από «άλλο ανέκδοτο»- και όχι χωρίς κόστος.
Παρ’ όλα αυτά, κι εδώ το πράγμα γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρον, δεν έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση πρόωρης διανοητικής γήρανσης, ούτε με κάποια πιο οξυμένη εκδήλωση ενός συνδρόμου μικρομεγαλισμού (που κατά τα άλλα είναι βασικό χαρακτηριστικό όλων όσοι είναι από 10 ως 30 ετών, οπότε αντικαθίσταται σταδιακά από τον παλιμπαιδισμό): παρά τους τόνους και τα πνεύματα και τις λόγιες εκφράσεις, τα αρχαιόκλιτα και τις αρχαΐζουσες παροιμίες, τις λέξεις υπό εξαφάνιση (όπως αυτό το «αδολεσχία», που όταν το πρωτοάκουσα οφείλω να ομολογήσω πως το μυαλό μου πήγε στο κακό) και λοιπά φτιασίδια, η ουσία των κειμένων και του προβληματισμού του Μητραλέξη είναι ριζικά νεανική. Θα τολμούσα να πω πως είναι αποκαλυπτική για το τί θα έλεγαν οι νέοι αν μας μιλούσαν. Κι αυτό δεν είναι κάτι που το ξεπερνά κανείς έτσι, ελαφρά τη καρδία.
Το πρώτο στοιχείο της νεανικότητας των κειμένων του Σωτήρη Μητραλέξη είναι ο πολιτικός συγκρητισμός: τα κείμενά του κουρελιάζουν κάθε έννοια διαίρεσης των πολιτικών ιδεών στον άξονα δεξιάς-αριστεράς. Κινούνται με άνεση από το Σαμαρά ως την Πολιτική Οικολογία και από την Άμεση Δημοκρατία στον φιλελευθερισμό, με τρόπο που φαίνεται σε εμάς τους παλαιότερους ιλιγγιώδης αλλά δηλώνει κάτι πολύ ουσιαστικό. Όπως στο γνωστό παραμύθι εμφανίζεται ένα φρέσκο μάτι (ένα παιδί σε εκείνη την περίπτωση) για να ονοματίσει το αυτονόητο της γύμνιας του βασιλιά και να οδηγήσει στη συνειδητοποίηση ένα ολόκληρο πλήθος που δεν την έβλεπε γιατί δεν ήταν δυνατόν να την διανοηθεί, γιατί δεν είχε τις λέξεις να το κάνει, έτσι και το ζιγκ-ζαγκ του Μητραλέξη αποδεικνύει πως τα πράγματα που λέμε δεξιά και αριστερά δεν υπάρχουν πια. Ο Μιτεράν έλεγε πως η ιδέα πως έχει καταργηθεί ο διαχωρισμός δεξιάς/αριστεράς είναι πάντα μια δεξιά ιδέα, αλλά ο Μιτεράν ρίζωνε στο 20ό αιώνα ενώ ο Μητραλέξης στον 21ο και φαίνεται πως ένας αιώνας μετράει πολύ στις πολιτικές κατηγοριοποιήσεις.
Αυτό που έχει αντικαταστήσει τη διαίρεση δεξιάς-αριστεράς φαίνεται να είναι μια ad hoc «εκ των ενόντων» επιλογή ιδεών, αξιών, πολιτικών προταγμάτων, ορολογίας, μορφών πολιτικής συμπεριφοράς που κάποτε γεννήθηκαν ίσως στην αριστερά και τη δεξιά (και το κέντρο και τα εκατέρωθεν άκρα) αλλά σήμερα απλώς βρίσκονται εκεί, απλωμένα στους πάγκους της πολιτικής πραμάτειας, στη διάθεση του κοινού. Ενώ παλιά συγκροτούνταν σε μενού σήμερα διατίθενται σε Salad Bar: διαλέγετε και παίρνετε.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό, σύμφυτο με το πρώτο, είναι η έκταση της θεματολογίας των κειμένων του Σωτήρη Μητραλέξη: έχουμε κείμενα που αναφέρονται στη λειτουργία των θεσμών, την εξωτερική πολιτική, την εκπαιδευτική πολιτική, την πολιτική φιλοσοφία, τη θεολογία. Έχουμε ακόμα κι ένα δοκιμιακό κείμενο που αναφέρεται στην κοραϊκή «μετακένωση», με σημειώσεις, βιβλιογραφία, συμπεράσματα και τα ρέστα, το οποίο μορφολογικά δε μοιάζει με άρθρο πολιτικής παρέμβασης αλλά με μελλοντική επιστημονική δημοσίευση, που δε θα το κρίνω ως τέτοιο διότι δεν είμαι «pair», αλλά απλώς το αναφέρω για να δείξω πόσο τα κείμενα του Μητραλέξη είναι κείμενα της εποχής μας, που σαν την εποχή μας απεχθάνονται τα όρια μεταξύ του οτιδήποτε. Η μεταμοντέρνα συνθήκη είναι κυρίως μια συνθήκη γκρίζων, ξεφτισμένων και αδιόρατων διαχωριστικών γραμμών. Από το τείχος του Βερολίνου περνάμε στα αδιόρατα πλακάκια στο έδαφος, που δείχνουν «πού ήταν το τείχος»· η εθνικότητα, η οικογενειακή κατάσταση, η ηλικία, ακόμα και το φύλο προσδιορίζουν όλο και λιγότερο τις συμπεριφορές· στο facebook ένας μαθητής της ΣΤ΄ Δημοτικού μπορεί να συνομιλεί με τις διασημότητες που θαυμάζει λες κι είναι φιλαράκια (και τουλάχιστο αγγλιστί είναι πράγματι) κ.ο.κ.
Καλό τώρα είναι αυτό; Κακό; Μα ποιος ορίζει τα όρια ανάμεσά τους;
Το τρίτο χαρακτηριστικό των κειμένων του Σωτήρη Μητραλέξη είναι η απέχθεια προς το κατεστημένο: «πολύ πρωτότυπο για νέο!» θα μου πείτε και σωστά. Υπάρχει όμως ένα ζήτημα εδώ, που ίσως να μας απασχολήσει αρκετά στο μέλλον. Στην Ελλάδα άλλο κατεστημένο από το μεταπολιτευτικό δεν υπάρχει. Έχουμε ένα καθεστώς, με πολύ συγκεκριμένη κοσμοθεωρία (ουσιαστικά την πληβειακή-λαϊκιστική-αριστερή αντίληψη που στηρίζεται στην υποτίμηση των θεσμών, την ακραία εξατομίκευση, τη αντικατάσταση όλων των αξιών από την οικονομική ευημερία), η οποία εκφράζει πολύ συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα (όσους ζουν κυρίως από τη φοροδιαφυγή, τη διαφθορά, τη μαύρη οικονομία και την αργομισθία, που είναι επίσης στρώματα με ηλικιακό και έμφυλο πρόσημο- για να μην ξεχνιόμαστε), που οργάνωσε με πολύ συγκεκριμένο τρόπο την πλουτοπαραγωγική, θεσμική και ιδεολογική του ηγεμονία. Αυτά είναι τα καλά νέα. Τα κακά είναι πως αυτό το σύστημα βρίσκει τοίχο παντού και καταρρέει, πάνω-κάτω όπως κατέρρεε η ελληνική δικτατορία όταν συναντήθηκε με την πετρελαϊκή κρίση του 1973 ή όπως κατέρρευσαν τα κομμουνιστικά καθεστώτα όταν συναντήθηκαν με την παγκοσμιοποίηση και τη μετανεωτερικότητα.
Αυτό σημαίνει πως η νεότητα της Ελλάδας, που είναι το τραγικότερο θύμα της μεταπολιτευτικής μπουρδολογίας και (στο βαθμό τουλάχιστο που θα διατηρήσει δεσμούς με τη χώρα) αποτελεί το κοινωνικό σώμα που θα κληθεί να πληρώσει το λογαριασμό για τον εθνικό χαλασμό της τριακονταπενταετίας 1974-2009, έχει δίκιο να φτύνει τη Μεταπολίτευση, και αλίμονο αν δεν το έκανε, με διπλάσια μάλιστα απέχθεια και οργή απ’ ότι οι πρόγονοί της έφτυναν ας πούμε τον στρατό, το παλάτι κ.ο.κ.
Υπάρχει βέβαια ένα πρόβλημα εδώ: πως ταυτόχρονα με όλα τα κακά που είπαμε παραπάνω, η Μεταπολίτευση είναι ταυτόχρονα η εποχή των κοινοβουλευτικών θεσμών, της επέκτασης-κατοχύρωσης των ατομικών δικαιωμάτων, της ελευθεροτυπίας, της κομματικής-συνδικαλιστικής λειτουργίας, του ευρωπαϊσμού, της ισότητας των φύλων, των δικαιωμάτων του παιδιού, του αντιρατσισμού, του κοινωνικού κράτους, της αδέσμευτης ιδεολογικής αναζήτησης κ.ο.κ.
Οπότε η διαδικασία απόρριψης, κατεδάφισης, ανατροπής της Μεταπολίτευσης θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια αντιμεταρρύθμιση που θα επέβαλε ένα καθεστώς αυταρχικό, προσωποπαγές, εσωστρεφές, αντιδραστικό. Άρα, πέραν της απόρριψης της Μεταπολίτευσης χρειάζεται μια διαδικασία διαχωρισμού της ήρας από το στάρι, που καλείται να το κάνει πρώτα το επαναστατικό υποκείμενο και οι εκφραστές του, ανάμεσα στους οποίους εν δυνάμει βρίσκεται ο Μητραλέξης.
Συμπερασματικά θα ήθελα να σας αναφέρω τί με εντυπωσιάζει στο έργο του Σωτήρη Μητραλέξη και τί όχι. Ποιες οι ελπίδες και οι ανησυχίες μου.
Με εντυπωσιάζουν ορισμένα εννοιολογικά-γλωσσικά ξέφωτα που ξεπηδούν συχνά-πυκνά στα κείμενά του, και που είναι πραγματικά χαρά Θεού να τα συναντάς. Το χιούμορ, η ευστοχία, η εμβρίθεια ορισμένων παρατηρήσεών του. Με εντυπωσιάζει η διεκδίκησή του να ακουστεί, η εκτενής γνώση της ελληνικής γλώσσας, η πνευματική περιέργειά του, η άγνοια κινδύνου και η προθυμία του να εκτεθεί. Όλα αυτά είναι σπουδαία, ή καλύτερα είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για κάτι σπουδαίο.
Δε με εντυπωσιάζει η ευκολία με την οποία καταπιάνεται με ορισμένα περίπλοκα ζητήματα, η προσπάθεια να τεθούν διλήμματα («ή το ένα συμβαίνει ή το άλλο») η εμφανής κάποτε λεξιλαγνεία. Όλα αυτά (ευκολία-φορμαλισμός-απλοποίηση) αποτελούν δεινά της νεοελληνικής σκέψης που έχουν συμβάλει ουκ ολίγον στὸ να είμαστε εδώ που είμαστε.
Ελπίζω ο Σωτήρης Μητραλέξης να εξελίξει τα προτερήματα του και να καταπνίξει τις αδυναμίες του. Να ακούει περισσότερο -και περισσότερους- και να μιλάει (και να γράφει) με περισσότερη σωφροσύνη. Φοβάμαι πως δε θα ήμουν πολύ πρωτότυπος αν τον συμβούλευα, παράλληλα με τις δημόσιες παρεμβάσεις του να διαβάζει τα μαθήματά του, να κοιτάει τις σπουδές του, να αποταμιεύει το χρόνο, όσο τον έχει ακόμα.
Φοβάμαι, τρέμω, τις δυνατότητες απορρόφησης που διαθέτει το ελληνικό τέλμα. Φοβάμαι εκείνους που κάποτε θα αναγορεύσουν τον Σωτήρη Μητραλέξη σε «λαμπρό νέο» αρχικά, σε «γκουρού» στη συνέχεια. Φοβάμαι την περίκλειση σε έναν «χώρο». Φοβάμαι την αναγνωρισιμότητα εντός μιας ιδεοληπτικής κοινότητας, και τους δεσμούς που αυτή χαλκεύει.
Τελειώνοντας όμως αισιόδοξα, κλίνω υπέρ της άποψης πως όλα θα πάνε καλά. Πιστεύω πως αυτό το βιβλιαράκι, την αξία του οποίου θεωρώ αδιαμφισβήτητη, συν τω χρόνω θα κερδίζει σε αξία, καθώς θα καρπίζουν οι σπόροι που υπάρχουν εδώ και θα πνίγονται τα ζιζάνια. Πιστεύω πως σε είκοσι χρόνια, η εξέλιξη του Μητραλέξη θα μας κάνει υπερήφανους που θα έχουμε αυτό το βιβλιαράκι στη βιβλιοθήκη μας κι εμένα προσωπικά περήφανο που το παρουσίασα, εκείνο το καλοκαίρι του 2011, καταμεσής στην κρίση, στην απόγνωση, όταν ακόμα δεν ακουγόταν καλά-καλά η αντάρα της ανατροπής. Ευχαριστώ τον Σωτήρη Μητραλέξη που συνέλεξε τα κείμενά του για μας και που μου έδωσε την πολύτιμη δυνατότητα να τα παρουσιάσω!
Σε αυτό το πλαίσιο, έχει ενδιαφέρον η εμφάνιση ενός νεότατου ανθρώπου που γράφει μανιωδώς για τα πιο διαφορετικά πολιτικά φαινόμενα, μιλάει πολιτικά, δραστηριοποιείται πολιτικά, διαβάζει πολιτικά (ή τουλάχιστον ελπίζω πως το κάνει) και εν γένει είναι λες κι ήρθε από «άλλο ανέκδοτο»- και όχι χωρίς κόστος.
Παρ’ όλα αυτά, κι εδώ το πράγμα γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρον, δεν έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση πρόωρης διανοητικής γήρανσης, ούτε με κάποια πιο οξυμένη εκδήλωση ενός συνδρόμου μικρομεγαλισμού (που κατά τα άλλα είναι βασικό χαρακτηριστικό όλων όσοι είναι από 10 ως 30 ετών, οπότε αντικαθίσταται σταδιακά από τον παλιμπαιδισμό): παρά τους τόνους και τα πνεύματα και τις λόγιες εκφράσεις, τα αρχαιόκλιτα και τις αρχαΐζουσες παροιμίες, τις λέξεις υπό εξαφάνιση (όπως αυτό το «αδολεσχία», που όταν το πρωτοάκουσα οφείλω να ομολογήσω πως το μυαλό μου πήγε στο κακό) και λοιπά φτιασίδια, η ουσία των κειμένων και του προβληματισμού του Μητραλέξη είναι ριζικά νεανική. Θα τολμούσα να πω πως είναι αποκαλυπτική για το τί θα έλεγαν οι νέοι αν μας μιλούσαν. Κι αυτό δεν είναι κάτι που το ξεπερνά κανείς έτσι, ελαφρά τη καρδία.
Το πρώτο στοιχείο της νεανικότητας των κειμένων του Σωτήρη Μητραλέξη είναι ο πολιτικός συγκρητισμός: τα κείμενά του κουρελιάζουν κάθε έννοια διαίρεσης των πολιτικών ιδεών στον άξονα δεξιάς-αριστεράς. Κινούνται με άνεση από το Σαμαρά ως την Πολιτική Οικολογία και από την Άμεση Δημοκρατία στον φιλελευθερισμό, με τρόπο που φαίνεται σε εμάς τους παλαιότερους ιλιγγιώδης αλλά δηλώνει κάτι πολύ ουσιαστικό. Όπως στο γνωστό παραμύθι εμφανίζεται ένα φρέσκο μάτι (ένα παιδί σε εκείνη την περίπτωση) για να ονοματίσει το αυτονόητο της γύμνιας του βασιλιά και να οδηγήσει στη συνειδητοποίηση ένα ολόκληρο πλήθος που δεν την έβλεπε γιατί δεν ήταν δυνατόν να την διανοηθεί, γιατί δεν είχε τις λέξεις να το κάνει, έτσι και το ζιγκ-ζαγκ του Μητραλέξη αποδεικνύει πως τα πράγματα που λέμε δεξιά και αριστερά δεν υπάρχουν πια. Ο Μιτεράν έλεγε πως η ιδέα πως έχει καταργηθεί ο διαχωρισμός δεξιάς/αριστεράς είναι πάντα μια δεξιά ιδέα, αλλά ο Μιτεράν ρίζωνε στο 20ό αιώνα ενώ ο Μητραλέξης στον 21ο και φαίνεται πως ένας αιώνας μετράει πολύ στις πολιτικές κατηγοριοποιήσεις.
Αυτό που έχει αντικαταστήσει τη διαίρεση δεξιάς-αριστεράς φαίνεται να είναι μια ad hoc «εκ των ενόντων» επιλογή ιδεών, αξιών, πολιτικών προταγμάτων, ορολογίας, μορφών πολιτικής συμπεριφοράς που κάποτε γεννήθηκαν ίσως στην αριστερά και τη δεξιά (και το κέντρο και τα εκατέρωθεν άκρα) αλλά σήμερα απλώς βρίσκονται εκεί, απλωμένα στους πάγκους της πολιτικής πραμάτειας, στη διάθεση του κοινού. Ενώ παλιά συγκροτούνταν σε μενού σήμερα διατίθενται σε Salad Bar: διαλέγετε και παίρνετε.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό, σύμφυτο με το πρώτο, είναι η έκταση της θεματολογίας των κειμένων του Σωτήρη Μητραλέξη: έχουμε κείμενα που αναφέρονται στη λειτουργία των θεσμών, την εξωτερική πολιτική, την εκπαιδευτική πολιτική, την πολιτική φιλοσοφία, τη θεολογία. Έχουμε ακόμα κι ένα δοκιμιακό κείμενο που αναφέρεται στην κοραϊκή «μετακένωση», με σημειώσεις, βιβλιογραφία, συμπεράσματα και τα ρέστα, το οποίο μορφολογικά δε μοιάζει με άρθρο πολιτικής παρέμβασης αλλά με μελλοντική επιστημονική δημοσίευση, που δε θα το κρίνω ως τέτοιο διότι δεν είμαι «pair», αλλά απλώς το αναφέρω για να δείξω πόσο τα κείμενα του Μητραλέξη είναι κείμενα της εποχής μας, που σαν την εποχή μας απεχθάνονται τα όρια μεταξύ του οτιδήποτε. Η μεταμοντέρνα συνθήκη είναι κυρίως μια συνθήκη γκρίζων, ξεφτισμένων και αδιόρατων διαχωριστικών γραμμών. Από το τείχος του Βερολίνου περνάμε στα αδιόρατα πλακάκια στο έδαφος, που δείχνουν «πού ήταν το τείχος»· η εθνικότητα, η οικογενειακή κατάσταση, η ηλικία, ακόμα και το φύλο προσδιορίζουν όλο και λιγότερο τις συμπεριφορές· στο facebook ένας μαθητής της ΣΤ΄ Δημοτικού μπορεί να συνομιλεί με τις διασημότητες που θαυμάζει λες κι είναι φιλαράκια (και τουλάχιστο αγγλιστί είναι πράγματι) κ.ο.κ.
Καλό τώρα είναι αυτό; Κακό; Μα ποιος ορίζει τα όρια ανάμεσά τους;
Το τρίτο χαρακτηριστικό των κειμένων του Σωτήρη Μητραλέξη είναι η απέχθεια προς το κατεστημένο: «πολύ πρωτότυπο για νέο!» θα μου πείτε και σωστά. Υπάρχει όμως ένα ζήτημα εδώ, που ίσως να μας απασχολήσει αρκετά στο μέλλον. Στην Ελλάδα άλλο κατεστημένο από το μεταπολιτευτικό δεν υπάρχει. Έχουμε ένα καθεστώς, με πολύ συγκεκριμένη κοσμοθεωρία (ουσιαστικά την πληβειακή-λαϊκιστική-αριστερή αντίληψη που στηρίζεται στην υποτίμηση των θεσμών, την ακραία εξατομίκευση, τη αντικατάσταση όλων των αξιών από την οικονομική ευημερία), η οποία εκφράζει πολύ συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα (όσους ζουν κυρίως από τη φοροδιαφυγή, τη διαφθορά, τη μαύρη οικονομία και την αργομισθία, που είναι επίσης στρώματα με ηλικιακό και έμφυλο πρόσημο- για να μην ξεχνιόμαστε), που οργάνωσε με πολύ συγκεκριμένο τρόπο την πλουτοπαραγωγική, θεσμική και ιδεολογική του ηγεμονία. Αυτά είναι τα καλά νέα. Τα κακά είναι πως αυτό το σύστημα βρίσκει τοίχο παντού και καταρρέει, πάνω-κάτω όπως κατέρρεε η ελληνική δικτατορία όταν συναντήθηκε με την πετρελαϊκή κρίση του 1973 ή όπως κατέρρευσαν τα κομμουνιστικά καθεστώτα όταν συναντήθηκαν με την παγκοσμιοποίηση και τη μετανεωτερικότητα.
Αυτό σημαίνει πως η νεότητα της Ελλάδας, που είναι το τραγικότερο θύμα της μεταπολιτευτικής μπουρδολογίας και (στο βαθμό τουλάχιστο που θα διατηρήσει δεσμούς με τη χώρα) αποτελεί το κοινωνικό σώμα που θα κληθεί να πληρώσει το λογαριασμό για τον εθνικό χαλασμό της τριακονταπενταετίας 1974-2009, έχει δίκιο να φτύνει τη Μεταπολίτευση, και αλίμονο αν δεν το έκανε, με διπλάσια μάλιστα απέχθεια και οργή απ’ ότι οι πρόγονοί της έφτυναν ας πούμε τον στρατό, το παλάτι κ.ο.κ.
Υπάρχει βέβαια ένα πρόβλημα εδώ: πως ταυτόχρονα με όλα τα κακά που είπαμε παραπάνω, η Μεταπολίτευση είναι ταυτόχρονα η εποχή των κοινοβουλευτικών θεσμών, της επέκτασης-κατοχύρωσης των ατομικών δικαιωμάτων, της ελευθεροτυπίας, της κομματικής-συνδικαλιστικής λειτουργίας, του ευρωπαϊσμού, της ισότητας των φύλων, των δικαιωμάτων του παιδιού, του αντιρατσισμού, του κοινωνικού κράτους, της αδέσμευτης ιδεολογικής αναζήτησης κ.ο.κ.
Οπότε η διαδικασία απόρριψης, κατεδάφισης, ανατροπής της Μεταπολίτευσης θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια αντιμεταρρύθμιση που θα επέβαλε ένα καθεστώς αυταρχικό, προσωποπαγές, εσωστρεφές, αντιδραστικό. Άρα, πέραν της απόρριψης της Μεταπολίτευσης χρειάζεται μια διαδικασία διαχωρισμού της ήρας από το στάρι, που καλείται να το κάνει πρώτα το επαναστατικό υποκείμενο και οι εκφραστές του, ανάμεσα στους οποίους εν δυνάμει βρίσκεται ο Μητραλέξης.
Συμπερασματικά θα ήθελα να σας αναφέρω τί με εντυπωσιάζει στο έργο του Σωτήρη Μητραλέξη και τί όχι. Ποιες οι ελπίδες και οι ανησυχίες μου.
Με εντυπωσιάζουν ορισμένα εννοιολογικά-γλωσσικά ξέφωτα που ξεπηδούν συχνά-πυκνά στα κείμενά του, και που είναι πραγματικά χαρά Θεού να τα συναντάς. Το χιούμορ, η ευστοχία, η εμβρίθεια ορισμένων παρατηρήσεών του. Με εντυπωσιάζει η διεκδίκησή του να ακουστεί, η εκτενής γνώση της ελληνικής γλώσσας, η πνευματική περιέργειά του, η άγνοια κινδύνου και η προθυμία του να εκτεθεί. Όλα αυτά είναι σπουδαία, ή καλύτερα είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για κάτι σπουδαίο.
Δε με εντυπωσιάζει η ευκολία με την οποία καταπιάνεται με ορισμένα περίπλοκα ζητήματα, η προσπάθεια να τεθούν διλήμματα («ή το ένα συμβαίνει ή το άλλο») η εμφανής κάποτε λεξιλαγνεία. Όλα αυτά (ευκολία-φορμαλισμός-απλοποίηση) αποτελούν δεινά της νεοελληνικής σκέψης που έχουν συμβάλει ουκ ολίγον στὸ να είμαστε εδώ που είμαστε.
Ελπίζω ο Σωτήρης Μητραλέξης να εξελίξει τα προτερήματα του και να καταπνίξει τις αδυναμίες του. Να ακούει περισσότερο -και περισσότερους- και να μιλάει (και να γράφει) με περισσότερη σωφροσύνη. Φοβάμαι πως δε θα ήμουν πολύ πρωτότυπος αν τον συμβούλευα, παράλληλα με τις δημόσιες παρεμβάσεις του να διαβάζει τα μαθήματά του, να κοιτάει τις σπουδές του, να αποταμιεύει το χρόνο, όσο τον έχει ακόμα.
Φοβάμαι, τρέμω, τις δυνατότητες απορρόφησης που διαθέτει το ελληνικό τέλμα. Φοβάμαι εκείνους που κάποτε θα αναγορεύσουν τον Σωτήρη Μητραλέξη σε «λαμπρό νέο» αρχικά, σε «γκουρού» στη συνέχεια. Φοβάμαι την περίκλειση σε έναν «χώρο». Φοβάμαι την αναγνωρισιμότητα εντός μιας ιδεοληπτικής κοινότητας, και τους δεσμούς που αυτή χαλκεύει.
Τελειώνοντας όμως αισιόδοξα, κλίνω υπέρ της άποψης πως όλα θα πάνε καλά. Πιστεύω πως αυτό το βιβλιαράκι, την αξία του οποίου θεωρώ αδιαμφισβήτητη, συν τω χρόνω θα κερδίζει σε αξία, καθώς θα καρπίζουν οι σπόροι που υπάρχουν εδώ και θα πνίγονται τα ζιζάνια. Πιστεύω πως σε είκοσι χρόνια, η εξέλιξη του Μητραλέξη θα μας κάνει υπερήφανους που θα έχουμε αυτό το βιβλιαράκι στη βιβλιοθήκη μας κι εμένα προσωπικά περήφανο που το παρουσίασα, εκείνο το καλοκαίρι του 2011, καταμεσής στην κρίση, στην απόγνωση, όταν ακόμα δεν ακουγόταν καλά-καλά η αντάρα της ανατροπής. Ευχαριστώ τον Σωτήρη Μητραλέξη που συνέλεξε τα κείμενά του για μας και που μου έδωσε την πολύτιμη δυνατότητα να τα παρουσιάσω!
*διαχειριστής της ιστοσελίδας ppol.gr
ΥΓ: Για την ταχυδρομική αποστολή του βιβλίου «ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΔΟΛΕΣΧΙΑ Ι» έναντι 12 Ευρώ παρακαλείστε να επικοινωνήσετε στο 6976.33.96.14 ή στο foit.antifono@gmail.com.
πηγή: antifono.gr