Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια ομιλία που εκφώνησε ο Ουμπέρτο Εκο στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνιας, στις 15 Μαΐου 2008. Από τον Θανάση Γιαλκετσή.
Πριν από μερικά χρόνια, στη Νέα Υόρκη, έπεσα σε έναν ταξιτζή με ένα όνομα που δύσκολα μπορεί να αποκρυπτογραφηθεί, ο οποίος μου δήλωσε ότι είναι Πακιστανός. Με ρώτησε από ποια χώρα προερχόμουν, του είπα από την Ιταλία, με ρώτησε πόσοι είμαστε εμείς οι Ιταλοί και του προξένησε εντύπωση το ότι είμαστε τόσο λίγοι και το ότι η γλώσσα μας δεν είναι η αγγλική γλώσσα. Τέλος, με ρώτησε ποιοι είναι οι εχθροί μας. Στο δικό μου «παρακαλώ;» απάντησε υπομονετικά ότι ήθελε να μάθει με ποιους λαούς είμαστε εδώ και αιώνες σε πόλεμο για εδαφικές διεκδικήσεις, εθνικά μίση, συνεχείς παραβιάσεις συνόρων κ.ο.κ. Του είπα ότι δεν είμαστε σε πόλεμο με κανέναν. Υπομονετικά μου εξήγησε ότι ήθελε να μάθει ποιοι είναι οι ιστορικοί μας εχθροί, εκείνοι με τους οποίους αλληλοσκοτωνόμαστε. Του επανέλαβα ότι δεν έχουμε τέτοιους εχθρούς, ότι τον τελευταίο πόλεμο τον κάναμε πριν από πενήντα και πάνω χρόνια και τον αρχίσαμε με έναν εχθρό και τον τελειώσαμε με άλλον. Δεν έμεινε ικανοποιημένος. Πώς είναι δυνατόν να υπάρχει ένας λαός που δεν έχει εχθρούς; Κατέβηκα δίνοντάς του δύο δολάρια φιλοδώρημα, για να τον αποζημιώσω για τον ράθυμο πασιφισμό μας, και έπειτα μου ήρθε στον νου η απάντηση που έπρεπε να του είχα δώσει, δηλαδή ότι δεν είναι αλήθεια ότι οι Ιταλοί δεν έχουν εχθρούς. Δεν έχουν εξωτερικούς εχθρούς, και σε κάθε περίπτωση δεν είναι ποτέ σε θέση να συμφωνήσουν για να προσδιορίσουν ποιοι είναι αυτοί οι εχθροί, επειδή είναι συνεχώς σε πόλεμο μεταξύ τους. Η Πίζα εναντίον του Λιβόρνο, οι Γουέλφοι εναντίον των Γιβελίνων, οι Βόρειοι εναντίον των Νότιων, οι φασίστες εναντίον των ανταρτών, η μαφία εναντίον του κράτους, η κυβέρνηση εναντίον της δικαιοσύνης -και κρίμα που εκείνη την εποχή δεν είχε ακόμη συμβεί η πτώση της δεύτερης κυβέρνησης Πρόντι, γιατί διαφορετικά θα είχα μπορέσει να του εξηγήσω καλύτερα τι σημαίνει να χάνεις έναν πόλεμο από φίλια πυρά.
Ωστόσο, καθώς σκεφτόμουν καλύτερα αυτό το επεισόδιο, πείσθηκα ότι μία από τις κακοτυχίες της χώρας μας τα τελευταία εξήντα χρόνια ήταν ακριβώς το ότι δεν είχε αληθινούς εχθρούς. Η ενότητα της Ιταλίας επιτεύχθηκε χάρη στην παρουσία των Αυστριακών, ο Μουσολίνι μπόρεσε να απολαμβάνει τη λαϊκή συναίνεση επειδή μας προέτρεπε να εκδικηθούμε για την κολοβή νίκη, για τις ταπεινώσεις που υποστήκαμε στο Ντογκάλι και στην Αντουα και για τις εβραϊκές δημο-πλουτοκρατίες που μας επέβαλαν τις άδικες κυρώσεις. Δέστε τι έπαθαν οι Ηνωμένες Πολιτείες όταν χάθηκε η «αυτοκρατορία του Κακού» και διαλύθηκε ο μεγάλος σοβιετικός εχθρός. Κινδύνευαν να χάσουν την ταυτότητά τους, ώσπου ο Μπιν Λάντεν, ευγνώμων για τα ευεργετήματα που είχε δεχθεί όταν οι ΗΠΑ τον βοηθούσαν εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης, έβαλε το σπλαχνικό του χέρι στις Ηνωμένες Πολιτείες και έδωσε στον Μπους την ευκαιρία να δημιουργήσει νέους εχθρούς, επανεδραιώνοντας το συναίσθημα εθνικής ταυτότητας και την εξουσία του.
Να τους κατασκευάσουμε
Το να έχουμε έναν εχθρό είναι σημαντικό, όχι μόνο για να ορίζουμε την ταυτότητά μας αλλά και για να προμηθευόμαστε ένα εμπόδιο σε σχέση με το οποίο να μετράμε το δικό μας σύστημα αξιών και να δείχνουμε, αντιμετωπίζοντάς το, τη δική μας αξία. Γι' αυτό, όταν ο εχθρός δεν υπάρχει, χρειάζεται να τον κατασκευάζουμε. Δέστε τη γενναιόδωρη ευελιξία με την οποία οι νεοναζί της Βερόνας διαλέγουν για εχθρό τους οποιονδήποτε δεν ανήκει στην ομάδα τους, προκειμένου να αναγνωρίζονται ως ομάδα. Απόψε όμως δεν μας ενδιαφέρει τόσο το σχεδόν φυσικό φαινόμενο του εντοπισμού ενός εχθρού που μας απειλεί όσο η διαδικασία παραγωγής και δαιμονοποίησης του εχθρού. Στους λόγους του «Κατά Κατιλίνα», ο Κικέρων δεν χρειαζόταν να σχεδιάσει μιαν εικόνα του εχθρού, επειδή διέθετε αποδείξεις για τη συνωμοσία του Κατιλίνα. Αλλά κατασκευάζει τον εχθρό, όταν, στη δεύτερη αγόρευση, περιγράφει στους συγκλητικούς την εικόνα των φίλων του Κατιλίνα, ρίχνοντας πάνω στον κύριο κατηγορούμενο τη σκιά της δικής τους ηθικής διαστροφής (...).
Ενας κατ' εξοχήν διαφορετικός είναι ο ξένος. Ηδη στα ρωμαϊκά ανάγλυφα οι βάρβαροι εμφανίζονται γενειοφόροι και πλακουτσομύτες και το ίδιο το όνομα «βάρβαροι», όπως είναι γνωστό, υπαινίσσεται ένα ελάττωμα γλώσσας και επομένως σκέψης. Ωστόσο, ήδη από την αρχή θα κατασκευαστούν ως εχθροί όχι τόσο οι διαφορετικοί που μας απειλούν άμεσα (όπως θα ήταν η περίπτωση των βαρβάρων) αλλά εκείνοι που κάποιος έχει συμφέρον να παρουσιάζονται ως απειλητικοί, ακόμη και αν δεν μας απειλούν άμεσα, έτσι ώστε δεν είναι τόσο το ότι είναι απειλητικοί που κάνει να τονίζεται η διαφορετικότητά τους, αλλά η διαφορετικότητά τους γίνεται ένδειξη του ότι είναι απειλητικοί. Ας δούμε τις δηλώσεις ενάντια στα διονυσιακά τελετουργικά (ξενικής προέλευσης) και όσα λέει ο Τάκιτος για τους εβραίους: «Βέβηλα είναι για τους εβραίους όλα όσα είναι ιερά για μας και όσα είναι ανήθικα για μας γι' αυτούς είναι θεμιτά» (και έρχεται στον νου μας η αγγλοσαξονική απόρριψη των Γάλλων, που τρώνε βατράχια, ή η γερμανική των Ιταλών, που τρώνε πολύ σκόρδο).
Οι εβραίοι είναι «παράξενοι» επειδή δεν τρώνε χοιρινό κρέας, δεν βάζουν μαγιά στο ψωμί, δεν εργάζονται την έβδομη μέρα, παντρεύονται μόνο μεταξύ τους, κάνουν περιτομή όχι επειδή είναι ένας κανόνας υγιεινής ή ένας θρησκευτικός κανόνας αλλά «για να τονίσουν τη διαφορετικότητά τους», θάβουν τους νεκρούς και δεν τιμούν τους δικούς μας Καίσαρες. Αφού καταδειχθεί πόσο διαφορετικά είναι ορισμένα υπαρκτά έθιμα (περιτομή, ανάπαυση του Σαββάτου), μπορεί να υπογραμμιστεί ακόμα περισσότερο η διαφορετικότητα εντάσσοντας στο πορτρέτο μυθικά έθιμα (λατρεύουν το ομοίωμα ενός γαϊδάρου, περιφρονούν γονείς, τέκνα, αδελφούς, την πατρίδα και τους θεούς κ.ο.κ.) (...).
Νέα μορφή εχθρού θα γίνει έπειτα, με την ανάπτυξη των επαφών μεταξύ των λαών, όχι μόνον εκείνος που βρίσκεται έξω και που επιδεικνύει την παραξενιά του από μακριά αλλά και εκείνος που βρίσκεται ανάμεσά μας, σήμερα θα λέγαμε ο μη ευρωπαίος μετανάστης, ο οποίος κατά κάποιον τρόπο συμπεριφέρεται με τρόπο διαφορετικό ή μιλάει άσχημα τη γλώσσα μας και που στη σάτιρα του Γιουβενάλη είναι ο γραικύλος, ο πονηρός και κατεργάρης, αδιάντροπος, ερωτύλος, ικανός να ρίξει στο κρεβάτι τη γιαγιά ενός φίλου.
Ο εχθρός πάντα βρομάει και κάποιος Μπεριγιόν, στις αρχές του Α' Παγκόσμιου Πολέμου (1915), έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο «La polychesie de la race allemande», όπου καταδείκνυε ότι ο μέσος Γερμανός παράγει περισσότερα κόπρανα από τον Γάλλο και με πιο ανυπόφορη μυρωδιά. Τερατώδης και βρομερός θα είναι, τουλάχιστον από τις απαρχές του χριστιανισμού, ο εβραίος, δεδομένου ότι το μοντέλο του είναι ο Αντίχριστος, ο μεγαλύτερος εχθρός, ο εχθρός όχι μόνον ο δικός μας αλλά του Θεού. Μερικές φορές ο εχθρός γίνεται αντιληπτός ως διαφορετικός και άσχημος, επειδή ανήκει σε κατώτερη τάξη. Στον Ομηρο ο Θερσίτης («στραβοκάνης και κουτσός από το ένα πόδι, οι ώμοι του γυρισμένοι προς τα μέσα, σμιγμένοι πάνω από το στήθος του και από πάνω είχε ένα μακρουλό κεφάλι, όπου φύτρωναν τρίχες αραιές») είναι κοινωνικά κατώτερος από τον Αγαμέμνονα ή από τον Αχιλλέα και γι' αυτό τους φθονεί (...).
Θέμα ηθικής
Φαίνεται πως δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς εχθρό. Η μορφή του εχθρού δεν μπορεί να εξαλειφθεί από τις διαδικασίες του εκπολιτισμού. Η ανάγκη είναι συνυφασμένη ακόμα και με τον ήπιο άνθρωπο και φίλο της ειρήνης. Απλώς μετατοπίζεται τότε η εικόνα του εχθρού από έναν ανθρώπινο στόχο σε μια φυσική ή κοινωνική δύναμη, που κατά κάποιον τρόπο μας απειλεί και που πρέπει να νικηθεί, είτε αυτή είναι η καπιταλιστική εκμετάλλευση είτε η μόλυνση του περιβάλλοντος ή η πείνα στον Τρίτο Κόσμο. Αλλά έστω και αν αυτές είναι «ενάρετες» περιπτώσεις, ο Μπρεχτ μας θυμίζει ότι ακόμα και το μίσος για την αδικία αλλοιώνει το πρόσωπο.
Η ηθική είναι επομένως αδύναμη απέναντι στην αταβιστική ανάγκη να έχουμε εχθρούς; Θα έλεγα ότι το ηθικό αίτημα επιβιώνει όχι όταν υποκρινόμαστε ότι δεν υπάρχουν εχθροί αλλά όταν προσπαθούμε να τους κατανοήσουμε, να μπούμε στη θέση τους. Δεν υπάρχει στον Αισχύλο μίσος για τους Πέρσες, αφού στην τραγωδία του αυτός ζει ανάμεσά τους και από τη σκοπιά τους. Ο Καίσαρας αντιμετωπίζει τους Γαλάτες με πολύ σεβασμό, το πολύ τους εμφανίζει λίγο κλαψιάρηδες κάθε φορά που παραδίδονται. Και ο Τάκιτος θαυμάζει τους Γερμανούς, βρίσκοντας ότι έχουν και ωραία σωματική διάπλαση και περιοριζόμενος στο να παραπονιέται για το ότι είναι βρόμικοι και απρόθυμοι για κοπιώδεις εργασίες, επειδή δεν υποφέρουν τη ζέστη και τη δίψα. Το να προσπαθούμε να κατανοούμε τον άλλο σημαίνει να καταστρέφουμε τα στερεότυπα χωρίς να αρνούμαστε ή να καταργούμε την ετερότητα.
Αλλά ας είμαστε ρεαλιστές. Αυτές οι μορφές κατανόησης του εχθρού χαρακτηρίζουν τους ποιητές, τους αγίους ή τους προδότες. Οι δικές μας βαθύτερες παρορμήσεις είναι πολύ διαφορετικές. Αν είναι έτσι, η κατασκευή του εχθρού πρέπει να είναι εντατική και συνεχής. Ενα αληθινά υποδειγματικό μοντέλο αυτής της κατασκευής μάς προσφέρει ο Τζορτζ Οργουελ στο «1984»: «Οπως συνήθως, παρουσιάστηκε στην οθόνη το πρόσωπο του Εμμανουήλ Γκόλντσταϊν, του Εχθρού του Λαού. Σκόρπια σφυρίγματα αποδοκιμασίας ακούστηκαν από το ακροατήριο. Η μικρόσωμη κοκκινομάλλα γυναικούλα άφησε μια στριγκλιά φόβου ανάμεικτου με αηδία. Προτού περάσουν τριάντα δευτερόλεπτα Μίσους, το μισό ακροατήριο ξέσπασε σε έξαλλες κραυγές λύσσας. Στο δεύτερο λεπτό το μίσος εξελίχθηκε σε παραλήρημα. Το ακροατήριο αναπηδούσε πάνω στις καρέκλες και ούρλιαζε όσο πιο δυνατά μπορούσε προσπαθώντας να πνίξει το βέλασμα που σε τρέλαινε από την τηλεοθόνη. Η μικροκαμωμένη κοκκινομάλλα αναψοκοκκινισμένη ανοιγόκλεινε το στόμα της σαν ψάρι έξω από το νερό. Η μελαχρινή κοπέλα πίσω από τον Γουίνστον άρχισε να ξεφωνίζει: "Γουρούνι! Γουρούνι! Γουρούνι!". Σε μια στιγμή διαύγειας, ο Γουίνστον είδε τον εαυτό του να φωνάζει κι αυτός μαζί με τους άλλους και να κλοτσάει βίαια με το τακούνι του τα πόδια της καρέκλας. Το φοβερό με το Δίλεπτο Μίσους δεν ήταν ότι ήσουν υποχρεωμένος να συμμετέχεις αλλά αντίθετα το ότι δεν μπορούσες να βρεις τρόπο να αποφύγεις να ενωθείς με τον χορό των αποδοκιμασιών. Μια αποτρόπαιη έκσταση φόβου και εκδίκησης, μια φονική μανία, μια διάθεση να βασανίσεις, να χτυπήσεις, να σπάσεις κεφάλια με ένα σφυρί, φαινόταν να διαπερνά σαν ηλεκτρικό ρεύμα το ακροατήριο και να το μεταμορφώνει παρά τη θέλησή του σε παράφρονες που μόρφαζαν και ούρλιαζαν».
Δεν είναι αναγκαίο να φτάσουμε στα παραληρήματα του «1984» για να αναγνωρίσουμε τους εαυτούς μας ως υπάρξεις που χρειάζονται έναν εχθρό. Οι πρόσφατες ιταλικές εκλογές μάς έδειξαν πόσα μπορεί να κάνει ο φόβος των μεταναστευτικών κυμάτων. Διευρύνοντας σε μιαν ολόκληρη εθνότητα τα χαρακτηριστικά ορισμένων από τα μέλη της που ζουν σε μια κατάσταση περιθωριοποίησης, κατασκευάζεται σήμερα στην Ιταλία η εικόνα του ρουμάνου εχθρού, που είναι ιδεώδης αποδιοπομπαίος τράγος για μια κοινωνία η οποία, καθώς έχει παρασυρθεί σε μια διαδικασία ακόμη και εθνικού μετασχηματισμού, δεν κατορθώνει πλέον να αναγνωρίζει τον εαυτό της. Η πιο απαισιόδοξη άποψη σχετικά με αυτό είναι εκείνη του Σαρτρ στο «Κεκλεισμένων των θυρών». Από τη μια πλευρά μπορούμε να αναγνωρίσουμε τους εαυτούς μας μόνο με την παρουσία ενός Αλλου και πάνω σε αυτό βασίζονται οι κανόνες συμβίωσης και πραότητας. Αλλά πολύ πρόθυμα βρίσκουμε αυτόν τον Αλλον ανυπόφορο, επειδή σε κάποιο βαθμό δεν είναι όπως εμείς. Ετσι ώστε, αναγορεύοντάς τον σε εχθρό, φτιάχνουμε την κόλασή μας πάνω στη γη. Οταν ο Σαρτρ κλείνει σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου τρεις πεθαμένους, που δεν γνωρίζονταν όσο ζούσαν, ένας από αυτούς κατανοεί την τρομερή αλήθεια:
«Δέστε τι απλό πράγμα. Δεν υπάρχει φυσικό βασανιστήριο, έτσι; Κι ωστόσο είμαστε στην κόλαση. Και κανείς άλλος δεν θα φτάσει εδώ. Λείπει ο δήμιος. Κάνουν οικονομία στο προσωπικό. Ο δήμιος είναι καθένας από μας για τους άλλους δύο».
Πηγή: "Ελευθεροτυπία" - 24/08/2008